ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΒουλΣυμβΕφΑθηνών 564/2005
Πηγή : Αρμ 2006, 1620
Αριθμός Απόφασης : 564
'Ετος : 2005
Δικαστήριο : Συμβούλιο Εφετών Αθηνών


Βούλευμα Συμβουλίου Εφετείου Αθηνών 564/2005

Σύνθεση : Νικόλαος Φακιολάς (Πρόεδρος), Ι. Γιαννακόπουλος, Γ. Μανωλίδης (μέλη), Εισηγητής Εισαγγελέας : Λεωνίδας Λαζαράκος

Κατά τον καταστατικόν Χάρτην της Εκκλησίας της Ελλάδος (άρθρον 39 ν. 590/77), η Ιερά Μονή είναι θρησκευτικόν καθίδρυμα υπό το νομικόν καθεστώς του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου δια την άσκησιν των Μοναχών συμφώνως προς τας μοναχικός επαγγελίας και τους περί μοναχικού βίου Ιερούς κανόνας και παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας. Τα της οργανώσεως του πνευματικού βίου και της διοικήσεως της Μονής καθορίζονται υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου, συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνας, τας μοναχικός παραδόσεις και τους Νόμους του κράτους δι' Εσωτερικού Κανονισμού.

Όταν όμως η Μονή δεν έχει εσωτερικόν κανονισμόν, ως συμβαίνει τούτο με την Ιερόν Μονήν του ..., κρατεί η γνώμη ότι εφαρμόζεται ο κανονισμός 39/72 περί Ιερών Μονών (ΦΕΚ Α' 203 της 30.6.72), ο οποίος ισχύει κατά τας διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 2 και 67 ν. 590/77, συμπληρούμενος υπό του Γενικού Κανονισμού Μοναστηριών (β.δ. 28/17/1958 ΦΕΚ 42 της 15.9.1958) (ΣτΕ 511/83, Τρωϊάνος, εις Χρισπανόν έτους 1984, τεύχος υπ' αρ. 272, Γ. Λιλαίου, Νομοκανονικά, σελ. 151-155).

Δια των ανωτέρω συνισχυουσών διατάξεων, συμφώνως προς τους ιερούς κανόνας, διατάσσεται η απόλυτος υπακοή εις τον Μητροπολίτην κατά την προσταγήν: «Ουδέν δίχα Γνώμης Επισκόπου». Και ναι μεν ο Επίσκοπος εκτός των άλλων ελέγχει τη νομιμότητα της οικονομικής διαχειρίσεως (άρθρον 6 του υπ' αριθμόν 39/72 κανονισμού, εις συνδυασμόν και προς το άρθρον 46 ν. 590/77), αλλά απαιτείται η σύμφωνος γνώμη και η έγκρισις του επισκόπου δια την αυξομείωσιν των κονδυλίων του προϋπολογισμού και του απολογισμού (άρθρον 4) και ο επίσκοπος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα δια της συνδρομής της αρμοδίας αρχής, προκειμένου να διαφυλάξει την ιερότητα των χώρων της Ιεράς Μονής (άρθρον 12), ενώ εξ άλλου (άρθρον 7 β.δ. του 1858) ο επίσκοπος ελέγχει την τήρησιν των κεκανονισμένων βιβλίων και δη το Βιβλίον του Ταμείου και της Αποθήκης καθώς και το «Βρέβιον», ήτοι το καθημερινόν πρόχειρον δια την εγγραφήν των ημερησίων εσόδων και εξόδων της Μονής «πάντα εν Βρεβίω εγκαταγράφεσθαι και εν επισκοπικοίς αρχείοις ενα-ποτίθεσθαι μηδαμώς άδειαν έχοντος του αφιερούντος παρά γνώμην του επισκόπου, εαυτόν Ηγούμενον ή ανθ' εαυτού έτερον καθιστάν» κανονισμός Α' της Πρωτοδευτέρας Οικουμενικής Συνόδου εις Αρχείον Συνοδικών Κανονισμών, Τόμος Β', σελ. 630).

Επομένως όλα πρέπει να τελούνται συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνας, όπως ισχύει το «ουδέν δίχα γνώμης Επισκόπου» και η ομολογία της Υπακοής, διότι δεν πρόκειται περί απλής γνώμης αλλά περί όρου, ήτοι περί της εγκρίσεως ή αδείας του Επισκόπου. Κρατεί δε απολύτως ο Ιερός Κανών: «ΙΤιντων των Εκκλησιαστικών πραγμάτων ο Επίσκοπος εχέτω την φροντίδα και διοικείτω αυτά ως θεού εφορώντος. Και ει τι Επίσκοπος ευρέθη ή Ηγούμενος εκ των αυτουργίων του Επισκοπείου ή του Μοναστηρίου εκποιούμενος άκυρον είναι την έκδοσιν. Ει δε πανουργία πονηρά χρήσοιντο άκυρον είναι την πράξιν, αποκαθίστασθαι δε τω Επισκοπείω ή τω Μοναστηρίω. Και ο Επίσκοπος του Επισκοπείου, ο δε Ηγούμενος του Μοναστηρίου ως διασκορπίζοντες κακώς α ου συνήγαγαν» (κανονισμός IB' της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, εις Αρχείον Συνοδικών Κανονισμών, τόμος Β' σελ. 592-593).

Επομένως οι νόμοι της Π)λιτείας παραπέμπουν εις τους Ιερούς Κανόνας, οι οποίοι εν προκειμένω επιτάσσουν τον επίσκοπον «εχέτω την φροντίδα και διοικείτω αυτά ως θεού εφορώντος...», διατάσσουν δε τον Ηγούμενον να υπάκουη και να μη ενεργή «δίχα γνώμης Επισκόπου», ήτοι άνευ της αδείας του κυριάρχου Αρχιερέως. Εις το Κανονικόν Δίκαιον τα ανωτέρω ισχύουν παγίως και αμεταβλήτως προκειμένου περί των Επισκοπικών Μονών, όπως έναντι του επιχωρίου Επισκόπου δεν υπάρχει ούτε αυτοδιοίκητον ούτε απαγόρευσις του ελέγχου σκοπιμότητας. Ο Επίσκοπος ασκεί την εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν του επί της Μοναστικής αδελφότητας και επί της διοικήσεως της Μονής, συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής διαχειρίσεως καθώς και του ουσιαστικού ελέγχου των εσόδων και των πεπραγμένων. [φοκύπτει όθεν εκ των ανωτέρω ότι η Ιερά Μονή και η Μοναστική Αδελφότης ως Νομικά ί^όσωπα Δημοσίου Δικαίου δεν είναι κοσμικόν σωματείον, ούτε ο Επίσκοπος αποτελεί απλήν εποπτεύουσαν αρχήν, ούτως ώστε να επιτηρή τυπικώς την Μοναστικήν αδελφότητα και να ενασκή την εποπτείαν, περιοριζόμενος εις το νομότυπον των πράξεων του. Αποτελεί δε προκειμένου περί Ιερών Μονών αβάσιμον και αδόκιμον επινόησιν η προβαλλόμενη διάκρισις μεταξύ της νομιμότητας και της σκοπιμότητας των πράξεων του Ηγουμενοσυμβουλίου με την ήκιστα θεολογημένην αξίωσιν, ότι η σκοπιμότης των πράξεων διαφεύγει τον έλεγχον του Επισκόπου, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι, εάν το Ηγουμενοσυμβούλιον χορήγηση χρηματικά ποσά υπέρ άθεων και αιρετικών, δεν επιτρέπεται αντίρρησις εκ μέρους του εποπτεύοντος Επισκόπου. Αντιθέτως προς τα ισχύοντα επί των κοσμικών Νομικών φοσώπων, τα Εκκλησιαστικά Νομικά ϊ^όσωπα είναι θεία Καθιδρύματα, θεωρούμενα ως Νομικά φόσωπα Δημοσίου Δικαίου κατά τας νομικός αυτών σχέσεις (άρθρον 1 παρ. 4 ν. 590/77), προκειμένου δε περί της οργανώσεως και της διοικήσεως των Ιερών Μονών ο πολιτειακός νόμος παραπέμπει ευθέως εις το Κανονικόν Δίκαιον, ήτοι εις τους Ιερούς Κανόνας και τας Μοναχικός παραδόσεις.

Η ανωτέρω ex lege παραπομπή συλλήβδην εις τους Ιερούς Κανόνας και τας Μοναχικός παραδόσεις οδηγεί εις το συμπέρασμα, ότι οι Ιεροί Κανόνες καθορίζουν την δικαιοδοσίαν του Επισκόπου επί των Ιερών Μονών και αντιστοίχως την εξάρτησιν των Ιερών Μονών και της Μοναστικής αδελφότητας από του Επίσκοπου επί τη βάσει του τριπτύχου: «Πιρθενία, Ακτημοσύνη, Υπακοή», προκύπτει δε τούτο ομοίως από τα Μοναστηριακά τυπικά, όπου μάλιστα εξαίρεται η Υπακοή ως βασική ομολογία του Μοναχού (Ι. Κονιδιάρη, Η Νομική θεώρησις των Μοναστηριακών τυπικών, 1984, σελ. 30 και επόμ., Κ. Μουρατίδου, Η Μοναχική Υπακοή, 1956, Νιναγιωτάκου, Το Δίκαιον των Μοναχών, σελ. 133 επόμ.). Επομένως εκ της απολύτου αφιερώσεως της Μοναστικής Αδελφότητας και της εκ μέρους των μελών της αυτοπροαιρέ-του εγκαταλείψεως των εγκόσμιων χάριν αποταγής «λύσις των δεσμών της υλικής και πρόσκαιρου ταύτης ζωής») και της καθυποτάξεώς των εις την Μοναστικήν αδελφότητα εις τα πλαίσια της Ιεράς Επαγγελίας της Υπακοής και της ομολογίας του κατά θεόν βίου δεν δικαιολογείται απείθεια προς τον Επίσκοπον υπό την επίκλησιν του αυτοδιοικήτου των Μονών.

Τουναντίον η δικαιοδοσία του Επισκόπου και το κανονικόν δικαίωμα του προς έλεγχον της ουσιαστικής διοικήσεως και διαχειρίσεως της Μονής και της υποχρεώσεως του Ηγουμενοσυμβουλίου και των μελών της Μοναστικής αδελφότητας να υπακούουν εις τον Επίσκοπον κατά τα προεκτεθέντα έχει νόμιμον και κανονικόν έρεισμα, δεδομένου ότι προκύπτει από τας επαγγελίας της ομολογίας των, συμφώνως με τους ισχύοντας και ex lege εφαρμοζόμενους Ιερούς Κανόνας (Μέγας Βασίλειος, κανόνες 18,19,20, κανόνες Γ', Η', Κγ' και Ζ': της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, ως και της πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, εις Αρχείον Συνοδικών κανόνων, τόμος Β', σελ. 232 επόμ.).

Κατά τους ακολούθους Ιερούς Κανόνας καθιερούται η υποχρέωσις της υπακοής των Μοναχών εις τον οικείον Επίσκοπον:

α') «Ότι δε τολμώντες ανατρέπειν την τοιαύτην διατύπωσιν καθ' οιονδήποτε τρόπον και μη υποταπόμενοι τω ιδίω επισκοπώ υποκείσθωσαν επιτιμίοις, οι δε μονάζοντες έστωσαν ακοινώνητοι» (κανών Η' της Δ' Οικουμενικής Συνόδου εις Αρχείον Συνοδικών Κανόνων, τόμος Β', σελ. 234).

β') «Τω της Μονής Εξάρχω εν φόβω θεού υποτάσσεσθαι και την κατά πάντα ως προσήκεν υπακοήν εκπληρούν και ως εξ όλης καρδίας εκουσίως τούτω ασπάζονται» (κανών ΜΑ' της Οικουμενικής Συνόδου Γωτοδευτέρας, εις Αρχείον Συνοδικών Κανόνων, τόμος Β', σελ. 401).

γ') «Μη μονάζοντα πραγμάτων επεισάγειν εαυτόν κοσμικαίς διοικήσεσι» (Κανών Γ' της Δ' Οικουμενικής Συνόδου).

δ') «Μηδαμώς άδειαν έχοντος του αφιερούντος παρά γνώμηνη του επισκόπου εαυτόν Ηγούμενον ή ανθ' εαυτού έτερον καθιστάν» (Κανών Α' της φωτοδευτέρας Οικουμενικής Συνόδου, εις Αρχείον Συνοδικών Κανόνων, τόμος Β', σελ. 648).

Επομένως, είναι δεδομένη η επάλληλος ex lege αλλά και κανονική δικαιοδοσία του Επισκόπου προς έλεγχον των πράξεων του Ηγουμενοσυμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων δια την λειτουργίαν και δια την οικονομικήν διαχείρισιν της Μονής, τόσον επί βάσεως πολιτειακού δικαίου (άρθρα 39 και 46 ν. 590/77) όσον και επί βάσεως Ιερών Κανόνων, φοσθετέον μάλιστα ότι ούτε ο νόμος ούτε η διοικητική πράξις επιτρέπεται να θίγουν τα από αιώνων κρατούντα αναφορικώς με την οργάνωσιν του Μοναχικού βίου και την διοίκησιν των Μονών υπό τον έλεγχον, την φροντίδα και την εποπτείαν του Επισκόπου, λόγω της Συνταγματικής φοστασίας όχι μόνον των Ιερών Κανόνων δογματικού περιεχομένου αλλά και των βασικών διοικητικών θεσμών, οι οποίοι παγίως έχουν καθιερωθή από μακρού εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν (άρθρα 3 και 13 του Συντάγματος).

Ειδικώτερον, κατά την νεωτέραν παγίαν Νομολογίαν του ΣτΕ (ΣτΕ 3619/82, ΣτΕ 1134/83, ΣτΕ 1135/83, ΣτΕ 1136/83), ναι μεν ο κοινός νομοθέτης και η διοίκησις δύνανται να ρυθμίσουν διαφοροτρόπως ζητήματα διοικητικής φύσεως, αλλά δεν επιτρέπεται οι τροποποιήσεις αύται να προχωρήσουν μέχρι της θεμελιώδους μεταβολής βασικών διοικητικών θεσμών, οι οποίοι έχουν παγίως καθιερωθή από μακρού εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν (Α. Μαρίνου, Η συνταγματική κατο-χύρωσις των Ιερών Κανόνων, του αυτού, Σχέσεις Εκκλησίας και πολιτείας).

Επομένως, κατά τα νομολογηθέντα, εκτός άλλων τελούν υπό συνταγματικήν κατοχύρωσιν και οι προαναφερόμενοι Ιεροί Κανόνες, οι οποίοι καθορίζουν την κανονικήν δικαιοδο-σίαν του Επισκόπου όχι μόνον να εποπτεύη αλλά και να επεμβαίνη ουσιαστικώς κατά τρόπον ρυθμιστικόν εις την οργάνωσιν και εις την διοίκησιν της Μοναστικής αδελφότητας, αφού αϊ διατάξεις αύται ναι μεν ανάγονται εις την θείαν λατρείαν, πλην όμως αποτελούν επιπλέον και βασικόν διοικητικόν θεσμόν οργανώσεως του μοναχικού βίου. Υπό την άποψιν ταύτην είναι απολύτως συμβατοί και εφαρμοστέοι αϊ ανωτέρω διατάξεις του Κανονικού Δικαίου, εις τας οποίας παραπέμπουν τα άρθρα 39 και 46 του ν. 590/77, λόγω της συνταγματικής των κατοχυρώσεως.

Συνεπώς ο Μητροπολίτης, εφ' όσον δεν υφίσταται Κανονισμός Λειτουργίας της Ιεράς Μονής, έχει δικαίωμα ουσιαστικού ελέγχου τόσον εις την διοίκησιν, όσον και εις την οικονομικήν διαχείρισιν της Ιεράς Μονής.

Νόμιμα, κατ' άρθρον 308 παρ. 1 εδ. γ' και δ' Kf7\, εισάγεται, με την προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση, στο Συμβούλιο αυτό η παρούσα δικογραφία, η οποία σχηματίστηκε κατόπιν ποινικών διώξεων (αρχικής και συμπληρωματικής), που ασκήθηκαν κατά των κατηγορουμένων Α. -ΠΜ. του Ν., Μητροπολίτη της Ιεράς Μητροπόλεως Α., και Θ.Γ. του Ε., πρεσβυτέρου, για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που τελέστηκε κατ' εξακολούθηση σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου από υπάλληλο που μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ), αλλά και των 50.000.000 δρχ. (150.000 ευρώ) (κατά του 1ου) και της άμεσης συνέργειας στην ως άνω πράξη (κατά του 2ου).

Οι ποινικές διώξεις ασκήθηκαν αυτεπαγγέλτως κατόπιν της υποβολής κατ' αγνώστων δραστών των από 23.4.1998 και 6.9.1999 μηνυτήριων αναφορών των Α.Σ., Φ.Τ., Α.Θ., Α.Α. και ΠΔ. η πρώτη και Κ.Π η δεύτερη, με τις οποίες, με αφορμή διάφορα δημοσιεύματα, ζητείται η δικαστική διερεύνηση για τη διαπίστωση τυχόν αξιόποινων πράξεων σε σχέση με το οικονομικό της Ιεράς Μονής ... στη Ν. Απικής, και διενεργήθηκε κυρία ανάκριση, η οποία περατώθηκε νομότυπα.

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 258 ΪΚ, όπως η περ. γ ' αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 5β' του ν. 2721/1999, «υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητος του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται: α') με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β') αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ') με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ή το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ». Για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, ως υπάλληλοι θεωρούνται, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 13 περ. α' και 263 Α' περ. α' ΪΚ, και οι υπηρετούντες με οποιαδήποτε σχέση στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στα οποία, κατ' άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 «περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», περιλαμβάνονται και η Εκκλησία της Ελλάδος, οι Μητροπόλεις, οι Ενορίες μετά των Ενοριακών αυτών Ναών και οι Μονές. Ως υπάλληλοι, λοιπόν, θεωρούνται και οι Μητροπολίτες, καθώς και οι κληρικοί που υπηρετούν στις Ιερές Μητροπόλεις. Ως ιδιαίτερα τεχνάσματα, κατά την παγίως γενόμενη δεκτή από τη νομολογία άποψη, θεωρούνται υλικές ενέργειες και μέθοδοι κεκρυμμένες, μη εμφανώς διακριτές, με τις οποίες καθίσταται δυσχερής η αποκάλυψη, που αποσκοπούν στη μερική ή ολική άρση της δυνατότητας ελέγχου, με σύγχρονη εξαπάτηση τρίτων προσώπων και δη των προϊσταμένων ή των εχόντων δικαίωμα ελέγχου και τα οποία πρόσωπα φαινομενικώς θεωρούν τις ενέργειες ως κατ' αρχήν νόμιμες (Συμβ. ΑΠ 1650/2002 ΠκνΧρον 2003.613, ΑΠ56/1998 ΠηνΧρον 1998.727). Όταν όμως ο υπάλληλος διαπράττει φανερά την υπεξαίρεση, έστω και με τη χρήση εκβιαστικών μεθόδων ή ψυχολογικής πιέσεως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για μεταχείριση από μέρους του ιδιαιτέρων τεχνασμάτων και η πράξη του, για να έχει κακουργη-ματικό χαρακτήρα, πρέπει να έχει αντικείμενο αξίας άνω των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.). Αλλά, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950 «περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων δια τους καταχραστάς του Δημοσίου», όπως ισχύει μετά την (τελευταία) αντικατάσταση του από το άρθρο 36 παρ. 1 του ν. 2172/1993 και το αναφερόμενο σ' αυτό ποσό αυξήθηκε από την περ. α' της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2408/1996, «στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 235, 236, 237, 242, 258, 372, 375 και 376 του Πηνικού Κώδικα, εφόσον αυτό στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλων νομικών προσώπων από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α' του Πηνικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ., επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρόν χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης». Εξ άλλου, κατ' άρθρον 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953, «οσάκις εις τας περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του νόμου 1608/1950 το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθησιν δια πολλών μερικότερων πράξεων, δια τον κατά το αυτό άρθρον προσδιορισμόν του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή της οπωσδήποτε απειληθείσης ζημίας, καθώς επίσης δια τον προσδιορισμόν του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπ' όψιν το όλον περιεχόμενον των μερικωτέρων πράξεων».

Περαιτέρω, για τη θεμελίωση της κατ' άρθρο 46 παρ. 1 περ. β' Κ της άμεσης συνέργειας απαιτείται ο δράστης να παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της κύριας πράξης και η συνδρομή αυτή να συνδέεται αμέσως προς την πράξη του αυτουργού και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτήν τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητας η τέλεση του εγκλήματος, υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε. Επίσης, απαιτείται και δόλια προαίρεση, δηλαδή ηθελημένη παροχή της συνδρομής αυτής και γνώση ότι αυτή παρέχεται για την εκτέλεση από τον αυτουργό της κύριας πράξης (ΑΠ 1698/1990, 1250/1990, σε Συμβ., ΠηνΧρ 1991. 716, 549). Η πράξη δε της συμμετοχής στην κακουργηματική υπεξαίρεση στην υπηρεσία προσλαμβάνει, κατ' άρθρο 49 παρ. 2 Κ, κακουργημα-τικό χαρακτήρα με τις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται στις διατάξεις που προπαρατέθηκαν, εφόσον δηλαδή οι προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις, που καθιστούν την πράξη κακούργημα υπάρχουν και στον συμμέτοχο (βλ. ΑΠ 1030/1997, σε Συμβ., UnvXpov 1998.363). Δηλαδή, αν ο άμεσος συνεργός συμμετέσχε σε μία ή περισσότερες από τις μερικότερες πράξεις της κακουργηματικής υπεξαίρεσης στην υπηρεσία που βαρύνει τον αυτουργό, οι οποίες όμως μόνες λαμβανόμενες (αν δηλαδή δεν είχαν τελεσθεί και οι υπόλοιπες), θα έφεραν πλημμεληματικό χαρακτήρα, ο άμεσος συνεργός θα διωχθεί για πλημμέλημα.

Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 111 παρ. 1, 3 και 5 Κ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη, η δε σχετική προθεσμία υπολογίζεται κατά το ισχύον ημερολόγιο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου κώδικα, όπως συμπληρώθηκε αυτό με το άρθρο 20 παρ. 5β' του ν. 2331/1995, η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως. Χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος, εκτός αν ορίζεται άλλως (άρθρο 17 ΪΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 20 παρ. 5β' του ν. 2331/1995). Εξάλλου, κατά το άρθρο 113 παρ. 2 και 3 Κ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 παρ. 6 του 2408/1996, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και εωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Η αναστολή αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από τρία χρόνια όταν πρόκειται για πράξη που χαρακτηρίζεται ως πλημμέλημα. Τέλος, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1 περ. β', 310 παρ. 1 εδ. β' και 370 περ. β' Klft, το συμβούλιο παύει οριστικά την κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη όταν έχει παραγραφεί το αξιόποινο της πράξεως για την οποία κατηγορείται. Η δε παραγραφή στο ποινικό δίκαιο είναι θεσμός δημοσίου δικαίου και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο σε κάθε στάση της διαδικασίας και, επομένως, και από το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωση της παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 370 περ. β' ΚΓΔ, παύει οριστικά την ποινική δίωξη.

Στην προκείμενη περίπτωση, από το σύνολο του συλλεγέντος κατά την προδικασία αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας και τις απολογίες και τα απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Α. -ΠΜ. είναι κληρικός με το βαθμό Επισκόπου και έχει εκλεγεί Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Α. από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας (ΙΣΙ) στις 24.5.1994 και ενθρονίστηκε στις 6.7.1994, αλλά ο διορισμός του δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 114/τεύχος νομικών προσώπων δημοσίων δικαίου/11.7.1996) μετά την έκδοση αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της εκλογής του που είχε ασκήσει ο πρώην Μητροπολίτης Α. Ν. Μέχρι τη δημοσίευση του διορισμού του ασκούσε μόνον πνευματικά καθήκοντα (ιερουργούσε κλπ.) και όχι διοικητικά τοιαύτα. Στο πλαίσιο των πνευματικών του καθηκόντων επισκεπτόταν τις Ιερές Μονές της περιφερείας του, μεταξύ των οποίων και την Ιερά Μονή ..., που βρίσκεται στην περιοχή Ν. Αττικής και θεωρείται μία από τις πλουσιότερες Μονές του Νομού, λόγω της πληθώρας των πιστών που συρρέουν εκεί καθημερινά για να προσκυνήσουν τα λείψανα του νεοφανούς Αγίου Εφραίμ του θαυματουργού, που μαρτύρησε στις 5.5.1426 από τους Τούρκους. Η Ιερά αυτή Μονή αναστηλώθηκε, ανοικοδομήθηκε και αναβίωσε από τα ερείπια της χάρη στην πίστη, τη θέληση και τις άοκνες προσπάθειες της πρώτης Ηγουμένης Μ. Δ. (στην οποία στις 3.1.1950 αποκαλύφθηκε το τίμιο σκήνωμα του Αγίου), που αποβίωσε στις 23.4.1999, καθώς και της συνοδείας της. Η Μονή στερείται Κανονισμού Λειτουργίας, παρά το γεγονός ότι αυτός προβλέπεται και επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 39 § 4 του ν. 590/1977, λόγω κωλυμάτων που προέβαλλε ο κατηγορούμενος Μητροπολίτης. Ο τελευταίος, από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και τον Αύγουστο του 1998 επισκεπτόταν την Ιερά Μονή μια φορά κάθε 15 ημέρες, αφού προηγουμένως ειδοποιούσε σχετικά την Ηγουμένη Μ., και, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του και αφού αφενός εκτόξευε κατ' αυτής, ηλικίας τότε 84 ετών, απειλές ότι θα την έσερνε στα εκκλησιαστικά δικαστήρια και θα την εξόριζε και αφετέρου της υποσχόταν ότι θα μεσολαβούσε για την αγιοκατάταξη του Οσίου Εφραίμ, της ζητούσε να του καταβάλει κάθε φορά το ποσό των 500.000 δρχ. από τα έσοδα της Ιεράς Μονής. Ακόμη, με τον ίδιο τρόπο, αποσπούσε από τη Μονή τρεις φορές το χρόνο που ιερουργούσε σ' αυτήν (κατά τις ακολουθίες του Μεγάλου Αποδείπνου κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, του Νυμφίου και του Μ. Ευχελαίου κατά τη Μ. Τετάρτη) 500.000 δρχ. κάθε φορά, καθώς και δύο φορές το χρόνο που ιερουργούσε στη Μονή, ήτοι στις 5 Μαίου, ημέρα του μαρτυρίου του Οσίου Εφραίμ και στις 3 Ιανουαρίου που εορτάζεται η εύρεση των λειψάνων του, ανά 1.500.000 δρχ. Συνολικά, δηλαδή, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, υποχρέωσε την Ηγουμένη να του καταβάλλει, χωρίς τη θέληση της, το ποσό των [(500.000 δρχ. προς 881 δνθήμερα - ανά 24 κατά τα έτη 1995,1996 και 1997 και 16 κατά τους μήνες Ιανουάριο μέχρι Αύγουστο 1998 - ίσον) 44.000.000 δρχ. συν (500.000 δρχ. προς 3 φορές προς 4 έτη αφού και οι τρεις αριθμοί γίνονταν πριν από τον Αύγουστο, ίσον) 6.000.000 δρχ. συν (1.500.000 δρχ. προς 2 φορές προς 4 έτη ίσον) 12.000.000 δρχ. ίσον] 62.000.000 δρχ. (και όχι 59.300.000 δρχ. που από φανερό αριθμητικό λάθος αναγράφεται στο κατηγορητήριο). Κατά δε το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και το Φεβρουάριο του 1996, ο συγκατηγορούμενός του φωτοπρεσβύτερος Θ.Γ., ο οποίος υπηρετούσε ως υπάλληλος στο ιδιαίτερο γραφείο του Μητροπολίτη και ήταν αρμόδιος για τις δημόσιες σχέσεις του, κατόπιν εντολής του τελευταίου, επισκεπτόταν μία φορά κάθε 20 ημέρες την ίδια Ιερά Μονή και ζητούσε από την Ηγουμένη, με τον αυτό ως άνω πιεστικό τρόπο, να του καταβάλει, για λογαριασμό του κατηγορουμένου Μητροπολίτη, 500.000 δρχ. σε κάθε επίσκεψη του, καθώς και το ποσό των 5.000.000 δρχ. σε μια επίσκεψη του που έλαβε χώρα κατά το θέρος του έτους 1995 και σε ημερομηνία που δεν προσδιορίστηκε επακριβώς κατά την ανάκριση.

Τα ποσά αυτά, συμποσούμενα σε [(500.000 δρχ. προς 21 εικοσαήμερα -18 κατά το έτος 1995 και 3 κατά το έτος 1999 - ίσον) 10.500.000 δρχ. συν 5.000.000 δρχ. ίσον] 15.500.000 δρχ., που του κατέβαλε η Ηγουμένη υποκύπτοντας στις ως άνω πιέσεις και απειλές, παρέδιδε στο Μητροπολίτη. Τέλος, τον Ιούλιο του 1996, ο κατηγορούμενος Μητροπολίτης, ασκώντας την ίδια ψυχολογική πίεση στην Ηγουμένη Μ., την υποχρέωσε να αναθέσει το έργο της λιθε-πένδυσης και επικεράμωσης του συγκροτήματος του κωδωνοστασίου της Μονής (που αποτελείται από ισόγειο κτίσμα βιβλιοθήκης, λεβητοστασίου και τον πύργο του κωδωνοστασίου) στον εργολάβο Δ.Μ. έναντι του ποσού των 35.000.000 δρχ., ενώ για το ίδιο έργο υπήρχαν προσφορές που κυμαίνονταν από 8.000.000 μέχρι 17.000.000 δρχ. και το πραγματικό κόστος δεν υπερέβαινε το ποσό των 17.000.000 δρχ. Από το ως άνω ποσό των 35.000.000 δρχ., που η Ηγουμένη κατέβαλε στον Δ.Μ., ο τελευταίος κράτησε ως αμοιβή του 14.000.000 δρχ. και αφού αφαίρεσε τον ΦΠΛ επί της διαφοράς των 21.000.000 δρχ. (από 4.000.000 δρχ.), παρέδωσε το υπόλοιπο από 17.000.000 δρχ. στον κατηγορούμενο Μητροπολίτη. Όλα τα παραπάνω ποσά, που συμποσούνται σε 94.500.000 δρχ. (62.000.000 + 15.500.00 + 17.000.000) (ή 277.330 ευρώ), ο κατηγορούμενος Μητροπολίτης δεν τα διέθεσε για τα έργα της Ιεράς Μονής ή της Ιεράς Μητροπόλεως, αλλά τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας τα στην περιουσία του. Για όλα τα ανωτέρω είναι σαφέστατες και κατηγορηματικές οι καταθέσεις των μαρτύρων μοναζουσών, συνεργατών και προσκυνητών της Ιεράς Μονής. Συγκεκριμένα: α'. Η μοναχή ΠΜ., μέλος του Ηγουμενοσυμβουλίου της Μονής κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, στις από 30.3.2004 και 4.6.2004 ένορκες ανακριτικές της καταθέσεις, βεβαιώνει όλα τα ανωτέρω και καταθέτει περαιτέρω ότι η Ηγουμένη Μ. στενοχωριόταν πάρα πολύ κάθε φορά που ο Π επισκεπτόταν το Μοναστήρι, του έδινε τα χρήματα και αυτός τα έπαιρνε χωρίς ποτέ να δίνει απόδειξη. Ότι ο Γ.Κ. δημοσιογράφος και ο θ.Β. εργοστασιάρχης, που συχνά έρχονταν στο Μοναστήρι ως προσκυνητές, προσφέρθηκαν να δωρήσουν τα χρήματα που απαιτούντο για τη λιθεπένδυση του κωδωνοστασίου, αλλά ο Μητροπολίτης δεν δέχθηκε την προσφορά αυτή και επέμεινε να βάλει δικό του εργολάβο και ότι ο Μητροπολίτης δεν επέτρεψε να προκηρυχθεί μειοδοτικός διαγωνισμός, παρά το ότι υπήρχαν προσφορές από εργολάβους, η μεγαλύτερη από τις οποίες ήταν αυτού του εργολάβου Σ. ποσού 17.000.000 δρχ. β'. Το αυτό βεβαιώνει, στις από 30.3.2004 και 4.6.2004 ένορκες ανακριτικές της καταθέσεις η Ρ.Τ., δόκιμη κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και μοναχή από το Φεβρουάριο του 2003, και καταθέτει, περαιτέρω, ότι πολλές φορές παρευρισκόταν στις καταβολές από την Ηγουμένη χρηματικών ποσών στο Μητροπολίτη, μια φορά δε η πρώτη έδωσε στον τελευταίο τρία πακέτα τυλιγμένα με άσπρο χαρτί που το καθένα περιείχε 500.000 δρχ., ότι ήταν μπροστά όταν ο κατηγορούμενος θ.Γ. τηλεφώνησε στην Ηγουμένη να του ετοιμάσει 500.000 δρχ. γιατί τα ήθελε ο Μητροπολίτης Π και ότι η Ηγουμένη είχε στενοχωρηθεί πολύ γιατί δεν μπορούσε να βρει τα χρήματα και φώναξε όλες τις αδελφές να φέρουν ό,τι υπήρχε στο παγκάρι και στο ταμείο της έκθεσης, ότι η ίδια είδε την Ηγουμένη να παραδίδει στο Μητροπολίτη, μια φορά που αυτός είχε έλθει να ιερουργήσει στην αγρυπνία του Αγίου, ένα νάιλον σακουλάκι που περιείχε 1.500.000 δρχ. και ότι, καίτοι υπήρχαν προσφορές για τη λιθεπένδυση του καμπαναριού (του εργολάβου Σ. για 17.000.000 δρχ., αλλά και άλλες προφορικές για 8.000.000 και 12.000.000 δρχ.) και το έργο θα γινόταν από δωρεές προσκυνητών και η Μονή δεν θα επιβαρυνόταν καθόλου, ο Μητροπολίτης αντέδρασε και απείλησε την Ηγουμένη. Γ'. Τα αυτά βεβαιώνει, στην από 30.3.2004 ένορκη ανακριτική της κατάθεση, η μοναχή και τώρα μέλος του Ηγουμενοσυμβουλίου Ε.Μ., η οποία χαρακτηριστικά καταθέτει ότι παρευρέθηκε σε συζήτηση που είχαν οι Μοναχές με τον εργολάβο Δ.Μ. και ότι αυτός τους είπε ότι από τα 35.000.000 δρχ. που του έδωσαν, αυτός κράτησε μόνον τα 14.000.000 δρχ. και τα υπόλοιπα τα πήρε ο Μητροπολίτης Π δ '. Η. Μ.Ν., που επί έτη διέμενε στην Ιερά Μονή, κατά διαστήματα, ως φιλοξενούμενη, καταθέτει στην από 20.4.2004 ένορκη ανακριτική της κατάθεση, μεταξύ άλλων, ότι το φθινόπωρο του 1997, ενώ βρισκόταν στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, που λειτουργεί ως προθάλαμος του κελιού της Ηγουμένης, σε μια από τις επισκέψεις του Μητροπολίτη, είδε την Ηγουμένη να του παραδίδει ένα πακέτο που περιείχε χρήματα, ότι ο Μητροπολίτης επεδίωκε να συναντάται μόνος με την Ηγουμένη, συνήθως στο κελί της, και να μην παρευρίσκεται κανένα άλλο άτομο κατά την παράδοση των χρημάτων και ότι πολλές φορές ερχόταν στο Μοναστήρι ο ιερέας θ.Γ., ο οποίος τελούσε τον Εσπερινό και, στη συνέχεια, έβλεπε κατ' ιδίαν την Ηγουμένη στο κελί της και αυτή του έδινε τα χρήματα για λογαριασμό του Μητροπολίτη, ε'. Η αρχιτέκτων μηχανικός Σ.Κ., στην από 23.4.2004 ένορκη ανακριτική της κατάθεση, βεβαιώνει ότι το κόστος του έργου της λιθεπένδυσης και επικεράμωσης του συγκροτήματος του κωδωνοστασίου δεν έπρεπε να υπερβεί το ποσό των 17.000.000 δρχ., με δυνατότητα να συμπιεστεί αυτό πολύ χαμηλότερα, στ'. Ο θ.Β., τακτικός προσκυνητής και συνεργάτης της Μονής (στην έκθεση), στην από 27.4.2004 ένορκη ανακριτική του κατάθεση, βεβαιώνει, από δική του αντίληψη, ότι μια μέρα της άνοιξης του 1996 που είχε επισκεφθεί το Μοναστήρι, πριν αποχωρήσει, επισκέφθηκε την Ηγουμένη στο κελί της για να την καληνυχτίσει και είδε πάνω στο γραφείο της τρεις φακέλους, τους δύο κλειστούς και τον έναν ανοικτό, που στον καθένα αναγραφόταν ο αριθμός 5001 ότι από τον ανοικτό φάκελο έλειπαν 50.000 για να συμπληρωθεί το ποσό των 500.000 δρχ., τις οποίες προσέφερε ο ίδιος, βάζοντας τις στον ανοικτό φάκελο. Ότι όταν ήλθε ο Δεσπότης, για την άφιξη του οποίου ειδοποίησε την Ηγουμένη η Ρ.Τ., η Ηγουμένη του υπέδειξε να κρυφθεί στο διπλανό εκκλησάκι, από όπου είδε αυτός να παίρνει ο Δεσπότης τους τρεις φακέλους, να ευχαριστεί την Ηγουμένη και να φεύγει βιαστικά. Ότι το έτος 1997, σε μια από τις αγρυπνίες του Οσίου, είδε την Ηγουμένη να παραδίδει στο Μητροπολίτη μια πλαστική τσάντα που περιείχε 1.500.000 δρχ. και ότι αυτός και άλλοι φίλοι της Μονής ήθελαν να προσφέρουν το ποσό των 12.000.000 δρχ. για τη λιθεπένδυση του κωδωνοστασίου, πράγμα που δεν επέτρεψε ο Μητροπολίτης, και ζ'. Ο Γ.Κ., στην από 28.4.2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση του, βεβαιώνει το ύψος των προσφορών που υπήρχαν για το έργο της λιθεπένδυσης του κωδωνοστασίου, καθώς και την επιθυμία του ιδίου και άλλων να καλύψουν τη δαπάνη. Και βεβαίως όλοι οι ανωτέρω μάρτυρες δεν είχαν κανένα λόγο ούτε προσδοκούσαν κάποιο συμφέρον, υποστηρίζοντας την Ιερά Μονή και, μάλιστα, μετά τον θάνατο της Ηγουμένης Μ., που προέβαινε στις ως άνω καταβολές, να στραφούν κατά του Μητροπολίτη Π και, πολύ περισσότερο, κατά του φωτοπρεσβύτερου θ.Γ., ο οποίος ισχυρίζεται ότι τα μοναδικά χρήματα που πήρε από την Ηγουμένη Μ. ήταν το ποσό των 1.500.000 δρχ. που έλαβε κατόπιν συνεννοήσεως του Μητροπολίτη με την Ηγουμένη και αφορούσαν έξοδα των δικαστικών αγώνων που είχε ο Π με το Ν., δόθηκε δε με τη συναίνεση της Μ. με πρόθεση δωρεάς προς τον Π Η κρίση του Συμβουλίου για την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων για το ότι ο Μητροπολίτης Π τέλεσε τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται ενισχύεται και α'. από την υπ' αριθμ. πρωτ. 2680/8.4.2002 έκθεση διαχειριστικού και οικονομικού ελέγχου της Ιεράς Μονής, που διενεργήθηκε, σε εκτέλεση εντολής της Δ/νοης Επιθ/σης Δ.Δ.Ν.Π και ΔΕΚΟ - Τμήμα Δ.Δ. και Ν.ΠΔ.Δ., από την Οικονομική Επιθεωρήτρια του Υπουργείου Οικονομικών ΠΨ, η οποία εκθέτει, πολύ εμπεριστατωμένα, την όλη κατάσταση της Ιεράς Μονής και έλαβε και μαρτυρικές καταθέσεις σχετικά με τις καταγγελίες για παράνομη λήψη χρημάτων από μέρους του Μητροπολίτη από την Ιερά Μονή, β'. από την υπ' αριθμ. πρωτ. 92/26.3.2002, ομοίως εμπεριστατωμένη, έκθεση διαχειριστικού και οικονομικού ελέγχου της Ιεράς Μονής, που διενεργήθηκε, κατόπιν σχετικών εντολών, από τους Επιθεωρητές της Υπηρεσίας Οικονομικής Επιθεωρήσεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος Γ.Τ. και Σ.Π και γ', από την από 2.9.1999 επιστολή προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος του τότε Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδας Κ., ο οποίος ιστορεί, από δική του αντίληψη, την αρνητική και εχθρική συμπεριφορά του Μητροπολίτη Π προς την Ιερά Μονή και την Ηγουμένη Μ., εξαίρει τον λαμπρό χαρακτήρα της τελευταίας και επιβεβαιώνει και την μετά τον θάνατο της Ηγουμένης συμπεριφορά του Π, ο οποίος, πέραν των άλλων, προσπάθησε να διασπάσει την ενότητα της Αδελφότητας, προσεταιρισθείς τη Μοναχή Ε. (κατά κόσμον Α.Γ.), η οποία, σημειωτέον, είναι η μόνη μάρτυρας Μοναχή που δεν ορκίστηκε επί του Ιερού Ευαγγελίου, αλλά στην «ιεροσύνη» της, πράγμα που δεν προβλέπεται, δεδομένου ότι οι μοναχοί δεν θεωρούνται κληρικοί (βλ. από 13.7.2004 ανακριτική της κατάθεση). Σε αντίθετη κρίση δεν μπορούν να οδηγήσουν οι ένορκες ανακριτικές καταθέσεις του ιερέα της Μονής Ν.Σ. (που περίμενε τον Μητροπολίτη έξω από το Μοναστήρι για να τον υποδεχθεί, οσάκις το επισκεπτόταν, και τον συνόδευε στην Εκκλησία και στο αρχονταρίκι), των εφημερίδων των Ιερών Ναών Αγίας Τριάδος Νέας Κηφισιάς και Κοιμήσεως Θεοτόκου Αμαρουσίου, αντιστοίχως, Γ.Κ. και Χ.Μ., του Δ.Κ. μέλους της επιτροπής για την αγιοκατάταξη του Οσίου Εφραίμ (που είχε συσταθεί το 1995 και περατωθεί το 1997), ο οποίος συνόδεψε μερικές φορές το Μητροπολίτη στην Ιερά Μονή σε ακολουθίες Μ. Αποδείπνου, Ευχελαίου, Εσπερινών και στην εορτή του μαρτυρίου του Οσίου, του Η.Β., οδηγού του αυτοκινήτου της Ιεράς Μητροπόλεως Α., του Επισκόπου Χριστιανουπόλεως και, από το 1983 μέχρι το 2000, Γραμματέα της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης Χ.Μ., του εφημερίου της Ιεράς Μητροπόλεως Α. και, από το έτος 2000, Γραμματέα αυτής Ε.Ι.Κ. και του πνευματικού φίλου του Μητροπολίτη Π και πληρεξουσίου του δικηγόρου σε διάφορες υποθέσεις Η.Π, εμμίσθου, από το έτος 2000, δικηγόρου - προϊσταμένου του Νομικού Γραφείου της Εκκλησίας της Ελλάδος, εφόσον όλοι αυτοί είχαν ηθική εξάρτηση από το Μητροπολίτη, δεν ήταν παρόντες κατά το χρόνο των παράνομων συναλλαγών αυτού με την Ηγουμένη (που, όπως αναφέρθηκε, γίνονταν στο κελί της χωρίς την παρουσία τρίτων) και οι καταθέσεις τους έρχονται σε αντίθεση με τις κατηγορηματικές τοιούτες των αυτόπτων μαρτύρων και τα λοιπά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία. Επίσης, η από 8.9.1997 έκθεση για την οικονομική διαχείριση της Ιεράς Μονής του Ν.θ., επιτίμου προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος, χωρίς νόμιμο δικαίωμα, μετέβη, κατά μήνα Αύγουστο του 1997, κατόπιν παρακλήσεως του κατηγορουμένου Μητροπολίτη, συνοδευόμενος και από τον εν ενεργεία πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου Η.Κ., στην Ιερά Μονή για να κάνει ένα πρόχειρο διαχειριστικό έλεγχο απλώς, όπως καταθέτει στην από 9.7.2004 ανακριτική του κατάθεση, για να ενημερωθεί ο Μητροπολίτης, δεν μπορεί να αναιρέσει τα ανωτέρω για τους λόγους που με σαφήνεια εκτίθενται στην εισαγγελική πρόταση (σε σύγκριση, μάλιστα, με την αντίθετη προς αυτήν από 17.9.1998 πορισματική έκθεση των ελεγκτών του ΣΔΟΕ Α.Ν., ΠΛ. και O.K., οι οποίοι διενέργησαν έλεγχο στα βιβλία της Ι. Μονής προς διακρίβωση της βασιμότητας ή μη των καταγγελιών που διατυπώνονται στην προμνησθείσα από 23.4.1998 μηνυτήρια αναφορά). Στην τελευταία (εισαγγελική πρόταση) αναφέρεται, συμπληρωματικά, το Συμβούλιο, προς αποφυγήν άσκοπων επαναλήψεων, ως προς τα λοιπά ζητήματα και ειδικότερα ως προς τα αφορώντα στη διοίκηση και τη διαχείριση της Ιεράς Μονής πριν και μετά τον θάνατο της Ηγουμένης Μ. και τις σχετικές μη νόμιμες επεμβάσεις του Μητροπολίτη, ως προς τα έχοντα σχέση με τη μοναχή Ε.Γ., την αρχική και τη μετέπειτα στάση αυτής, ως προς τη συμπεριφορά του Μητροπολίτη προς την Ιερά Μονή (διακοπή, μετά από ενέργειες του προς τον ΟΤΕ, των τηλεφωνικών συνδέσεων της Μονής πλην της υπάρχουσας στο κελί της μοναχής Ε., αποστολή «εγκαθέτων» ιερέων, οι οποίοι, κατ' εντολή του, με λοστούς και σκαρπέλα, διέρρηξαν τα παγκάρια της Μονής και αφαίρεσαν τα υπάρχοντα χρήματα κλπ.) και ως προς τις παρατυπίες και παραλείψεις σχετικά με τη ανάθεση και την εκτέλεση του έργου της λιθεπένδυσης και επικεράμωσης του συγκροτήματος του κωδωνοστασίου της Μονής. Σημειώνεται και ότι, όπως εκτίθεται και στην εισαγγελική πρόταση, α'. ο κατηγορούμενος Μητροπολίτης, εφόσον υπό την ιδιότητα του Μητροπολίτη Α. εισέπραξε από την Ιερά Μονή και ιδιοποιήθηκε παράνομα τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά, θεωρείται υπεξαιρέτης στην υπηρεσία, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι ήταν αναρμόδιος για την άσκηση άμεσου ελέγχου και εποπτείας στη διοίκηση και τη διαχείριση της Μονής και β'. δεν συντρέχει στο πρόσωπο του η επιβαρυντική περίσταση της μεταχειρίσεως ιδιαιτέρων τεχνασμάτων, τα οποία, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν συνιστούν οι εκβιαστικές και πιεστικές μέθοδοι που χρησιμοποίησε αυτός για να υποχρεώνει την Ηγουμένη να του παραδίδει τα ως άνω χρηματικά ποσά. Κατ' ακολου-θίαν, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για να στηριχθεί δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου Π, κατά κόσμον A.M., Μητροπολίτη Α., για την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία που τελέσθηκε από υπάλληλο κατ' εξακολούθηση σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η ζημία που προξενήθηκε στο οποίο υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. (150.000 ευρώ), που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1,14,18, 26 § 1 εδ. α', 27 § 1,51,52, 60,98,258 ΓΚ, σε συνδυασμό με άρθρα 13 περ. α',263 Α' περ. α', Κ1 §1 ν. 1608/1950, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 36 § 1 ν. 2172/1993 και την αύξηση του σ' αυτό αναφερομένου ποσού με το άρθρο 4 § 3 περ. α', ν. 2408/1996, και 16 παρ. 2 ν.δ. 2576/1953.

Επομένως, πρέπει να αποφανθεί το συμβούλιο αυτό, κατ' άρθρα 309 παρ. 1 περ. ε', 313 και 318 ΚΓΔ, σύμφωνα, ως προς το σημείο αυτό, και με την εισαγγελική πρόταση, να παραπεμφθεί ο ως άνω κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση του ενλόγω εγκλήματος (άρθρα 111 παρ. 1 Klft, σε συνδ. με 1 παρ. 3 ν. 1608/1950, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 3 περ. γ' ν. 2408/1996,122 παρ. 1 Kffi), για να δικασθεί για την ως άνω πράξη, όπως αυτή ειδικότερα περιγράφεται στο διατακτικό. Εξάλλου, εφόσον προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του ως άνω κατηγορουμένου για κακούργημα, για να εξασφαλισθεί ότι ο τελευταίος θα παραστεί στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της αποφάσεως που θα εκδοθεί, κρίνεται, κατ' ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 315 παρ. 3 ΚΓΔ, απολύτως αναγκαίο να του επιβληθεί ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας ποσού 20.000 ευρώ, που θα καταβληθούν μέσα σε προθεσμία 10 ημερών από τη νόμιμη επίδοση σ' αυτόν του παρόντος.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο κατηγορούμενος Θ.Γ., κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι το Φεβρουάριο του 1996, με το να μεταβαίνει στην Ιερά Μονή, κατόπιν εντολής του συγκατηγορουμένου του Μητροπολίτη, και να λαμβάνει, για λογαριασμό του τελευταίου, τα αναφερόμενα ποσά, συμποσούμενα σε 15.500.000 δρχ. (500.000 δρχ. ανά εικοσαήμερο συν 5.000.000 δρχ. σε μια επίσκεψη του κατά το θέρος του 1995), παρέσχε άμεση συνδρομή στο συγκατηγορούμενό του κατά τη διάρκεια της τέλεσης και στην εκτέλεση των μερικότερων πράξεων της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, από τις οποίες (μερικότερες πράξεις), προξενήθηκε στην ανωτέρω Ιερά Μονή συνολική ζημία ίση με το ενλόγω ποσό των 15.500.000 δρχ. Γλην, το ποσό αυτό είναι μικρότερο των 50.000.000 δρχ., οπότε, ως προς τον κατηγορούμενο αυτό, δεν συντρέχει η, προσδίδουσα στην υπεξαίρεση στην υπηρεσία κακουργηματικό χαρακτήρα, επιβαρυντική περίσταση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, όπως ισχύει (η οποία, σημειωτέον, ως ευμενέστερη, καταλαμβάνει, κατ' άρθρο 2 παρ. 1 ΓΚ, και τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από τις 4.6.1996 που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο ν. 2408/1996, με τον οποίο αυξήθηκε το αρχικά οριζόμενο ποσό των 5.000.000 δρχ. σε 50.000.000 δρχ.). Αλλά είναι μικρότερο και των 25.000.000 δρχ. (73.000) ευρώ, οπότε δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ούτε η επιβαρυντική περίσταση, που προσδίδει στην υπεξαίρεση στην υπηρεσία, επίσης, κακουργηματικό χαρακτήρα, την οποία προβλέπει η διάταξη του άρθρου 258 περ. γ' υποπερ. Β' ΚΓΔ, όπως αντικ. από το άρθρο 14 παρ. 5β ' ν. 2721/1999. Εφόσον δε, όπως αναφέρθηκε, δεν συντρέχει η επιβαρυντική περίσταση της μεταχειρίσεως από μέρους του αυτουργού ιδιαιτέρων τεχνασμάτων (οπότε η πράξη φέρει κακουργηματικό χαρακτήρα όταν το αντικείμενο της έχει αξία που υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ - 5.000.000 δρχ.), η πράξη της άμεσης συνέργειας του ενλόγω κατηγορουμένου στις μικρότερες πράξεις της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που βαρύνει τον αυτουργό Μητροπολίτη (και όχι στο σύνολο αυτών) φέρει πλημμεληματικό χαρακτήρα, αφού και ο αυτουργός, αν είχε τελέσει μόνον τις πράξεις στις οποίες συμμετέσχε και ο συνεργός, θα εδιώκετο για πλημμέλημα. Όμως, από την τέλεση της αποδιδομένης στον κατηγορούμενο θ.Γ. πράξης της άμεσης συνέργειας στις μερικότερες πράξεις της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία μέχρι σήμερα έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών (συμπληρώθηκε η πενταετία για την τελευταία από τις μερικότερες πράξεις στις 28.2.2001), χωρίς να έχει μεσολαβήσει στο μεταξύ κάποιο γεγονός που να επέφερε την αναστολή της παραγραφής. Συνεπώς, το αξιόποινο της ενλόγω πράξης έχει υποκύψει σε παραγραφή και πρέπει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη και παρά την αντίθετη (παραπεμπτική και γι' αυτόν) ως προς το σημείο αυτό, εισαγγελική πρόταση, να παύσει οριστικά ή κατά του ως άνω κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την πράξη που του αποδίδεται, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Τέλος πρέπει, κατ' εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 303 παρ. 1,315 παρ. 1 (που εφαρμόζεται αναλογικά και όταν έχουν επιβληθεί μόνον περιοριστικοί όροι) και 318 ΚΓΔ, να διαταχθεί η απόδοση στον καταθέσαντα της εγγυοδοσίας που έχει επιβληθεί στον κατηγορούμενο θ.Γ. με την υπ' αριθμ. 27/2004 διάταξη της Ανακρίτριας του 1ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών.

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.