ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
Ε.Σ. (Ολομ) 725/2012
Αριθμός Απόφασης : 725
'Ετος : 2012
Δικαστήριο : Ελεγκτικό Συνέδριο (Ολομέλεια)


ΑΡΙΘΜΟΣ 725/2012 

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ 

ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Μαΐου 2011, με την ακόλουθη σύνθεση : Ιωάννης Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή και Γεώργιος Κωνσταντάς, Αντιπρόεδροι, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού (εισηγήτρια), Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία - Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία - Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης, Αντώνιος Κατσαρόλης και Χριστίνα Ρασσιά, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου και Σωτηρία Ντούνη και οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, ’ννα Λιγωμένου, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου και Θεολογία Γναρδέλλη απουσίασαν δικαιολογημένα). ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Διονύσιος Λασκαράτος.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από 27 Νοεμβρίου 2006 (αριθμ. κατάθ. 682/13.12.2006) για αναίρεση της 2001/2006 οριστικής αποφάσεως του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του ***, κατοίκου ***, οδός ***, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του *** (ΑΜ ΔΣΑ ***).

Κ α τ ά 1) του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ***, 2) της Ιεράς Μητροπόλεως ***, που εκπροσωπείται νομίμως και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της *** (ΑΜ ΔΣΑ ***).

Με την 1058/2002 απόφαση της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών καταλογίστηκε ο ήδη αναιρεσείων ως ταμίας του Μητροπολιτικού Ταμείου της Ιεράς Μητροπόλεως *** αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον Μητροπολίτη αυτής ***, με το ποσό των 19.444.517 δραχμών και ήδη 57.063,88 ευρώ, που φέρεται ότι αποτελεί έλλειμμα στη διαχείριση του Ταμείου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.12.2000, πλέον προσαυξήσεων ύψους 5.423.193 δραχμών και ήδη 15.915,46 ευρώ. Με την αναιρεσιβαλλόμενη 2001/2006 απόφαση του ΙV Τμήματος απορρίφθηκε η έφεση κατά της ως άνω καταλογιστικής απόφασης.

Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του ΙV Τμήματος.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, ο οποίος, αφού ανέπτυξε προφορικά τους λόγους, ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως.

Την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιεράς Μητροπόλεως ***, η οποία ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και

Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες κατά την τελική διάσκεψη κατά την οποία λήφθηκε η παρούσα απόφαση, τους Δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από τους Συμβούλους Νικόλαο Μηλιώνη και Γεωργία Τζομάκα που απουσίασαν λόγω κωλύματος. Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα εξής :

Ι. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως της 2001/2006 οριστικής αποφάσεως του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 3663087 και 2562160 Σειράς Α΄ έντυπο γραμμάτιο του Δημοσίου) έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, είναι κατά τα λοιπά τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το βάσιμο των λόγων της.

II. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η έφεση κατά της 1058/2002 απόφαση της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία καταλογίστηκε ο ήδη αναιρεσείων ως ταμίας του Μητροπολιτικού Ταμείου της Ιεράς Μητροπόλεως ***, αλληλεγγύως και εις ολόκληραν με τον Μητροπολίτη αυτής ***, με το ποσό των 19.444.517 δραχμών και ήδη 57.063,88 ευρώ, που φέρεται ότι αποτελεί έλλειμμα στη διαχείριση του Ταμείου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.12.2000, πλέον προσαυξήσεων ύψους 5.423.193 δραχμών και ήδη 15.915,46 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής με την ένδικη αίτησή του, όπως αυτή συμπληρώνεται με το από 9.5.2011 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, παραπονείται ήδη ο αναιρεσείων, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, για 1) παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας υπό την ειδικότερη αιτίαση της μη λήψης υπόψη των ισχυρισμών του ότι : α) πραγματικός πρόεδρος του Μητροπολιτικού Ταμείου και αυτός, που τηρούσε τον τραπεζικό λογαριασμό αυτού, ήταν ο Μητροπολίτης ***, β) η 252/15.2.1997 πράξη του Μητροπολίτη ***, με την οποία τον όριζε μόνο για τις λογιστικές εγγραφές και την ταυτάριθμη όμοια απόφαση 252/15.2.1997, στην οποία με παραπομπή προσέθεσε ότι τον όριζε διαχειριστή όλων των νομικών προσώπων και του Μητροπολιτικού Ταμείου, είναι πλαστογραφημένη, και γ) αθωώθηκε για το αδίκημα της υπεξαίρεσης με την 3065/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου, και 2) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν την υπόθεση και ειδικότερα ότι το Τμήμα εσφαλμένα ερμήνευσε και υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό πραγματικά περιστατικά στην αόριστη νομική έννοια της βαρειάς αμέλειας, εφόσον, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, στην περίπτωσή του δεν συνέτρεξε κανενός βαθμού αμέλεια.

III. Ο ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (ΦΕΚ Α΄ 146) ορίζει, στο άρθρο 1 παρ. 4, ότι: «Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, … είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου» και στο άρθρο 35 του ιδίου ως άνω νόμου, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 8 του ν. 1700/1987 (ΦΕΚ Α΄ 61), ότι: «1. Στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών και σε κάθε Μητρόπολη συνιστάται Μητροπολιτικό Συμβούλιο. Το Μητροπολιτικό Συμβούλιο έχει εννιά μέλη … 5. Στα Μητροπολιτικά Συμβούλια ανήκει πέρα από τις κατά τις κείμενες διατάξεις αρμοδιότητές τους η διαχείριση, διοίκηση και αξιοποίηση της περιουσίας του νομικού προσώπου της Μητρόπολης …». Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 15, 17, 22, 25, 27 και 33 του π.δ/τος 774/1980 «Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ Α΄ 189), 32 και 35 παρ. 1 του ν.δ/τος 496/1974 «Περί λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (βλ. και τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 3 και 19 του κανονισμού 100/1998 «Περί συστάσεως Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών»), προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι δημόσιοι υπόλογοι είναι οι δημόσιοι λειτουργοί οι εντεταλμένοι την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων του Δημοσίου, των ο.τ.α. ή των ν.π.δ.δ., στα οποία περιλαμβάνονται και οι Μητροπόλεις, καθώς και όσοι, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικό που ανήκει στο Δημόσιο, σε ο.τ.α. ή σε ν.π.δ.δ. και κάθε άλλο πρόσωπο που ειδικώς από το νόμο θεωρείται ως δημόσιος υπόλογος (Αποφ. Ολ. 1716,1717, 1718, 2335/2009, 452, 453, 1610/2008, 1, 736, 1805, 2400/2007, 1492/2000). Για τη θεμελίωση της ιδιότητας του υπολόγου αρκεί το πραγματικό γεγονός της διενέργειας διαχειριστικών πράξεων, το οποίο, τον καθιστά αφ’ ενός μεν, υπόχρεο σε λογοδοσία και αφ’ ετέρου δε, υποκείμενο καταλογισμού σε περίπτωση διαπίστωσης ελλείμματος στη διαχείρισή του (Αποφ. Ολομ. 1716, 1717, 1718, 2335/2009, 1396/2000). Σύμφωνα δε, με γενική αρχή του δημοσιολογιστικού δικαίου, η οποία και συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 26, 28 και 29 του ν. 2362/1995 και 13 παρ. 1 και 4 του Ν.Δ/τος 496/1974 οι έναντι των νομικών προσώπων απαιτήσεις των πιστωτών (δικαιούχων) πρέπει να αποδεικνύονται από πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά, βάσει των οποίων εκδίδεται ο κατά νόμο τίτλος πληρωμής, δηλαδή το οικείο χρηματικό ένταλμα. Εξάλλου, ως έλλειμμα διαχείρισης χρηματικού, η αποκατάσταση του οποίου συνεπάγεται τον καταλογισμό του υπολόγου, νοείται κάθε επί το έλαττον αδικαιολόγητη διαφορά που διαπιστώνεται μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων που έπρεπε να υπάρχει σε μια δεδομένη στιγμή, σύμφωνα με τους τηρούμενους λογαριασμούς και με βάση νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία, και εκείνης που πράγματι υπάρχει (Αποφ. Ολομ. 1716, 1717, 1718, 2335/2009, 452, 453, 1456/2008, 976/2000), καθώς και κάθε «ανοίκειος» πληρωμή, δηλαδή κάθε πληρωμή που είτε δεν ανάγεται στην αρμοδιότητα του υπολόγου, είτε δεν στηρίζεται σε πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά, είτε για την πραγματοποίησή της δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες εκ μέρους του υπολόγου, είτε είναι άσχετη προς το σκοπό της διαχείρισης (Αποφ. Ολομ. 1037/1995, 1913/1992, 160/2004). Στο πλαίσιο αυτό, έλλειμμα αποτελεί και κάθε πληρωμή που βασίζεται σε μη νόμιμο τίτλο, δηλαδή σε τίτλο πληρωμής του οποίου είτε τα εξωτερικά γνωρίσματα δεν είναι πλήρη (π.χ. έλλειψη υπογραφής του αρμοδίου οργάνου), είτε τα δικαιολογητικά στα οποία στηρίζεται αποδειχθούν πλαστά ή βεβαιώνουν ως πραγματικά γεγονότα αναληθή (Αποφ. Ολομ. 750/1991 και 868/1990, IV Τμήμ. 851/2003). Διαχειριστικά στοιχεία, επομένως, που δεν στηρίζονται σε πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά, δεν συνιστούν νόμιμη διαχείριση με συνέπεια να μην λαμβάνονται υπόψη οι ποσότητες χρημάτων που αντιπροσωπεύουν, οι οποίες ως εκ τούτου αποτελούν έλλειμμα (Αποφ. Ολομ. 867/1990 IV Τμήμ. 160/2004, 1338/2002, 2182/1994). Στα νόμιμα δικαιολογητικά περιλαμβάνονται και τα κατά περίπτωση προβλεπόμενα από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων φορολογικά στοιχεία (π.δ. 186/1992, Α΄ 84). Για κάθε διαπιστούμενο στη διαχείρισή του χρηματικό έλλειμμα, ο υπόλογος ευθύνεται, κατ’ αρχήν, και για ελαφρά αμέλεια, η οποία μάλιστα τεκμαίρεται, απαλλάσσεται δε μόνον αν ο ίδιος επικαλεσθεί και αποδείξει ότι καμία απολύτως υπαιτιότητα, ως προς την επέλευση του ελλείμματος, δεν τον βαρύνει, ότι δηλαδή συντρέχουν λόγοι που αίρουν την ευθύνη του (βλ. Αποφ. Ολομ. 1244/1997, 454/2008). Βαρεία αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται όχι μόνο στις συναλλαγές αντικειμενικά και αφηρημένα απαιτούμενη επιμέλεια του μέσου συνετού και ευσυνείδητου ανθρώπου, αλλά ούτε και η στοιχειώδης επιμέλεια του κοινού και συνηθισμένου, ικανού προς δικαιοπραξία φυσικού προσώπου, την οποία αξιώνει ο νόμος από όλους τους ανθρώπους, όταν κινούνται μέσα στο κύκλο της επαγγελματικής και κοινωνικής τους δραστηριότητας, με αποτέλεσμα η αμελής συμπεριφορά να εμφανίζεται ως σοβαρή και ασυνήθιστη. Εξάλλου, ελαφρά αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η απαιτούμενη, από το νόμο ή τους σχετικούς κανονισμούς ή η αποκτώμενη από τη συνήθη εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του ζημιώσαντος, στοιχειώδης επιμέλεια του μέσου συνετού και ευσυνειδήτου ικανού προς δικαιοπραξία φυσικού προσώπου, κινουμένου μέσα στο συγκεκριμένο κύκλο της επαγγελματικής και κοινωνικής αυτού δραστηριότητος (βλ. Αποφ. Ολομ. 753/2010, 1244/1997). Συνεπώς, μέτρο κρίσης για την απόδειξη της έλλειψης της υπαιτιότητας του υπολόγου αποτελεί, σε κάθε περίπτωση που πρόκειται για έλλειμμα που συνέχεται εσωτερικά, υπό λειτουργική έννοια, με τη διαχειριστική δράση αυτού, η συμπεριφορά που επιδεικνύει ο μέσος συνετός άνθρωπος του κύκλου του (αντικειμενική επιμέλεια) κι όχι η συνήθης ατομική του συμπεριφορά. Η βαρειά αμέλεια αποτελεί αόριστη νομική έννοια, η εξειδίκευση της οποίας γίνεται από το δικαστή της ουσίας μέσω των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Στον αναιρετικό έλεγχο υπόκειται τόσο η ψευδής ερμηνεία της αόριστης νομικής έννοιας όσο και η κακή εφαρμογή της. Εξάλλου, η εξειδίκευσή της γίνεται όχι με βάση γενικά κοινωνικά κριτήρια αλλά με βάση κριτήρια που αρμόζουν και δεδομένα που ανήκουν στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, στην οποία υπάγεται ο κρινόμενος κάθε φορά υπόλογος (Απόφ. Ολομ. 753/2010). Σε περίπτωση δε που η υπαιτιότητα του υπολόγου εξικνείται μέχρι του βαθμού της βαρείας αμελείας ή του δόλου, καταλογίζονται σε βάρος αυτού, πέραν του ποσού του ελλείμματος, και οι εκάστοτε οριζόμενες από τις διατάξεις περί είσπραξης δημοσίων εσόδων προσαυξήσεις, απαλλάσσεται δε αυτός των προσαυξήσεων, εάν η δημιουργία του ελλείμματος δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλειά του, γεγονός όμως που ενεργεί υποκειμενικώς, δηλαδή υπέρ του υποχρέου, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει, αφήνοντας ανεπηρέαστη την περαιτέρω εξέλιξη της υποχρεώσεως τυχόν λοιπών προσώπων.

IV. Περαιτέρω, σύμφωνα με γενική αρχή του δημοσιολογιστικού δικαίου, για τη διενέργεια οποιασδήποτε δαπάνης του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., απαιτείται αυτή να προβλέπεται από ρητή διάταξη νόμου. Σε εξαιρετικές, όμως, περιπτώσεις, επιτρέπεται η διενέργεια δαπάνης που δεν προβλέπεται ρητά από διάταξη νόμου, εφόσον από τα δικαιολογητικά της προκύπτει ότι συμβάλλει στη λειτουργική δραστηριότητα της υπηρεσίας που την πραγματοποιεί, ή συντελεί, άμεσα ή έμμεσα, στην πιο αποτελεσματική εκπλήρωση των σκοπών της και δεν υπερβαίνει το από τις ειδικές περιστάσεις επιβαλλόμενο μέτρο. Στις περιπτώσεις αυτές υπάγεται και η καταβολή από ν.π.δ.δ. αμοιβής σε δικηγόρους, στους οποίους η ανάθεση της δικαστικής ή εξώδικης υποστήριξης των υποθέσεών του παρίσταται αναγκαία για την προστασία των συμφερόντων του ή την επίτευξη των σκοπών του. Ειδικότερα, τέτοια περίπτωση συντρέχει, μεταξύ άλλων, όταν στο νομικό πρόσωπο δεν υπηρετεί δικηγόρος, καθώς και όταν αυτό διαθέτει μεν νομική υπηρεσία, πλην όμως, είτε επειδή πρόκειται για ιδιαίτερα σοβαρή ή ειδικής φύσεως υπόθεση, ο χειρισμός της οποίας απαιτεί εξειδικευμένες νομικές γνώσεις και εμπειρία, είτε λόγω κωλύματος στο πρόσωπό τους, οι υπηρετούντες στην υπηρεσία αυτή δικηγόροι αδυνατούν να αναλάβουν τη διεκπεραίωσή της.

V. Στην προκειμένη περίπτωση το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του τα ακόλουθα: Μετά από διαχειριστικό έλεγχο που διενήργησαν οι Επιθεωρητές της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών *** και ***, στη διαχείριση του Μητροπολιτικού Ταμείου της Ιεράς Μητροπόλεως ***, για τις χρήσεις των οικονομικών ετών 1997-2000, διαπίστωσαν την ύπαρξη ελλείμματος ύψους 19.444.517 δραχμών και ήδη 57063,88 ευρώ, το οποίο καταλόγισαν σε βάρος του αναιρεσείοντος και του Μητροπολίτη της ως άνω Μητροπόλεως ***. Συγκεκριμένα, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα : Α) Εκδόθηκαν και εξοφλήθηκαν τα 8, 389, 392-397, 418-424, 432, 444,445, 459, 462-465, 467, 469-473, 475-479, 481-486, 490, 493-497, 547, 618, 646, 647, 664, 674-678, 681, 687, 688, 694-696, 742, 748, 759, 762, 772 και 777, οικονομικού έτους 1997, τα 79, 88, 97-108, 127-129, 137, 141, 148, 158, 159, 170-172, 175-177, 217-219, 225-229, 254-260, 268-272, 276-279, 282, 283, 299, 301-308, 311, 312, 314, 324, 335, 338-341, 344-346, 364-370, 374, 385, 397-409, 451-459, 473-477, 483, 498, 500-503, 549, 550, 564, 566, 567, 574-576, 613, 651, 663, 670-672, 674-678, 680, 683-687, 692, 701, 704, 722, 750, 757 και 820, οικονομικού έτους 1998, τα 42, 58, 200, 270, 272, 276, 309, 320, 336, 337, 411, 412, 419, 422-425, 432-436, 440-443, 456, 458, 460-462, 464-466, 477, 479, 490-493, 504, 521, 543, 544, 560, 572, 606, 617, 618, 626, 627, 632, 641, 652, 678, 691, 715, 717, 725, 728, 737, 741-743, 768, 776, 794, 795, 805 και 807-809, οικονομικού έτους 1999, καθώς και τα 3, 9, 32, 33, 41, 58, 61, 64, 68, 69, 80, 94, 143, 144, 146, 150, 151, 159, 162, 163, 180-182, 189-192, 209, 211-214, 218, 223, 233-236, 238, 249, 251, 261, 263, 264, 266, 270, 282, 283, 285, 286, 291-293, 296, 302, 304-308, 314, 315, 320, 326, 340, 341, 343-345, 359-361, 367, 373, 380-382, 385, 386, 388, 389, 395, 402, 406, 409, 410, 415, 427-430, 436-441, 445-454, 457, 463-465, 476-479, 493, 495, 497-499, 507-509, 512, 519, 534, 555-561, 568, 583, 585-588, 598-604, 614, 623, 627-629, 636, 649, 661, 666-670, 686, 703, 704, 714, 719, 720, 726, 734, 736, 737, 745-747, 754, 755, 761-764, 770, 771, 777-781, 786-792, 794, 846, 848, 861-863, 865, 868, 869, 876, 878, 931, 936-938, 940, 946 και 947, οικονομικού έτους 2000, χρηματικά εντάλματα, συνολικού ποσού 4.054.517 δραχμών. Το σύνολο των ανωτέρω χρηματικών ενταλμάτων υπέγραψε από κοινού ο εκκαλών με τον Μητροπολίτη ***, οι δε εντελλόμενες με αυτά δαπάνες εκταμιεύθηκαν χωρίς να προκύπτει η έκδοση αντίστοιχων εγκριτικών αποφάσεων του Μητροπολιτικού Συμβουλίου. Περαιτέρω, με εξαίρεση τα χρηματικά εντάλματα 370/1998 και 373, 409/2000, στα προαναφερόμενα χρηματικά εντάλματα έχουν επισυναφθεί ως δικαιολογητικά: ι) αποδείξεις λιανικής πώλησης που εκδόθηκαν από ταμειακή μηχανή ιι) στα χρηματικά εντάλματα 8, 618/1997, απόδειξη είσπραξης ταχυδρομείου, χωρίς κανένα άλλο στοιχείο καθώς και στα χρηματικά εντάλματα 566, 567, 613, 674-678, 680, 820/1998, 58, 200, 336, 337, 432, 521, 560, 572, 678, 715, 768/1999, 9, 296, 402, 436, 437, 438, 623, 861, 876/2000 που εκδόθηκαν για την εξόφληση διαφόρων ταχυδρομικών επιταγών, αποδείξεις είσπραξης ΕΛΤΑ, χωρίς περαιτέρω αιτιολογία για την πληρωμή των σχετικών ποσών. Πλην όμως, για τη δικαιολόγηση των ως άνω δαπανών απαιτείται τιμολόγιο χονδρικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών και όχι αποδείξεις λιανικής πώλησης ή αποδείξεις είσπραξης των ΕΛΤΑ. Συνεπώς, οι δαπάνες αυτές δεν είναι νόμιμες ελλείψει νομίμων δικαιολογητικών. Επιπλέον, με τα παραπάνω χρηματικά εντάλματα εντέλλονται δαπάνες, που έγιναν για αγορές τροφίμων και ειδών οικιακής χρήσης από super market και άλλα είδη όπως για μπαταρίες, λουλούδια, λαμπάδα, παντόφλες, ενδύματα -γυναικεία-, υποδήματα, κλειδιά, σωλήνες, καλλυντικά, για διαμονή σε ενοικιαζόμενα δωμάτια κ.ά., οι οποίες δεν προβλέπονται από διάταξη νόμου ούτε συνοδεύονται από δικαιολογητικά που αποδεικνύουν ότι η διενέργειά τους ήταν απαραίτητη για την εξυπηρέτηση της λειτουργικής δραστηριότητας της Μητρόπολης ούτε συνάπτονται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, προς τους σκοπούς της, λαμβανομένου υπόψη και ότι αυτές πραγματοποιήθηκαν, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, εκτός της έδρας της (ενδεικτικά: επανειλημμένα στη Μυτιλήνη και στο Ν. Αττικής στη Ραφήνα, στο Παγκράτι, στο Χαλάνδρι, στους Αμπελόκηπους, στην Καισαριανή). Εξάλλου, στα χρηματικά εντάλματα 370/1998, 373, 409/2000 επισυνάπτονται, αντίστοιχα, τα 702/38Α/0001102/3.7.1998 «Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος Α.Ε. Gastronomia – Delicatessen» Υποκατάστημα Κορίνθου, 4728/114/0026371/27.4.2000 «Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος Α.Ε.» Υποκατάστημα Ελληνικού (Βουλιαγμένης 43-47) και 8966/Γ/011800/12.5.2000 «Εταιρεία Γενικών Πωλήσεων και Εκμεταλλεύσεως Εμπορικών Κέντρων Α.Ε. Continent Hellas AE» Υποκατάστημα Αμαρουσσίου (Κηφισίας 41-45) τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής. Με τα παραπάνω χρηματικά εντάλματα καταβλήθηκαν δαπάνες για αγορά ειδών οικιακής χρήσης και τροφίμων, όπως προκύπτει από την περιγραφή των ειδών στα προαναφερόμενα τιμολόγια (ενδεικτικά: νερό ΚΟΡΠΗ, φίλτρο απορροφητήρα, γάλα, πετσέτες, Vettex, αυγά, Kellogs All Bran, διάφορα φρούτα, ποικιλία σαλατών κ.ά., και στην τελευταία περίπτωση ένας φούρνος μικροκυμάτων 17Lt). Οι δαπάνες αυτές δεν είναι νόμιμες παρότι για τη διενέργειά τους εκδόθηκαν τιμολόγια, καθώς δεν προβλέπονται από καμία διάταξη, ούτε κρίνονται λειτουργικές, καθόσον αφενός δεν συνάπτονται με τους σκοπούς του νομικού προσώπου αφετέρου δεν συνοδεύονται από έγγραφα των αρμοδίων οργάνων της Μητρόπολης *** από τα οποία να αποδεικνύεται ότι η διενέργειά τους επιβλήθηκε σε κάθε περίπτωση για την αποδοτικότερη εξυπηρέτηση των σκοπών του νομικού προσώπου ή συντελούσε στη λειτουργική δραστηριότητά του, με δεδομένο μάλιστα ότι με τα χρηματικά εντάλματα 373, 409/2000 διενεργήθηκαν δαπάνες εκτός της έδρας του νομικού προσώπου. Β) Με τα χρηματικά εντάλματα 73, ποσού 1.000.000 δρχ., 389, ποσού 1.000.000 δρχ., 613, ποσού 1.540.000 δρχ., και 787, ποσού 3.000.000 δρχ., οικονομικού έτους 1999 και 171, ποσού 850.000 δρχ., 254, ποσού 1.500.000 δρχ., 725, ποσού 5.000.000 δρχ., και 732 ποσού 1.500.000 δρχ., οικονομικού έτους 2000, καταβλήθηκαν δαπάνες συνολικού ποσού 15.390.000 δρχ. στους δικηγόρους Γεώργιο Καρατζογιάννη (με το χρηματικό ένταλμα 732/2000) και Βασίλειο Γαρούφη (με τα λοιπά χρηματικά εντάλματα) ως αμοιβή για δικηγορικές υπηρεσίες που παρείχαν για τη δικαστική ενώπιον των πολιτικών και ποινικών Δικαστηρίων Κορίνθου και Ναυπλίου και εξώδικη (μέσω εμφανίσεων και συνεντεύξεων στον έντυπο και τηλεοπτικό τύπο) υποστήριξη υποθέσεων που σχετίζονται με προσωπική αντιδικία του Μητροπολίτη *** με την εκδότρια και τρεις δημοσιογράφους της Εφημερίδας «***». Οι δαπάνες αυτές δεν είναι νόμιμες πρωτίστως διότι αφορούν προσωπικές υποθέσεις του Μητροπολίτη *** , *** και δεν διενεργήθηκαν για λογαριασμό του νομικού προσώπου της Μητρόπολης, το οποίο δεν εμπλεκόταν στις υποθέσεις αυτές ως διάδικος. Αλλά και στην περίπτωση όμως που θεωρηθεί ότι οι ως άνω δαπάνες δικαιολογούνται γιατί συνδέονται με την υποστήριξη των συμφερόντων της Μητρόπολης *** και όχι μόνο του Μητροπολίτη, η διενέργειά τους δεν προβλέπεται από διάταξη νόμου, καθόσον κατά το ίδιο διάστημα υπηρετούσε ως Νομικός Σύμβουλος στη Μητρόπολη ***, με πάγια αντιμισθία, ο δικηγόρος ***, ****, στα κύρια καθήκοντα του οποίου αναγόταν η παροχή των ως άνω υπηρεσιών. Ούτε, οι εν λόγω δαπάνες εξυπηρετούσαν λειτουργικές ανάγκες ή τους σκοπούς της Μητρόπολης ***, καθώς δεν συνοδεύονται από στοιχεία, όπως αποφάσεις του Μητροπολιτικού Συμβουλίου ή άλλα έγγραφα που να αποδεικνύουν κώλυμα του υπηρετούντος δικηγόρου να τις αναλάβει ή που δικαιολογούν την εξαιρετική ανάγκη να ανατεθούν σε δικηγόρους άλλους από τον υπηρετούντα λόγω εξειδικευμένης φύσης ή πολυπλοκότητας ή ιδιάζουσας σοβαρότητας και λόγω του ότι η διεκπεραίωσή τους θα απαιτούσε ενδεχομένως ακόμα και αποκλειστική απασχόληση του εντολοδόχου δικηγόρου για ορισμένο διάστημα. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων με την 252/15.2.1997 πράξη του Μητροπολίτη *** είχε οριστεί ταμίας όλων των υπό τη Μητρόπολη *** ευαγών και πολιτιστικών ιδρυμάτων. Τούτο δε πιστοποιείται και από την 760/18.7.2001 βεβαίωση της Ιεράς Μητρόπολης ***, που υπογράφεται από τον πρωτοσυγκελλεύοντα Αρχιμανδρίτη ***, στην οποία αναφέρεται ότι ο ανωτέρω διετέλεσε διαχειριστής του Μητροπολιτικού Ταμείου από τον Οκτώβριο 1996 μέχρι το Φεβρουάριο 2001, οπότε αυτόν διαδέχτηκε ο ιερέας ***. Άλλωστε, ο ίδιος με την από 17.12.2000 (αρ. πρωτ. 1521/20.12.2000) αίτησή του ζήτησε να απαλλαγεί από το σύνολο των ταμιακών καθηκόντων που ασκούσε, μεταξύ των οποίων και του Μητροπολιτικού Ταμείου. Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων ασκούσε διαχειριστικά καθήκοντα στο Μητροπολιτικό Ταμείο από τον Οκτώβριο 1996, ειδικότερα δε ως διορισμένος ταμίας από 15.2.1997 και νομίμως καταλογίστηκε σε βάρος του το κατά τα ανωτέρω διαπιστωθέν έλλειμμα. Απορρίφθηκε δε, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι δεν είχε την ιδιότητα του Ταμία του Μητροπολιτικού Ταμείου και ότι η πράξη 252/15.2.1997 κατά το μέρος που αναφέρεται στον ορισμό του ως ταμία του εν λόγω Ταμείου νοθεύτηκε με την προσθήκη σχετικής παραπομπής στο αρχικό ιδιόγραφο κείμενο, η οποία δεν υφίσταται σε όμοιου περιεχομένου δακτυλογραφημένο έγγραφο που προσκομίζει ο ίδιος, με την αιτιολογία ότι το επικαλούμενο από αυτόν έγγραφο δεν θίγει το πλήρες περιεχόμενο του ιδιόγραφου κειμένου στο οποίο ρητά αναφέρεται η τοποθέτηση αυτού ως Ταμία του Μητροπολιτικού Ταμείου, γεγονός που άλλωστε πιστοποιείται και από την προαναφερόμενη 760/18.7.2001 βεβαίωση της Ιεράς Μητρόπολης *** αλλά και ομολογείται, από τον ίδιο με την από 17.12.2000 αίτησή του για απαλλαγή από τα ανωτέρω σχετικά ανατιθέμενα σ’ αυτόν καθήκοντα. Δέχθηκε δε, περαιτέρω το Τμήμα ότι η ευθύνη του αναιρεσείοντος εξικνείται μέχρι του βαθμού της βαρειάς αμέλειας, δεδομένου ότι η διαχειριστική συμπεριφορά του αποκλίνει σημαντικά από τη συμπεριφορά του μέσου συνετού ανθρώπου, ο οποίος ασκεί διαχειριστικά καθήκοντα, αφού αυτός διενεργούσε επί μακρό χρονικό διάστημα δαπάνες με βάση αποδείξεις λιανικής πώλησης και ακόμα σε περιπτώσεις χωρίς καν αποδείξεις παρά με βάση ταχυδρομικές αποδείξεις ΕΛ.ΤΑ., ενώ εκταμίευσε χρηματικά ποσά για καταβολή αμοιβής σε 2 δικηγόρους, οι οποίοι ενήργησαν για λογαριασμό όχι της Μητρόπολης αλλά του ως άνω Μητροπολίτη, ενώ υπηρετούσε νομικός σύμβουλος στην Μητρόπολη. Έκρινε δε, ακολούθως το Τμήμα ότι νομίμως επιβλήθηκαν σε βάρος του ήδη αναιρεσείοντος οι προβλεπόμενες από την κείμενη νομοθεσία προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 5.423.193 δραχμών και ήδη 15.915,47 ευρώ. Κρίνοντας έτσι το Τμήμα, δεν παραβίασε ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, αφού έλαβε υπόψη και απάντησε σε όλους τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, απορριπτομένου του πρώτου λόγου αναιρέσεως ως αβασίμου. Με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το δικάσαν Τμήμα δεν υπήγαγε ορθά τα ως άνω πραγματικά περιστατικά στην αόριστη νομική έννοια της βαρειάς αμέλειας, αφού στο πρόσωπό του δεν συνέτρεξε κανενός βαθμού υπαιτιότητα. Ο λόγος αυτός, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, πρέπει να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος, δεδομένης της ιδιότητας του αναιρεσείοντος ως κληρικού - ταμία του Μητροπολιτικού Ταμείου της Ιεράς Μητροπόλεως ***, ιερουργούντος στην περιφέρεια αυτής, λόγω της ιδιαίτερης πνευματικής σχέσης που τον συνέδεε με τον οικείο Μητροπολίτη και του δικαιολογημένου σεβασμού προς το πρόσωπό του δημιουργήθηκε σε αυτόν η πεποίθηση ότι δεν επιτρέπεται απείθεια στις εντολές του και κατά συνέπεια η υπογραφή του στα προμνησθέντα χρηματικά εντάλματα, τα οποία μάλιστα υπέγραφε και ο ίδιος ο Μητροπολίτης, ήταν επιβεβλημένη. Κατόπιν αυτών, έσφαλε το δικάσαν Τμήμα, όσον αφορά την κρίση του ότι στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος συνέτρεξε βαρεία αμέλεια, εφόσον εσφαλμένα υπήγαγε τα γενόμενα δεκτά από αυτό πραγματικά περιστατικά στην αόριστη νομική έννοια της βαρειάς αμέλειας αντί της ελαφράς αμέλειας και επομένως αυτός έπρεπε να απαλλαγεί των προσαυξήσεων ύψους 5.423.123 δραχμών και ήδη 15.915,25 ευρώ, που αναλογούσαν στο ως άνω ποσό του καταλογισμού. Κατά τη γνώμη όμως οκτώ (8) μελών του Δικαστηρίου, ήτοι: του Αντιπροέδρου Νικολάου Αγγελάρα και των Συμβούλων Χρυσούλας Καραμαδούκη, Μαρίας Βλαχάκη, Βασιλικής Ανδρεοπούλου, Ευαγγελίας-Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Σταματίου Πουλή, Δέσποινας Κωνσταντάρα-Καββαδία και Αγγελικής Μυλωνά, το δικάσαν Τμήμα δεχόμενο την ύπαρξη στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος ως υπολόγου υπαιτιότητας σε βαθμό βαρείας αμέλειας για το δημιουργηθέν έλλειμμα ορθά υπήγαγε τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά στο νόμο, κρίνοντας αυτά ως συγκροτούντα πράγματι τη νομική έννοια της βαρειάς αμέλειας. Η γνώμη όμως αυτή δεν κράτησε. Περαιτέρω, η προμνησθείσα αθωωτική για τον αναιρεσείοντα ποινική απόφαση δεν οδηγεί και σε απαλλαγή του από την ευθύνη του ως υπολόγου, όπως αβασίμως αυτός ισχυρίζεται, καθόσον η δημοσιολογιστική ευθύνη του υπολόγου για διαπιστωθέν έλλειμμα είναι ανεξάρτητη και στηρίζεται σε διαφορετικές προϋποθέσεις από αυτές που θεμελιώνουν την ποινική του ευθύνη (βλ. Απόφ. Ολομ. 1034/2011).

VI. Κατά συνέπεια, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά παραδοχή του σχετικού δεύτερου λόγου αναίρεσης και να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου αναίρεσης στον αναιρεσείοντα (βλ. άρθρα 61 παρ. 3 και 117 Π.Δ/τος 1225/1981). Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να διακρατηθεί από το Δικαστήριο, δεδομένου ότι δεν χρήζει διευκρίνισης κατά το πραγματικό μέρος της (άρθρο 116 του π.δ/τος 1225/1981), να εκδικασθεί η από 13.8.2002 έφεση, η οποία πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να μεταρρυθμιστεί η 1058/2002 καταλογιστική απόφαση των Επιθεωρητών της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και να περιοριστεί το καταλογισθέν σε βάρος του αναιρεσείοντος ποσό στις 19.444.517 δραχμές (και ήδη 57.063,87 ευρώ).

Για τους λόγους αυτούς

Δέχεται την από 27 Νοεμβρίου 2006 αίτηση του ***.

κατά της 2001/2006 οριστικής απόφασης του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Αναιρεί την ανωτέρω απόφαση.

Διατάσσει την απόδοση στον αναιρεσείοντα του καταβληθέντος παραβόλου αναίρεσης. Διακρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την από 13.8.2002 έφεση του *** κατά της 1058/2002 καταλογιστικής απόφασης των Επιθεωρητών της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

Μεταρρυθμίζει την ως άνω καταλογιστική απόφαση και περιορίζει το καταλογισθέν σε βάρος του αναιρεσείοντος ποσό στις 19.444.517 δραχμές (και ήδη 57.063,87 ευρώ).

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 23 Νοεμβρίου 2011.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ

 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Μαρτίου 2011.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


 

 

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.