ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΑΠ 475/2016
Αριθμός Απόφασης : 475
'Ετος : 2016
Δικαστήριο : Άρειος Πάγος


Αριθμός 475/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Πέτρο Σαλίχο και Ιωάννη Φιοράκη Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Σ. Τ. του Μ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Αθανασίου Βαρλάμη. Των αναιρεσίβλητων: 1) Ιεράς Μητρόπολης *** νομίμως εκπροσωπουμένης από τον *** της, 2) Μητροπολίτη Ιεράς ... *** (κατά κόσμον ***) ***, κατοίκου ***, οι οποίοι παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων *** και Διονυσίου Φιλιππόπουλου. 3) Σωματείου (νπιδ) με την επωνυμία "... "...", που εδρεύει στη *** και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) ***, 5) *** του ***, 6) *** του ***, 7) *** του ***, 8) *** του ***, κατοίκων ... που παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου *** , 9) *** του ***, κατοίκου ..., 10) ***, κατοίκου ..., 11) ***, κατοίκου ***, 12) *** του ***, κατοίκου ***, 13) ***, κατοίκου *** οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-3-2010 αγωγή των 1ου και 2ου ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λευκάδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 20/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 156/2014 του Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24-11-2014 αίτησή του και τους από 2-3-2015 προσθέτους επ’ αυτής λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελένη Διονυσοπούλου, ανέγνωσε την από 28-4-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης καθώς και των προσθέτων λόγων επ’ αυτής. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι επ’ αυτής, οι πληρεξούσιοι των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 80 παρ.3, 558 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι η αναίρεση δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβάντος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη, ανέλαβε το δικαστικό αγώνα, οπότε κατέστη κύριος διάδικος ή η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση, καθώς και στην περίπτωση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, πρέπει όμως να επιδίδεται σ’ αυτόν η κλήση προς συζήτηση της αναίρεσης για να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου. Στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση αναίρεσης απευθύνεται και κατά αναφερόμενων στο αναιρετήριο με τους αριθμούς 3 μέχρι και 11 των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι είχαν ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο υπέρ των πρώτης και δεύτερου τούτων, εναγόντων στη δίκη εκείνη, παραστάθηκαν δε και στο Εφετείο κατά τη συζήτηση της έφεσης του ήδη αναιρεσείοντος, ενώ δεν έπρεπε να στραφεί κατ’ αυτών, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αφού δεν ανέλαβαν το δικαστικό αγώνα, ούτε οι λόγοι της αναίρεσης αφορούν την πρόσθετη παρέμβαση. Πλην όμως το γεγονός αυτό εκτιμάται ως κλήση αυτών στην προκειμένη δίκη, όπως δε προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες εκθέσεις επιδόσεως από τον αναιρεσείοντα, αυτοί κλητεύθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως για την αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως δικάσιμο. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στην διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του 8/1979 Κανονισμού "Περί Ιερών Ναών και Ενοριών", που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση του ν. 590/1977 "Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος", οι ιεροί ναοί διακρίνονται α) σε ενοριακούς, στους οποίους υπάγονται τα παρεκκλήσια και εξωκκλήσια αυτών, β) προσκυνηματικούς ή επικουρούντας κοινωφελείς σκοπούς και ιδρύματα της Εκκλησίας, γ) ιδιόκτητους και δ) ναούς κοιμητηρίων. Η ίδια σχεδόν διάκριση υπήρχε και υπό το προισχύσαν καθεστώς του α.ν. 2200/1940 "Περί ιερών ναών και εφημερίων", στην ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, ενώ ειδικώς στα Επτάνησα, σύμφωνα με το άρθρο 74 του νόμου αυτού οι Ιεροί Ναοί διακρίνονταν σε α) ενοριακούς β) συναδελφικούς και τέτοιοι ήταν όλοι οι δυνάμει τίτλων ή εκ κληρονομιάς ανήκοντες σε οκτώ ή περισσότερες των οκτώ συναδελφικές οικογένειες ή συναδέλφους, γ) κτητορικούς και τέτοιοι ήταν οι ανήκοντες σε κτήτορες ή οικογένειες κτητόρων ελάσσονες των οκτώ, δ) κοινοτικούς, ...και ε) ιδιόκτητους και τέτοιοι ήταν οι ανήκοντες ως ιδιοκτησία σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Από τους παραπάνω ναούς οι ιδιόκτητοι αποτελούσαν ήδη θεσμό από την εποχή των βυζαντινών χρόνων, ο οποίος διατηρήθηκε και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Με τον όρο αυτό, ιδιόκτητοι ναοί νοούνται οι ναοί εκείνοι, οι οποίοι ανήκουν ως ιδιοκτησία σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, και παρέχουν στον ιδιοκτήτη το δικαίωμα να τους χρησιμοποιεί αποκλειστικώς προς εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών των ιδίων και των οικογενειών τους. Για την ίδρυση τους απαραίτητη ήταν και η έγκριση του οικείου επισκόπου της εκκλησίας στην οποία υπάγεται ο κύριος αυτού. Το δικαίωμα κυριότητας εξάλλου επί των ιδιόκτητων ναών αποκτάται είτε με την ανέγερση τους από τον φορέα του δικαιώματος τούτου σε οικόπεδο της ιδιοκτησίας του με δικές του δαπάνες, είτε με καθολική ή ειδική διαδοχή επί προϋφισταμένου ομοίου δικαιώματος. Η Εκκλησία περαιτέρω, θέλοντας να δείξει την ευγνωμοσύνη της στους πιστούς που οικοδομούσαν ναούς, απένειμε ορισμένα προνόμια ηθικής αποκλειστικώς φύσης σ’ αυτούς και στους νόμιμους διαδόχους τους, αναφορικά με την διαχείριση της περιουσίας του ναού και το διορισμό ιερέων σ’ αυτόν, θέτοντας αυτούς παράλληλα υπό την ανωτάτη εποπτεία του επιχώριου επίσκοπου. Τα προνόμια αυτά ρυθμίστηκαν από την εκκλησιαστικοπολιτική νομοθεσία επί του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (νεαρά ΡΚΓ κεφ. ιη" έτους 546) και αποτέλεσαν το θεσμό του κτητορικού δικαιώματος. Το δικαίωμα αυτό μπορούσε να το απονείμει μόνο ο επιχώριος επίσκοπος. Για το σκοπό αυτόν συντασσόταν από τον κτήτορα με τη συναίνεση του επισκόπου η λεγόμενη κτητορική πράξη (κτητορικό τυπικό), η οποία φυλασσόταν στο επισκοπικό αρχείο, είχε την σπουδαιότητα και σημασία νόμου και ίσχυε στον μετέπειτα χρόνο τόσο για τον κτήτορα όσο και για τον επιχώριο επίσκοπο. Το κτητορικό δικαίωμα είναι σύνολο δικαιωμάτων και καθηκόντων, τα οποία αφορούν το οικοδόμημα του εκκλησιαστικού καθιδρύματος, τα μέσα συντηρήσεως του οικοδομήματος, το θέμα διορισμού εφημερίου, τα καθήκοντα του κτήτορα και τη σχέση αυτού προς το καθίδρυμα και την εκκλησιαστική αρχή, όπως φροντίδα του κτήτορα για την καθαριότητα και τον ανακαινισμό του ναού, τέλεση των ιερών ακολουθιών, διορισμός του εφημερίου με τη συγκατάθεση του αρμόδιου επισκόπου, τιμητική θέση στις διάφορες ακολουθίες, μνεία του ονόματος αυτού και των μελών της οικογένειάς του στις ιεροτελεστίες κ.ά. Το εν λόγω δικαίωμα καταργείται, μεταξύ άλλων, όταν ο κτήτορας δεν εκπληροί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί με την κτητορική πράξη και γενικά εάν φανεί ανάξιος του προνομίου που του παραχωρήθηκε από την εκκλησία, οπότε ο επίσκοπος έχει δικαίωμα να άρει το κτητορικό δικαίωμα και να διαρρυθμίσει, όπως κρίνει, σύμφωνα και με τους κανόνες τα του ιδρύματος. Από αυτά συνάγεται ότι τα παρεχόμενα στους κτήτορες δικαιώματα φέρουν χαρακτήρα ηθικό και ουδόλως συνάπτονται προς οικονομικές ωφέλειες αμέσως ή εμμέσως, ούτε αποτελεί τέτοια ωφέλεια η δυνατότητα απολήψεως μέρους των εισοδημάτων των αφιερωμένων στο ναό κτημάτων από τον κτήτορα, εάν κάτι τέτοιο επιφύλαξε στον εαυτό του με το τυπικό ή αν ήθελε περιπέσει σε ένδεια. Σύμφωνα εξάλλου με τους υπ αρ. 24 και 49 εκκλησιαστικούς κανόνες των συνόδων Χαλκηδόνος και της εν Τρούλλω αντίστοιχα, το σύνταγμα Βαλσαμώνος (Β. 651) και τα πρακτικά του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (Α 221 και 224), που δεν μεταβλήθηκαν με τις μεταγενέστερες σχετικές διατάξεις των βδ της 26.4.1834 και της 13.10.1931 και του ν. 2200/1940, το κτητορικό δικαίωμα μπορούσε να αποκτηθεί από τον παραχωρούντα οικόπεδο προς ανέγερση ναού ή από τον ανεγείραντα ή επιδιορθούντα ετοιμόρροπο ή ερειπωμένο ναό, ενώ, στην περίπτωση των ήδη υπαρχόντων ναών, με διαδοχή κατά τους συνοδικούς κανόνες. Το επί των ναών κτητορικό δικαίωμα δεν είναι δικαίωμα ιδιοκτησίας υπό την εις τον ΑΚ έννοια και συνεπώς ο διαθέσας το προς ανέγερση του κτητορικού ναού οικόπεδο και ανεγείρας τούτο κτήτορας, δεν διατηρεί επί του ακινήτου του ή του ναού τέτοιο δικαίωμα, γι’ αυτό και δεν καθίσταται τούτο αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής σε περίπτωση θανάτου του κτήτορος κατά τις διατάξεις του ΑΚ ως εκφυγόν της περιουσίας του κληρονομουμένου κατά το χρόνο θανάτου του ως προκριθέν στην εξυπηρέτηση θρησκευτικού σκοπού. Η μεταβίβαση του κτητορικού δικαιώματος ρυθμίζεται ειδικώς και όσον αφορά τη διαδοχή από τους συνοδικούς κανόνες, κατά τους οποίους και σε περίπτωση θανάτου του κτήτορος άνευ διαθήκης και κληρονόμων ο ναός δεν περιήρχετο και ως προς τη διοίκηση και διαχείριση του στο Δημόσιο, αλλά η εκκλησιαστική αρχή ανελάμβανε τα καθήκοντα αυτά του κτήτορος, θεωρούμενη ως υποκείμενο του κτητορικού δικαιώματος, το οποίο ο επίσκοπος είχε την εξουσία να απονείμει και σε άλλο πρόσωπο. Περαιτέρω η Λευκάδα, όπως και τα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου, μετά την Τουρκοκρατία διετέλεσαν υπό την κυριαρχία των Ενετών κατά το χρονικό διάστημα 1684-1797, των Γάλλων από το 1797-1798, των Ρωσσοτούρκων μέχρι το 1800, οπότε συστήθηκε η Επτάνησος Πολιτεία, που εμφανίσθηκε ως το πρώτο αυτόνομο Ελληνικό κράτος, η οποία και καταλύθηκε από τους Αυτοκρατορικούς Γάλλους το 1807 και ακολούθως καταλήφθηκε από τους ’γγλους με αποτέλεσμα τη δημιουργία του "Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων" το 1815, το οποίο τελούσε υπό την προστασία της Αγγλίας, μέχρι και το 1864 οπότε ενώθηκαν τα Ιόνια νησιά με την Ελλάδα. Ειδικότερα κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας τη γενική διοίκηση των Επτανήσων, πολιτική, στρατιωτική και δικαστική ασκούσε ο Γενικός Προνοητής Θαλάσσης, ο οποίος με διάφορα νομοθετικά διατάγματα ρύθμιζε μεταξύ άλλων τα θέματα της οργάνωσης και λειτουργίας των ναών των Επτανήσων, οι οποίοι υπαγόταν στην πνευματική διοίκηση του εκάστοτε Ιεράρχου καθεμιάς των νήσων τούτων. Με το από 26 Αυγούστου 1754 νομοθετικό διάταγμα ο Γενικός Προνοητής Θαλάσσης Α. Σ., κωδικοποίησε όλα τα προαναφερόμενα διατάγματα. Με βάση το τελευταίο αυτό διάταγμα οι ναοί της Επτανήσου διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες, στους συναδελφικούς ναούς δηλαδή σε εκείνους τους οποίους ανήγειραν και συντηρούσαν με ίσες εισφορές οι συνάδελφο και στους υπαγόμενους υπό πατρωνεία 1) ιδιωτικού δικαίου δηλαδή σε εκείνους που ανεγείρονταν από ιδιώτες σε οικόπεδά τους, στους οποίους οι ίδιοι αφιέρωναν και άλλα δικά τους περιουσιακά στοιχεία για τη συντήρηση αυτών ή και τρίτοι και 2) στους υπαγόμενους υπό πατρωνεία δημοσίου δικαίου οι οποίοι ανεγείρονταν από ιδιώτες σε οικόπεδα του Δημοσίου, το οποίο συνήθως παραχωρούσε και άλλα ακίνητά του για τη συντήρησή τους. Σε εκείνους οι οποίοι ανήγειραν ή επισκεύαζαν ναούς ή άλλο ιερό καθίδρυμα αναγνωριζόταν και παραχωρείτο από την Εκκλησιαστική αρχή το εξαιρετικής φύσης και ιδιαίτερα τιμητικό πατρωνικό δικαίωμα, ταυτόσημο με το προαναφερόμενο κτητορικό δικαίωμα του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης των ναών τούτων ασκούσε η διοίκηση κάθε νήσου. Τα προνόμια του πάτρωνα (κτήτορα) ήταν τόσον ηθικά, όπως η διακεκριμένη θέση στο ναό, το προβάδισμα στις λιτανείες κλπ., όσον και υλικά συνιστάμενα στην παραχώρηση εκκλησιαστικού ευεργετήματος δηλαδή δικαιώματος είσπραξης των προσόδων των εκκλησιαστικών κτημάτων. Ο πάτρωνας και αν ανήγειρε το ναό με δικές του δαπάνες και προικοδοτούσε αυτόν με περιουσιακά του στοιχεία για τη λειτουργία και συντήρησή του, δεν αποκτούσε δικαίωμα κυριότητας ούτε στο ναό ως αφιερωμένου στη θεία λατρεία ούτε στην περιουσία του. Το πατρωνικό δικαίωμα δημοσίου δικαίου όμως ήταν κληρονομητό, περιερχόταν δηλαδή αιτία θανάτου στους άρρενες κατιόντες του αρχικού πάτρωνα και αποσβενόταν με το θάνατο και του τελευταίου άρρενος απογόνου του, οπότε στην περίπτωση αυτή ο ναός με όλη την περιουσία του περιερχόταν στο Δημόσιο, το οποίο παραχωρούσε το σχετικό δικαίωμα σε άλλο πρόσωπο. Οι κανονισμοί και οι θεσμοί που αφορούσαν τους ναούς των Επτανήσων και η κωδικοποίηση του παραπάνω Γενικού Προνοητή Θαλάσσης διατηρήθηκαν και στα χρόνια της κυριαρχίας των ξένων, μετά τους Ενετούς, κατακτητών μέχρι την ένωσή τους με την Ελλάδα. Αλλά και μετά την ένωση διατηρήθηκε στα Επτάνησα το κύρος των παραπάνω κανονισμών, που αφορούσαν τα ιερά καθιδρύματα, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Ν.ΡΝ’ , και δε μεταβλήθηκε το διαμορφωθέν ως προς αυτά καθεστώς με το Ν. ΓΦΣΤ’ /1910, με το άρθρο 29 του οποίου εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή του οι συναδελφικοί και κτηροτικοί ναοί των Επτανήσων, ειδική δε ρύθμιση για τους ίδιους ναούς περιέλαβε ο ΑΝ.2200/1940, όπως ήδη προαναφέρθηκε. Περαιτέρω κατά το άρθρο 966 του ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ άρθρο 55 του ΕισΝΑΚ, προκειμένου να κριθεί μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το εάν κάποιο πράγμα φέρει την ιδιότητα του εκτός συναλλαγής ή του κοινοχρήστου, ως πράγματα εκτός συναλλαγής θεωρούνται και τα προορισμένα στην εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών, εφόσον διαρκεί ο προορισμός τους για το σκοπό αυτό. Η κατηγορία αυτή των πραγμάτων που καθιερώνει ο Αστικός Κώδικας ανταποκρίνεται στην κατηγορία των εκτός συναλλαγής πραγμάτων θείου δικαίου (res divini iuris) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Στην κατηγορία επομένως των εν λόγω πραγμάτων περιλαμβάνονται και οι κάθε κατηγορίας ναοί, οι οποίοι αποκτούν την ιδιότητα αυτή, αφότου, τηρουμένων των θείων και ιερών κανόνων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφιερωθούν στην λατρεία του θεού. Την άποψη αυτή, ότι πράγματα ιερά, εκτός συναλλαγής, θεωρούνται εν γένει οι ναοί, οι οποίοι αφιερώθηκαν στην λατρεία του Θεού και όχι μόνο τα κειμήλια ή ιερά σκεύη και τα άμφια τα καθαγιασθέντα στη θεία λατρεία με την προσήκουσα ιεροπραξία, καθιέρωσε νομοθετικά και το άρθρο 45 του Ν. 590/1977 "περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος", το οποίο ορίζει ρητά ότι "Οι Ιεροί Ναοί, τα εν λατρευτική χρήσει ιερά σκεύη, άμφια, λειτουργικά βιβλία και εικόνες αποτελούν πράγματα ιερά, καθιερωμένα και ηγιασμένα και ισχύουν επ’ αυτών οι διατάξεις των άρθρων 966 και 971 του Αστικού Κώδικος". Ως εκ τούτου οι ναοί είναι πράγματα εκτός συναλλαγής κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 966 του ΑΚ, εφ’ όσον έχουν αφιερωθεί στη δημόσια λατρεία. Για να αποκτήσει την ιδιότητα αυτή ένας ιδιόκτητος ναός έπρεπε να μεταβιβασθεί από τον κύριό του σε κάποιο φορέα δημόσιας λατρείας για την οποία (μεταβίβαση) απαιτείται σύμβαση με τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή και δεν αρκεί μονομερής δικαιοπραξία. Ο κτητορικός όμως ναός αποκτά την ιδιότητα του εκτός συναλλαγής πράγματος από το πραγματικό γεγονός της καθιέρωσής του σε συνδυασμό με τη θέση του σε δημόσια λατρεία. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 1054 ΑΚ, ανεπίδεκτα χρησικτησίας, τακτικής ή έκτακτης είναι τα εκτός συναλλαγής πράγματα, μεταξύ των οποίων και τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών. Εκτός συναλλαγής είναι . το οικοδόμημα αλλά και το ακίνητο επί του οποίου έχει ανεγερθεί ο ναός. Εξάλλου στο άρθρο δε 971 ΑΚ ορίζεται ότι τα πράγματα εκτός συναλλαγής αποβάλλουν την ιδιότητα τους αυτήν από τότε που έπαψε ο προορισμός τους για την κοινή χρήση ή για δημόσιο, δημοτικό, κοινοτικό ή θρησκευτικό σκοπό. Ειδικά όμως για τους Ιερούς ‘ Ναούς, στα Βασιλικά, στο βιβλίο 46 Τ.τ.3, θέμα 3 (ν.6. παρ. 2111.8) αναφέρεται ότι "Ιερόν εστί πράγμα το δημόσια αφιερωθέν, τα γαρ ιδιωτικά ουκ εισίν ιερά, ει δε καταπέση το οικοδόμημα, μένει ιερός ο τόπος". ’λλωστε, κατά το δίκαιο (Ιερούς Κανόνες) της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν προβλέπεται διαδικασία άρσης του χαρακτηρισμού, κάποιου πράγματος ως ιερού, εξαιρουμένης της περίπτωσης βεβήλωσης του Ιερού Ναού, συνεπεία της οποίας απαγορεύεται η τέλεση λατρευτικών πράξεων (προσωρινή παύση του για θρησκευτικό σκοπό προορισμού) πριν από την ανάγνωση της κεκανονισμένης ευχής κάθαρσης. Τέλος στο άρθρο 1 ν. 590/1977 (Α’ 146 ) "Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος" ορίζεται: "1. ... 4. Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, αι ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών, αι Μοναί, είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου ...", στο δε άρθρο 29 του ιδίου νομοθετήματος ορίζεται περί των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων των Αρχιερέων, ότι: "1. 0 Αρχιεπίσκοπος Αθηνών υπό την ιδιότητα του ποιμαίνοντος την Αρχιεπισκοπήν Αθηνών, ως και έκαστος εν ενεργεία Μητροπολίτης, ως Εκκλησιαστική Αρχή της κληρωθείσης αυτώ Μητροπόλεως, ασκούν εντός της περιφερείας της Μητροπόλεως των, την υπό των Ιερών Κανόνων, των εκκλησιαστικών διατάξεων και των νόμων εν γένει της Πολιτείας προβλεπομένην εξουσίαν. 2. Τα της οργανώσεως, της διοικήσεως και της εν γένει λειτουργίας των Μητροπόλεων ρυθμίζονται δι’ αποφάσεων της Δ.Ι.Σ. δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Αποφάσεις ρυθμίζουσα ειδικώς θέματα επί μέρους Μητροπόλεων εκδίδονται κατά τα ανωτέρω, τη προτάσει του οικείου Αρχιερέως". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο επίδικος Ιερός Ναός του Αγίου …, εκτάσεως 224,14 τ.μ., έχει ανεγερθεί εντός οικοπέδου εκτάσεως 398 τ.μ., κατά την αγωγή, και 418 τ.μ. σύμφωνα με το σχετικό κτηματολογικό φύλλο ακινήτου, το οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ ... και βρίσκεται εντός της πόλεως της Λευκάδας και επί της κεντρικής πλατείας αυτής και συνορεύει ... Ο Ιερός αυτός Ναός ανεγέρθηκε το πρώτον το έτος 1685, έχοντας δε καταρρεύσει από τους σεισμούς ανοικοδομήθηκε εκ νέου το έτος 1836. Η αρχική του ανέγερση το έτος 1685 έλαβε χώρα υπό τις εξής συνθήκες: Το έτος 1684, ήτοι επί Ενετικής κυριαρχίας στην περιοχή, οι πάτερ Φ. Σ., πάτερ ***, ***, ***, ***, ***, *** και *** επιθυμώντας να ανεγείρουν ιερό ναό στην πόλη της Λευκάδας, της οποίας ήταν κάτοικοι και η οποία τότε ανοικοδομούνταν ως πόλη, υπέβαλαν την από 7 Φεβρουαρίου 1684 αίτηση προς τον Ενετό Αρχιστράτηγο Φ. Μ., με την οποία ζητούσαν, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση παραχωρητήριο έγγραφο, " ... να μας επιτραπεί η θεμελίωση μιας μικρής Εκκλησίας απέναντι από τον ..., στο κομμάτι γης, το οποίο γνωρίζουμε ότι είναι δημοσίας ιδιοκτησίας. Σε περίπτωση που το οικόπεδο είναι ξένης ιδιοκτησίας, υποχρεωνόμαστε, να κατεδαφίσουμε το κτήριο, και να το ξανακτίσουμε σε διαφορετική τοποθεσία που θα μας δοθεί από την Εξοχότητά σας. Εννοείται ότι και τα δύο κτήρια θα οικοδομηθούν με δικά μας έξοδα ... Ο Φ. Μ. έκανε δεκτό το αίτημά τους αυτό, όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο έγγραφο, στο οποίο κάτω από την παραπάνω αίτηση αναφέρονται τα εξής: "Ο Εκλαμπρότατος ... Φ. Μ. ...αποφάσισε ... ότι το κομμάτι γης απέναντι από τον ..., όντας δημοσίας ιδιοκτησίας, μπορεί να παραχωρηθεί στους παραπάνω, για να το καρπώνονται κατά νόμιμη καταχώρηση, για πάντα και διατάζει να καταχωρηθεί στον Γραμματέα του Εξοχότατου ... ώστε να τηρηθεί αιωνίως ... Ο χρησιμοποιούμενος στο παραχωρητήριο αυτό όρος "για να το καρπώνονται κατά νόμιμη καταχώρηση για πάντα", αναφέρεται σε κάρπωση του ακινήτου και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά μεταβίβαση δικαιώματος κυριότητας. Συνεπώς τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα δεν απέκτησαν δικαίωμα κυριότητας επί του οικοπέδου και του επ’ αυτού ανεγερθέντος Ναού, ο οποίος στη συνέχεια ανεγέρθηκε με δαπάνες τους. Ειδικότερα στοιχεία για τη λειτουργία του Ναού κατά τα πρώτα έτη της κατασκευής του δεν προσκομίζονται, αποδεικνύεται ωστόσο ότι τουλάχιστον από το έτος 1779 και εντεύθεν είχε δοθεί στη δημόσια λατρεία, καθώς τελούνταν εντός αυτού ιερά μυστήρια, ήτοι γάμοι και βαπτίσεις, όπως τούτο προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την πρώτη ενάγουσα επικυρωμένα αντίγραφα ληξιαρχικών βιβλίων που τηρούνταν στον επίδικο Ναό, με πλήθος καταχωρίσεων ονομάτων ατόμων πέραν των οικογενειών των ανωτέρω κατασκευαστών του Ναού. Επίσης στο Ναό αυτό γίνονταν και κηδείες, όπως τούτο προκύπτει από την ύπαρξη κοιμητηρίου στον αύλειο χώρο του, ενώ σ’ αυτόν γινόταν τουλάχιστον από το έτος 1798 η εκλογή και χειροτονία των Μητροπολιτών της πρώτης ενάγουσας. Στον ίδιο Ναό επίσης εκκλησιάζονταν και πλήθος κατοίκων της πόλης της Λευκάδας, όπως τούτο προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα αντίγραφο καταλόγου 108 ονομάτων, όπως επιγράφεται, "κτητόρων και αδελφών του Ιερού Ναού Αγίου ***" του έτους 1940, απορριπτόμενου κατόπιν αυτού του ισχυρισμού του εναγομένου ότι ουδέποτε ο επίδικος ναός είχε τεθεί σε δημόσια λατρεία. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο επίδικος Ναός ήταν ανέκαθεν ιδιόκτητος, ανήκων κατά κυριότητα στους αρχικώς ανεγείραντες αυτόν, στους οποίους το οικόπεδο επί του οποίου ανεγέρθηκε, είχε παραχωρηθεί κατά κυριότητα και εν συνεχεία, κατόπιν διαδοχικών κληρονομικών διαδοχών, ο ίδιος κατέστη μόνος ιδιοκτήτης του. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν πληρούνται εν προκειμένω οι απαραίτητες προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό του Ναού ως ιδιόκτητου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη σχετική νομική σκέψη που προηγήθηκε, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, η παραχώρηση του οικοπέδου προς τους αρχικούς ιδρυτές του Ναού δεν συνιστά παραχώρηση κατά δικαίωμα κυριότητας, παρά μόνο κατά χρήση και κάρπωση, ενώ ο Ναός αυτός δεν εξυπηρετούσε αποκλειστικά τις ανάγκες των ιδρυτών και των οικογενειών τους, όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος, αλλά είχε δοθεί εξ αρχής στη δημόσια λατρεία. Εξάλλου αν ο Ναός ανήκε κατά κυριότητα στους αρχικούς ιδρυτές, συγκύριοι αυτού θα ήταν και οι κληρονόμοι αυτών, αφού το δικαίωμα κυριότητας ως περιουσιακό στοιχείο κληρονομείται από όλους τους νόμιμους κληρονόμους και υπό την ισχύ του Ιονίου Κώδικα, αλλά και του ΒΔΡ δικαίου, ισχυριζόμενος δε ο εναγόμενος ότι κατέστη μόνος κύριος δυνάμει κληρονομικής διαδοχής του πατέρα του, στον οποίο είχε περιέλθει ο Ναός από αδιάθετη κληρονομιά του δικού του πατέρα Σ. Τ., που απεβίωσε το 1912, κατά ποσοστό. 1/2 εξ αδιαιρέτου και του αδελφού του Α. Τ., που απεβίωσε το 1920, κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου, δεν εξηγεί πως οι τελευταίοι (Σ. και Α. Τ.) απέμειναν οι μοναδικοί κύριοι του Ναού, αν δηλαδή απέκτησαν αυτόν με μεταβιβαστικές πράξεις εν ζωή, ή αν κληρονόμησαν και με ποιο τρόπο τους υπολοίπους των αρχικών ιδρυτών ή τους κληρονόμους αυτών και απέμειναν οι μοναδικοί κύριοι αυτού, ενώ ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η ιδιοκτησία του Ναού περιερχόταν στους άρρενες απογόνους των αρχικών ιδιοκτητών, τελευταίος των οποίων ήταν, είτε ο πατέρας του, είτε ο ίδιος, συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης κτητορικού και μόνο δικαιώματος. Η αλήθεια είναι ότι ο επίδικος Ναός ήταν εξ αρχής κτητορικός, θεσμός που ήταν γνωστός στον εν γένει Ελλαδικό χώρο από τους Βυζαντινούς χρόνους, όπως εκτίθεται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε το τυπικό που το εκκλησιαστικό δίκαιο είχε θέσει ως προς το σκοπό αυτό, δεν αποδεικνύει ότι ο Ναός ήταν ιδιόκτητος, αλλά οφείλεται στο ιδιαίτερο καθεστώς που επικρατούσε στη Λευκάδα κατά το χρόνο παραχωρήσεως του οικοπέδου για την ανέγερση του Ναού και συγκεκριμένα στο ότι δεν υφίστατο κατά το χρόνο αυτό Επίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αρμόδιος για την περιοχή της Λευκάδας, προκειμένου να τηρηθεί το απαιτούμενο αυτό τυπικό. Ανεξαρτήτως του τρόπου, βέβαιο είναι ότι ο εν λόγω Ναός ήταν κτητορικός, γεγονός που και οι ίδιοι οι κτήτορες αυτού αναγνώριζαν και αποδέχονταν, όπως προκύπτει από έγγραφα τα οποία αμφότερες οι πλευρές προσκομίζουν με επίκληση. Ειδικότερα στο από 8-1-1869 συμβολαιογραφικό έγγραφο του τ. συμβ/φου Λευκάδας Σπυρίδωνος Βλάχου περί "παραχώρησης εδαφονομίου επί ακινήτου του Ιερού Ναού" οι εκ των κτητόρων Κ. Α. και Β. Μ. αναφέρονται ως επίτροποι της Εκκλησίας του Αγίου …, ενώ στο από 10-2-1873 συμβολαιογραφικό έγγραφο του τ. συμβ/φου Σπυρίδωνος Φίλιππα, περί "παραχώρησης εδαφονομίου επί ακινήτου του Ιερού Ναού" ο εκ των ανωτέρω Β. Μ. " ... κτήτωρ και διαχειριστής της περιουσίας του ενταύθα κτητορικού ναού του Αγίου … ενεργών και δια τους λοιπούς συγκτήτορας ... παραχωρεί εις εδαφονόμιον ... το οικόπεδον του δικαιώματος της Εκκλησίας του Αγίου ... ", αναφέρεται δηλαδή ο Β. Μ. ως κτήτωρ και διαχειριστής του Ναού και εκπρόσωπος των λοιπών συγκτητόρων. Το χαρακτήρα του Ιερού Ναού ως κτητορικού μόνο αποδέχονταν και οι άμεσοι δικαιοπάροχοι του εναγομένου. Συγκεκριμένα ο πατέρας του Μ. Τ. στο .../1926 πληρεξούσιο αναφέρει τον εαυτό του ως κτήτορα και διαχειριστή του Ιερού ναού και με την ιδιότητά του αυτή διορίζει με το εν λόγω πληρεξούσιο τα αναφερόμενα σ’ αυτό πρόσωπα ως πληρεξουσίους επιτρόπους και διαχειριστές της περιουσίας του ως άνω Ναού. Από το γεγονός ότι όλοι οι προαναφερόμενοι και ιδιαιτέρως ο Μ. Τ. αναγνωρίζει τον εαυτό του ως κτήτορα και διαχειριστή και όχι ως ιδιοκτήτη, καθώς επίσης από το ότι σε όλα τα προαναφερθέντα έγγραφα αναφέρεται ότι ο Ιερός Ναός έχει περιουσία, προκύπτει ότι οι ίδιοι θεωρούσαν τον Ναό αυτό ως αυθύπαρκτη οντότητα και όχι ως τμήμα της προσωπικής τους περιουσίας, ήτοι ιδιόκτητο Ναό. Η αντιμετώπιση αυτή του Ναού ως κτητορικού συνεχίσθηκε και από την πληρεξούσια, σύμφωνα με το ανωτέρω πληρεξούσιο, μητέρα του Μ. Τ., η οποία, ενεργούσα ως αντιπρόσωπος αυτού, το έτος 1946, θέλοντας να ανεγείρει εντός του οικοπέδου στο οποίο βρίσκεται ο Ναός κτίριο, το οποίο θα χρησιμοποιούνταν ως κατάστημα προς επαύξηση των πόρων αυτού, με την …/1946 αίτηση της ζήτησε την προς τούτο άδεια από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο της πρώτης ενάγουσας. Η αίτηση αυτή, στην οποία επίσης ο Ναός αναφέρεται ως κτητορικός, απορρίφθηκε από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο. Η ιδιότητα άλλωστε του επίδικου Ναού ως κτητορικού, τεθειμένου στη δημόσια λατρεία κρίθηκε και με την 55/1941 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Λευκάδας, ο οποίος δικάζοντας αίτηση κάποιων κατοίκων της Λευκάδας, οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 2 του Ν. 2200/1940, ζητούσαν την αναγνώριση του Ναού ως ενοριακού, άλλως ως συναδελφικού τεθειμένου σε δημόσια λατρεία, απεφάνθη ότι ο ναός είναι κτητορικός τεθειμένος στη δημόσια λατρεία, ενώ και με την 195/1980 απόφαση του Αρείου Πάγου, που εκδόθηκε επί αγωγής της αδελφής του εναγομένου, Ζ. Κ. αναφορικά με τον προσδιορισμό της νομίμου μοίρας της επί της κληρονομιάς του πατέρα τους Μ. Τ., κατά του εναγομένου, της μητέρας του και της έτερης αδελφής του Σ. Έ. Τ., κρίθηκε ότι ο εν λόγω Ναός δεν είναι ιδιόκτητος, αλλά κτητορικός, μη συμπεριλαμβανόμενος ως εκ τούτου στη κληρονομιαία περιουσία του Μ. Τ.. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται επίσης ότι από το έτος 1875 μέχρι και το έτος 2011 ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοι του ήταν μοναδικοί νομείς του Ναού διάνοια κυρίου με αποτέλεσμα, όπως εκτιμάται ο ισχυρισμός αυτός, να έχει καταστεί ο ίδιος κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού επικαλείται και προσκομίζει την 104/8641/1875 απόφαση του Εφετείου Πατρών, με την οποία αναγνωρίζονται οι τότε κτήτορες του Ναού Μ. Τ., Ε. Τ., Α. Μ. Β. Μ. και Σ. Ψ. νομείς και κάτοχο αυτού και επειδή είχαν αποβληθεί, διατάχθηκε η επανεγκατάστασή τους σ’ αυτόν. Οι παραπάνω κτήτορες εγκαταστάθηκαν στον ανωτέρω Ναό στις 25 Ιουνίου 1875, συνταχθέντος σχετικά του με ίδια ημερομηνία "Πρωτοκόλλου Παραδόσεως μεταξύ επαρχιακού ταμία και των ιδιοκτητών του Ιερού ναού Αγίου ***", στο οποίο για πρώτη φορά οι παραπάνω κτήτορες αναφέρονται ως ιδιοκτήτες, πλην όμως αυθαίρετα, αφού, όπως προειπώθηκε, η εκτελεσθείσα με το πρωτόκολλο αυτό ανωτέρω απόφαση αφορούσε αγωγή περί νομής, σε κανένα σημείο της δεν έκανε λόγο για δικαίωμα κυριότητας των εν λόγω κτητόρων, παρά μόνο για νομή αυτών, από δε την προαναφερόμενη συμπεριφορά των κτητόρων προκύπτει ότι αυτοί θεωρούσαν εαυτούς μόνο κτήτορες και διαχειριστές του Ιερού Ναού και όχι ιδιοκτήτες του. Συνεπώς δεν ασκούσαν πράξεις νομής διάνοια κυρίου, κατά το χρονικό διάστημα που επικαλείται ο εναγόμενος, ήτοι από την εκτέλεση της παραπάνω απόφασης και έως το έτος 1915, αλλά και εντεύθεν έως το θάνατο του Μ. Τ. το έτος 1964, όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο πληρεξούσιο του τελευταίου, αλλά πράξεις που ανάγονταν στα πλαίσια της διαχείρισης του Ναού δυνάμει του κτητορικού δικαιώματος. Εφόσον δε ο ναός ήταν ανέκαθεν τεθειμένος στη δημόσια λατρεία, γεγονός που κρίθηκε και με την ανωτέρω 55/1941 απόφαση, από την Εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το έτος 1946 και εντεύθεν δεν μπορούσε να αποκτηθεί, και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι αυτό επιτρεπόταν (επί κυριότητας του Δημοσίου), δικαίωμα κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία στο πρόσωπο του εναγομένου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, και για το λόγο ότι πρόκειται για πράγμα εκτός συναλλαγής, ως ιερό και καθιερωμένο και αγιασμένο, χρησιμοποιούμενο αποκλειστικά για τη λατρεία, ήτοι προορισμένο για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών. Και είναι μεν αληθές ότι από το έτος 1950 περίπου ο εν λόγω Ναός έπαψε να λειτουργείται τακτικά, καθώς δεν είχε ιερέα, παρά μόνο λειτουργούνταν δύο φορές το χρόνο, ήτοι στις 11 Αυγούστου και στις 12 Δεκεμβρίου εκάστου έτους και αυτό έως το έτος 2000, οπότε κατέρρευσε η στέγη του. Από το γεγονός όμως αυτό δεν συνάγεται ότι απέβαλε την ιδιότητα του ως πράγματος εκτός συναλλαγής (άρθρο 971 ΑΚ), όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος, αφού, όπως προαναφέρθηκε στη σχετική μείζονα σκέψη, κατά το δίκαιο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν προβλέπεται διαδικασία άρσης του χαρακτηρισμού κάποιου πράγματος ως ιερού, εξαιρουμένης της περίπτωσης βεβήλωσης Ιερού Ναού, γεγονός που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Πρώτη φορά κατά την οποία τέθηκε ζήτημα ιδιοκτησίας του εναγομένου επί του Ιερού Ναού ήταν, όταν η μητέρα του ως εκπρόσωπος του λόγω της ανηλικότητάς του, συμπεριέλαβε το Ναό αυτό στην 1680/4-5-1966 δήλωση φόρου κληρονομιάς του πατέρα του, ενώ ο ίδιος πρώτη φορά έθεσε θέμα ιδιοκτησίας το έτος 1999, οπότε προέβη στην .../1999 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, που συνέταξε ο συμβ/φος Απολλώνιων Λευκάδας Νικόλαος Μάϊδας, την οποία μετέγραφε, με βάση την οποία στη συνέχεια προέβη σε δήλωση του οικοπέδου μετά του Ναού στο Κτηματολόγιο, όπου καταχωρήθηκε στο όνομα του και έλαβε τον ΚΑΕΚ που προαναφέρθηκε. Και είναι γεγονός ότι διάφορες υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και κάποιοι Μητροπολίτες της πρώτης με έγγραφα τους κατά το παρελθόν, απευθυνόμενα προς τον εναγόμενο και τη μητέρα του, όπως και ο Δήμος Λευκάδας με την ***/2006 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του χαρακτήριζαν άμεσα ή έμμεσα τον Ιερό Ναό ως ανήκοντα στην ιδιοκτησία του εναγομένου. Όμως ο χαρακτηρισμός αυτός, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οφείλεται σε σύγχυση των Υπηρεσιών αυτών, αφού το περιεχόμενο του κτητορικού δικαιώματος (διοίκηση, διαχείριση του Ναού) αποτελεί και περιεχόμενο του δικαιώματος κυριότητας, ώστε είναι εύλογο να μη γνώριζαν ποιο ακριβώς δικαίωμα είχε ο εναγόμενος. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται άλλωστε στο γεγονός ότι ο ίδιος ο εναγόμενος με το από 7-5-2001 έγγραφο του προς το Υπουργείο Πολιτισμού (8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων) και απαντώντας στο …/2001 έγγραφο της Υπηρεσίας αυτής όπου του - γνωστοποιούσαν ότι η αναπαλαίωση και αποκατάσταση του Ναού δεν δύναται να ενταχθεί για χρηματοδότηση στο Γ’ ΚΠΣ, λόγω του ότι πρόκειται για ιδιωτική εκκλησία και ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να ενταχθεί στη χρηματοδότηση υπό την προϋπόθεση ότι ο ιδιοκτήτης θα παραχωρήσει τη δημόσια χρήση του, πανηγυρικά δηλώνει ότι μόνο κτητορικό δικαίωμα έχει επί του επίδικου Ναού. Επί λέξει στο έγγραφο του αυτό ο εναγόμενος αναφέρει ότι " ... Η δημόσια χρήση του Ναού είναι δεδομένη και αυτονόητη ώστε να μην χρήζει καν καμμίας παραχώρησης από πλευράς "ιδιοκτητών". Η χρήση του Ναού ανέκαθεν ήταν προσιτή στους πολίτες της Λευκάδας και εν γένει στον κάθε πιστό που προσήρχετο σε αυτόν χωρίς κανένα περιοριστικό μέτρο. Τα στοιχεία αυτά ορίζονται και επιβεβαιώνονται δυνάμει της υπ’ αριθμ. 195/80 απόφασης του Δ’ Πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται και ορίζεται ότι ο ναός είναι "κτητορικός" τεθειμένος εις δημοσίαν λατρείαν, εκτός συναλλαγής κατά τις διατάξεις του άρθρου 966 του Α.Κ και κατά συνέπεια δεν τίθεται ζήτημα ιδιοκτησίας ".Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε κατ’ ουσίαν την ένδικη αρνητική αναγνωριστική κυριότητας αγωγή των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων κατά του αναιρεσείοντος και ακολούθως απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση του τελευταίου κατά της εκκληθείσας πρωτοβάθμιας απόφασης που είχε δεχθεί τα ίδια. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεχόμενο ειδικότερα ότι ο επίδικος ναός, που ανεγέρθη στη Λευκάδα κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, σε ακίνητο του Ενετικού δημοσίου, που παραχωρήθηκε από τον Ενετό διοικητή της νήσου κατά χρήση και κάρπωση και όχι κατά κυριότητα σε κατοίκους της, μεταξύ των οποίων και ο απώτατος δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος, μετά από σχετική αίτησή τους και με δαπάνες τους, αφιερώθηκε δε από την ίδρυσή του στη δημόσια λατρεία και όχι στην εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών των οικογενειών των ιδρυτών του και ως εκ τούτου είναι πράγμα εκτός συναλλαγής και επομένως ανεπίδεκτο χρησικτησίας, ιδιότητα την οποία διατήρησε έκτοτε και μέχρι το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, παρά το γεγονός ότι έπαυσε από πολλών ετών να λειτουργεί και έχει υποστεί μερική καταστροφή, αφού δε συνέτρεξε περίπτωση άρσης της ιδιότητας αυτής, δεν είναι ιδιόκτητος, αλλά κτητορικός ναός ή υπό δημόσια πατρωνεία υπό την προεκτεθείσα έννοια. Ότι στους ιδρυτές του παραχωρήθηκε μόνο κτητορικό δικαίωμα δηλαδή δικαίωμα εκκλησιαστικού χαρακτήρα, ηθικής φύσης με προνόμια και καθήκοντα συναρτώμενα με τη διοίκηση, τη λειτουργία και την οικονομική διαχείριση του ναού και της περιουσίας του, γιαυτό και οι πράξεις των κτητόρων του, οι σχετικές με τα καθήκοντά τους, φυσικής εξουσίασης του ναού δε γινόταν με διάνοια κυρίου, συνεπώς οι κτήτορες δεν απέκτησαν στο ναό και το οικόπεδο στο οποίο ανεγέρθη δικαίωμα κυριότητας και δεν ανήκε ο ναός στην κληρονομιαία περιουσία του κτήτορος πατέρα του αναιρεσείοντος, και έτσι δεν απέκτησε την κυριότητα αυτού, ο τελευταίος ούτε παραγώγως με κληρονομική διαδοχή, του πατέρα του ούτε πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ιδίως τις διατάξεις του άρθρου 1 του 8/1979 Κανονισμού "περί Ιερών Ναών και Ενοριών", 74 του ΑΝ2200/1940 "περί Ιερών Ναών και Εφημερίων", 974, 1000 ΑΚ ενόψει του ότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ ίων πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτήν και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοιά τους αναλύθηκε στις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν και του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού. Επομένως όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο του κυρίου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης και το δεύτερο και κατά ένα μέρος τρίτο προσθέτους λόγους ότι δηλαδή στα Επτάνησα ο κτητορικός είναι ιδιόκτητος ναός και το κτητορικό δικαίωμα είναι ιδιοκτησιακό, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. της ευθείας παραβίασης των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή είναι αβάσιμοι. Επειδή ο κατά το άρθρο 559 αρ. 4 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το πολιτικό δικαστήριο δέχθηκε ότι έχει δικαιοδοσία σε υπόθεση η οποία κατά νόμο υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ο λόγος αυτός ιδρύεται και αν ακόμη δεν έγινε σχετική επίκληση της έλλειψης δικαιοδοσίας ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, αφού αφορά τη δημόσια τάξη. Τα πλαίσια της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων καθορίζονται από το άρθρο 1 Κ.Πολ.Δ. Περίπτωση όμως τέτοιας υπερβάσεως δικαιοδοσίας δε συντρέχει όταν το πολιτικό δικαστήριο εξετάζει παρεμπιπτόντως ζητήματα, τα οποία αν αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο της δίκης δε θα υπήγοντο στη δικαιοδοσία του, καθ’ όσον η έννοια του παρεμπιπτόντως συνδέεται στο νόμο (άρθρα 2, 282 Κ.Πολ.Δ.) με την απλή εξέταση αλλά όχι και τη διάγνωση του ζητήματος, το οποίο αποτελεί το παρεμπίπτον όταν το δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας, οπότε η απόφασή του, για το παρεμπιπτόντως κριθέν ζήτημα, που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου δεν παράγει δεδικασμένο (άρθρο 331 Κ.Πολ.Δ.). Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη αγωγή είχε ως ιστορική βάση την ανυπαρξία δικαιώματος κυριότητας του εναγομένου-αναιρεσείοντος στον επίδικο, κτητορικό ναό, καθώς και του εκκλησιαστικού περιεχομένου και ηθικής φύσεως κτητορικού δικαιώματος που είχε ο τελευταίος αποκτήσει ως κληρονόμος του κτήτορα πατέρα του επί του ίδιου ναού, και το οποίο του αφαιρέθηκε με πράξη του Μητροπολίτη Λευκάδος και Ιθάκης, και αίτημα την αναγνώριση της ανυπαρξίας των δικαιωμάτων αυτών. Επομένως το Εφετείο όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είχε τη σχετική δικαιοδοσία, εφόσον πρόκειται για αρνητική αναγνωριστική αγωγή και το νομικό αντικείμενο της δίκης αυτής είναι ως κύριο ζήτημα η αναγνώριση της ανυπαρξίας των παραπάνω δικαιωμάτων, το παρεμπίπτον δε ζήτημα του κύρους της ανάκλησης του κτητορικού δικαιώματος του ενάγοντος και αν ακόμα εκφεύγει της δικαιοδοσίας του είχε την εξουσία να το εξετάσει παρεμπιπτόντως, όπως και το εξέτασε και έτσι δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αρ. 4 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια της υπέρβασης της δικαιοδοσίας, ο σχετικός δε τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Επειδή κατά την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ. δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Το συμφέρον αυτό, με τη συνδρομή του οποίου παρέχεται από τα δικαστήρια η έννομη προστασία που εξαγγέλλεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφορά προεχόντως στη διαφύλαξη του ιδιωτικού δικαιώματος που κατάγεται σε δίκη. Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο και ενεστώς δηλαδή να υφίσταται κατά το χρόνο που επιχειρείται η διαδικαστική πράξη, η συνδρομή του δε κρίνεται από τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία επικαλείται και αποδεικνύει ο διάδικος. Εξάλλου από την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 70 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί με σχετική αγωγή η αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας έννομης σχέσης υπό την προϋπόθεση της συνδρομής εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος για την αιτούμενη αναγνώριση, που αποτελεί ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής, ως ενός από τα στοιχεία που απαιτούνται για την πληρότητα αυτής κατ’ άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ., με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών, που στοιχειοθετούν το σχετικό δικαίωμα, οπότε σε περίπτωση παράλειψης επίκλησης εννόμου συμφέροντος απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αγωγή και στην περίπτωση μη απόδειξης τούτου από τον ενάγοντα απορρίπτεται η αγωγή κατ’ ουσίαν. Έννομο συμφέρον υπάρχει όταν η αιτούμενη διάγνωση είναι κατάλληλο μέσο άρσης της υφιστάμενης και από την καύχηση ακόμα, για την ύπαρξη δικαιώματος που δεν υπάρχει, αβεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής του προκαλούμενου στο συμφέρον του ενάγοντος κινδύνου από αυτήν. Δεν είναι δε απαραίτητο να συμπίπτουν οι διάδικοι της αναγνωριστικής δίκης προς τα υποκείμενα της αναγνωριστέας έννομης σχέσης. Περαιτέρω κατά οτ άρθρο 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης υπάρχει αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις και απαράδεκτα μόνον από το δικονομικό δίκαιο. Με τον πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης και το συναφή πρώτο πρόσθετο λόγο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ότι δηλαδή το Εφετείο παρά το νόμο δεν απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή, λόγω έλλειψης των θεμελιωτικών του εννόμου συμφέροντος των εναγόντων στοιχείων, να ζητήσουν την αναγνώριση των ενδίκων αξιώσεών τους και ειδικότερα επειδή στην αγωγή δεν περιλαμβανόταν, ως μόνο αναγκαίο στοιχείο για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος αυτών, το πρόσωπο του αληθινού κυρίου του επιδίκου ναού, το οποίο απαραδέκτως συμπληρώθηκε με τις προτάσεις τους, καθορίζοντας ότι η κυριότητα του ανήκει στο Δημόσιο, αφού μόνο η κυριότητα των αναιρεσιβλήτων, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, θα δικαιολογούσε το έννομο συμφέρον τους για την άσκηση της αγωγής. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθ’ όσον το έννομο συμφέρον των τελευταίων θα μπορούσε να θεμελιωθεί και σε άλλους λόγους, όπως στην εποπτεία του επιδίκου ναού, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Από δε την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, παραδεκτώς κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., για τη διαπίστωση της ουσιαστικής βασιμότητας του αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι οι ενάγοντες θεμελίωναν επαρκώς, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ., το έννομο συμφέρον τους για τη δικαστική προστασία του ναού, υπό την επίκληση της ιδιότητας αυτού ως κτητορικού και όχι ως ιδιόκτητου και της αφαίρεσης του κτητορικού δικαιώματος από τον εναγόμενο, στο δικαίωμα εποπτείας αυτού, που δικαιολογεί την άσκηση της ένδικης αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο ’ρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νόμιμη κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί νομίμως στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, και ο αναιρεσείων είναι ο εκκαλών, που έχει ηττηθεί πρωτοδίκως, για την πληρότητα του σχετικού λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός, στον οποίο αυτός στηρίζεται, είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα με λόγο της έφεσής του ή ότι συντρέχει κάποια εξαιρετική περίπτωση από τις προβλεπόμενες στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. Το γεγονός εξάλλου ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία γιατί στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο παραβιάζει μεν το νόμο, όμως λόγος αναίρεσης δεν μπορεί να ιδρυθεί αν ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει προταθεί νόμιμα από το διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Έτσι η νομική, ποσοτική και ποιοτική αοριστία της αγωγής, που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας και ελέγχονται αναιρετικώς η πρώτη από την αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και οι λοιπές από τους αρ. 14 ή 8 του ίδιου άρθρου για να στηρίξουν επαρκώς τους προβλεπόμενους από τις διατάξεις αυτές λόγους αναιρέσεως πρέπει να έχουν προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και μάλιστα νομίμως σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. Νομίμως δε θεωρείται ότι έχει προταθεί στην τακτική διαδικασία ο περί αοριστίας ισχυρισμός από τον εναγόμενο εκκαλούντα μόνο με το δικόγραφο της έφεσης ή των πρόσθετων λόγων αυτής. Με τον τρίτο πρόσθετο λόγο της αίτησης αναίρεσης κατά το υπόλοιπο μέρος αποδίδεται: στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν απέρριψε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων ως προς κεφάλαιο αυτής, που αφορά την αξίωσή τους για την αναγνώριση της ανυπαρξίας κτητορικού δικαιώματος του αναιρεσείοντος στον επίδικο ναό, λόγω νομικής αοριστίας αυτής, καθ’ όσον αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που περιέχονται στο πραγματικό της διάταξης του άρθρου 74 του ΑΝ2200/1940, που εφάρμοσε και τα οποία ήταν αναγκαία για τη γένεση του’ ένδικου κτητορικού δικαιώματος και ειδικότερα δέχθηκε αυτήν ως νόμιμη ενώ δε γινόταν αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής ότι 1) οι προκάτοχοι του τελευταίου ανήγειραν ναό και αφιέρωσαν σ’ αυτόν κτήματα, 2) ότι με πρωτόκολλο παραδόθηκε η: περιουσία αυτή στο ναό και 3) ότι συντάχθηκε τυπικό μεταξύ των κτητόρων και του επισκόπου. Περαιτέρω με τον πέμπτο πρόσθετο λόγο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., της ευθείας παραβίασης της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ με την αυθαίρετη αφαίρεση κατά προφανή παραβίαση κάθε εγγυήσεως κράτους δικαίου με απλή απόφαση του Μητροπολίτη του έχοντος περιουσιακής φύσης κτητορικού δικαιώματος του αναιρεσείοντος επί του επιδίκου ναού. Οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι, καθ’ όσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί, που στηρίζουν αυτούς, προτάθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας από τον αναιρεσείοντα-εκκαλούντα νομίμως, δηλαδή με λόγο έφεσης ενόψει του ότι δεν συντρέχει κάποια από τις παραπάνω εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., ενώ σ’ ότι αφορά τον περί αοριστίας ισχυρισμό αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας με τις προτάσεις του τελευταίου. Παρεκτός του ότι ο πέμπτος πρόσθετος λόγος είναι απαράδεκτος καθ’ όσον όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης του αναιρεσείοντος (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) ο προαναφερόμενος ισχυρισμός, που τον στηρίζει, δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης. Περαιτέρω με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή της ευθείας παραβίασης δια της παραλείψεως εφαρμογής των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν.2664/1998 "Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις", που ρυθμίζουν τον τρόπο διόρθωσης ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, στην προκειμένη περίπτωση. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθ’ όσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ενόψει του ότι το νομικό αντικείμενο αυτής της δίκης, που προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, δεν συνίσταται, όπως ήδη έχει αναφερθεί, στη διόρθωση ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, λόγω της καταχώρισης στα κτηματολογικά βιβλία του εναγομένου ως κυρίου του επιδίκου ναού, ώστε να αναγραφεί σ’ αυτά ότι έχουν την κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα στο ίδιο ακίνητο οι τελευταίο οι οποίοι μόνο δικαίωμα εποπτείας του επιδίκου ναού επικαλέσθηκαν και ορθώς το Εφετείο δεν εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις. Κατ’ ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν.4055/2012 παραβόλου και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττηθείς διάδικος, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 24-11-2014 αίτηση αναίρεσης του Σ. Τ., και τους από 2-3-2015 πρόσθετους λόγους αυτής κατά της 156/2014 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσόν των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Μαρτίου 2016.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 28 Ιουλίου 2016.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.