ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΣτΕ 1753/2017
Αριθμός Απόφασης : 1753
'Ετος : 2017
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 1753/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Οκτωβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Αικ. Σακελλαροπούλου, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Γ. Τσιμέκας, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σύμβουλοι, Δ. Βανδώρος, Ελ. Μελισσαρίδης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Νικ. Βασιλόπουλος.

Για να δικάσει την από 29 Σεπτεμβρίου 2015 αίτηση:
του Μοναχού ***, κατά κόσμον *** του *** , κατοίκου *** (***), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο *** (Α.Μ. *** ), που τη διόρισε στο ακροατήριο,

κατά του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Δ.Σ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Ακαδημίας), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο *** (Α.Μ. ***), που τον διόρισε με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η από *** 2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Στη δίκη παρέστη ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την Αγγελική Αναστοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ. Βανδώρου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αιτούντος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του καθ' ου Συλλόγου και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου  κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (Α΄ 2988676, 2489726, 1394271/2015 γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της από ***.2015 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Δ.Σ.Α.), με την οποία απορρίφθηκε η ***/***2015 αίτηση του και νυν αιτούντος, μοναχού, να εγγραφεί στο ειδικό μητρώο του Συλλόγου, ως δικηγόρος που απέκτησε τη δικηγορική ιδιότητα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και ειδικότερα στην Κυπριακή Δημοκρατία.
3. Επειδή, με την οδηγία 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16.2.1998 «για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος» (L 77) σκοπείται η διευκόλυνση της επί μόνιμης βάσης άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου με την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία ή του έμμισθου σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Ε.Κ. - πλέον Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.)) διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκαν τα επαγγελματικά δικαιώματα (άρθρο 1). Με αυτήν κατοχυρώνονται δύο διακριτά δικαιώματα: α) το δικαίωμα του δικηγόρου κράτους μέλους της Ε.Κ. να ασκεί μονίμως, σε κάθε άλλο κράτος μέλος υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής τις δραστηριότητες του δικηγόρου, όπως - με περιορισμούς - καθορίζονται στο άρθρο 5 της οδηγίας και β) η υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 εξομοίωση με δικηγόρο του κράτους μέλους υποδοχής (άρθρα 2, 5 και 10). Ο δικηγόρος ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο απέκτησε τον επαγγελματικό του τίτλο είναι υποχρεωμένος να εγγραφεί στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του εν λόγω κράτους μέλους (άρθρο 3 παρ. 1). «Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής προβαίνει σε εγγραφή του δικηγόρου κατόπιν προσκομίσεως του πιστοποιητικού εγγραφής του στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής» (άρθρο 3 παρ. 2 εδ. α΄). Ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής είναι υποχρεωμένος να το ασκεί υπό τον τίτλο αυτό, διατυπωμένο στη γλώσσα του κράτους υποδοχής κατά τρόπο σαφή και μη επιτρέποντα σύγχυση με τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής (άρθρο 4 παρ. 1). Ασκεί καταρχήν τις ίδιες δραστηριότητες με τον δικηγόρο του κράτους υποδοχής, δυνάμενος, ειδικότερα να παρέχει νομικές συμβουλές σε θέματα δικαίου του κράτους μέλους καταγωγής, του κοινοτικού και του διεθνούς δικαίου, καθώς και του δικαίου του κράτους μέλους υποδοχής (άρθρο 5 παρ. 1). Ωστόσο, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να θέτει ορισμένους περιορισμούς στην άσκηση της δικηγορίας οι οποίοι προβλέπονται ειδικώς στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 5, όπως είναι, ιδίως, η απαγόρευση της αυτοδύναμης παράστασης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (άρθρο 5 παρ. 3). Εξάλλου, ανεξάρτητα από τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται στο κράτος μέλος καταγωγής του, ο εν λόγω δικηγόρος υπόκειται στους ίδιους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες, όπως οι δικηγόροι του κράτους μέλους υποδοχής, για όλες τις δραστηριότητες που ασκεί στην επικράτεια του κράτους αυτού (άρθρο 6 παρ. 1), καθώς και στην πειθαρχική δικαιοδοσία των αρχών του πιο πάνω κράτους (άρθρο 7). Τέλος, ο δικηγόρος που ασκεί το επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής και αποδεικνύει τριετή τουλάχιστον πραγματική και τακτική επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής και τον τομέα του δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 10, «να εξομοιωθεί με δικηγόρο του κράτους μέλους υποδοχής» (άρθρο 10).
4. Επειδή, η οδηγία 98/5/ΕΚ μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη με το π.δ. 152/2000 «Διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα από δικηγόρους που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο σε άλλο κράτος - μέλος της Ε.Ε.» (Α΄ 130). Το διάταγμα έχει πέντε κεφάλαια∙ στο πρώτο (άρθρα 1-3) προσδιορίζονται ο σκοπός και το πεδίο εφαρμογής του και δίδεται ορισμός των κρίσιμων όρων, κατά το πρότυπο της οδηγίας, στο δεύτερο (άρθρα 4-10) και το τρίτο (άρθρο 11) ρυθμίζονται τα της άσκησης του επαγγέλματος με τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής και τα της εξομοίωσης με έλληνα δικηγόρο, αντίστοιχα, στο τέταρτο (άρθρα 12-14) τα της συλλογικής άσκησης του επαγγέλματος και στο πέμπτο (άρθρο 15) περιλαμβάνονται τελικές διατάξεις. Ειδικότερα, όσον αφορά στην άσκηση του επαγγέλματος με τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 5 του διατάγματος ορίζεται ότι: «1. Για την άσκηση του επαγγέλματος στην Ελλάδα ο δικηγόρος πρέπει να εγγραφεί στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου στην περιφέρεια του οποίου θα ασκεί τις δραστηριότητές του καθώς και να διατηρεί γραφείο στην ίδια περιφέρεια. 2. Για την εγγραφή αυτή αποφασίζει το Δ.Σ. του ως άνω Δικηγορικού Συλλόγου αφού ο ενδιαφερόμενος προσκομίσει τα εξής πιστοποιητικά: α) έγγραφο δημόσιας ή δημοτικής αρχής από το οποίο να αποδεικνύεται η ιθαγένεια κράτους μέλους, β) πιστοποιητικό - αντίγραφο ποινικού μητρώου, γ) πιστοποιητικό εγγραφής και υπηρεσιακών μεταβολών από την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής που χορήγησε τον επαγγελματικό τίτλο ή άλλη αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής…». Εξάλλου, στο άρθρο 8 παρ. 1 ορίζεται ότι: «Ανεξάρτητα από τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται στο κράτος καταγωγής του, ο δικηγόρος υπόκειται στους ίδιους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες όπως και οι λοιποί δικηγόροι - μέλη του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, για όλες τις δραστηριότητες που ασκεί στην Ελληνική Επικράτεια. Συγκεκριμένα υπόκειται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Κώδικα Δικηγόρων, τον Κώδικα δεοντολογίας και τα ειδικά σχετικά νομοθετήματα, τον εσωτερικό κανονισμό του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο είναι εγγεγραμμένος ή τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού και όσους κανόνες διέπουν την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος στην Ελλάδα, ιδίως εκείνους που αναφέρονται στο ασυμβίβαστο και την άσκηση ξένων προς αυτό δραστηριοτήτων, στο επαγγελματικό απόρρητο, στην επαγγελματική δεοντολογία, στη διαφήμιση, στην επαγγελματική αξιοπρέπεια και στην ορθή άσκηση του λειτουργήματος».
5. Επειδή, στον Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208) ορίζονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι: «Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός. Το λειτούργημά του αποτελεί θεμέλιο του Κράτους Δικαίου», στο άρθρο 2 ότι: «Ο δικηγόρος είναι συλλειτουργός της Δικαιοσύνης. Η θέση του είναι θεμελιώδης, ισότιμη, ανεξάρτητη και αναγκαία για την απονομή της», στο άρθρο 3 παρ. 1 ότι: «Ο δικηγόρος ασκεί ελεύθερο επάγγελμα στο οποίο προέχει το στοιχείο της εμπιστοσύνης του εντολέα του προς αυτόν», στο άρθρο 5 ότι: «Ο δικηγόρος κατά την άσκηση των καθηκόντων του: … ε) διατηρεί την ελευθερία χειρισμού της υπόθεσης, δεν υπόκειται σε υποδείξεις και εντολές αντίθετες προς τον νόμο και μη συμβατές προς το συμφέρον του εντολέα του», στο άρθρο 6 περ. 6 ότι: «Ο δικηγόρος πρέπει: 1. … 6. Να μη φέρει την ιδιότητα του κληρικού ή μοναχού», στο άρθρο 7 παρ. 1 περ. γ’ ότι: «1. Αποβάλλει αυτοδίκαια την ιδιότητα του δικηγόρου και διαγράφεται από το μητρώο του συλλόγου του οποίου είναι μέλος: … γ) Εκείνος που διορίζεται ή κατέχει οποιαδήποτε έμμισθη θέση με σύμβαση εργασιακής ή υπαλληλικής σχέσης σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή υπηρεσία δημόσια (πολιτική ή στρατιωτική), δικαστική, δημοτική ή νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, επιφυλασσομένης της διάταξης άρθρου 31 του Κώδικα», στο άρθρο 8 ορίζονται τα έργα που επιτρέπονται στο δικηγόρο, στο άρθρο 23 ορίζεται ότι: «Ο δικηγόρος υποχρεούται να έχει έδρα και γραφείο στην περιφέρεια του πρωτοδικείου όπου είναι διορισμένος» και στο άρθρο 82 ότι: «1. Δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η παροχή υπηρεσιών χωρίς τον περιορισμό της παραγράφου 1, στον σύζυγο ή συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού, καθώς και σε δικηγόρο, ασκούμενο δικηγόρο, δικηγόρο σε αναστολή άσκησης των καθηκόντων του ή συνταξιούχο δικηγόρο, εφόσον πρόκειται για προσωπική τους υπόθεση. Τα πρόσωπα αυτά προκαταβάλλουν τα δικαστικά έξοδα. 3. Η παράβαση των πιο πάνω διατάξεων του παρόντος άρθρου τιμωρείται πειθαρχικά, εάν κριθεί ότι αντίκειται στην αξιοπρέπεια του δικηγόρου».
6. Επειδή, με την 2368/1988 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (η οποία αφορά κληρικό και όχι μοναχό) κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 2 του προϊσχύσαντος Κώδικος περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954, Α΄ 235), καθ’ ο μέρος ορίζει ότι οι κληρικοί δεν δύνανται να διορισθούν δικηγόροι, δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας και στην επαγγελματική ελευθερία. Και τούτο, με το σκεπτικό ότι αφενός μεν το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει την αποκλειστική απασχόληση του δικηγόρου με τα καθήκοντά του, αφετέρου δε η άσκηση της δικηγορίας συνεπάγεται την αντιδικία, η οποία είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του θρησκευτικού λειτουργού. Εξάλλου, με την 1090/1989 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδόθηκε κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης από την Ολομέλεια προς το Γ΄ Τμήμα, προς περαιτέρω εκδίκαση, κρίθηκε ότι η εν λόγω διάταξη δεν αντίκειται στα άρθρα 13 του Συντάγματος, 52 της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256).
7. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Κ.Χ.Ε.Ε. - ν. 590/1977, Α΄ 146) ορίζεται ότι: «Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις … αι Μοναί … είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου». Περαιτέρω, στο άρθρο 39 αυτού, ορίζεται ότι: ««Περί των Ιερών Μονών» 1. Η Ιερά Μονή είναι θρησκευτικόν καθίδρυμα, δια την άσκησιν των εν αυτή εγκαταβιούντων ανδρών ή γυναικών, συμφώνως προς τας μοναχικάς επαγγελίας και τους περί μοναχικού βίου ιερούς Κανόνας και παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. 2. Εν τη Εκκλησία της Ελλάδος λειτουργούν Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό την πνευματικήν εποπτείαν του επιχωρίου Αρχιερέως… 6. Ο Μητροπολίτης ασκεί επί των Ιερών Μονών της επαρχίας αυτού την κατά τους ιερούς κανόνας πνευματικήν εποπτείαν δια … την ανάκρισιν των κανονικών παραπτωμάτων…», στο άρθρο 44 παρ. 1 εδ. α΄ ορίζεται ότι: ««Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων» 1. Τα παραπτώματα των κληρικών και μοναχών τα σχετικά προς τα καθήκοντα και τας επαγγελίας της ομολογίας αυτών, τα συνεπαγόμενα κανονικάς κυρώσεις, εκδικάζονται υπό των εκκλησιαστικών δικαστηρίων…», και στο άρθρο 56 παρ. 3 και 6 ότι: «1. … 3. … μοναχός της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, προκειμένου να μετακινηθή εκτός των ορίων της εκκλησιαστικής περιφερείας αυτού, δέον να έχη την άδειαν μόνον της προϊσταμένης του αρχής, προκειμένου δε να παραμένη εις ετέραν περιφέρειαν πέρα του διμήνου εντός του αυτού ημερολογιακού έτους, συνεχώς ή διακεκομμένως, δέον να τύχη αδείας και του επιχωρίου Μητροπολίτου. 4. … 6. Απαγορεύεται επί ποινή ακυρότητος η έκδοσις απολυτηρίου γράμματος κληρικού ή μοναχού, άνευ προηγουμένης εγγράφου συγκαταθέσεως του Αρχιερέως του τόπου, εις ον θα αποκατασταθή ο κληρικός, προκειμένου δε περί μοναχού και άνευ κανονικής βεβαιώσεως περί της μελλούσης εγγραφής αυτού εις το μοναχολόγιον της εις ην πρόκειται να εγγραφή Μονής».
8. Επειδή, στον 39/1972 Κανονισμό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ιερών Μονών και των Ησυχαστηρίων» (Α΄ 103) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρον 1 «Ορισμός - Σκοπός» α. Η Ιερά Μονή είναι πνευματικόν ίδρυμα προσευχής και εργασίας, εις ό εγκαταβιοί μία Ορθόδοξος Χριστιανική Αδελφότης ανδρών ή γυναικών αφιερωμένων εις τον Θεόν και υπεσχημένων να διέλθωσι την ζωήν αυτών εν αγνεία, ακτημοσύνη και υπακοή προς τον ηγούμενον και την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν της Ελλάδος. β. Σκοπός εκάστης Ι. Μονής, συμφώνως προς τας παραδόσεις της Ορθόδοξου Εκκλησίας, είναι η εν Κοινοβιακή Πολιτεία αδιάλειπτος του εν Τριάδι Θεού δοξολογία, η δια λειτουργικών και κατ’ ιδίαν προσευχών, δια συνεχούς κατά Θεόν ασκήσεως και εν Αγίαις διακονίαις νέκρωσις των παθών των εν αυτή ασκουμένων και η υπ’ αυτών τελεία βίωσις της κατά Θεόν εν Χριστώ Ιησού Μυστικής Ζωής, οδηγούσης εις ψυχικήν αυτών σωτηρίαν και θέωσιν. … Άρθρον 6 «Κανονικαί Δικαιοδοσίαι Επισκόπου» 1. Εκάστη Ι. Μονή διατελεί υπό την Κανονικήν Δικαιοδοσίαν του κατά τόπον Επισκόπου, όστις… ε) ανακρίνει τα Κανονικά παραπτώματα των εν αυτή διαβιούντων και φροντίζει δια την άμεμπτον αυτών βιοτήν… Άρθρον 10 «Πειθαρχικαί ποιναί και άδεια των Μοναχών» Αι άδειαι των μοναχών χορηγούνται συνωδά τω άρθρω 45 παρ. 2 του Ν.Δ. 126/69 «περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος». Μοναχός τις δύναται να αιτήσηται Κανονικόν απολυτήριον εκ της Ι. Μονής αυτού, όπερ χορηγείται αυτώ εάν υφίστανται αποχρώντες λόγοι και αφού εξασφαλισθή η συγκατάθεσις του Μητροπολίτου εις την επαρχίαν του οποίου υπάγεται η Ιερά Μονή εις ήν ο απολυόμενος μοναχός επιθυμεί εφεξής να μονάση. Η έξω της Ι. Μονής ή και η εις ετέραν Ι. Μονή παραμονή μοναχού τινος άνευ και πέραν της αρμοδίως χορηγηθείσης αδείας απαγορεύεται απολύτως, εν εναντία δε περιπτώσει και εφ’ όσον αποτυχώσιν αι δια της πειθούς προσπάθειαι της προϊσταμένης αυτού αρχής, τη συνδρομή της αρμοδίας αρχής επαναφέρεται ούτος εις την Ι. Μονήν της μετανοίας του…».
10. Επειδή, στον ν. ΓΥΙΔ/1909 «Περί Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και διοικήσεως Μοναστηρίων» (Α΄ 270) ορίζονται, μεταξύ άλλων τα εξής: «Άρθρον 17. Τα αναγκαία προς διατροφήν των μοναχών … προμηθεύονται κατά την εποχήν της συγκομιδής των καρπών δι’ όλον το έτος εις είδος ωσαύτως και παν ό,τι χρήσιμον δια την συντήρησιν των δια τας υπηρεσίας της μονής αναγκαίων κτηνών και τα προς θέρμανσιν των μοναχών. Ο τη προτάσει του Ηγουμενοσυμβουλίου υπό του επισκόπου διοριζόμενος οικονόμος του μοναστηρίου φυλάσσει τας προμηθείας ταύτας και διανέμει αυτάς αναλόγως, υπό την επιτήρησιν του Ηγουμένου. Δια τας λοιπάς βιωτικάς ανάγκας παρέχονται τοις απλοίς μοναχοίς … Εις τους μοναχούς εκάστης μονής δύναται να επιτραπή υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου, τη εγκρίσει του αρμοδίου επισκόπου, η εμφύτευσις 3-5 στρεμμάτων γης προς καλλιέργειαν ιδίαις δαπάναις και προς κάρπωσιν προσωπικήν και αποκλειστικήν εφ’ όρου ζωής. Το ήμισυ των εντεύθεν καθαρών προσόδων του μοναχού εκπίπτονται εκ των οφειλομένων υπό της μονής ετησίων προς αυτόν παροχών. Πάσαι αι αναφυόμεναι έριδες, αι σχετικαί προς τας οφειλομένας εις τους μοναχούς παροχάς, λύονται υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου, επί προσφυγή δε, υπό του αρμοδίου επισκόπου ανεκκλήτως. Άρθρον 18. Πάσα η περιουσία των κειρομένων μοναχών περιέρχεται αυτοδικαίως εις την μονήν, μετ’ αφαίρεσιν της νομίμου μοίρας υπέρ των αναγκαίων κληρονόμων, απαιτητής από της κατατάξεως του μοναχού. … Αι περιελθούσαι μετά την είσοδον εις την μονήν τω μοναχώ κληροδοσίαι ή δωρεαί, ως και κληρονομίαι, ανήκουσιν εις την μονήν, αλλά του ημίσεος της ούτω περιελθούσης τη μονή περιουσίας την επικαρπίαν έχει εφ’ όρου ζωής ο τιμηθείς δια της κληρονομίας, κληροδοσίας ή δωρεάς...».
11. Επειδή, οι μοναχοί υπόκεινται στην πειθαρχική δικαιοδοσία των «Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων», σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 5383/1932 «περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων» (Α΄ 110). Ειδικότερα, στο άρθρο 1 αυτού ορίζεται ότι: «Προς διατήρησιν της εκκλησιαστικής πειθαρχίας και προς τιμωρίαν των υποπεσόντων εις παράπτωμα ως προς τα χρέη και τα καθήκοντα της επαγγελίας αυτών κληρικών και μοναχών καθίστανται τα εξής Εκκλησιαστικά Δικαστήρια: α) Επισκοπικά Δικαστήρια, β) Τα Συνοδικά Δικαστήρια, πρωτοβάθμιον και δευτεροβάθμιον», στο άρθρο 2 ότι: «Το Επισκοπικόν Δικαστήριον συγκροτείται εκ του οικείου Μητροπολίτου ως προέδρου … και εκ δύο πρεσβυτέρων…», στο άρθρο 11, που φέρει τον τίτλο «Ποιναί επιβλητέαι τις μοναχούς» ότι: «Το Επισκοπικόν Δικαστήριον δύναται να επιβάλη εις τους μοναχούς και αγάμους κληρικούς … τας εξής ποινάς … α) Επίπληξιν, β) … γ) Σωματικόν περιορισμόν εν τω σωφρονιστηρίω της οικείας μονής μέχρι δύο μηνών, δ) Σωματικόν περιορισμόν μέχρι τριών ετών εν τω ειδικώ σωφρονιστηρίω των κληρικών ή εν άλλη Μονή. ε) ...», στο άρθρο 13 ότι: «Το Πρωτοβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον συγκροτείται εκ του πρώτου τη τάξει Συνοδικού ως προέδρου και εκ πέντε Συνοδικών, οριζομένων δια κλήρου…», στο άρθρο 17 ότι: «Το Πρωτοβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον δικάζει … τας εφέσεις του Επισκοπικού Δικαστηρίου…», στο άρθρο 100 ότι: «Ο αρμόδιος Μητροπολίτης … λαβών γνώσιν … ότι κληρικός ή μοναχός υπέπεσεν εις παράπτωμα επαγόμενον εκκλησιαστικήν ποινήν, εντέλλεται, εφ’ όσον δεν πρόκειται περί ελαφρού παραπτώματος, δι’ ο δύναται να ασκηθή παρά του Μητροπολίτου πειθαρχική εξουσία, εις εν των μελών του Επισκοπικού Δικαστηρίου ή άλλον κληρικόν όπως προβή εις τας αναγκαίας ανακρίσεις» και στο άρθρο 153 ότι οι εκτελεστές αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων εκτελούνται με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής.
12. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών, μοναχός στην Ιερά Μονή *** του κλίματος της Εκκλησίας της Ελλάδος (η οποία βρίσκεται στο *** και υπάγεται στη δικαιοδοσία του Μητροπολίτη ***), με την ***/***.2015 αίτησή του προς το Δ.Σ.Α. ζήτησε να εγγραφεί στο ειδικό μητρώο του Συλλόγου, ως δικηγόρος που απέκτησε τη δικηγορική ιδιότητα σε άλλο κράτος - μέλος της Ε.Ε. και ειδικότερα στην Κυπριακή Δημοκρατία, συνυποβάλλοντας σχετικά δικαιολογητικά. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την από *** 2015 απόφαση του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α., κατ’ επίκληση των προπαρατεθεισών διατάξεων του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. β΄ του προμνησθέντος π.δ. 152/2000, σύμφωνα με το οποίο οι εθνικοί κανόνες που αναφέρονται στο ασυμβίβαστο με το δικηγορικό λειτούργημα, όπως, κατά το Δ.Σ.Α., η ιδιότητα του μοναχού, σύμφωνα με το άρθρο 6 περ. 6 του Κώδικα Δικηγόρων, καταλαμβάνουν και τους δικηγόρους που επιθυμούν να ασκήσουν δικηγορία στην Ελλάδα, με βάση τη δικηγορική ιδιότητα που απέκτησαν σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε.
13. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις αντίκεινται στην οδηγία 98/5/ΕΚ, διότι θεσπίζουν προϋπόθεση που δεν προβλέπεται στην οδηγία, η οποία επιβάλλει πλήρη εναρμόνιση ως προς τις προϋποθέσεις εγγραφής των ενωσιακών δικηγόρων στα μητρώα άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε. Προβάλλεται επίσης ότι η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 6 του Κώδικα Δικηγόρων παραβιάζει την επαγγελματική ελευθερία σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρα 5 παρ. και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος) και άλλους κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος.
14. Επειδή, ο Δ.Σ.Α., με τις από 4.10.2016 απόψεις του και το από 17.10.2016 υπόμνημά του προς το Δικαστήριο, αντιτείνει ότι η διάταξη του άρθρου 6 περ. 6 του Κώδικα Δικηγόρων, η οποία προβλέπει ότι οι μοναχοί κωλύονται να αποκτήσουν τη δικηγορική ιδιότητα, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και τους κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος που επικαλείται ο αιτών, διότι ο αποκλεισμός αυτός δικαιολογείται από θεμελιώδεις αρχές και κανόνες που διέπουν την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Ειδικότερα: α) Ο δικηγόρος πρέπει να απασχολείται πλήρως με την άσκηση του λειτουργήματός του, ο δε μοναχός δεν δύναται να το επιτύχει αυτό, λόγω των δεσμεύσεών του, β) Η άσκηση της δικηγορίας επάγεται αντιδικία, ασύμβατη με το μοναχικό σχήμα, γ) Προϋπόθεση της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος είναι η ανεξαρτησία του δικηγόρου, ο δε μοναχός υπόκειται στον πειθαρχικό έλεγχο των εκκλησιαστικών οργάνων και δικαστηρίων, δ) Ο δικηγόρος οφείλει να έχει έδρα και γραφείο στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου όπου είναι διορισμένος, ενώ ο μοναχός οφείλει να εγκαταβιώνει στη μονή της μετανοίας του, δυνάμενος κατ’ εξαίρεση να λαμβάνει άδειες από τον Ηγούμενο, γεγονός που καταδεικνύει και την έλλειψη ανεξαρτησίας του, ε) Δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα, ενώ ο μοναχός δεν επιτρέπεται να ασκεί κατά σύστημα αμειβόμενη επαγγελματική δραστηριότητα. Κατά το Δ.Σ.Α., υπό τα ανωτέρω δεδομένα, τα άρθρα 3 και 6 της οδηγίας 98/5/ΕΚ δεν έχουν την έννοια ότι επιτάσσουν την εγγραφή μοναχού της Εκκλησίας της Ελλάδος στα μητρώα του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
15. Επειδή με το από 17.10.2016 υπόμνημά του ο αιτών ισχυρίζεται ότι η ιδιότητα του μοναχού δεν τον στερεί από την ανεξαρτησία την οποία θα έχει ως δικηγόρος, διότι στη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών αρχών υπάγεται όσον αφορά στην άσκηση των καθηκόντων του ως μοναχού, ενώ ως προς την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος υπάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των οργάνων του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Ισχυρίζεται επίσης ότι κατά τον Κώδικα Δικηγόρων η διατήρηση έδρας και γραφείου στην περιφέρεια του οικείου πρωτοδικείου δεν αποτελεί προϋπόθεση κτήσης της δικηγορικής ιδιότητας, αλλά μεταγενέστερη υποχρέωση του δικηγόρου, κατά την άσκηση του λειτουργήματός του. Εξάλλου, εάν ο αιτών διορισθεί δικηγόρος θα μπορεί να διατηρεί γραφείο στην περιφέρεια του οικείου πρωτοδικείου, χωρίς να είναι κατά τον νόμο υποχρεωμένος να κατοικεί και εντός της περιφέρειας αυτής, η δε διατήρηση του δικηγορικού γραφείου του στην εν λόγω περιφέρεια θα ελέγχεται από τα όργανα του Δ.Σ.Α. και η συμμόρφωσή του προς το καθήκον εγκαταβίωσης στη μονή της μετανοίας του θα ελέγχεται από τα εκκλησιαστικά όργανα, με αποτέλεσμα, το τελευταίο αυτό ζήτημα να μην αφορά τον οικείο δικηγορικό σύλλογο.
16. Επειδή, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει ήδη κρίνει ότι, κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας, η προσκόμιση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής του πιστοποιητικού εγγραφής στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής εμφανίζεται ως η μόνη προϋπόθεση από την οποία πρέπει να εξαρτάται η εγγραφή του ενδιαφερόμενου στα μητρώα του κράτους μέλους υποδοχής, κατόπιν της οποίας αποκτά το δικαίωμα να ασκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής (ΔΕΚ απόφαση της 19.9.2006, C-506/04, Wilson, σκ. 64-68, ομοίως ΔΕΕ αποφάσεις της 2.12.2010, C-225/09, Jakubowska, σκ. 55-56, της 17.7.2014, C-58/13, Torresi, σκ. 38-39). Έχει επίσης κριθεί ότι, κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας, η εγγραφή στο κράτος μέλος υποδοχής δικηγόρων που ασκούν το δικηγορικό επάγγελμα υπό τον τίτλο που απέκτησαν σε άλλο κράτος μέλος υποβάλλει τους δικηγόρους αυτούς στους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής, οι οποίοι, αντιθέτως προς εκείνους που αφορούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εγγραφή, δεν έχουν γίνει αντικείμενο εναρμόνισης και επομένως δύνανται να διαφέρουν σημαντικά από εκείνους που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής (ΔΕΕ απόφαση της 2.12.2010, C-225/09, Jakubowska, σκ. 57).
17. Επειδή, η παρούσα υπόθεση αφορά στην εξαιρετική περίπτωση των μοναχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίοι λόγω της ιδιότητάς τους αυτής ευρίσκονται σε απολύτως ιδιόρρυθμη προσωπική κατάσταση, υποκείμενοι μάλιστα στην εξουσία οργάνων τριών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου - της Ιεράς Μονής της μετανοίας τους, της οικείας Ιεράς Μητρόπολης και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας δεν προκύπτει ότι κατά τη νομοθέτησή της λήφθηκε υπόψη η ιδιαιτερότητα της κατάστασης των προσώπων αυτών. Στο πλαίσιο αυτό τίθεται το ζήτημα εάν, σε περίπτωση που οι επαγγελματικοί και δεοντολογικοί κανόνες του κράτους μέλους υποδοχής δεν επιτρέπουν την άσκηση της δικηγορίας στους μοναχούς, για λόγους όπως αυτοί τους οποίους επικαλείται ο Δ.Σ.Α. - δηλαδή την, εξαιτίας της ιδιότητάς τους αυτής, μη ύπαρξη εχεγγύων α) ανεξαρτησίας, β) δυνατότητας πλήρους απασχόλησης, γ) χειρισμού υποθέσεων υπό συνθήκες αντιδικίας, δ) πραγματικής και όχι πλασματικής εγκατάστασης στην περιφέρεια του οικείου πρωτοδικείου, ε) μη παροχής υπηρεσιών άνευ αμοιβής - ο οικείος δικηγορικός σύλλογος είναι υποχρεωμένος να εγγράψει μοναχό στα μητρώα του προκειμένου αυτός να ασκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής. Και τούτο, ενώ αμέσως μετά θα δύναται κατά την οδηγία και θα υποχρεούται κατά το εθνικό δίκαιο να διαπιστώσει παράβαση εκ μέρους του των ανωτέρω επαγγελματικών και δεοντολογικών κανόνων, διότι αυτοί απαγορεύουν την άσκηση της δικηγορίας από μοναχούς, για τον λόγο ότι δεν παρέχουν τα ανωτέρω απαραίτητα για την άσκηση της δικηγορίας εχέγγυα. Ενόψει των ανωτέρω θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, η διαπίστωση της ύπαρξης ή μη των εν λόγω εχεγγύων στο πρόσωπο του μοναχού είναι, κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, ανεξάρτητη από τη διαπίστωση συγκεκριμένης παράβασης επαγγελματικών υποχρεώσεων∙ δεν απαιτείται, λόγου χάρη, διαπίστωση επηρεασμού του μοναχού - δικηγόρου από τις εκκλησιαστικές αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων του, αλλά συνιστά παράβαση των επαγγελματικών και δεοντολογικών κανόνων, το γεγονός ότι διατηρεί την ιδιότητα του μοναχού, με αποτέλεσμα να τελεί σε καθεστώς ιδιαίτερης εξάρτησης από τις αρχές αυτές. Εξάλλου, υπό την οπτική αυτή, κλονίζεται και το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος, αφού σε όλους τους κοινωνούς σχηματίζεται ευλόγως η εντύπωση ότι επιτρέπεται να ασκούν το δικηγορικό λειτούργημα πρόσωπα τα οποία δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα προς τούτο εχέγγυα.
18. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, θα πρέπει να υποβληθεί στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5/ΕΚ έχει την έννοια ότι η εγγραφή ενός μοναχού της Εκκλησίας της Ελλάδος ως δικηγόρου στα μητρώα της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχει αποκτήσει τον επαγγελματικό του τίτλο, προκειμένου να ασκεί εκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, μπορεί να απαγορεύεται από τον εθνικό νομοθέτη, για τον λόγο ότι οι μοναχοί της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν δύνανται, κατά το εθνικό δίκαιο, να εγγράφονται στα μητρώα των δικηγορικών συλλόγων, επειδή δεν παρέχουν, λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, ορισμένα απαραίτητα για την άσκηση της δικηγορίας εχέγγυα;».

Δ ι α  τ α ύ τ α

Διατυπώνει προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ακόλουθο ερώτημα: «Το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5/ΕΚ έχει την έννοια ότι η εγγραφή ενός μοναχού της Εκκλησίας της Ελλάδος ως δικηγόρου στα μητρώα της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχει αποκτήσει τον επαγγελματικό του τίτλο, προκειμένου να ασκεί εκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, μπορεί να απαγορεύεται από τον εθνικό νομοθέτη, για τον λόγο ότι οι μοναχοί της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν δύνανται, κατά το εθνικό δίκαιο, να εγγράφονται στα μητρώα των δικηγορικών συλλόγων, επειδή δεν παρέχουν, λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, ορισμένα απαραίτητα για την άσκηση της δικηγορίας εχέγγυα;».

Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης, μέχρις ότου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφανθεί επί του ανωτέρω ερωτήματος.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 2016 και στις 29 Μαρτίου 2017

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Ο Γραμματέας

Αικ. Σακελλαροπούλου               Νικ. Βασιλόπουλος

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 29ης Ιουνίου 2017.

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος

Αικ. Σακελλαροπούλου Δ. Τετράδη

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.