ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΣτΕ 3003/2014
Πηγή : ΝοΒ 2015, 361
Αριθμός Απόφασης : 3003
'Ετος : 2014
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 3003/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε κώλυμα, Ν. Μαρκουλάκης, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Α.Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ευθ. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Α. Ντέμσιας, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή, Π. Μπραΐμη, Π. Χαμάκος, Σύμβουλοι, Χρ. Ντουχάνης, Φρ. Γιαννακού, Μ. Σταματοπούλου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Α. Καλογεροπούλου και Π. Μπραΐμη, καθώς και η Πάρεδρος Μ. Σταματοπούλου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

Για να δικάσει την από 9 Ιουνίου 2009 αίτηση:

του τέως Μητροπολίτη ****, κατά κόσμον ****, κατοίκου **** (***), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο *** (Α.Μ. ***), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο *** (Α.Μ. ****), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και με απόσπασμα πρακτικού της Ιεράς Συνόδου.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 15 Ιουνίου 2009 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 1/ 14.5.2009 απόφαση του Πρωτοβάθμιου δι’ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ν. Μαρκουλάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της Εκκλησίας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 214), της Συμβούλου Μαρίας Σταματελάτου, τακτικού μέλους της συνθέσεως που εκδίκασε την κρινόμενη υπόθεση, λαμβάνει μέρος αντ’ αυτής στη διάσκεψη ως τακτικό μέλος η Σύμβουλος ʼννα Καλογεροπούλου, αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της συνθέσεως (βλ. Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας 276/2013 και Σ.τ.Ε. Ολομ. 4255, 2260-2262, 94-95/2013).

2. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικό γραμμάτιο παραβόλου Α΄ 1074679/2009).

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή, που έχει εισαχθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω σπουδαιότητας, με πράξη του Προέδρου του, ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. 1/14.5.2009 αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου δι’ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου, με την οποία αποφασίσθηκε η καθαίρεση του αιτούντος, τότε Μητροπολίτη, από το αρχιερατικό του αξίωμα, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 160 του ν. 5383/1932, και η επαναφορά του στην τάξη των μοναχών.

4. Επειδή, στο άρθρο 159 του ν. 5383/1932 «Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων» (Α΄ 110) ορίζεται ότι «Η καταδίκη κληρικού εις εγκληματικήν ποινήν εκτελείται κατά τας διατάξεις του άρθρ. 44 της Ποινικής Δικονομίας», στο δε άρθρο 160 του αυτού νόμου ορίζεται ότι «Ο αρμόδιος εισαγγελεύς, καταστάσης αμετακλήτου της αποφάσεως του κοινού ποινικού δικαστηρίου, ανακοινοί ταύτην εν αντιγράφω προς τον Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου, [όστις] προκαλεί την υπό του αρμοδίου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου καθαίρεσιν του καταδικασθέντος άνευ ετέρας τινος διαδικασίας και ανακοινοί πάραυτα την γενομένην καθαίρεσιν εις τον ανακοινώσαντα την ποινικήν απόφασιν εισαγγελέα. Η Εκκλησιαστική Αρχή οφείλει εντός 15 ημερών από της εις αυτήν ανακοινώσεως της ποινικής αποφάσεως υπό του εισαγγελέως να εκτελέση ταύτην». Το ως άνω μνημονευόμενο άρθρο 44 της παλαιάς Ποινικής Δικονομίας έχει καταργηθεί από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 1493/1950), χωρίς όμως πρακτικές συνέπειες, αφού το περιεχόμενό του είναι αντίστοιχο με εκείνο του ανωτέρω άρθρου 160 του ν. 5383/1932. Εξ άλλου η κατά το ως άνω άρθρο 159 «εγκληματική ποινή», προβλεπόμενη από τον ισχύοντα κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του ν. 5383/1932 Ποινικό Νόμο (άρθρο 4), ήδη αντιστοιχεί με την ποινή της καθείρξεως (πρόσκαιρης ή ισόβιας), που περιλαμβάνεται μεταξύ των στερητικών της ελευθερίας ποινών στον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα (άρθρα 51 επ.).

5. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, επί αμετάκλητης καταδίκης κληρικού σε ποινή καθείρξεως, το αρμόδιο εκκλησιαστικό δικαστήριο εκδίδει κατά δεσμία αρμοδιότητα διαπιστωτική πράξη για την καθαίρεση του καταδικασθέντος από το δημόσιο λειτούργημα που ασκεί, ως παρεπόμενη συνέπεια της ποινικής καταδίκης, λόγω βαρείας προσβολής της πολιτειακής εννόμου τάξεως.

6. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την από 4.2.2005 απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (ΦΕΚ 26/8.2.2005, τ.Ν.Π.Δ.Δ.) ο αιτών, τότε Μητροπολίτης **** , ετέθη σε διαθεσιμότητα επί έξι μήνες, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 34 παρ. 8 του ν. 590/1977, για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση αυτή και το οικείο πρακτικό συνεδριάσεως. Μετά την πάροδο του εξαμήνου της διαθεσιμότητας εκδόθηκε η 3487/1812/8.8.2005 απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (ΦΕΚ 194/8.8.2005, τ.Ν.Π.Δ.Δ.), με την οποία ο αιτών απομακρύνθηκε οριστικώς από τον θρόνο της Ιεράς Μητροπόλεως *** και περιήλθε στην κατάσταση του «σχολάζοντος», κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ιδίου ως άνω άρθρου 34 παρ. 8 του ν. 590/1977, για τους λόγους που αναφέρονται στην εν λόγω απόφαση. Ακολούθως, εκδόθηκε το από 24.11.2005 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 302/2.12.2005, τ.Ν.Π.Δ.Δ.), με το οποίο διαπιστώθηκε η οριστική απομάκρυνση του αιτούντος από τον θρόνο της Μητροπόλεως ***. Περαιτέρω, με την 477 Α, 1099, 1656 Α και 1771/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ο αιτών καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών για το κακούργημα της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση, το οποίο τελέσθηκε εις βάρος της Ιεράς Μονής **** και συνίστατο στην αφαίρεση από την περιουσία της Ιεράς Μονής χρηματικού ποσού 56.000.000 δραχμών. Η ανωτέρω ποινική απόφαση κατέστη αμετάκλητη κατόπιν της εκδόσεως της 778/2009 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, απορριπτικής των κατ’ αυτής ασκηθεισών από τον αιτούντα αιτήσεων αναιρέσεως. Εν συνεχεία, ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου, με το 1857/6.5.2009 έγγραφό του, διεβίβασε την απορριπτική απόφαση του Αρείου Πάγου, καθώς και την ως άνω καταστάσα αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, στον Πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και στον Πρόεδρο του Πρωτοβαθμίου δι’ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου, προκειμένου να ενεργήσουν τα επιτασσόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 160 του ν. 5383/1932. Κατόπιν των ανωτέρω, το εν λόγω Συνοδικό Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1/14.5.2009 απόφασή του, απεφάσισε την καθαίρεση του αιτούντος από το αρχιερατικό του αξίωμα, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω άρθρου 160 του ν. 5383/1932, και την επαναφορά του στην τάξη των μοναχών.

7. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην πέμπτη σκέψη, η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, παραδεκτώς προσβαλλομένη με την κρινόμενη αίτηση, καθ’ ο μέρος διαπιστώνεται με αυτήν η καθαίρεση του αιτούντος από το δημόσιο λειτούργημα του Μητροπολίτη, με συνέπεια να μην υφίσταται πλέον ο δημοσίου δικαίου δεσμός του με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3824/2012). Καθ’ ο μέρος, όμως, με την προσβαλλόμενη πράξη αποφασίζεται η επαναφορά του αιτούντος στην τάξη των μοναχών, από την οποία προέρχεται, λόγω παραβιάσεως από αυτόν του ΚΕ΄ Κανόνος των Αγίων Αποστόλων, η ίδια πράξη στερείται εκτελεστότητας, ως έχουσα αμιγώς πνευματικό χαρακτήρα, ως εκ τούτου δε απαραδέκτως προσβάλλεται κατά το μέρος αυτό (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2031/2004).

8. Επειδή, και μετά την έκδοση του προαναφερθέντος από 24.11.2005 π.δ/τος, με το οποίο διαπιστώθηκε η οριστική απομάκρυνση του αιτούντος από τον θρόνο της Μητροπόλεως ***, αυτός, με την ιδιότητα του «σχολάζοντος», εξακολούθησε να διατηρεί δημοσίου δικαίου δεσμό με την Εκκλησία της Ελλάδος, αφού, μεταξύ άλλων, ηδύνατο να είναι υποψήφιος για την πλήρωση τυχόν χηρεύοντος μητροπολιτικού θρόνου (άρθρο 25 παρ. 2 του ν. 590/1977), ελάμβανε τα 2/3 των αποδοχών του εν ενεργεία Μητροπολίτη (άρθρο 34 παρ. 8) κλπ. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ο προβαλλόμενος με το από 25.6.2013 υπόμνημα της Εκκλησίας της Ελλάδος ισχυρισμός ότι μετά την έκδοση του ως άνω π.δ/τος ο αιτών έπαυσε να διατηρεί έννομη σχέση δημοσίου δικαίου με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας με συνέπεια να στερείται εκτελεστότητας η προσβαλλόμενη απόφαση περί καθαιρέσεώς του.

9. Επειδή, με την 5/2010 απόφαση του Δευτεροβαθμίου δι’ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η «έφεση» που ασκήθηκε από τον αιτούντα κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως περί καθαιρέσεώς του. Η ως άνω όμως απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη, διότι στερείται εκτελεστού χαρακτήρα. Και τούτο διότι εκδόθηκε αναρμοδίως, επί προσφυγής μη προβλεπόμενης από το νόμο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 447/1997), αφού η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί διοικητικό μέτρο και όχι εκκλησιαστική ποινή, με συνέπεια να μην έχουν εφαρμογή εν προκειμένω οι περί ενδίκων μέσων διατάξεις του ν. 5383/1932.

10. Επειδή, επί των δύο «εκκλήτων προσφυγών» που άσκησε ο αιτών ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκδόθηκαν τα 877/2009/21.1.2010 και 258/21.5.2010 έγγραφα του τελευταίου. Τα έγγραφα αυτά, σε κάθε περίπτωση, δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα, αφού, κατά την ορθή ερμηνεία τους, δεν αναφέρονται στο διοικητικό μέτρο της καθαιρέσεως του αιτούντος αλλά στην πνευματικής φύσεως πλευρά της υποθέσεως, με συνέπεια να διατυπώνεται παραίνεση για τη διενέργεια σχετικής κανονικής δίκης. Επομένως, τα εν λόγω έγγραφα δεν ασκούν επιρροή στην ισχύ της προσβαλλομένης αποφάσεως και στο αντικείμενο της δίκης.

11. Επειδή, με το από 20.6.2013 υπόμνημά του ο αιτών ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περί καθαιρέσεώς του είναι ανυπόστατη και ακυρωτέα διότι δεν δημοσιεύθηκε μετά την έκδοσή της σχετικό προεδρικό διάταγμα, του οποίου η έκδοση ήταν υποχρεωτική είτε βάσει του άρθρου 152 του ν. 5383/1932, καθόσον με την προσβαλλόμενη πράξη επιβλήθηκε ποινή, είτε λόγω της μεταβολής της υπηρεσιακής του καταστάσεως. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος και κατά τα δύο σκέλη του διότι αφενός μεν, κατά τα προεκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί διαπιστωτική πράξη και όχι εκκλησιαστική ποινή, αφετέρου δε ο νόμος δεν προβλέπει την έκδοση προεδρικού διατάγματος μετά την καθαίρεση, ενώ, εν πάση περιπτώσει, η έκδοση διατάγματος δεν αποτελεί προϋπόθεση του υποστατού της αποφάσεως περί καθαιρέσεως.

12. Επειδή, πριν να καταστεί αμετάκλητη η προαναφερθείσα καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, το Πρωτοβάθμιο δι’ Αρχιερείς Συνοδικό Δικαστήριο είχε εκδώσει κατά πλειοψηφία το υπ’ αριθ. 1/9.3.2009 απαλλακτικό βούλευμα, με το οποίο είχε τεθεί στο αρχείο ο φάκελος του αιτούντος, που αφορούσε, πλην άλλων, τις πράξεις για τις οποίες είχε καταδικασθεί από το ποινικό δικαστήριο. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά παράβαση της αρχής ne bis in idem, καθώς και του άρθρου 124 του ν. 5383/1932 περί δεδικασμένου στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη, αφού η καθαίρεση του αιτούντος δεν ήταν επιτρεπτή μετά την έκδοση του ανωτέρω απαλλακτικού βουλεύματος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη νομική εκδοχή, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκκλησιαστική ποινή αλλά διαπιστωτική πράξη και, συνεπώς, δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω η ως άνω αρχή και οι διατάξεις περί δεδικασμένου των αποφάσεων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων.

13. Επειδή, προβάλλεται ότι το ως άνω άρθρο 160 του ν. 5383/1932 αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 3 και 13 του Συντάγματος, που κατοχυρώνουν την αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, διότι αφενός μεν εξομοιώνει τα εκκλησιαστικά δικαστήρια με διοικητικά όργανα, αφετέρου δε δεν εξασφαλίζει την ανεξαρτησία της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης έναντι της ποινικής. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατά το πρώτο σκέλος του, διότι κατά παγία νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, Σ.τ.Ε. Ολομ. 825/1988) τα εκκλησιαστικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοτικό χαρακτήρα. Ο ίδιος λόγος, κατά το δεύτερο σκέλος του, είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος στην εσφαλμένη εκδοχή ότι η καθαίρεση κατά το ως άνω άρθρο 160 αποτελεί εκκλησιαστική ποινή και όχι διοικητικό μέτρο.

14. Επειδή, ο αιτών προβάλλει περαιτέρω ότι το ανωτέρω άρθρο 160 του ν. 5383/1932 παραβιάζει την κατοχυρούμενη από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, διότι επιφυλάσσει δυσμενέστερη μεταχείριση για τους αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος σε σχέση με τους ομοταγείς τους της Εκκλησίας της Κρήτης και των επαρχιών της Δωδεκανήσου, στους οποίους δεν εφαρμόζεται το άρθρο αυτό. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι οι αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος τελούν υπό διαφορετικές νομικές και κανονικές συνθήκες σε σχέση με τους ως άνω ομοταγείς τους, αφού, κατά το άρθρο 1 του Καταστατικού Χάρτη της ημιαυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης (ν. 4149/1961, Α΄ 41), η εκκλησία αυτή τελεί υπό κανονική εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ η Εκκλησία της Δωδεκανήσου, για την οργάνωση και λειτουργία της οποίας δεν υφίσταται καν ειδικό νομοθετικό καθεστώς, υπάγεται άμεσα στην κανονική δικαιοδοσία του εν λόγω Πατριαρχείου.

15. Επειδή, ενόψει του ότι οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 160 δεν αντίκεινται, κατά τα ανωτέρω, στα άρθρα 3, 13 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά ούτε και σε άλλη συνταγματική διάταξη ή αρχή, οι διατάξεις αυτές δεν θεωρούνται καταργημένες κατά το άρθρο 111 παρ. 1 του Συντάγματος, είναι δε απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τον αιτούντα.

16. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί (Σ.τ.Ε. 2569/1990, 5057/1987 7μ., 3178/1976 Ολομ., 609/1967 Ολομ. κ.ά.), με το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνονται οι ιεροί κανόνες και οι παραδόσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η συνταγματική όμως αυτή κατοχύρωση, αναφερόμενη στους ιερούς κανόνες και τις παραδόσεις που ανάγονται στο δόγμα, στη σφαίρα του οποίου εκδηλώνονται τα κυριαρχικά δικαιώματα της Εκκλησίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επεκτείνεται και στους ιερούς κανόνες και τις παραδόσεις που αναφέρονται σε ζητήματα διοικητικής αποκλειστικά φύσεως. Γιατί τα ζητήματα αυτά, υφιστάμενα επίδραση από τη διαδρομή του χρόνου και τις νεότερες αντιλήψεις, είναι κατ’ ανάγκη μεταβλητά για το κοινό συμφέρον της Εκκλησίας και της Πολιτείας και ρυθμίζονται, σύμφωνα με τις ανάγκες της κοινωνίας, κατ’ επιταγή του άρθρου 72 παρ. 1 του Συντάγματος, από τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος όμως, κατά το πνεύμα των διατάξεων αυτών, δεν μπορεί με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας ή άλλα ειδικά νομοθετήματα να χωρήσει σε θεμελιώδη μεταβολή βασικών διοικητικών θεσμών καθιερωμένων παγίως από μακρού χρόνου στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Εν προκειμένω, ο αιτών προβάλλει ότι το άρθρο 160 του ν. 5383/1932 αντίκειται σε σειρά ιερών κανόνων, ουσιαστικών και διαδικαστικών, στο μέτρο που επιτρέπει την καθαίρεση ως διοικητικό μέτρο, χωρίς τη μεσολάβηση κρίσεως του αρμοδίου εκκλησιαστικού δικαστηρίου και χωρίς τις σχετικές με τη διαδικασία ενώπιόν του εγγυήσεις. Οι ιεροί όμως κανόνες που επικαλείται ο αιτών αφορούν αμιγώς διοικητικής φύσεως ζητήματα, σχετικά με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία καθαιρέσεως των κληρικών και δη των αρχιερέων. Τα ζητήματα αυτά δεν αναφέρονται ούτε στο δόγμα ούτε συνθέτουν βασικό διοικητικό θεσμό της Εκκλησίας. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι κανόνες αυτοί ρυθμίζουν τα ζητήματα της καθαιρέσεως κατά τρόπο αποκλειστικό, απαγορεύοντας στο νομοθέτη τη θέσπιση διοικητικών μέτρων που διασφαλίζουν το κύρος και την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Ενόψει αυτών, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

17. Επειδή, στο άρθρο 6 παρ. 1 και 2 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) και απέκτησε υπερνομοθετική ισχύ δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως ... 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αίτηση, προβάλλεται ότι οι εφαμοσθείσες από το Πρωτοβάθμιο δι’ Αρχιερείς Συνοδικό Δικαστήριο διατάξεις του άρθρου 160 του ν. 5838/1932 αντιβαίνουν στις ανωτέρω διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α. Η καθαίρεση κατά το εν λόγω άρθρο, επιφέρουσα τη διάρρηξη του δημοσίου δικαίου δεσμού που συνδέει τον κληρικό με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος θίγει δικαιώματά του αστικής φύσεως, κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., διότι το κυρίαρχο ζήτημα είναι η λύση της υπηρεσιακής σχέσεως και η επίδρασή της στα απορρέοντα από αυτήν δικαιώματα (Σχετικά με την αστική φύση της επίδικης διαφοράς κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., πρβλ. ΕΔΔΑ Olujic κατά Κροατίας, απόφαση της 5.2.2009, 22330/05, σκ. 34, Bayer κατά Γερμανίας, απόφαση της 16.7.2009, 8453/04, σκ. 37-39, Sikic κατά Κροατίας, απόφαση της 15.7.2010, 9143/08, σκ. 17-19, Fazliyski κατά Βουλγαρίας, απόφαση της 16.4.2013, 40908/05, σκ. 51, 52 και 58). Περαιτέρω, το Πρωτοβάθμιο δι’ Αρχιερείς Συνοδικό Δικαστήριο δεν αποτελεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., αφού πρόκειται για ένα διοικητικό όργανο που λειτουργεί στους κόλπους του νομικού προσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλαδή του «αντιδίκου» του αιτούντος, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν. 5383/1932 τα μέλη του ταυτίζονται σχεδόν με εκείνα της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, δηλαδή του κυρίου οργάνου διοικήσεως του εν λόγω νομικού προσώπου, και η κύρια κατά το νόμο αποστολή του είναι ο πειθαρχικός έλεγχος των κληρικών (πρβλ. ΕΔΔΑ Olujic κατά Κροατίας σκ. 38, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία του ΕΔΔΑ). Κατά συνέπεια, δεν τυγχάνουν εφαρμογής κατά την ενώπιον του διαδικασία οι απορρέουσες από το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. εγγυήσεις. Κατά των αποφάσεων όμως του εν λόγω οργάνου περί καθαιρέσεως κληρικού προβλέπεται η δυνατότητα ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο, ασκώντας ακυρωτικό έλεγχο ιδιαίτερης εντάσεως και εκτάσεως, αποτελεί δικαστήριο ενώπιον του οποίου εφαρμόζονται οι εγγυήσεις του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ. ΕΔΔΑ SIGMA RADIOTELEVISION κατά Κύπρου, απόφαση της 21.7.2011, 32181/04). Ειδικότερα, ο αιτών είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη συνδρομή όλων των νομίμων προϋποθέσεων της καθαιρέσεώς του, επιπλέον δε να προβάλει λόγους πλήσσοντες την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, ακόμη δε και την παραβίαση ιερών κανόνων, στο μέτρο που το ζήτημα της αντικανονικότητας τίθεται με τη μορφή της αντισυνταγματικότητας (βλ. την προηγούμενη σκέψη). Εξ άλλου, ο αιτών είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει λυσιτελώς τις αποδοθείσες σ’ αυτόν κατηγορίες ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, τα οποία επίσης παρέχουν όλες τις εγγυήσεις του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. Ενόψει όλων των ανωτέρω δεδομένων, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η υπόθεση του αιτούντος εξετάσθηκε από δικαστήριο το οποίο πληροί όλες τις απορρέουσες από τη διάταξη αυτή εγγυήσεις. Περαιτέρω, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. στην παρούσα υπόθεση, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση περί καθαιρέσεως του αιτούντος εκδόθηκε κατόπιν αμετάκλητης ποινικής καταδικαστικής αποφάσεως και δεν παρεβίασε το τεκμήριο αθωότητας, ενώ το προαναφερθέν υπ’ αριθ. 1/2009 απαλλακτικό βούλευμα (το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο πειθαρχικής διώξεως του αιτούντος) δεν αποτελεί απόφαση επί διαφοράς «ποινικής φύσεως».

18. Επειδή ο λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος κατά την διαδικασία της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια δεν είναι δικαιοδοτικά όργανα, άλλωστε δε κατά των αποφάσεών τους υπάρχει η δυνατότητα ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως, όπως η κρινόμενη.

19. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιωδών τύπων της διαδικασίας καθόσον α) δεν συντάχθηκαν πρακτικά συζητήσεως, β) δεν τηρήθηκαν οι κανόνες νόμιμης αναπληρώσεως μέλους συλλογικού οργάνου και γ) ο αιτών δεν εκλήθη σε ακρόαση. Επίσης προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας, καθόσον δεν εξετάσθηκαν αιτήσεις του αιτούντος περί εξαιρέσεως μελών. Περαιτέρω, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται ανεπαρκώς αιτιολογημένη διότι α) δεν ελήφθη υπόψη το υπ’ αριθ. 1/9.3.2009 απαλλακτικό βούλευμα του ιδίου εκκλησιαστικού δικαστηρίου, με την οποία ο αιτών απηλλάγη από τις κατηγορίες για τα ίδια παραπτώματα για τα οποία καθαιρέθηκε, β) δεν καταχωρήθηκαν στο σώμα της αποφάσεως διαφωνίες ορισμένων μελών και γ) δεν περιελήφθη στο σώμα της αποφάσεως (αλλά ούτε και στα πρακτικά, τα οποία παρανόμως δεν συνετάγησαν) η πλήρης γνώμη των μελών τα οποία, κατά τον αιτούντα, μειοψήφησαν. Σύμφωνα όμως με τα ήδη εκτεθέντα, η κατά το άρθρο 160 του ν. 5838/1932 καθαίρεση επιβάλλεται κατ’ ενάσκηση δεσμίας αρμοδιότητας, με μόνη τη διαπίστωση της υπάρξεως αμετάκλητης ποινικής καταδίκης σε ποινή καθείρξεως. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλει ο αιτών ότι έπρεπε να κληθεί σε ακρόαση, όλοι δε οι λοιποί ως άνω λόγοι προβάλλονται αλυσιτελώς. Τέλος, ενόψει των προεκτεθέντων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίο έσφαλε το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση συλλογικό όργανο κρίνοντας ότι η καθαίρεση του αιτούντος ήταν υποχρεωτική κατά νόμον.

20. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Δ ι ά  τ α ύ τ α

Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στον αιτούντα τη δικαστική δαπάνη της Εκκλησίας της Ελλάδος, ανερχόμενη σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2013

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος    Η Γραμματέας

Σωτ. Αλ. Ρίζος    Μ. Παπασαράντη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2014.  

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος  Η Γραμματέας

Φ. Αρναούτογλου  Μ. Παπασαράντη

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.