ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΑΠ 983/2017
Αριθμός Απόφασης : 983
'Ετος : 2017
Δικαστήριο : Άρειος Πάγος


Αριθμός 983/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου-Εισηγήτρια, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων:1) ***, με έδρα τον ***, νόμιμα εκπροσωπούμενου, 2) ΝΠΔΔ με την επωνυμία «***» με έδρα την ***, νόμιμα εκπροσωπούμενου, που συνεχίζει τη δίκη ως καθολικός διάδοχος του ΝΠΔΔ «***» που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ***.

Του αναιρεσίβλητου: Σωματείου με την επωνυμία «***», νόμιμα εκπροσωπούμενου, με έδρα τον ***, που εκπροσωπήθηκε από τον πρόεδρό του Ε. Β., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο***, που ανακάλεσε την από 10-1-2017 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-4-2004 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, την από 29-12-2004 αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσείοντος,την από 22-10-2004πρόσθετη παρέμβαση του ήδη 2ου αναιρεσείοντος που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3359/2007 του ιδίου Δικαστηρίου, 4869/14 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 24-11-2014 αίτησή τους. Εκδόθηκε η 912/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου. Η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση, κατά το μέρος που παραπέμφθηκε με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου. Εκδόθηκε η 2140/2016 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 21-9-2016 αίτησή τους. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου να απορριφθεί καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 966 του Α.Κ. πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών. Στην κατηγορία επομένως των εκτός συναλλαγής πραγμάτων που είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους ναοί ακόμη και οι ιδιόκτητοι (άρθρα 45 παρ. 1 του ν. 590/1977, 1 του προϊσχύσαντος α.ν. 2200/1940), καθώς και τα παραρτήματα τους, εφόσον έχουν εγκαινιαστεί και καθιερωθεί στη λατρεία του θεού, σύμφωνα με τους Θείους και Ιερούς κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εξάλλου ακίνητο πράγμα καθίσταται εκτός συναλλαγής, ως προορισμένο για την εξυπηρέτηση θρησκευτικού σκοπού με δικαιοπραξία εν ζωή, αν ο κύριος αυτού, που έχει την ικανότητα προς απαλλοτρίωση, αφορίσει αυτό (παράσχει ως δώρο) όχι με μονομερή δικαιοπραξία αλλά με σύμβαση, η οποία, κατά τα άρθρα 369, 1033, 1192 παρ. 1 και 1198 ΑΚ, πρέπει να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο ακολούθως θα πρέπει να μεταγραφεί. Κατά συνέπεια ιδιόκτητος ναός καθίσταται πράγμα εκτός συναλλαγής, αν ο κύριός του τον δωρίσει στην Εκκλησία ή σε άλλο νομικό πρόσωπο με τις προεκτεθείσες προϋποθέσεις, του νόμου δε μη διακρίνοντος, εκτός συναλλαγής θεωρείται όχι μόνο το οικοδόμημα αλλά και το ακίνητο επί του οποίου κείται ο Ιερός Ναός, αφού εκ των πραγμάτων δε μπορεί να γίνει διαχωρισμός. Εξάλλου κατά τον υπ’ αριθμό 2 Κανονισμό της 18/20 Απριλίου 1969, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 32 § 2 Ν.Δ/τος 29/69 και ίσχυε κατά το χρόνο ανέγερσης του επίδικου ιερού ναού "Οι Ναοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος διακρίνονται εις: α) ενοριακούς, β) ιδιοκτήτους ανήκοντας εις φυσικά ή νομικά πρόσωπα, γ) κοιμητηρίων, 4) παρεκκλήσια, ήτοι ναούς εντός πόλεων ή χωρίων κείμενους και εις ενοριακούς Ναούς ανήκοντας, 5) εξωκκλήσια, ήτοι Ναούς εκτός πόλεων ή χωρίων κειμένους και εις ενοριακούς Ναούς ανήκοντες", την ίδια δε διαίρεση των ναών και ενοριών, καθιέρωσε τέλος ο υπ’ αριθμ. 8/1979 Κανονισμός "περί Ιερών Ναών και ενοριών", που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 1§4, 36, 37§8, 51 §2 εδ. δ’ του Ν. 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος». Από τις παραπάνω διατάξεις, που διέπουν το νομικό καθεστώς των ιερών ναών, προκύπτουν τα ακόλουθα: 1) ότι ναι μεν αναγνωρίζεται από τους κανόνες της εκκλησίας και τις αντίστοιχου περιεχομένου νομοθετικές διατάξεις η δυνατότητα κτήσεως ιδιόκτητου ναού, όμως προϋπόθεση για να έχει αυτός το χαρακτήρα τούτο είναι να έχει ανεγερθεί επί ιδιόκτητου εδάφους του κτήτορα για να εξασφαλισθεί το αδιατάρακτο της λειτουργίας του, οπότε και παρέχεται το δικαίωμα σε ορισμένα πρόσωπα να χρησιμοποιούν αυτούς για τις θρησκευτικές ανάγκες των ίδιων και της οικογένειας τους, ο δε περιορισμός της θεραπείας των θρησκευτικών αναγκών του ιδιοκτήτη και της οικογένειας του καθιερώθηκε για πρώτη φορά με το άρθρο 5 του Ν. Δ/τος της 27-28/12/1923 «περί ενοριακών Ναών». 2) ότι τα παρεκκλήσια και εξωκκλήσια, τόσο βάσει του προρρηθέντος Ν.Δ/τος. αλλά και κατά τις διατάξεις των εφαρμοζόμενων εν προκειμένω Α.Ν. 2200/1940 (άρθρο 1) και υπ’ αριθμ. 2/1969 (άρθρο 1) Κανονισμού, ανήκουν κατά κυριότητα, διαχείριση και διοίκηση στον ενοριακό ναό, της ίδιας δε νομικής μεταχείρισης τυγχάνουν αυτά ως προς τη διαχείριση και διοίκηση βάσει των μεταγενεστέρων νόμων, γι’ αυτό και η κατηγορία των περί ων ο λόγος ναών ανήκουν στα εκτός συναλλαγής πράγματα, αφού εκ της φύσεώς τους είναι ταγμένα προς εξυπηρέτηση του ενοριακού ναού, 3) ότι προκειμένου περί ιδρύσεως ιερού ναού, για να τύχει αυτός αυτοτελούς προστασίας, πρέπει να υπαχθεί σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες, χωρίς να είναι δυνατόν η ιδιωτική βούληση να δημιουργήσει ιδιαίτερη κατηγορία ναών, η οποία προστατεύεται από τον νόμο. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 849/2007). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ’ αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση με την από 21/9/2016 δεύτερη αίτηση αναίρεσης πλήττεται η 2140/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που αποτελεί, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Ο αναιρεσίβλητος σύλλογος με την επωνυμία «***» με την από 5/4/2004 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που στρεφόταν κατά του πρώτου αναιρεσείοντος «***», ζήτησε από το τελευταίο να του αποδώσει τη χρήση των περιγραφόμενων 13 δωματίων που του είχε παραχωρήσει για αόριστο χρόνο με διαδοχικές συμβάσεις χρησιδανείου και βρίσκονται σε τριώροφο κτίριο, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, είχε ανεγείρει με δαπάνες του σε οικόπεδο ιδιοκτησίας του, το δε πρώτο αναιρεσείον μετά την καταγγελία των παραπάνω συμβάσεων από τον αναιρεσίβλητο, αρνούνταν την απόδοση των επίδικων δωματίων σε αυτόν. Στη συνέχεια, το πρώτο αναιρεσείον άσκησε κατά του πιο πάνω αντιδίκου του την από 29/12/2004 αγωγή, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί η κυριότητά του σε οικοπεδική έκταση 8000 τ.μ. περίπου, καθώς και σε όλα τα κτίσματα και τις κατασκευές που υπάρχουν μέσα σε αυτή (στα οποία περιλαμβάνεται και το προαναφερόμενο τριώροφο κτίριο, που χαρακτηρίζεται ως ***), κυρίως μεν, διότι αυτά αποτελούν πράγματα εκτός συναλλαγής και, επικουρικά, διότι έχει αποκτήσει την κυριότητα αυτών με έκτακτη χρησικτησία. Στη δίκη που ανοίχθηκε με την πρώτη αγωγή παρενέβη προσθέτως υπέρ του Ιερού Προσκυνήματος η «*** και ***» με την από 22/10/2004 πρόσθετη παρέμβασή της και ζήτησε να απορριφθεί η αγωγή του αναιρεσιβλήτου και να γίνει δεκτή η αγωγή του πρώτου αναιρεσείοντος. Επί των παραπάνω δικογράφων που συνεκδικάστηκαν εκδόθηκαν οι 3354/2005 και 1625/2007 μη οριστικές αποφάσεις, ακολούθως δε, η 3359/2008 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η από 5/4/2004 αγωγή του αναιρεσιβλήτου και απορρίφθηκαν η από 29/12/2004 αγωγή του Ιερού Προσκυνήματος και η από 22/10/2004 πρόσθετη υπέρ αυτού παρέμβαση. Κατά της 3359/2008 οριστικής : απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου το «***» και η προσθέτως παρεμβαίνουσα (εκκαλούντες) άσκησαν ενώπιον του Εφετείου Αθηνών την από 23/10/2008 έφεση και τους από 13/4/2009 πρόσθετους λόγους έφεσης, επί των οποίων εκδόθηκαν οι 1245/2010 και 4137/2013 μη οριστικές αποφάσεις και, στη συνέχεια, η 4869/2014 οριστική απόφαση αυτού, με την οποία απορρίφθηκαν κατ’ ουσία τα προαναφερόμενα δικόγραφα. Κατά της τελευταίας απόφασης οι εκκαλούντες άσκησαν την από 24/11/2014 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η 912/2015 απόφαση του δικαστηρίου τούτου και αναιρέθηκε, κατά ένα μέρος, η 4869/2014 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, μετά την παραδοχή του δεύτερου από το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης και παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά το μέρος που αναιρέθηκε, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτούνταν από άλλους δικαστές. Ειδικότερα η πιο πάνω προσβαλλόμενη απόφαση αναιρέθηκε : α) ως προς το κεφάλαιο, κατά το οποίο δέχθηκε ότι ο πρόναος, τα παρεκκλήσια και η οικοπεδική έκταση επί της οποίας κατασκευάστηκαν, είναι πράγματα θρησκευτικού σκοπού καθόσον, αφότου άρχισαν να κατασκευάζονται (έτος 1951) εξυπηρετούν θρησκευτικό σκοπό, αφού αφιερώθηκαν στην άσκηση της θείας λατρείας, σύμφωνα με τους πνευματικούς κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ τα προαναφερόμενα παρακολουθήματά τους φιάλη, χωνευτήρι, κωδωνοστάσιο, ως εκ της φύσεώς τους, από της κατασκευής τους, εξυπηρετούν κατά τρόπο άμεσο τη λατρεία, είναι δε αναγκαία για τη λειτουργία του Ιερού Ναού, όπως άλλωστε τη λειτουργικότητα του Ιερού Ναού εξυπηρετούν, κατά τρόπο απολύτως αναγκαίο, οι αύλιοι και προαύλιοι χώροι, οι κλίμακες και οι αποθήκες και συνεπώς, όλα τα ανωτέρω, ως εξυπηρετούντα διαρκώς θρησκευτικό σκοπό και το έδαφος επί του οποίου έχουν κατασκευασθεί είναι πράγματα εκτός συναλλαγής (ΑΚ 966), χωρίς να αναγνωρίσει το πρώτο αναιρεσείον («***») κύριο αυτών, όπως ζητούσε κυρίως με την αγωγή του και επικουρικά με έκτακτη χρησικτησία, παραβιάζοντας έτσι ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 966 ΑΚ" και (β) ως προς το κεφάλαιο, κατά το οποίο, ως προς τον Ιερό Ναό Αγίου «***» , το *** διότι αν και δέχεται ότι έχουν εκκλησιαστικό χαρακτήρα αντιφατικά δέχεται ότι δεν είναι πράγματα εκτός συναλλαγής, χαρακτηρίζοντας ιδιόκτητα τον ως άνω Ιερό Ναό *** και το Παρεκκλήσι της Αγίας ***, χωρίς να αναφέρεται ότι για ίδρυση του Ιερού αυτού Ναού υπήρξε άδεια του αρμόδιου Μητροπολίτη, όπως απαιτείται κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 και 3 του 8/1979 Κανονισμού της Εκκλησίας της Ελλάδος", περιέχοντας κατά το σημείο αντιφατικές αιτιολογίες". Μετά την ανωτέρω μερική αναίρεση της 4869/2014 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και την παραπομπή της υπόθεσης στο ίδιο Εφετείο, εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη με την κρινόμενη δεύτερη αίτηση αναίρεσης 2140/2016 απόφαση αυτού, από την επισκόπηση της οποίας προκύπτει ότι έγιναν δεκτά με δύναμη δεδικασμένου (κατά το μέρος που η προηγούμενη απόφασή του Εφετείου δεν αναιρέθηκε) τα ακόλουθα: Το ενάγον, ήδη πρώτο εκκαλούν, εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που βρίσκεται στη θέση "... Αττικής, απέκτησε νομική προσωπικότητα ως «*** Κηφισιάς» με την 20/1971 Κανονιστική Διάταξη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 243/Α/29-11-1971 και, σύμφωνα με το άρθρο 1 του 7/1970 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «περί του τρόπου διοικήσεώς διαχειρίσεως των ιερών προσκυνημάτων και προσκυνηματικών ιδρυμάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος» η διοίκηση και διαχείριση αυτού ασκείται από πενταμελή Επιτροπή, με πρόεδρο το Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος. Εξάλλου το εναγόμενο σωματείο με την επωνυμία «***», ήδη εφεσίβλητο, συστάθηκε με το, από 27-10-1948, καταστατικό που καταχωρίστηκε στο βιβλίο σωματείων του Πρωτοδικείου Αθηνών. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του καταστατικού του σκοπός του σωματείου ήταν η σύσταση Ιδρύματος μετά Ναού στο όνομα της «***» και Ησυχαστηρίου για την περίθαλψη και τη διαμονή ανηλίκων, απόρων, ορφανών και αναρρωνυόντων και για την παροχή προς αυτούς μορφώσεως και εκπαιδεύσεως χριστιανικής. Δυνάμει του ***/17-12-1964 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ***, που μεταγράφηκε νόμιμα, το εφεσίβλητο σωματείο απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα, λόγω πωλήσεως από τον ***, έναν αγρό εκτάσεως 671,42 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση «***» του ***. Ο αγρός αυτός αποτελούσε τμήμα μείζονος αγροτεμαχίου, επιφάνειας 4.100 τ.μ., τμήμα του οποίου ο πωλητής, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια, δώρισε στο προσθέτως παρεμβαίνον ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «***», ήδη «***» (δεύτερο εκκαλούν). Το εν λόγω ακίνητο απεικονίζεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα *** στο, από 3-8-1964, τοπογραφικό διάγραμμα, του μηχανικού ***, που προσαρτάται στο πιο πάνω συμβόλαιο και, σύμφωνα με το διάγραμμα αυτό συνορεύει, βόρεια, με πλευρά Θ-Ι, μήκους 53,20 μ., με υπόλοιπη ιδιοκτησία πωλητή ***, νότια, με πλευρά Δ-Ε, μήκους 60 μ., με το τμήμα του αγροτεμαχίου "που. ο πωλητής δώρισε στο προσθέτως παρεμβαίνον, ανατολικά, με-πλευρά ..., μήκους 11,90 μ., με πρώην ιδιοκτησία Ιεράς ... και ήδη Συνεταιρισμού *** και δυτικά, με πρόσωπο ..., μήκους 13,60 μ., με ανώνυμη οδό. Επί του αγροτεμαχίου αυτού το εφεσίβλητο σωματεία, κατά τα έτη 1964 έως 1967, ανήγειρε, με δαπάνες του, ένα τριώροφο κτίσμα «***», συνολικού εμβαδού 350 τ.μ., αποτελούμενο από ημιυπόγειο, εμβαδού 15 τ.μ., ισόγειο, εμβαδού 147 τ.μ., πρώτο όροφο, εμβαδού 123 τ.μ. και δεύτερο όροφο, εμβαδού 65 τ.μ., το οποίο δεν έχει υπαχθεί στο σύστημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας και από το χρόνο που κατασκευάστηκε εγκαταστάθηκε στη νομή αυτού. Επίσης, με το ***/15-5-1952 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ***, που μεταγράφηκε νόμιμα, το εφεσίβλητο σωματείο απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα, λόγω πωλήσεως από τον Οργανισμό Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ), ένα άλλο αγροτεμάχιο εκτάσεως 8.995 τ.μ., που βρίσκεται στην ίδια παραπάνω θέση «***» του *** το οποίο είναι όμορο του αγροτεμαχίου που, όπως θα εκτεθεί παρακάτω, έλαβε ως δωρεά το προσθέτως παρεμβαίνον. Το ακίνητο αυτό εμφαίνεται με τον αριθμό *** στο από 1-12-1951 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού *** που προσαρτάται στο ***/1952 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου και συνορεύει γύρωθεν με τα ... τεμάχια, με δρόμους και με τον ***. Επί αυτής της εδαφικής έκτασης το εφεσίβλητο σωματείο, μετά το έτος 1970, ανήγειρε, με δαπάνες του, άλλο τριώροφο κτίσμα «***», αποτελούμενο από ισόγειο, εμβαδού 290 τ.μ., πρώτο όροφο, εμβαδού 290 τ.μ., δώμα και υπόγειο. Οι παραπάνω οικοπεδικές εκτάσεις, επί των οποίων έχουν ανεγερθεί τα ανωτέρω κτίρια Α και Β, καθώς και τα κτίρια αυτά δεν εξυπηρετούν θρησκευτικούς και λατρευτικούς σκοπούς, δεν έχουν τεθεί στη δημόσια λατρεία, ούτε είναι λειτουργικά συνδεδεμένα με τον *** και, συνεπώς, δεν αποτελούν πράγματα εκτός συναλλαγής. Επί των εν λόγω κτιρίων Α και Β και των οικοπεδικών εκτάσεων, επί των οποίων κατασκευάστηκαν, το εκκαλούν *** δεν άσκησε ποτέ, και ειδικότερα αφότου συστάθηκε το έτος 1971, εμφανείς διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη θέληση να γίνει κύριος αυτών. Αντίθετα, επί των, ως άνω, επίδικων οικοπέδων και κτιρίων Α και Β, που έγιναν με δαπάνες του εφεσίβλητου σωματείου, το τελευταίο ασκούσε συνεχώς και αδιαλείπτως εμφανείς πράξεις φυσικής εξουσιάσεώς τους, με διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη θέληση να γίνει κύριος αυτών. Έτσι, στο όνομα εφεσίβλητου εκδόθηκαν οι σχετικές οικοδομικές άδειες και από το νόμιμο εκπρόσωπο του καταρτίστηκαν οι εργολαβικές συμβάσεις με τους εργολάβους, όπως τον *** και ***, οι οποίοι κατ’ εντολή του (σωματείου) αναλάμβαναν την εκτέλεση των διαφόρων οικοδομικών εργασιών (εκσκαφών, πλινθοδομών κλπ), ενώ αντίθετα το εκκαλούν ***, το οποίο συστάθηκε το έτος 1971, δεν αποδείχθηκε ότι κατέβαλε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό για τις εν λόγω εργασίες. Ακόμη, στο άνω «***», κατά τη δεκαετία του 1970, το εφεσίβλητο σωματείο, με επιμέλειά του φιλοξενούσε ορφανά και άπορα παιδιά από την Ελλάδα και την Κύπρο. Επίσης, με το από 23-3-1992 ιδιωτικό συμφωνητικό ένα δωμάτιο του κτιρίου αυτού παραχωρήθηκε στον ιερέα του Ιερού Ναού *** ***, για να το χρησιμοποιεί ως γραφείο-, ενώ σε άλλα δωμάτιά του φιλοξενούνταν κατά καιρούς μητροπολίτες και διέμεναν μοναχές. Εξάλλου, το εφεσίβλητο σωματείο συναίνεσε ώστε τμήμα του δεύτερου ορόφου του "κτιρίου Β" να παραχωρηθεί εφόρου ζωής, στον επί 30 έτη Πρόεδρο του Α. Σ. και με το ***/2-4-1981 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Π. Ν. παραχωρήθηκε σ’ αυτόν δικαίωμα οικήσεως, ενώ τη λήψη αυτής της απόφασης την γνώριζε το εκκαλούν ***, αφού ο ιερέας αυτού ***, ως αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του εφεσιβλήτου, συμμετείχε στη λήψη της. Επίσης, άλλοι χώροι του "Κτιρίου Β" χρησιμοποιούνταν ως γραφεία του σωματείου, αίθουσα συνεδριάσεως και Μουσείο ***. Μετά το θάνατο του ιερέα του Ιερού Ναού ***, την 1-11-2002, τοποθετήθηκε ιερέας αυτού ο ***, ο οποίος, στις σχετικές αρχαιρεσίες που έγιναν, επιδίωξε να εκλεγεί Πρόεδρος του σωματείου, αλλά απέτυχε. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη διατάραξη των μέχρι τότε αρμονικών σχέσεων μεταξύ του εφεσιβλήτου σωματείου και του εκκαλούντος Ιερού Προσκυνήματος, που έκτοτε ενεπλάκησαν σε δικαστικές διαμάχες. Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα που οι, μεταξύ των παραπάνω διαδίκων, σχέσεις ήταν αρμονικές, με προφορικές συμφωνίες που είχαν καταρτιστεί μεταξύ τους, το εφεσίβλητο σωματείο παραχώρησε κατά χρήση στο εκκαλούν ***, για αόριστο χρόνο χωρίς αντάλλαγμα, διάφορους χώρους (δωμάτια) του «κτιρίου Α», προκειμένου το τελευταίο να τους χρησιμοποιεί για τις λειτουργικές του ανάγκες. Πιο συγκεκριμένα, με συμβάσεις χρησιδανείου αορίστου χρόνου του παραχώρησε κατά χρήση τους ακόλουθους χώρους: (1) το έτος 1972, δωμάτιο, που βρίσκεται στο δυτικό άκρο του ισογείου ορόφου, εμβαδού 14,85 τ.μ. (4,50 μ. Χ 3,30 μ.), με είσοδο από τον σκεπαστό εξωτερικό διάδρομο, για γραφείο του ιερέα *** και, μετά το θάνατο, για αποθήκη, το οποίο συνορεύει, βόρεια με υπαίθριο χώρο, νότια με εξωτερικό σκεπαστό διάδρομο, ανατολικά με δωμάτιο 2 που θα αναφερθεί πιο κάτω και εν μέρει με μικρό δωμάτιο που είναι προσαρτημένο στο δωμάτιο 3, που, επίσης, θα αναφερθεί παρακάτω και δυτικά με σκεπαστή βεράντα, (2) το έτος 2001, δωμάτιο, κείμενο παραπλεύρως και ανατολικά του, ως άνω, 1 δωματίου, εμβαδού 6,93 τ.μ. (2,10 μ. Χ 3,30 μ.), με είσοδο από τον σκεπαστό εξωτερικό διάδρομο του ισογείου, για να χρησιμοποιηθεί ως αποθήκη άχρηστων χαλιών, το οποίο συνορεύει, βόρεια με μικρό δωμάτιο προσαρτημένο στο δωμάτιο 3, νότια με σκεπαστό εξωτερικό διάδρομο, ανατολικά με δωμάτιο 3 και δυτικά με δωμάτιο 1, (3) το έτος 1995, δωμάτιο, κείμενο παραπλεύρως και ανατολικά του άνω 2 δωματίου, εμβαδού 14,85 τ.μ. (4,50 μ. Χ 3,30 μ.), με είσοδο από τον σκεπαστό εξωτερικό διάδρομο του ισογείου, στο οποίο είναι προσαρτημένα δύο άλλα μικρότερα δωμάτια, με τα οποίο επικοινωνεί με εσωτερικές πόρτες, το. οποίο συνορεύει, βόρεια με υπαίθριο χώρο, νότια με σκεπαστό εξωτερικό διάδρομο, ανατολικά με χώρο 4 που θα αναφερθεί πιο κάτω, καθώς και με το προς ανατολάς προσαρτημένο σ’ αυτό μικρό δωμάτιο και δυτικά με το προσαρτημένο σ’ αυτό έτερο μικρό δωμάτιο, (4) το έτος 2003, δωμάτιο, κείμενο ανατολικά του 3 δωματίου, εμβαδού 3,78 τ.μ. (2,10 μ. Χ 1,80 μ.), με είσοδο από τον σκεπαστό εξωτερικό διάδρομο του ισογείου, το οποίο συνορεύει, βόρεια με το προσαρτημένο στο δωμάτιο 3 μικρό δωμάτιο, νότια με τον σκεπαστό εξωτερικό διάδρομο του ισογείου, ανατολικά με το δωμάτιο 5 που θα αναφερθεί παρακάτω και δυτικά με το 3 δωμάτιο, (5) το έτος 2003, δωμάτιο, που βρίσκεται ανατολικά του, ως άνω, 4 δωματίου, εμβαδού 14,85 τ.μ. (4,50 μ. Χ 3,30 μ.), με είσοδο από το νότιο σκεπαστό εξωτερικό, διάδρομο, για να το χρησιμοποιεί ως αποθήκη παλαιών επίπλων, το οποίο συνορεύει, βόρεια με υπαίθριο χώρο, νότια με εξωτερικό σκεπαστό διάδρομο ισογείου και ανατολικά, εν μέρει με το δωμάτιο 4 και εν μέρει με το ανατολικά προσαρτημένο στο. δωμάτιο 3 μικρό δωμάτιο, (6) το έτος 1992, δωμάτιο, που βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του ισογείου, για κατοικία του ιερέα ***, εμβαδού 14,85 τ.μ. (4,50 μ. Χ 3,30 μ.), με . είσοδο από τον ανατολικό σκεπαστό εξωτερικό διάδρομο, το οποίο συνορεύει, βόρεια με υπαίθριο χώρο, νότια με δωμάτιο που το εφεσίβλητο χρησιμοποιεί ως ιδιόκτητο παρεκκλήσιο της Αγίας ***, ανατολικά με υπαίθριο χώρο και. με εξωτερική αποθήκη και δυτικά με τον ανατολικό σκεπαστό εξωτερικό διάδρομο, (7) το έτος 2001, δωμάτιο (κουζίνα), που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του ισογείου, για να το χρησιμοποιεί ο ψάλτης του Προσκυνήματος, εμβαδού 21 τ.μ. (3,50 μ. Χ 6 μ.), με είσοδο από το νότιο σκεπαστό εξωτερικό διάδρομο του ισογείου, το οποίο συνορεύει, βόρεια με το δωμάτιο (παρεκκλήσιο της Αγίας ***) και με σκεπαστό εξωτερικό διάδρομο ισογείου, ανατολικά και νότια με προαύλιο, (8) το έτος 2003, δωμάτιο (ημιυπόγεια αποθήκη), που βρίσκεται κάτω από το δωμάτιο 6, εμβαδού 14,85 τ.μ., με είσοδο από το βόρειο υπαίθριο χώρο, (9) το έτος 2003, δωμάτιο (εξωτερική αποθήκη), εμβαδού 6 τ.μ. (3 μ. Χ 2 μ.), με είσοδο από το βόρειο υπαίθριο χώρο, το οποίο συνορεύει, βόρεια με υπαίθριο χώρο, νότια με προαύλιο, ανατολικά με εξωτερικά WC και δυτικά, κατά ένα μέρος με τα, ως άνω,-δωμάτια,6 και 8 και κατά ένα μέρος με το παρεκκλήσιο της Αγίας *** και -.(10) το έτος 2001, συγκρότημα από τρία εξωτερικά WC, με είσοδο από το βόρειο υπαίθριο χώρο. Περαιτέρω, το εκκαλούν *** με την, από 10-1-2003, επιστολή, που υπογραφόταν από τον Προϊστάμενο Εφημέριο αυτού *** και δύο μέλη της διαχειριστικής του επιτροπής, αλλά και προφορικά, ζήτησε από το εφεσίβλητο σωματείο να του παραχωρήσει και άλλους χώρους του "κτιρίου Α", για να τους χρησιμοποιήσει ως γραφεία. Το τελευταίο, στο πλαίσιο της αρμονικής συνεργασίας τους, αποφάσισε να του παραχωρήσει κατά χρήση, χωρίς αντάλλαγμα, για χρονικό διάστημα δύο ετών και συγκεκριμένα μέχρι 31-12-2004, δύο δωμάτια με κουζίνα και WC, τα οποία βρίσκονται στον πρώτο όροφο του κτιρίου και έχουν εμβαδόν 14,85 τ.μ. το καθένα, με τον όρο, όμως, να του επιστραφούν οι χώροι (δωμάτια) που του είχε παραχωρήσει κατά χρήση με τις παραπάνω συμβάσεις χρησιδανείου αορίστου χρόνου, την απόφαση δε αυτή τη γνωστοποίησε στο εκκαλούν με την από 24-1-2003 επιστολή του. Ωστόσο, το εκκαλούν, αν και παρέλαβε προς χρήση, δυνάμει της πιο πάνω συμβάσεως χρησιδανείου, τους εν λόγω χώρους του πρώτου ορόφου του «κτιρίου Α», αρνήθηκε να αποδώσει, όπως είχε συμφωνηθεί, τους προαναφερόμενους δέκα (10) χώρους, που κατείχε με τις χρονικά προγενέστερες συμβάσεις χρησιδανείου αορίστου χρόνου, μάλιστα δε αυθαίρετα προέβη στην κατεδάφιση του μεσότοιχου των, ως άνω, δύο δωματίων. Μετά από αυτά το εφεσίβλητο σωματείο με την, από 23-2-2004, εξώδικη δήλωση που επέδωσε στο εκκαλούν *** στις 27-2-2004, κατήγγειλε όλες τις πιο πάνω συμβάσεις χρησιδανείου (ορισμένου και αορίστου χρόνου) για τους παραπάνω λόγους και ζήτησε από το χρησάμενο *** να του αποδώσει τη χρήση των επίμαχων δεκατριών (13) χώρων, πράγμα που το τελευταίο αρνείται να πράξει. Συνεπώς, σύμφωνα με όλα όσα προεκτέθηκαν, το εκκαλούν *** κατείχε τους επίμαχους δεκατρείς (13) χώρους του "κτιρίου Α", με βάση την παραπάνω παρακλητική σχέση (χρησιδάνειο) και ασκούσε σ’ αυτούς πράξεις νομής για λογαριασμό του εφεσίβλητου σωματείου, έχει υποχρέωση δε, μετά την καταγγελία των ένδικων συμβάσεων χρησιδανείου, να τους αποδώσει σ’ αυτό. Κατ’ ακολουθία αυτών, η αγωγή του σωματείου με την επωνυμία «Πανελλήνιος Σύλλογος ***», για την απόδοση των επίδικων δεκατριών (13) χρησιδανείων έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, ενώ απορρίφθηκε το επιμέρους αίτημα της αγωγής του. Ιερού Προσκυνήματος «***» για την ν αναγνώριση της κυριότητάς του επί του "Κτιρίου Β". Στη συνέχεια το Εφετείο δέχθηκε ότι: "με την ***/15-1-2015 έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ν. Τ. η εκκαλούμενη απόφαση εκτελέστηκε κατά το μέρος που έγινε δεκτή η από 5-4-2004, αγωγή του εφεσίβλητου σωματείου και αποβλήθηκε το εκκαλούν *** από τη νομή των δεκατριών (13) χρησιδανεισθέντων δωματίων του "Κτιρίου Α". Ενόψει αυτών, μετά την 912/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, κρίθηκε αμετάκλητα ότι τα δεκατρία (13) δωμάτια του "Κτιρίου Α", τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της, από 5-4-2004, αγωγής του εφεσίβλητου σωματείου, το εκκαλούν *** τα κατείχε δυνάμει συμβάσεων χρησιδανείου, αορίστου και ορισμένου χρόνου, τις οποίες είχε συνάψει με το εφεσίβλητο σωματείο. Ωστόσο, δεν υπάρχει δεδικασμένο για το ζήτημα της κυριότητας των εν λόγω δωματίων, την αναγνώριση της οποίας ζητεί το εκκαλούν ***, με την, από 29-12- 2004, αγωγή, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού, υφίσταται δε μεταξύ των ίδιων προσώπων, για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία και δεν δημιουργείται (δεδικασμένο) όταν η διένεξη μεταξύ των αυτών προσώπων για τα ίδια ακίνητα προέρχεται από διαφορετική έννομη σχέση, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση (ΑΠ 1773/2011 στην ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕφΘεσ 1446/1989 στη ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κρίθηκε αμετάκλητα ότι το «***» και το έδαφος επί του οποίου έχει ανεγερθεί, που αποτελούν επιμέρους αντικείμενο της, από 29-12- 2004, αγωγής του εκκαλούντος Ιερού Προσκυνήματος, δεν είναι πράγματα εκτός συναλλαγής, ανήκοντα, συνεπώς, στην κυριότητά του και ότι επί του κτιρίου αυτού το *** δεν άσκησε ποτέ πράξεις νομής με διάνοια κυρίου, ώστε να αποκτήσει την κυριότητά τους με έκτακτη χρησικτησία, καθώς, όπως προεκτέθηκε, με την 912/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου δεν αναιρέθηκε, κατά το μέρος αυτό (...), η 4869/2014 απόφαση του Εφετείου". Περαιτέρω το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε, μετ’ ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το ***/***1950 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ***, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο Ι. Σ. μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, λόγω δωρεάς στη ζωή, προς το προσθέτως παρεμβαίνον ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «***», ήδη «***» (δεύτερο εκκαλούν), έναν αγρό, εκτάσεως 1.000 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «***» του ***. Ο αγρός αυτός αποτελούσε τμήμα μείζονος αγροτεμαχίου του δωρητή, επιφάνειας 4.100 τ,μ., ένα τμήμα του οποίου, επιφάνειας 671,42 τ.μ., όπως προεκτέθηκε, αυτός το μεταβίβασε κατά κυριότητα στο εφεσίβλητο σωματείο με το ***/1964 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Π. και το τελευταίο ανήγειρε επ’ αυτού το ***. Το ακίνητο αυτό, επιφάνειας 1.000 τ.μ., εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα *** στο συνημμένο στο παραπάνω συμβόλαιο σχεδιάγραμμα του μηχανικού *** και, σύμφωνα, με αυτό, συνορεύει,. ανατολικά, με πλευρά ΖΔ, μήκους 15,45 μ., με το "14" αγρόκτημα του άνω σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας του ***, δυτικά, με πρόσωπο ΑΕ, μήκους 17,80 μ., με οδό, βόρεια, με πλευρά ΕΖ, μήκους 60,50 μ., με αγρό ιδιοκτησίας δωρητή και νότια, με πρόσωπο ΑΔ, μήκους 69 μ., με οδό. Σύμφωνα με το εν λόγω συμβόλαιο η δωρεά αυτή έγινε, προκειμένου να ανεγερθεί στο δωρισθέν ακίνητο Ιερός Ναός στο όνομα της «***», ο οποίος θα τελούσε υπό τον διοικητικό έλεγχο της προσθέτως παρεμβαίνουσας Ιεράς Μητρόπολης, ενώ τα έσοδά του θα διατίθεντο για τη συντήρηση και τον εξωραϊσμό του Ιερού Ναού και για τη συντήρηση του Ορφανοτροφείου ή Ησυχαστηρίου που θα ανεγειρόταν στο μέλλον. Επί του ακινήτου αυτού το εναγόμενο σωματείο, στις 18-5-1950, θεμελίωσε τον Ιερό Ναό της ***, η κατασκευή του οποίου έγινε σταδιακά και ολοκληρώθηκε τo έτος 1968, οπότε έγιναν τα «Θυρανοίξια» αυτού, αν και λειτουργούσε και κατά τη διάρκεια της ανέγερσης του. Κάτω από τον Ιερό Ναό και ακριβώς έμπροσθεν αυτού κατασκευάστηκαν ο μυσταγωγικός υπόναος (πρόναος) του Γολγοθά, διαστάσεων 15,70 μ. Χ 4 μ., ενώ κάτω από τον κυρίως Ναό κατασκευάστηκαν, (α) τρία (3) παρεκκλήσια, των Αγγέλων, του Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου και του Αγίου Στεφάνου, διαστάσεων 5,50 μ. Χ 7 μ., 10,60 μ. Χ 3,40 μ. και 2,10 μ. Χ 7 μ., αντίστοιχα και (β) δύο (2) αποθήκες, διαστάσεων 2,30 μ. Χ 5,10 μ. και 1,60 μ. Χ 1,60 μ., αντίστοιχα. Οι παραπάνω κατασκευές εξέχουν από το περίγραμμα του Ιερού Ναού προς τον ακάλυπτο χώρο, καταλαμβάνοντας επιφάνεια 110 τ.μ. αυτού (5,50 μ. Χ 20 μ.). Επίσης, εκτός από τα, ως άνω, κτίσματα κατασκευάστηκαν: (1) μαρμάρινη κλίμακα, δια της οποίας οι επισκέπτες εισέρχονται στον Ιερό Ναό από την οδό Θ***, με τα στατικά της στηρίγματα και τα πεζούλια στήριξης της, τα οποία εκτείνονται βόρεια αυτής. Η κλίμακα αυτή καταλήγει σε μαρμάρινο προαύλιο (δηλαδή, το κάτω προαύλιο του Ιερού Ναού), από το οποίο συνεχίζουν δύο (2) μαρμάρινες κλίμακες, από τις οποίες η μεγάλη κλίμακα, προς νότο, οδηγεί στο Ηρώο και στο άνω προαύλιο του Ιερού Ναού, ενώ η μικρότερη κλίμακα, ανατολικά του κάτω προαυλίου, οδηγεί στο άνω προαύλιο του Ιερού Ναού, (2) ο προ της κυρίας εισόδου του Ιερού Ναού μαρμάρινος προαύλιος χώρος (δηλαδή το άνω προαύλιο Ιερού Ναού), ανατολικά του οποίου βρίσκεται το κωδωνοστάσιο του Ναού και πέραν αυτού στρωμένη με μάρμαρο, (3) κλίμακα στη βορινή πλευρά του κάτω προαυλίου του Ιερού Ναού, μήκους 7 μ., που οδηγεί σε προαύλιο, χώρο στρωμένο με πλάκα Καρύστου, διαστάσεων 16 μ, Χ 9,60 μ. (δηλαδή στο πλαϊνό προαύλιο Ιερού Ναού). Στο κέντρο αυτού ,έχει κατασκευαστεί «φιάλη» από μάρμαρο, η οποία έχει διάμετρο 1,20 μ. και ύψος 0,60 μ., στο χώρο αυτό δε, κάθε χρόνο τα Θεοφάνεια, τελείται ο Αγιασμός των υδάτων. Από το χώρο αυτό της φιάλης άλλη κλίμακα οδηγεί στο πίσω προαύλιο του Ιερού Ναού, ανατολικά δε της κλίμακας αυτής βρίσκεται το «χωνευτήρι» του Ναού, μέσα στο οποίο χύνονται τα αγιασμένα νερά από τις βαπτίσεις. Βόρεια της προαναφερόμενης «φιάλης» έχει κατασκευαστεί ένα μαρμάρινο μνημείο, διαστάσεων 2 μ. Χ 2 μ. και ύψους 1,70 μ., με μαρμάρινο σταυρό στο μέσον αυτού, το οποίο στηρίζεται σε μαρμάρινους κίονες. Στη νότια πλευρά του Ιερού Ναού έχει κατασκευαστεί σκεπαστός προαύλιος χώρος νοτίως του οποίου εκτείνεται ιδιωτικός τσιμεντοστρωμένος δρόμος που οδηγεί στην οδό *** Νοτίως αυτού του τσιμεντοστρωμένου δρόμου έχει κατασκευαστεί μαρμάρινο μαυσωλείο, όπου κάθε χρόνο τελείται η Ανάσταση, ενώ ανατολικά και σε μικρή: απόσταση από αυτό έχει ανεγερθεί μαρμάρινο προσκυνητάρι της ***. Επίσης, βορείως και απέναντι από το μαυσωλείο έχει διαμορφωθεί χώρος Ηρώου, που αποτελείται από δύο πεζούλια από μάρμαρο, ενώ στο κέντρο του χώρου του Ηρώου, που επίσης είναι στρωμένος με μάρμαρο υπάρχει ένας μαρμάρινος κίονας ύψους 9 μ. με μαρμάρινο σταυρό. Ο ανωτέρω Ιερός Ναός, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, έχει κατασκευαστεί στο αγροτεμάχιο, επιφάνειας 1.000 τ.μ. που ο Ι. Σ. δώρισε στο προσθέτως παρεμβαίνον με ***/1950 συμβόλαιο, τμήμα αυτού, όμως, έχει επεκταθεί και στα όμορα οικόπεδα, επιφάνειας 671,42 τ.μ. και 8.995 τ.μ., ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου σωματείου, τα οποία περιήλθαν στην κυριότητά του με τα προαναφερόμενα ***/1952 και ***/1964 συμβόλαια των συμβολαιογράφων Αθηνών *** και ***, αντίστοιχα. Επίσης, όλες οι προαναφερόμενες κατασκευές, δηλαδή. ο μυσταγωγικός υπόναος (πρόναος) του Γολγοθά, τα τρία παρεκκλήσια, οι δύο αποθήκες, η φιάλη, το κωδωνοστάσιο, το χωνευτήρι, οι κλίμακες, το μαρμάρινο μαυσωλείο, το προσκυνητάρι της ***, το Ηρώο, καθώς και τα προαύλια του Ιερού Ναού (κάτω προαύλιο, άνω προαύλιο, πλαϊνό προαύλιο, πίσω προαύλιο, και σκεπαστό προαύλιο) καταλαμβάνουν τμήματα και των τριών, ως άνω, οικοπέδων. Εξάλλου, η κατασκευή του Ιερού Ναού έγινε με την επιμέλεια του εφεσίβλητου σωματείου, αφού, άλλωστε, στους σκοπούς του περιλαμβανόταν και η ανέγερση Ναού επ’ ονόματι ***, αλλά οι δαπάνες ανέγερσης τόσο του Ιερού Ναού, όσο και των υπόλοιπων κτισμάτων και κατασκευών προήλθαν από δωρεές τρίτων προς το εφεσίβλητο σωματείο, δωρεάν προσωπική εργασία τρίτων, έσοδα του σωματείου από τη δράση του (εισφορές των μελών του, εράνους, εκδηλώσεις κ.λ.π.) Περαιτέρω, ο εν λόγω Ιερός Ναός, ο μυσταγωγικός υπόναος (πρόναος) του Γολγοθά και τα τρία (3) παρεκκλήσια, καθώς και η οικοπεδική έκταση επί της οποίας έχουν κατασκευαστεί είναι πράγματα θρησκευτικού σκοπού, καθώς από τότε που κατασκευάστηκαν εξυπηρετούν θρησκευτικό σκοπό, αφού αφιερώθηκαν στην άσκηση της θείας λατρείας, σύμφωνα με τους πνευματικούς κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ τα, ως άνω, οικοδομήματα και κατασκευές και συγκεκριμένα, η μαρμάρινη φιάλη, το κωδωνοστάσιο και το χωνευτήρι, ως εκ της φύσης τους, από το χρόνο της κατασκευής τους, εξυπηρετούν και αυτά κατά τρόπο άμεσο τη θεία λατρεία, είναι δε αναγκαία για τη λειτουργία του Ιερού Ναού, όπως, άλλωστε, τη λειτουργικότητα αυτού εξυπηρετούν, οι προαναφερόμενοι προαύλιοι χώροι (κάτω προαύλιο, άνω προαύλιο, πλαϊνό προαύλιο, πίσω προαύλιο και σκεπαστό προαύλιο του Ιερού Ναού), οι κλίμακες και οι δύο αποθήκες. Συνεπώς, όλα τα ανωτέρω και. το έδαφος, επί του οποίου έχουν ανεγερθεί, εφόσον εξυπηρετούν θρησκευτικούς σκοπούς,, αποτελούν πράγματα εκτός συναλλαγής, κατά την έννοια του άρθρου 966 ΑΚ και, συνακόλουθα, ανήκουν κατά κυριότητα στο ενάγον ***. Το ότι ο Ιερός Ναός, ο μυσταγωγικός υπόναος (πρόναος) του Γολγοθά, τα τρία παρεκκλήσια και το έδαφος επί του οποίου έχουν ανεγερθεί είναι πράγματα θρησκευτικού σκοπού, ενώ η φιάλη, το χωνευτήρι, το κωδωνοστάσιο και οι προαύλιοι χώροι εξυπηρετούν τη λειτουργία του Ιερού Ναού δεν αμφισβητείται από το εναγόμενο σωματείο, το οποίο, εξάλλου, ομολογεί ότι με την ανοχή του ο Ιερός Ναός και τα παραπάνω κτίσματα έχουν επεκταθεί και καταλάβει τμήματα των προαναφερόμενων δύο οικοπέδων του. Επίσης, το μαρμάρινο Μαυσωλείο, το προσκυνητάρι της *** και το Ηρώο, καθώς και το έδαφος, επί του οποίου έχουν ανεγερθεί, έχουν εκκλησιαστικό χαρακτήρα και εξυπηρετούν και αυτά τους θρησκευτικούς σκοπούς του εκκαλούντος Ιερού Προσκυνήματος, καθώς, όπως προαναφέρθηκε μπροστά από το χώρο του Μαυσωλείου τελείται κάθε χρόνο η Ανάσταση, ενώ το προσκυνητάρι της *** και το Ηρώο, που αποτελεί μνημείο των σταυρών, είναι, ως εκ της φύσης τους, αφιερωμένα στη θρησκευτική λατρεία .και συνεπώς είναι και αυτά πράγματα εκτός συναλλαγής και ανήκουν κατά κυριότητα στο εκκαλούν ***. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση, αναφορικά με τα προαναφερόμενα επίδικα πράγματα, απέρριψε ως απαράδεκτη την κύρια βάση της, από 29-12-2004, αγωγής του Ιερού Προσκυνήματος, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 966 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, όπως βάσιμα υποστηρίζει το τελευταίο με το σχετικό σκέλος των πρώτου και όγδοου λόγων της έφεσής του, οι οποίοι πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι κατά ένα μέρος. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, επί του αγροτεμαχίου, επιφάνειας 671,42 τ.μ, που περιήλθε στο εφεσίβλητο σωματείο με το ***/1964 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, το τελευταίο ανήγειρε το ***, συνολικού εμβαδού 350 τ.μ., αποτελούμενο από ημιυπόγειο, εμβαδού 15 τ.μ., ισόγειο, εμβαδού 147 τ.μ., πρώτο όροφο, εμβαδού 123 τ.μ. και δεύτερο όροφο, εμβαδού 65 τ.μ. Το κτίριο τούτο το εφεσίβλητο .σωματείο το προόριζε για τη στέγαση ορφανοτροφείου, που, σύμφωνα με το σκοπό του, επρόκειτο να ιδρύσει για την περίθαλψη και τη διαμονή ανηλίκων, απόρων και ορφανών. Μάλιστα για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού, με την ***/2004 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Μ. συνέστησε κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία «***», το οποίο εγκρίθηκε με το από 16-8-2005 προεδρικό διάταγμα, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β/1191/26-8-2005. Ωστόσο, το εκκαλούν *** με την απευθυνόμενη στο Συμβούλιο Επικρατείας, από 17-10-2006, αίτηση ακύρωσης και τους, από 2-1-2010 και από 17-10-2006, πρόσθετους λόγους αυτής, ζήτησε την ακύρωση του, ως άνω, προεδρικού διατάγματος, το οποίο ακυρώθηκε με την 809/2013 απόφασή του και η υπόθεση αναπέμφθηκε στη Διοίκηση, προκειμένου να διατυπώσει νέα νόμιμη κρίση επί. του εκκρεμούς αιτήματος συστάσεως του πιο πάνω κοινωφελούς ιδρύματος. Το εν λόγω «***» και η οικοπεδική έκταση επί της οποίας έχει κατασκευαστεί τούτο, δεν εξυπηρετεί θρησκευτικό σκοπό, δεν είναι λειτουργικά συνδεδεμένο με το εκκαλούν ***, δεν έχει εγκαινιαστεί και καθιερωθεί στη θεία λατρεία, σύμφωνα με τους θείους και ιερούς κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ούτε έχει «αφοριστεί» (παρασχεθεί ως δώρο) από τον ιδιοκτήτη του οικοπέδου επί του οποίου έχει ανεγερθεί, δηλαδή από το εφεσίβλητο σωματείο, προς το εκκαλούν *** με συμβολαιογραφική πράξη νόμιμα μεταγεγραμμένη και, συνεπώς, δεν αποτελεί πράγμα εκτός συναλλαγής. Εξάλλου, από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχτηκε ότι το εκκαλούν *** άσκησε επί του κτιρίου αυτού οποτεδήποτε πράξεις νομής με διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη βούληση να αποκτήσει την κυριότητά του. Αντίθετα, αποδείχτηκε ότι το *** αυτό ανεγέρθηκε με δαπάνες του εφεσίβλητου σωματείου, στο όνομα του οποίου εκδόθηκε η σχετική οικοδομική άδεια και από το νόμιμο εκπρόσωπο του καταρτίστηκαν οι εργολαβικές συμβάσεις με τους εργολάβους, όπως τον *** και ***, οι οποίοι κατ’ εντολή του (σωματείου) ανέλαβαν και εκτέλεσαν τις διάφορες οικοδομικές εργασίες (εκσκαφές, πλινθοδομές κλπ). Επίσης, στο *** αυτό κατά τη δεκαετία του 1970, το εφεσίβλητο σωματείο φιλοξενούσε ορφανά και άπορα παιδιά από την Ελλάδα και την Κύπρο. Ακόμα, με το από 23-3-1992 ιδιωτικό συμφωνητικό ένα δωμάτιο του κτιρίου αυτού παραχώρησε στον ιερέα του Ιερού Ναού ***  ***, για να το χρησιμοποιεί ως γραφείο, ενώ σε άλλα δωμάτιά του φιλοξενούσε κατά καιρούς μητροπολίτες και μοναχές. Ειδικά, τα προαναφερόμενα δεκατρία (13) δωμάτια αυτού, όπως κρίθηκε αμετακλήτως, τα είχε παραχωρήσει στο ... με συμβάσεις χρησιδανείου, ορισμένου και αορίστου χρόνου. Όσον αφορά το δωμάτιο του ισογείου ορόφου του Κτιρίου Α (χώρος ιγ της από 29-12-2004 αγωγής), που το εκκαλούν *** ισχυρίζεται ότι είναι παρεκκλήσιο του Ιερού Ναού (παρεκκλήσιο της Αγίας ***) και ζητεί την αναγνώριση της κυριότητάς του, τούτο δεν είναι παρεκκλήσια και συνεπώς, πράγμα εκτός συναλλαγής, διότι δεν αποδείχθηκε ότι εγκαινιάστηκε και αφιερώθηκε στη θεία λατρεία κατά τους θείους και ιερούς κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ούτε ότι «αφορίστηκε» (παρασχέθηκε ως δώρο) από το εφεσίβλητο σωματείο προς το εκκαλούν *** με συμβολαιογραφική πράξη νόμιμα μεταγεγραμμένη. Αντιθέτως, αποδείχτηκε ότι πρόκειται για ένα δωμάτιο, επιφάνειας 7 τ.μ. περίπου, στο οποίο ο Α. Σ., που ήταν πρόεδρος του εφεσίβλητου σωματείου, είχε τοποθετήσει την εικόνα της Αγίας ***, την οποία είχε αγιογραφήσει ο ίδιος προς τιμή της συνονόματης μητέρας του και το χρησιμοποιούσε, κατά τη διάρκεια της. ζωής του, ως χώρο ατομικής προσευχής, ενώ δεν αποδείχτηκε ότι επί του δωματίου αυτού το εκκαλούν *** άσκησε οποτεδήποτε εμφανείς πράξεις φυσικής εξουσιάσεώς του, με διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη θέληση να γίνει κύριος αυτών. Συνεπώς, το επιμέρους αίτημα της ένδικης αγωγής του Ιερού Προσκυνήματος για την αναγνώριση της κυριότητάς του επί του, ως άνω, κτιρίου Α και του οικοπέδου επί του οποίου έχει ανεγερθεί, είναι ουσιαστικά αβάσιμο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση, αναφορικά με το «***» και το οικόπεδο επί του οποίου έχει ανεγερθεί, απέρριψε την, από 29-12-2004, αγωγή του Ιερού Προσκυνήματος, τόσο κατά την κύρια βάση της, όσο και κατά την επικουρική, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα, γι’ αυτό και πρέπει, αφού αντικατασταθούν κατά το σημείο αυτό οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), να απορριφθούν ως αβάσιμοι, κατά τα εξεταζόμενα σκέλη τους, οι πρώτος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος, ένατος και ενδέκατος λόγοι της έφεσης και οι δέκατος έκτος και δέκατος έβδομος πρόσθετοι λόγοι αυτής, με τους οποίους τα εκκαλούντα παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το, ως άνω, επιμέρους αίτημα της αγωγής. Όσον αφορά, τον Ιερό Ναό του Αγίου ***, όπως αποδεικνύεται από το, από μηνός Απριλίου 2004, τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικής μηχανικού ***, το οποίο επικαλείται και προσκομίζει το εκκαλούν ***, με βάση το οποίο περιγράφει την επίδικη έκταση, στην οποία ζητεί να αναγνωρισθεί η κυριότητά του, ο εν λόγω Ιερός Ναός του Αγίου *** βρίσκεται εκτός των ορίων της επίδικης έκτασης και, συνεπώς, το Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί με αυτόν. Όπως προεκτέθηκε, πέραν του σκεπαστού προαύλιου χώρου που έχει κατασκευαστεί, στη νότια πλευρά του Ιερού Ναού, εκτείνεται ένας ιδιωτικός τσιμεντοστρωμένος δρόμος που οδηγεί στην οδό *** Ο εν λόγω δρόμος, ο οποίος βρίσκεται μέσα στο οικόπεδο του εφεσίβλητου σωματείου, που περιήλθε σ’ αυτό με το ***/1952 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου ***, δεν αποτελεί πράγμα εκτός συναλλαγής, προορισμένο για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών σκοπών του Ιερού Προσκυνήματος, καθώς η είσοδος των επισκεπτών του Ιερού Ναού γίνεται κυρίως από την οδό Θ***, όπου και έχουν κατασκευαστεί και οι προαναφερόμενες κλίμακες και οι προαύλιοι χώροι του Ιερού Ναού. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι επί του ιδιωτικού αυτού δρόμου το εκκαλούν *** ασκούσε πράξεις νομής με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα, που υπερβαίνει την εικοσαετία, δεδομένου ότι ο δρόμος αυτός αποτελεί την είσοδο που χρησιμοποιούν τα μέλη του σωματείου και οι υπόλοιποι επισκέπτες αυτού για να μεταβαίνουν με τα αυτοκίνητά τους προς τα κτίρια Α και Β, ενώ η χρησιμοποίηση του και από τους επισκέπτες του Ιερού Ναού γίνεται με την ανοχή του εφεσίβλητου σωματείου. Όσον αφορά τον ελεύθερο ακάλυπτο χώρο των οικοπέδων, ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου σωματείου, που εκτείνεται ένθεν και ένθεν της κλίμακας της εισόδου από την οδό Θ***, αποδείχτηκε ότι σ’ αυτόν έχουν φυτευτεί, με την επιμέλεια του τελευταίου, άνθη, δένδρα και γκαζόν, τα οποία περιποιείται προσωπικό αμειβόμενο από αυτό (εφεσίβλητο). Ο χώρος αυτός δεν αποτελεί πράγμα εκτός συναλλαγής, καθώς δεν είναι προορισμένος για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών σκοπών του Ιερού Προσκυνήματος, ενώ από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι το τελευταίο ασκούσε επ’ αυτού πράξεις νομής με διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη βούληση να αποκτήσει την κυριότητά του, για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την εικοσαετία, ώστε να αποκτήσει την κυριότητά του με έκτακτη χρησικτησία. Συνεπώς, το αίτημα αναγνώρισης της κυριότητας του Ιερού Προσκυνήματος επί των πραγμάτων αυτών (ιδιωτικού τσιμεντοστρωμένου δρόμου και περιβάλλοντος χώρου) είναι ουσιαστικά αβάσιμο και ορθά απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, γι’ αυτό όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τα εκκαλούντα με τους παραπάνω λόγους έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο, αφού δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσία την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής των ήδη αναιρεσειόντων και εξαφάνισε εν μέρει την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε εν μέρει την από 29/12/2004 αγωγή του πρώτου αναιρεσείοντος κατά την κύρια βάση της και αναγνώρισε ότι "αυτό είναι κύριο των παρακάτω πραγμάτων, τα οποία είναι αφιερωμένα στη θρησκευτική λατρεία και συνεπώς είναι πράγματα εκτός συναλλαγής, όπως απεικονίζονται στο, από μηνός Σεπτεμβρίου 2015, τοπογραφικό διάγραμμα "Τ1" του τοπογράφου μηχανικού ***, καθώς και της οικοπεδικής έκτασης, επί της οποίας έχουν ανεγερθεί και, ειδικότερα: 1)Του Ιερού Ναού της ***, 2) του μυσταγωγικού υπόναου (πρόναου) του Γολγοθά, διαστάσεων 15,70 μ. Χ 4 που έχει κατασκευαστεί κάτω από τον Ιερό Ναό και ακριβώς έμπροσθεν αυτού, 3) των τριών (3) παρεκκλησίων, των ***, διαστάσεων 5,50 μ. Χ 7 μ., 10,60 μ. Χ 3,40 μ. και 2,10 μ. Χ 7 μ., αντίστοιχα μ., που έχουν κατασκευαστεί κάτω από τον κυρίως Ναό, 4) των δύο (2) αποθηκών, διαστάσεων 2,30 μ. Χ 5,10 μ. και 1,60 μ. Χ 1,60 μ., αντίστοιχα, που έχουν κατασκευαστεί κάτω από τον κυρίως Ναό. Οι παραπάνω κατασκευές εξέχουν από το περίγραμμα του Ιερού Ναού προς τον ακάλυπτο χώρο, καταλαμβάνοντας επιφάνεια 110 τ.μ. αυτού (5,50 μ. Χ 20 μ.), 5) της μαρμάρινης κλίμακας, δια της οποίας οι επισκέπτες εισέρχονται στον Ιερό Ναό από την οδό Θ***, 6) του μαρμάρινου προαυλίου (κάτω προαύλιου του Ιερού Ναού), στο οποίο καταλήγει η, ως άνω, κλίμακα, 7) των δύο (2) μαρμάρινων κλιμάκων, που αρχίζουν από το κάτω προαύλιο του Ιερού Ναού, από τις οποίες η μεγάλη, προς νότο, οδηγεί στο Ηρώο και στο άνω προαύλιο του Ιερού Ναού, ενώ η μικρότερη, ανατολικά του κάτω προαυλίου, οδηγεί, επίσης, στον προ της κυρίας εισόδου του Ιερού Ναού προαύλιο χώρο (άνω προαύλιο του Ιερού Ναού), 8) του προ της κυρίας εισόδου του Ιερού Ναού μαρμάρινου προαύλιου χώρου (άνω προαύλιο του Ιερού Ναού), 9) του κωδωνοστασίου του Ναού που βρίσκεται ανατολικά του προαυλίου αυτού και της μικρής αυλής, στρωμένης με μάρμαρο, που βρίσκεται πέραν αυτού, 10) της κλίμακας που βρίσκεται στη βορινή πλευρά του κάτω προαυλίου, μήκους 7 μ., που οδηγεί σε προαύλιο χώρο στρωμένο, με πλάκα Καρύστου, διαστάσεων 16 μ. Χ 9,60 μ. (πλαϊνό προαύλιο Ιερού Ναού) και του προαυλίου αυτού, 11)της φιάλης από μάρμαρο που έχει κατασκευαστεί στο κέντρο του, άνω, πλαϊνού προαυλίου, η οποία έχει διάμετρο 1,20 μ. και ύψος 0,60 μ., 12) της κλίμακας που από το χώρο της φιάλης οδηγεί προς το πίσω προαύλιο του Ναού., του πίσω προαυλίου του Ιερού Ναού, 14) του χωνευτηρίου του Ναού, πού βρίσκεται βορειοανατολικά της ανωτέρω κλίμακας, 15) του μαρμάρινου μνημείου, διαστάσεων 2 μ. Χ 2 μ. και ύψους 1,70 μ., με μαρμάρινο σταυρό στο μέσον αυτού, το οποίο στηρίζεται σε μαρμάρινους κίονες, το οποίο βρίσκεται βόρεια της προαναφερόμενης «φιάλης», 16) του σκεπαστού προαύλιου χώρου που υπάρχει στη νότια πλευρά του Ιερού Ναού, 17) του μαρμάρινου Μαυσωλείου, που βρίσκεται νοτίως του τσιμεντοστρωμένου δρόμου, που οδηγεί στην οδό ***, 18) του προσκυνηταρίου της ***, που βρίσκεται ανατολικά του μαρμάρινου Μαυσωλείου και σε μικρή απόσταση από αυτό, καθώς και 19) του χώρου του Ηρώου, που βρίσκεται απέναντι από το μαυσωλείο και που αποτελείται από δύο πεζούλια από μάρμαρο, ενώ στο κέντρο του υπάρχει ένας μαρμάρινος κίονας ύψους 9 μ. με μαρμάρινο σταυρό". Αντίθετα έκρινε ότι τα λοιπά πράγματα, των οποίων την αναγνώριση της κυριότητας επίσης ζητούσε το πρώτο αναιρεσείον με την ένδικη αγωγή του και, ειδικότερα, το *** μετά του οικοπέδου επί του οποίου ανεγέρθηκε και το αποκαλούμενο από τα αναιρεσείοντα ως "παρεκκλήσιο" της Αγίας ***, δεν αποδείχθηκε ότι είναι πράγματα εκτός συναλλαγής ούτε ότι το *** άσκησε οποτεδήποτε πράξεις νομής με διάνοια κυρίου επ’ αυτών, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Επίσης έκρινε ότι ο Ιερός Ναός του Αγίου *** δεν αποδείχθηκε ότι βρίσκεται μέσα στην επίδικη έκταση, στην οποία το πρώτο αναιρεσείον ζητεί να αναγνωριστεί η κυριότητά του, καθώς και ότι ο τσιμεντοστρωμένος δρόμος που οδηγεί προς την οδό *** και ο ελεύθερος ακάλυπτος χώρος που εκτείνεται ένθεν και ένθεν της κλίμακας εισόδου από την οδό Θ*** είναι πράγματα εκτός συναλλαγής ούτε ότι το *** άσκησε επ’ αυτών πράξεις νομής με διάνοια κυρίου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ακολούθως δε απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμα τα αντίστοιχα αγωγικά αιτήματα, επικυρώνοντας κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση. Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559ΚΠολΔ προβάλλεται, κατ’ εκτίμηση, ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 966ΑΚ, διότι έπρεπε να καταλήξει σε αντίθετο από το πιο πάνω αποδεικτικό πόρισμα, αναφορικά: 1) με το ***, 2) το "παρεκκλήσιο" της Αγίας *** 3) τον ιδιωτικό τσιμεντοστρωμένο δρόμο προς την οδό *** (ο οποίος είναι και ο μοναδικός δρόμος εισόδου προς τον Ιερό Ναό) και 4) τον ελεύθερο ακάλυπτο χώρο ένθεν και ένθεν της βοηθητικής κλίμακας εισόδου από την οδό Θ***, τα οποία έπρεπε να δεχθεί ότι μαζί με τον Ιερό Ναό και τα λοιπά κτίρια, οικοδομήματα, κτίσματα, κήπους, δρόμους, τουαλέτες κ.λ.π. αποτελούν ένα αδιαίρετο κτιριακό συγκρότημα, που φέρει στο σύνολο του το χαρακτήρα εκτός συναλλαγής πράγματος. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι οι παραπάνω αιτιάσεις ανάγονται αποκλειστικά στην εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας και στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού του πορίσματος, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι όπως προκύπτει από την 912/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου δεν κρίθηκε ότι στα πράγματα που εξυπηρετούν θρησκευτικό σκοπό και είναι αναγκαία για τη λειτουργικότητα του Ιερού Ναού περιλαμβάνονται και οι παραπάνω με αριθμούς 1, 3 και 4 κατασκευές ούτε ότι αυτές αποτελούν πράγματα εκτός συναλλαγής. Οι περαιτέρω αιτιάσεις των αναιρεσειόντων που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, για παραβίαση των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 730,734,739 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 718,719, 720 ΑΚ, αναφορικά με την υποχρέωση του αναιρεσιβλήτου να αποδώσει τα παραπάνω πράγματα στο πρώτο αναιρεσείον κατά τις διατάξεις περί διοίκησης και διαχείρισης ξένης περιουσίας είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο δεν ασχολήθηκε με την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων. Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς την βασιμότητα ή μη των προβαλλομένων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση και έμμεση απόδειξη, χωρίς όμως να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά. Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδιστάκτως βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει το λόγο αναίρεσης του αριθμού 11 περ. γ΄ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο ουσιώδες γεγονός καθίσταται αντικείμενο αποδείξεως (ΟλΑΠ 42/2002). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 270 παρ.2 εδάφ. γ΄ ΚΠολΔ, όπως αυτή ίσχυε πριν καταργηθεί με το άρθρο 2 του ν.4335/2015, και εφαρμόζεται κατά το άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ και στην κατ’ έφεση δίκη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρείς για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση ή οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Γενικεύθηκε έτσι στην τακτική διαδικασία η χρήση των ένορκων βεβαιώσεων ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου, εφόσον βέβαια για το αποδεικτέο θέμα επιτρέπονται μάρτυρες, τέθηκε όμως όριο ως προς τον αριθμό των ένορκων βεβαιώσεων που κάθε διάδικο μέρος μπορεί να προσκομίσει και το δικαστήριο να λάβει υπόψη. Εξ άλλου στην κατ’ έφεση δίκη ναι μεν κατά το άρθρ. 529 παρ. 1 ΚΠολΔ επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, όχι όμως και ένορκων βεβαιώσεων περισσότερων των τριών στην τακτική διαδικασία για κάθε διάδικο μέρος, δηλαδή δεν επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη επιπλέον των τριών ένορκες βεβαιώσεις προς απόδειξη ή ανταπόδειξη των κρίσιμων ζητημάτων, εφόσον στη δίκη στον πρώτο βαθμό λήφθηκαν ήδη υπόψη τρείς τέτοιες βεβαιώσεις για κάθε διάδικο μέρος, οι οποίες με επίκληση προσκομίζονται και στο εφετείο (ΑΠ 3/2015).Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11περ.γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, κατά το σχηματισμό του πιο πάνω αποδεικτικού πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη τα ειδικότερα αναφερόμενα στο αναιρετήριο έγγραφα (σελ. 18-29) και την ....2.2014 ένορκη βεβαίωση του Β. Μ. ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα τα αναιρεσείοντα, προς απόδειξη του ουσιώδους ισχυρισμού τους ότι «όλα τα επίδικα πράγματα που βρίσκονται στην ευρύτερη έκταση των 8000 τ.μ.περίπου, ***, όπου και ο Ιερός Ναός «***», είναι αφιερωμένα στη λατρεία της Παναγίας και προορισμένα στην εξυπηρέτηση θρησκευτικού σκοπού και ότι έτσι είναι πράγματα εκτός συναλλαγής και ανήκουν στην κυριότητα του πρώτου αναιρεσείοντος Ιερού Προσκυνήματος, ως οικείου νομικού προσώπου θρησκευτικού χαρακτήρα». Όπως όμως, προκύπτει από την στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης ενυπάρχουσα διαβεβαίωση ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα νομίμως μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους προσαχθέντα έγγραφα μέχρι του πέρατος της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, σε συνδυασμό και προς το σύνολο των αιτιολογιών της, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο και τα προαναφερόμενα έγγραφα. Η έλλειψη δε στην πιο πάνω απόφαση ειδικής μνείας και χωριστής αξιολόγησης των εγγράφων αυτών δεν δημιουργεί αμφιβολία για την συνεκτίμηση τους. Εξάλλου, ορθά δεν λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο η 445/2014 ένορκη βεβαίωση, διότι υπερέβαινε το ανώτατο όριο των τριών ένορκων βεβαιώσεων που επιτρεπόταν να προσκομίσουν τα αναιρεσείοντα και να λάβει υπόψη το δικαστήριο της ουσίας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου πέμπτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Ο όρος "επιδίκασε" του εν λόγω άρθρου νοείται με την ευρεία έννοια, δηλαδή αν το δικαστήριο αποφάσισε, αναγνώρισε ή προέβη σε διάπλαση, χωρίς να υφίσταται αντίστοιχο αίτημα. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ’ ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως «αίτηση» νοείται αυτή που αποτελεί κεφάλαιο της δίκης, δηλαδή το αίτημα ή η βάση της αγωγής, ανταγωγής, κύριας ή αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ενδίκου μέσου, αντέφεσης. Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. α’ και γ’ ΚΠολΔ τα αναιρεσείοντα μέμφονται το Εφετείο, διότι, αφενός μεν, επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε και, συγκεκριμένα, «επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο την κυριότητα του κτιρίου Α, του ιδιωτικού τσιμεντοστρωμένου δρόμου προς την οδό *** και του ακάλυπτου χώρου ένθεν και ένθεν της κλίμακας εισόδου του Ιερού Ναού από την οδό Θ***, ενώ αντικείμενο της δίκης που ανοίχθηκε με την ενοχική αγωγή του αναιρεσιβλήτου ήταν η απόδοση και όχι η κυριότητα των χρησιδανεισθέντων πραγμάτων», αφετέρου δε, άφησε αδίκαστο το αίτημα της αγωγής των αναιρεσειόντων για την αναγνώριση της κυριότητάς τους επί του Ιερού Ναού του Αγίου ***. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος και ως προς τις δύο αιτιάσεις. Ειδικότερα ως προς την πρώτη αιτίαση, διότι ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δεν «επιδίκασε» τα παραπάνω «πράγματα» στον αναιρεσίβλητο, αλλά για την ενίσχυση απλώς της κρίσης του ως προς την έλλειψη κυριότητας των αναιρεσειόντων επ’ αυτών άντλησε επιχειρήματα από την περιγραφή της υπάρχουσας κατάστασης σε σχέση με τα πράγματα αυτά, χωρίς να αποφανθεί ή να επιδικάσει την κυριότητα τους στον αναιρεσίβλητο. Ως προς τη δεύτερη αιτίαση ο ίδιος λόγος είναι αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από την πληττόμενη απόφαση το Εφετείο δεν αναγνώρισε την κυριότητα των αναιρεσειόντων επί του πιο πάνω Ιερού Ναού, αφού δέχθηκε ότι «αυτός βρίσκεται εκτός των ορίων της επίδικης έκτασης» και, συνεπώς δίκασε το σχετικό αίτημα της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής τους και το απέρριψε. Ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αριθ. 18 ΚΠολΔ, όπως συνάγεται από το συνδυασμό της διάταξης αυτής προς τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ.4 και 581 παρ.2 του ίδιου άρθρου, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση, δηλαδή δεν ακολούθησε όσον αφορά το νομικό ζήτημα που κρίθηκε με την αναιρετική απόφαση τη λύση που δόθηκε από τον Άρειο Πάγο. Το νομικό ζήτημα μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό είτε στο δικονομικό δίκαιο. Δεν επιλύεται, όμως, νομικό ζήτημα αν η αναιρετική απόφαση αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσης (αριθ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ) και, ειδικότερα, για το λόγο ότι τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από αυτή δεν καθιστούν δυνατή, εξαιτίας της ανεπάρκειας ή αντιφατικότητας των αιτιολογιών της, την υπαγωγή τους στον εφαρμοζόμενο κανόνα δικαίου, χωρίς να αμφισβητείται το εννοιολογικό περιεχόμενο αυτού. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο της παραπομπής δεν δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά περιστατικά και μπορεί να τα εκτιμήσει διαφορετικά. Παρέπεται ότι τέτοιος λόγος δεν ιδρύεται από μόνη την αιτία ότι το δικαστήριο της παραπομπής συζήτησε την υπόθεση πέρα από τα όρια που διαγράφονταν από την αναιρετική απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προεκτέθηκε, με την 912/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε εν μέρει η 4869/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (με την οποία απορρίφθηκαν κατ’ ουσίαν η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης των αναιρεσειόντων), μεταξύ άλλων, για έλλειψη νόμιμης βάσης και δη εξαιτίας αντιφατικών αιτιολογιών (άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ), αναφορικά με τις ειδικότερες παραδοχές της αναιρεθείσας απόφασης ότι ο Ιερός Ναός Αγίου *** και το παρεκκλήσιο της Αγίας *** δεν είναι πράγματα εκτός συναλλαγής, στη συνέχεια δε εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Εφόσον, όμως, η ως άνω προηγούμενη απόφαση αναιρέθηκε για το λόγο αυτόν, δεν τίθεται θέμα συμμόρφωσης ή μη της ήδη πληττόμενης απόφασης προς την αναιρετική και, επομένως, ο τέταρτος υπό στοιχείο (Α) λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 18 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτεται στο Εφετείο η αιτίαση ότι δεν συμμορφώθηκε με την αναιρετική απόφαση, επειδή δεν δέχθηκε (με διαφορετικές αιτιολογίες) τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα και τον προορισμό των παραπάνω πραγμάτων για θρησκευτικό σκοπό, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Ο ίδιος, υπό στοιχείο (Β), λόγος αναίρεσης, με τον οποίο τα αναιρεσείοντα αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από την προαναφερόμενη διάταξη αναιρετική πλημμέλεια, διότι επεκτάθηκε στα ζητήματα της κυριότητας του κτιρίου Α’ , του ιδιωτικού τσιμεντοστρωμένου δρόμου προς την οδό *** και του ακάλυπτου χώρου ένθεν και ένθεν της βοηθητικής κλίμακας εισόδου προς τον Ιερό Ναό από την οδό Θ***, τα οποία δεν σχετίζονται με τα ζητήματα που επιλύθηκαν με την ως άνω αναιρετική απόφαση και, άρα, το Εφετείο συζήτησε την υπόθεση πέρα από τα όρια που διαγράφονταν από αυτή και έτσι δεν συμμορφώθηκε με την εν λόγω απόφαση είναι επίσης απορριπτέος ως απαράδεκτος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου ρε το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Έγγραφα, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης είναι εκείνα που χρησιμεύουν, σύμφωνα με τα άρθρα 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, ως αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα συμβόλαια, σχεδιαγράμματα κ.α. Περαιτέρω, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη αποδεικτικού γεγονότος. Από δε το συνδυασμό της πιο πάνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι δεν περιλαμβάνει ο λόγος αυτός αναίρεσης και την περίπτωση, κατά την οποία, από την αποδεικτική αξιολόγηση του περιεχομένου του εγγράφου το δικαστήριο κατέληξε, μετά από τη συνεκτίμηση και άλλων αποδεικτικών μέσων, σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί δεν είναι εφικτή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του εγγράφου, παρά μόνο με την εκτίμηση και επανάκριση των αποδεικτικών μέσων που συνεκτιμήθηκαν με αυτό, η οποία δεν υπόκειται σε έλεγχο του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω για να είναι ορισμένος ο προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο τα ακόλουθα: α) Το αληθινό περιεχόμενο του φερόμενου ότι παραμορφώθηκε εγγράφου, ώστε από τη σύγκριση με εκείνο που δέχθηκε η απόφαση να υπάρχει δυνατότητα κρίσης από τον Άρειο Πάγο αν υφίσταται διαγνωστικό σφάλμα, β) το από την προσβαλλόμενη απόφαση δεκτό γενόμενο διαφορετικό από το αληθινό περιεχόμενο, γ) το επιζήμιο αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο για την ύπαρξη ή όχι κρίσιμων πραγματικών γεγονότων και δ) ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο. Στην προκειμένη περίπτωση τα αναιρεσείοντα με τον έκτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ.20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο, διότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο του από μηνός Μαρτίου 2004 τοπογραφικού διαγράμματος της πολιτικού μηχανικού ***, το οποίο επικαλέστηκαν και προσκόμισαν νόμιμα με τις προτάσεις τους τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για την απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι «όλα τα επίδικα πράγματα, αρχιτεκτονικές κατασκευές, δρόμοι, διάδρομοι, ο Ιερός Ναός και τα παρεκκλήσια κ.λ.π., καθώς και ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο 665, έκτασης 8000 τ.μ. περίπου, είναι πράγματα εκτός συναλλαγής που ανήκουν στην κυριότητα του αναιρεσείοντος ιδρύματος και στο οποίο απεικονίζονται: 1) Ολόκληρο το ..., 2) τα επί μέρους τμήματα- εδαφικών εκτάσεων που περιήλθαν: α) στην ... με το υπ’ ***/1950 συμβόλαιο, (μπλε χρώμα), κατά παραχώρηση από τον ... (πορτοκαλί χρώμα) και κατά παραχώρηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (άχρωμο) και β) στο αναιρεσίβλητο με το υπ’ αριθμ. ***/1964 συμβόλαιο (κίτρινο χρώμα) και -με το υπ’ αριθμ. ***/1952 συμβόλαιο (πράσινο χρώμα), 3) τα κτίσματα, ιερός Ναός «***» με τογ περιβάλλοντα προαύλιο χώρο, κλίμακες κλπ, κτίρια Α και Β, ο τσιμεντοστρωμένος δρόμος προς την οδό ***, που οδηγεί στην είσοδο του Ιερού Ναού, το παρεκκλήσιο του *** εντός του επίδικου ***, τα πλείστα οικοδομημένα, σύμφωνα πάντοτε με το τοπογραφικό αυτό διάγραμμα, εν μέρει σε ιδιοκτησία της Ιεράς Μητρόπολης και εν μέρει στην "ιδιοκτησία" του αναιρεσίβλητου σωματείου και δ) ο ελεύθερος ακάλυπτος χώρος ένθεν και ένθεν της κλίμακας εισόδου από την οδό Θ*** επί οικοπέδου, κατά το τοπογραφικό διάγραμμα, ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος ιδρύματος, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο προαναπτυχθέν απορριπτικό του πόρισμα, με βάση αποκλειστικά το πιο πάνω τοπογραφικό διάγραμμα, το οποίο εσφαλμένα ανάγνωσε: α) ως προς την θέση των κτιρίων Α και Β οικοδομημένων κατά το τοπογραφικό διάγραμμα, εν μέρει επί της ιδιοκτησίας της Ιεράς Μητρόπολης και εν μέρει επί της «ιδιοκτησίας» του αναιρεσιβλήτου σωματείου και όχι αποκλειστικά στην "ιδιοκτησία" του αναιρεσιβλήτου, όπως - ως προς το *** - δέχθηκε το Εφετείο, β) ως προς τη θέση του παρεκκλησίου του Αγίου *** που κατά το τοπογραφικό διάγραμμα βρίσκεται εντός της επίδικης έκτασης του *** και όχι εκτός αυτής, όπως δέχθηκε το Εφετείο, γ) ως προς τον τσιμεντοστρωμένο δρόμο προς την οδό *** που καταλήγει στον προαύλιο χώρο και στην είσοδο του Ιερού Ναού, με την παράλογη συνέπεια σύμφωνα με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, η μη επιδίκαση του στο αναιρεσείον Ίδρυμα να αποστερεί την οδική πρόσβαση στον Ιερό Ναό και δ) ως προς τον ελεύθερο ακάλυπτο χώρο ένθεν και ένθεν της κλίμακας εισόδου από την οδό Θ*** ότι ο χώρος αυτός εκτείνεται κατά το μέγιστο μέρος του επί του οικοπέδου ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος ιδρύματος, σύμφωνα με το εν λόγω τοπογραφικό διάγραμμα και όχι επί οικοπέδου αναιρεσίβλητου, όπως δέχθηκε το Εφετείο». Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου, το Εφετείο ορθώς το ανέγνωσε και δεν υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα, σχημάτισε δε την ανωτέρω δικανική του κρίση, χωρίς να στηριχθεί αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό, αλλά, αφού το συνεκτίμησε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι (μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις, λοιπά έγγραφα), κατέληξε σε συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο που υποστηρίζουν τα αναιρεσείοντα. Ο λόγος αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 17 ΚΠολΔ δημιουργείται αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Προκειμένου να ιδρυθεί ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης πρέπει η αντίφαση μεταξύ των διατάξεων της προσβαλλόμενης απόφασης να υπάρχει στο διατακτικό της, έτσι ώστε να καθίσταται, εξαιτίας αυτής, αδύνατη η εκτέλεσή της ή να εμποδίζεται η παραγωγή και η ενέργεια του δεδικασμένου: Εάν η αντίφαση υπάρχει στο αιτιολογικό ή ανάμεσα στο αιτιολογικό και το διατακτικό της απόφασης και έχει τη μορφή ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, μπορεί να θεμελιωθεί ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση με τον έβδομο λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ.17 ΚΠολΔ, προσάπτεται στο Εφετείο η αιτίαση ότι στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του υπάρχουν αντιφατικές διατάξεις, σε σχέση με το αιτιολογικό της, σύμφωνα με το οποίο επιδικάζεται στον αναιρεσίβλητο η κυριότητα του κτιρίου Α, ο τσιμεντοστρωμένος δρόμος από την οδό ***, ο ελεύθερος ακάλυπτος χώρος ένθεν και ένθεν της κλίμακας εισόδου από τη οδό Θ*** και ο προαύλιος χώρος του Ιερού Ναού, με αποτέλεσμα: α) να μην επιτρέπεται στον Ιερό Ναό να ικανοποιήσει τις διάφορες λειτουργικές του ανάγκες που εξυπηρετούνται στο ***, β) να αποκλείεται η πρόσβαση αυτοκινήτων στον Ιερό Ναό γ) να παραμένει ένα τμήμα του ακάλυπτου χώρου ένθεν και ένθεν της κλίμακας εισόδου από την οδό Θ*** στα αναιρεσείοντα και άλλο τμήμα του ίδιου οικοπέδου να επιδικάζεται στον αναιρεσίβλητο και δ) να αποκλείεται η είσοδος στον Ιερό Ναό, εκτός ενός ελάχιστου σκεπαστού χώρου του προαύλιου χώρου του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι η ύπαρξη των επικαλούμενων αντιφάσεων δεν αφορά στις διατάξεις του διατακτικού, αλλά ανάμεσα σε εκείνες του αιτιολογικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο ίδιος λόγος είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της - προσβαλλόμενης απόφασης δεν επιδικάστηκε η κυριότητα των παραπάνω κατασκευών στον αναιρεσίβλητο. Κατόπιν όλων αυτών πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολο της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου σε βάρος των αναιρεσειόντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Κατά την άποψη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου, του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Γιαννακόπουλου, η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε, και πάλι, να αναιρεθεί εν μέρει και δη όσον αφορά τον τσιμεντοστρωμένο δρόμο, που οδηγεί στην οδό *** και διέρχεται από την είσοδο του Ιερού Ναού, και τον ελεύθερο ακάλυπτο χώρο, που εκτείνεται ένθεν και ένθεν της κλίμακας της εισόδου από την οδό Θ***, των οποίων το ... ζήτησε, με την αγωγή του, να αναγνωρισθεί κύριο, πλην το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε το αίτημα αυτό. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στην ανωτέρω πλειοψηφούσα άποψη του Δικαστηρίου, εκτός συναλλαγής θεωρούνται και τα πράγματα, τα οποία εξυπηρετούν τη λειτουργικότητα του Ιερού Ναού, όπως είναι οι προαύλιοι χώροι και ο αμαξιτός δρόμος, ο οποίος οδηγεί σ αυτόν, αφού εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να γίνει διαχωρισμός, καθόσον, αν αποκοπεί ο δρόμος, ο Ιερός Ναός δεν θα μπορεί να λειτουργήσει και να επιτελέσει (πλήρως) το σκοπό του, δεδομένου ότι πολλοί από τους θέλοντες να προσέλθουν σε αυτόν δεν θα έχουν πρόσβαση, έστω και αν αυτή γίνεται και από κλίμακα (τοποθετημένη σε άλλη πλευρά του Ιερού Ναού), την οποία, όμως, ορισμένες ομάδες των επισκεπτών του Ιερού Ναού (ηλικιωμένα άτομα, κ.λπ.) δεν μπορούν (ευχερώς) να χρησιμοποιήσουν. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 2140/2016 απόφασή του, δέχθηκε, ως προς το ως άνω ζήτημα ότι: «Από την προσήκουσα εκτίμηση *** αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: … Όπως προεκτέθηκε, πέραν του σκεπαστού προαύλιου χώρου που έχει κατασκευαστεί στη νότια πλευρά του Ιερού Ναού, εκτείνεται ένας ιδιωτικός τσιμεντοστρωμένος δρόμος που οδηγεί στην οδό ***. Ο εν λόγω δρόμος, ο οποίος βρίσκεται μέσα στο οικόπεδο του εφεσίβλητου σωματείου, που περιήλθε σ’ αυτό με το ***/1952 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου ***, δεν αποτελεί πράγμα εκτός συναλλαγής, προορισμένο για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών σκοπών του Ιερού Προσκυνήματος καθώς η είσοδος των επισκεπτών του Ιερού Ναού γίνεται κυρίως από την οδό Θ***, όπου και έχουν κατασκευαστεί και οι προαναφερόμενες κλίμακες και οι προαύλιοι χώροι του Ιερού Ναού. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι επί του ιδιωτικού αυτού δρόμου το εκκαλούν *** ασκούσε πράξεις νομής με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την εικοσαετία, δεδομένου ότι ο δρόμος αυτός αποτελεί την είσοδο που χρησιμοποιούν τα μέλη του σωματείου και οι υπόλοιποι επισκέπτες αυτού για να μεταβαίνουν με τα αυτοκίνητά τους προς τα κτίρια Α και Β, ενώ η χρησιμοποίησή του και από τους επισκέπτες του Ιερού Ναού γίνεται με την ανοχή του εφεσίβλητου σωματείου. Όσον αφορά τον ελεύθερο ακάλυπτο χώρο των οικοπέδων, ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου σωματείου, που εκτείνεται ένθεν και ένθεν της κλίμακας της εισόδου από την οδό Θ***, αποδείχτηκε ότι σ’ αυτόν έχουν φυτευτεί, με την επιμέλεια του τελευταίου, άνθη, δένδρα και γκαζόν, τα οποία περιποιείται προσωπικό αμειβόμενο από αυτό (εφεσίβλητο). Ο χώρος αυτός δεν αποτελεί πράγμα εκτός συναλλαγής, καθώς δεν είναι προορισμένος για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών σκοπών του Ιερού Προσκυνήματος, ενώ από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι το τελευταίο ασκούσε επ’ αυτού πράξεις νομής με διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη βούληση να αποκτήσει την κυριότητά του, για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την εικοσαετία, ώστε να αποκτήσει την κυριότητά του με έκτακτη χρησικτησία. Συνεπώς, το αίτημα αναγνώρισης της κυριότητας του Ιερού Προσκυνήματος επί των πραγμάτων αυτών (ιδιωτικού τσιμεντοστρωμένου δρόμου και περιβάλλοντος χώρου) είναι ουσιαστικά αβάσιμο και ορθά απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, γι’ αυτό όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τα εκκαλούντα με τους παραπάνω λόγους έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα...». Με αυτά που δέχθηκε, το Εφετείο Αθηνών υπέπεσε, κατά το σημείο αυτό, στις από του αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες αφού: α) Ενώ δέχεται ότι δεν υπάρχει άλλος, προσβάσιμος με αυτοκίνητο δρόμος που να οδηγεί στον Ιερό Ναό, η είσοδος στον οποίο γίνεται κυρίως από κλίμακες από την οδό Θ***, όπου έχουν κατασκευασθεί αυτές, ο δε δρόμος χρησιμοποιείται και από τους επισκέπτες του Ιερού Ναού, δεν χαρακτηρίζει και τον αμαξιτό δρόμο ως πράγμα εκτός συναλλαγής, παρά το ότι δεν μπορεί να γίνει διαχωρισμός του από τον Ιερό Ναό, του οποίου εξυπηρετεί την λειτουργικότητα, δεδομένου ότι ομάδες προσερχόμενων (ηλικιωμένοι, βρέφη, νύφες, κ.λπ.) μόνο από τον τσιμεντοστρωμένο δρόμο, μεταφερόμενες με. αυτοκίνητο, θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στον Ιερό Ναό. β) Ενώ δέχεται ότι ο Ιερός Ναός δεν ασκούσε πράξεις νομής επί του δρόμου, αντιφατικά δέχεται ότι γινόταν χρήση αυτού από τους επισκέπτες, η οποία, χωρίς αμφιβολία, αποτελεί πράξη νομής, δεν αιτιολογεί δε επαρκώς γιατί οι πράξεις αυτές δεν γίνονταν με διάνοια κυρίου, αλλά απλώς με την ανοχή του εφεσίβλητου σωματείου, γ) Ενώ δέχεται ότι η κλίμακα της εισόδου του Ιερού Ναού είναι πράγμα εκτός συναλλαγής, διαχωρίζει τον ένθεν της κλίμακας προαύλιο χώρο, επί του οποίου έχουν φυτευτεί άνθη, δέντρα και γκαζόν, και δεν τον θεωρεί εκτός συναλλαγής, παρά το ότι συνδέεται αυτός αρρήκτως με τον Ιερό Ναό. Σημειωτέον δε ότι στην αναιρετική 912/215 απόφαση του Αρείου Πάγου δεν αναφέρεται τίποτε για τον τσιμεντοστρωμένο δρόμο και τον προαύλιο χώρο, ώστε δεν μπορεί να γίνει λόγος για αμετάκλητη κρίση επί του ζητήματος αυτού που εμποδίζει την εκ νέου έρευνα. Κατ’ ακολουθίαν, κατά τη μειοψηφούσα άποψη, έπρεπε το *** να αναγνωρισθεί κύριο και των άνω εκτός συναλλαγής πραγμάτων, χωρίς, μάλιστα, να παραπεμφθεί η υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση, γιατί δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση (άρθρο 580 παρ. 3, όπως αντικ. από το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 4055/2012).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 21/9/2016 αίτηση του «Ιερού Προσκυνήματος ***» και του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «***» για αναίρεση της 2140/2016 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου σε βάρος των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Απριλίου 2017.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Ιουνίου 2017.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.