ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΣτΕ 1393/2017
Αριθμός Απόφασης : 1393
'Ετος : 2017
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 1393/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Οκτωβρίου 2016 με την εξής σύνθεση: Αικ. Σακελλαροπούλου, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Γ. Τσιμέκας, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σύμβουλοι, Δ. Βανδώρος, Ελ. Μελισσαρίδης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Βασιλόπουλος.

Για να δικάσει την από 26 Οκτωβρίου 2015 αίτηση:

των: 1) *** Μοναχής, κατά κόσμον ***, 2) *** Μοναχής, κατά κόσμον ***, 3) *** Μοναχής, κατά κόσμον ***, 4) *** Μοναχής, κατά κόσμον ***, 5) *** Μοναχής, κατά κόσμον ***, 6) *** Μοναχής, κατά κόσμον ***, 7) *** Μοναχής, κατά κόσμον ***, 8) *** Μοναχής, κατά κόσμον ***, 9) *** Μοναχής, κατά κόσμον ***, 10) ... Μοναχής, κατά κόσμον ..., κατοίκων Ιεράς Μονής ***, οι οποίες παρέστησαν με τη δικηγόρο *** (Α.Μ. *** ΔΣ  ***), που τη διόρισαν με πληρεξούσιο, και 11) Ιεράς Μονής ***, που εδρεύει στην ***, η οποία παρέστη με την ίδια ως άνω δικηγόρο ***, στην οποία δόθηκε προθεσμία μέχρι την 17η Οκτωβρίου 2016 για τη νομιμοποίησή της,

κατά των: 1) Εκκλησίας της Ελλάδος, που εδρεύει στην Αθήνα (Ιωάννου Γενναδίου 14) και 2) Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, που εδρεύει στην Καρδίτσα (Ιεζεκιήλ 30), οι οποίες παρέστησαν με τον δικηγόρο Θεόδωρο Παπαγεωργίου (Α.Μ. 24288), που τον διόρισαν με πληρεξούσια.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1) η από 19.6.2015 απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, 2) το υπ' αριθμ. 4337/10.9.2015 εγκύκλιο σημείωμα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, 3) το υπ' αριθμ. 463/11.9.2015 έγγραφο της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ. Βανδώρου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια των αιτουσών, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο των καθ' ων, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου  κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (Α΄ ***, ***/*** γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: 1) της από 19.6.2015 απόφασης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία αποφασίστηκε η αποστολή προς τις Ιερές Μητροπόλεις, εγκυκλίου σημειώματος περί ερμηνείας των άρθρων 4 παρ. 4 του Συντάγματος και 2 παρ. 1 του 39/1972 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και της μη συμμετοχής αλλοδαπών μοναχών σε διαδικασίες ανάδειξης διοικήσεων Ιερών Μονών που έχουν τη μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), 2) του 4337/1925/10.9.2015 εγκυκλίου σημειώματος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με το οποίο γνωστοποιείται στις Ιερές Μητροπόλεις ότι, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 4 του Συντάγματος, στη διαδικασία της εκλογής ή διορισμού Ηγουμενοσυμβουλίου και Ηγουμένου των Ιερών Μονών του κλίματος της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίες αποτελούν ν.π.δ.δ., δύνανται να μετέχουν μόνο Έλληνες πολίτες ως εκλογείς ή εκλόγιμοι ή διοριστέοι και 3) του 463/11.9.2015 εγγράφου του Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων προς την Καθηγουμένη της Ιεράς Μονής ***, στο οποίο διαλαμβάνεται ότι: α) η Καθηγουμένη της Ιεράς Μονής Μοναχή *** είναι ισόβια, β) η Μοναχή ... στερείται του δικαιώματος του εκλέγεσθαι ως μέλος του Ηγουμενοσυμβουλίου, διότι της έχει επιβληθεί το επιτίμιο της ακοινωνησίας, γ) οι αλλοδαπές μοναχές δεν έχουν τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στο Ηγουμενοσυμβούλιο, σύμφωνα με τις δύο πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις και δ) συνακόλουθα, τα μόνα πρόσωπα τα οποία μπορούν να ασκούν τη διοίκηση και διαχείριση της Ιεράς Μονής είναι η ανωτέρω Καθηγουμένη και οι μοναχές ..., οι οποίες και ορίζονται για τη διακονία αυτή.

3. Επειδή, η ενδέκατη αιτούσα Ιερά Μονή ***, δε νομιμοποίησε τη δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 27 του π.δ.18/1989 (Α΄ 8), όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67). Επομένως, σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, η υπό κρίση αίτηση, καθ’ ο μέρος ασκήθηκε από αυτήν, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

4. Επειδή, η από 19.6.2015 απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία αποφασίστηκε η αποστολή προς τις Ιερές Μητροπόλεις, εγκυκλίου σημειώματος περί ερμηνείας των άρθρων 4 παρ. 4 του Συντάγματος και 2 παρ. 1 του 39/1972 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και της μη συμμετοχής αλλοδαπών μοναχών σε διαδικασίες ανάδειξης διοικήσεων Ιερών Μονών που έχουν τη μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), αποτελεί εσωτερικό έγγραφο της Εκκλησίας της Ελλάδος, στερούμενο εκτελεστού χαρακτήρα, και, ως εκ τούτου, απαραδέκτως προσβάλλεται.

5. Επειδή, οι εννέα πρώτες από τις αιτούσες έχουν έννομο συμφέρον προς άσκηση της κρινόμενης αίτησης, ως αλλοδαπές μοναχές που εγκαταβιούν στην πιο πάνω Ιερά Μονή.

6. Επειδή, η δέκατη από τις αιτούσες, Μοναχή ***, η οποία έχει την ελληνική ιθαγένεια, ισχυρίζεται ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις στερείται του δικαιώματος να εκλέγει άξιες αλλοδαπές μοναχές σε θέσεις Ηγουμένης και μελών των Ηγουμενοσυμβουλίου και ότι η Ιερά Μονή *** οδηγείται σε διάλυση, διότι την ελληνική ιθαγένεια φέρουν μόνο η ίδια, η Καθηγουμένη και οι δύο διορισθείσες με την τρίτη προσβαλλόμενη πράξη μοναχές. Η Εκκλησία της Ελλάδος και η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων αντιτείνουν ότι με την 74/25.11.2011 απόφαση του οικείου Μητροπολίτη έχει επιβληθεί στην εν λόγω αιτούσα «το επιτίμιον της ακοινωνησίας, ήτοι της στερήσεως της Θείας Κοινωνίας και της διακοπής πάσης εκκλησιαστικής επικοινωνίας», και, ως εκ τούτου, αυτή στερείται του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στη διοίκηση της Ιεράς Μονής, και, συνακόλουθα και του εννόμου συμφέροντος προς άσκηση της κρινόμενης αίτησης, όπως συνάγεται και από την 688/2011 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου (σκέψη 7). Όμως, με την ανωτέρω απόφαση δεν κρίθηκε το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος μοναχής, στην οποία έχει επιβληθεί το επιτίμιο της ακοινωνησίας να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά πράξης που αφορά στη διοίκηση της Ιεράς Μονής, στην οποία η μοναχή αυτή εγκαταβιώνει (βλ. σκ. 4). Ειδικότερα, κρίθηκε μόνο ότι η κτήση και η διατήρηση της θέσης του Ηγουμένου Ιεράς Μονής για την άσκηση του διττού καθήκοντος α) της οργανώσεως και προαγωγής του πνευματικού βίου θρησκευτικού καθιδρύματος κατά τους ιερούς κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και β) της διοίκησης ν.π.δ.δ. κατά τους νόμους του Κράτους, προϋποθέτει εκκλησιολογική ικανότητα του προσώπου να ασκεί πνευματικά καθήκοντα, η οποία όμως παύει να υφίσταται σε περίπτωση κατά την οποία αυτό τελεί υπό την πνευματική ποινή του επιτιμίου της ακοινωνησίας που έχει ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, να μη μετέχει του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας και, για το λόγο αυτό, έγινε δεκτό ότι ηγουμένη στην οποία επιβλήθηκε το επιτίμιο της ακοινωνησίας δεν είχε έννομο συμφέρον να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξης με την οποία παύθηκε από τη θέση της. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, η αιτούσα δεν θεμελιώνει το έννομο συμφέρον της στο δικαίωμά της να εκλεγεί ως ηγουμένη ή ως μέλος ηγουμενοσυμβουλίου (δεδομένου, άλλωστε, ότι δεν είναι αλλοδαπή, αλλά ημεδαπή), αλλά μόνο στο δικαίωμά της να εκλέγει αλλοδαπές μοναχές στις θέσεις της Ηγουμένης ή των μελών του Ηγουμενοσυμβουλίου. Δεδομένου ότι από τις διατάξεις του πολιτειακού δικαίου και τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν συνάγεται ότι η επιβολή του επιτιμίου της ακοινωνησίας σε μοναχή της στερεί το δικαίωμα του εκλέγειν τα ανωτέρω όργανα διοίκησης Ιεράς Μονής, η δε Εκκλησία της Ελλάδος και η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδας και Φαναριοφερσάλων δεν επικαλούνται ειδικούς λόγους περί του αντιθέτου, το Δικαστήριο κρίνει, στα πλαίσια της παρούσας δίκης, ότι η δέκατη αιτούσα έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση της κρινόμενης αίτησης.

7. Επειδή, στο άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού», στο δε άρθρο 4 παρ. 4 ορίζεται ότι: «Μόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους».

8. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Κ.Χ.Ε.Ε. - ν. 590/1977, Α΄ 146) ορίζεται ότι: «Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, αι Ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών, αι Μοναί, … είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου». Περαιτέρω, στο άρθρο 39 παρ. 1 - 6 και 10 αυτού, όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 51 του ν. 4301/2014 (Α΄ 223) και στην παρ. 4 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο με την παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου 51 του ν. 4301/2014, ορίζεται ότι: ««Περί των Ιερών Μονών» 1. Η Ιερά Μονή είναι θρησκευτικόν καθίδρυμα, δια την άσκησιν των εν αυτή εγκαταβιούντων ανδρών ή γυναικών, συμφώνως προς τας μοναχικάς επαγγελίας και τους περί μοναχικού βίου ιερούς Κανόνας και παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. 2. Εν τη Εκκλησία της Ελλάδος λειτουργούν Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό την πνευματικήν εποπτείαν του επιχωρίου Αρχιερέως, και Συνοδικαί Σταυροπηγιακαί Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό την πνευματικήν εποπτείαν της Δ.Ι.Σ. 3. Η ίδρυσις νέων και η διάλυσις ή συγχώνευσις υφισταμένων Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος συντελείται δια ΠΔ/τος εκδιδομένου, μετά σύμφωνον γνώμην του επιχωρίου Αρχιερέως, και έγκρισιν της Δ.Ι.Σ. προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ναοί και περιουσίες διαλελυμένων ή διαλυομένων Μονών παραμένουν στην κυριότητα του νομικού προσώπου της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως ή περιέρχονται αυτοδίκαια, σε περίπτωση συγχωνεύσεώς τους με άλλη Μονή, στην κυρία Μονή ή, σε περίπτωση ανασυστάσεως, στην ανασυνιστώμενη Μονή. 4. Τα της οργανώσεως και προαγωγής του πνευματικού βίου και τα της διοικήσεως της Μονής καθορίζονται υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνας, τας μοναχικάς παραδόσεις και τους νόμους του Κράτους, δι' εσωτερικού κανονισμού, δημοσιευομένου δια του δελτίου «Εκκλησία». Οι εσωτερικοί και οι ιδρυτικοί κανονισμοί των Μονών, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, ελέγχονται και εγκρίνονται ως προς τη νομιμότητα και κανονικότητά τους από τον επιχώριο Μητροπολίτη και τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος πριν τη δημοσίευσή τους. 5. Ο Ηγούμενος και τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου, ων ο αριθμός ορίζεται αναλόγως του αριθμού των μοναχών εκάστης Μονής υπό του εσωτερικού κανονισμού αυτής, εκλέγονται εάν αύτη έχη 5 τουλάχιστον εγκαταβιούντας μοναχούς, υπό της μοναχικής αδελφότητος, άλλως ορίζονται υπό του επιχωρίου Αρχιερέως. Ο ουτωσί εκλεγείς Ηγούμενος είναι ισόβιος, επιφυλασσομένων των διατάξεων του νόμου περί εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Η Δ.Ι.Σ. δύναται δι' ητιολογημένης αποφάσεως τη προτάσει του οικείου Αρχιερέως ή της Μοναστικής Αδελφότητος να εγκρίνη την διενέργειαν νέας εκλογής προς ανάδειξιν Ηγουμένου. 6. Ο Μητροπολίτης ασκεί επί των Ιερών Μονών της επαρχίας αυτού την κατά τους ιερούς κανόνας πνευματικήν εποπτείαν δια την κανονικήν μνημόνευσιν του ονόματος αυτού εν ταις ιεραίς ακολουθίαις, την χειροθεσίαν του Ηγουμένου, την έγκρισιν της κουράς των μοναχών, την ανάκρισιν των κανονικών παραπτωμάτων, την μέριμναν δια την κατά τους ιερούς κανόνας λειτουργίαν της Μονής και τον έλεγχον της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρίσεως αυτής. 7. … 10. Δια κανονιστικών αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. και δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως θεσπίζονται τα πλαίσια της λειτουργίας των εν τη περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος Ορθοδόξων Ησυχαστηρίων, άτινα ιδρύονται ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου κατά τας κειμένας διατάξεις και λειτουργούν επί τη βάσει του ιδρυτικού αυτών κανονισμού». Εξάλλου, στο άρθρο 56 παρ. 3 του Κ.Χ.Ε.Ε. ορίζεται ότι: «Κληρικός παντός βαθμού ή μοναχός της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, προκειμένου να μετακινηθή εκτός των ορίων της εκκλησιαστικής περιφερείας αυτού, δέον να έχη την άδειαν μόνον της προϊσταμένης του αρχής, προκειμένου δε να παραμένη εις ετέραν περιφέρειαν πέρα του διμήνου εντός του αυτού ημερολογιακού έτους, συνεχώς ή διακεκομμένως, δέον να τύχη αδείας και του επιχωρίου Μητροπολίτου». Τέλος, στο άρθρο 62 παρ. 2 του Κ.Χ.Ε.Ε. ορίζεται ότι: «Αι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων», ως ούτος μεταγενεστέρως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη, έχουν ανάλογον εφαρμογήν και επί των κτημάτων των ανηκόντων εις τα εν άρθρω 1 παρ. 4 του παρόντος, αναφερόμενα νομικά πρόσωπα». Στο άρθρο 4 παρ. 1 του ανωτέρω α.ν. 1539/1938 (Α΄ 488) ορίζεται ότι τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε παραγραφή, στο δε άρθρο 23 αυτού προβλέπονται ποινές φυλάκισης για όσους προσβάλλουν εμπράγματα δικαιώματα του Δημοσίου επί των δημοσίων κτημάτων.

9. Επειδή, στον 39/1972 Κανονισμό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ιερών Μονών και των Ησυχαστηρίων» (Α΄ 103) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «’ρθρον 1 «Ορισμός - Σκοπός» α. Η Ιερά Μονή είναι πνευματικόν ίδρυμα προσευχής και εργασίας, εις ό εγκαταβιοί μία Ορθόδοξος Χριστιανική Αδελφότης ανδρών ή γυναικών αφιερωμένων εις τον Θεόν και υπεσχημένων να διέλθωσι την ζωήν αυτών εν αγνεία, ακτημοσύνη και υπακοή προς τον ηγούμενον και την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν της Ελλάδος. β. Σκοπός εκάστης Ι. Μονής, συμφώνως προς τας παραδόσεις της Ορθόδοξου Εκκλησίας, είναι η εν Κοινοβιακή πολιτεία αδιάλειπτος του εν Τριάδι Θεού δοξολογία, η δια λειτουργικών και κατ’ ιδίαν προσευχών, δια συνεχούς κατά Θεόν ασκήσεως και εν Αγίαις διακονίαις νέκρωσις των παθών των εν αυτή ασκουμένων και η υπ’ αυτών τελεία βίωσις της κατά Θεόν εν Χριστώ Ιησού Μυστικής ζωής, οδηγούσης εις ψυχικήν αυτών σωτηρίαν και θέωσιν. ’ρθρον 2 «Ίδρυσις Ιεράς Μονής» α. Προς ίδρυσιν Ι. Μονής απαιτείται αίτησις Ελλήνων πολιτών, είτε αγάμων, κληρικών ή μοναχών, είτε λαϊκών αγάμων ή εν χηρεία διατελούντων προς τον Επίσκοπον της περιφερείας εις ήν θα ιδρυθή η Ι. Μονή. Τη αιτήσει, περιλαμβανούση την υπόσχεσιν περί της ισοβίου αφιερώσεώς των, και τηρήσεως των τριών μοναχικών ευχών, συνυποβάλλεται και αντίγραφον συμβολαιογραφικής πράξεως εμφαινούσης, ότι φυσικόν τι ή νομικόν πρόσωπον προς ίδρυσιν της Ιεράς Μονής προσφέρει εδαφικήν έκτασιν, μετά ή άνευ κτισμάτων, ικανήν να επαρκέση εις την στοιχειώδη συντήρησιν της Αδελφότητος. Ο λαβών ταύτα Αρχιερεύς κρίνων επί τη βάσει των Ι. Κανόνων, εφ’ όσον συγκατατίθεται εις την ίδρυσιν της Ι. Μονής, υποβάλλει τα δικαιολογητικά ταύτα δι’ ίδιου αυτού εγγράφου προς την Ι. Σύνοδον. Αύτη δε, εάν εγκρίνη την ίδρυσιν της Ι. Μονής, αποτείνεται προς το Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς έκδοσιν του Ιδρυτικού Β. Δ/τος. β. ’πασαι αι εν τη Εκκλησία της Ελλάδος Ορθόδοξοι Ι. Μοναί, ανδρώαι ή γυναικείαι, αποτελούσι Νομικά Πρόσωπα Δημόσιου Δικαίου και λειτουργούσιν επί τη βάσει ιδίου εκάστη Κανονισμού, συντασσομένου κατά τας βασικάς διατάξεις του Γενικού Εσωτερικού Μοναστικού Κανονισμού του εγκριθησομένου υπό της Ιεράς Συνόδου. γ. … δ. Εφ’ όσον εις τινα Ι. Μονήν υπάρχουσι κατάλληλοι προϋποθέσεις δύναται προτάσει του Ηγ/λίου, συμφώνω γνώμη του οικείου Επισκόπου και μετ’ εισήγησιν της Μ.Σ.Ε. επί της προαγωγής του Μοναχικού βίου και της Μ.Σ.Ε. επί της Εκκλησιαστικής Παιδείας αποφάσει δε της Ι. Συνόδου, να ιδρυθή εν αυτή σχολή τις λειτουργούσα επί τη βάσει Εσωτερικού Κανονισμού εγκρινόμενου υπό της Ι. Συνόδου. … ’ρθρον 5. «Ι. Μοναί Ιδιωτικού Δικαίου (Ησυχαστήρια)» α) Αι Ι. Μοναί Ιδιωτικού Δικαίου ή Ησυχαστήρια είναι πνευματικά Ιδρύματα συνιστώμενα κατά τας περί ιδρυμάτων διατάξεις του Α.Κ. αποτελούσι Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, ο σκοπός δε αυτών συμπίπτει προς τα εν τη παρ. β του άρθρου 1 του παρόντος Καταστατικού Κανονισμού διαλαμβανόμενα. β) Η ιδρυτική πράξις του Ησυχαστηρίου περιλαμβάνει και το Καταστατικόν (Κανονισμόν) αυτού όπερ δέον να είναι σύμφωνον προς τους Ιερούς Κανόνας, τας Ιεράς Παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τους νόμους του Κράτους και τας διατάξεις του παρόντος. Τούτο υποβάλλεται προς τον οικείον Ιεράρχην, όστις βεβαιών την συνδρομήν των ως είρηται στοιχείων υποβάλλει τούτο δι’ ιδίου εγγράφου τη Ι. Συνόδω δια την υπ’ αυτής κίνησιν της σχετικής διαδικασίας παρά τω Υπουργείω Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς έκδοσιν του οικείου Β.Δ/τος. γ) … ’ρθρον 6 «Κανονικαί Δικαιοδοσίαι Επισκόπου» 1. Εκάστη Ι. Μονή διατελεί υπό την Κανονικήν Δικαιοδοσίαν του κατά τόπον Επισκόπου, όστις α) μνημονεύεται εν πάσαις ταις Ι. Ακολουθίαις, β) ασκεί την ανωτάτην εποπτείαν πατρικώς και προστατευτικώς επί της Ι. Μονής και παρακολουθεί την ομαλήν κατά τους θείους και Ι. Κανόνας λειτουργίαν αυτής, γ) χειροθετεί τον εκλεγέντα Ηγούμενον, δ) εγκρίνει τας κουράς των μοναχών, ε) ανακρίνει τα Κανονικά παραπτώματα των εν αυτή διαβιούντων και φροντίζει δια την άμεμπτον αυτών βιοτήν, στ) ελέγχει την νομιμότητα της οικονομικής διαχειρίσεως. 2. … ’ρθρον 7 «Διοίκησις Ι. Μονής» Την διοίκησιν της Ι. Μονής και την εκτελεστικήν εξουσίαν ασκεί ο Ηγούμενος μετά του Ηγουμενοσυμβουλίου. Η πνευματική εποπτεία ανήκει εις τον Ηγούμενον της Αδελφότητος. Παν θέμα αναγόμενον εις την διοίκησιν της Ι. Μονής προβλέπεται υπό του Κανονισμού αυτής. ... ’ρθρον 8 «Ηγούμενος» Παν θέμα αναφερόμενον εις τα της εκλογής καταστάσεως κ.λπ. του Ηγουμένου καθορίζεται υπό του Κανονισμού εκάστης Ι. Μονής εν συνδυασμώ και προς τας διατάξεις του Γενικού Εσωτερικού Μοναστικού Κανονισμού. ’ρθρον 9. «Περί δοκίμων Μοναχών και Κληρικών» α. Ο προσερχόμενος ως δόκιμος εις την Ι. Μονήν επί σκοπώ εγκαταβιώσεως εν αυτή δέον όπως άγη τουλάχιστον το 17ον έτος της ηλικίας αυτού και είναι άγαμος ή διατελή εν χηρεία άνευ τέκνων ή μετά τέκνων συμπληρωσάντων το 18ον έτος της ηλικίας αυτών. Εάν είναι έγγαμος, δέον όπως έχη έγγραφον συγκατάθεσιν της συζύγου ή του συζύγου προκειμένου περί γυναικός συντασσόμενην ενώπιον του οικείου Επισκόπου. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει η περί της ηλικίας των τέκνων δέσμευσις ισχύει. Εάν ο προσερχόμενος είναι ανήλικος, απαιτείται έγγραφος συγκατάθεσις των γονέων αυτού. Η πρόσληψις και η αποβολή των δοκίμων ανάγονται εις την αρμοδιότητα του Ηγουμενοσυμβουλίου. β. Η προ της κουράς δοκιμασία διαρκεί επί τριετίαν πάντως δε μέχρι και της συμπληρώσεως του 21ου έτους της ηλικίας του δοκίμου. Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις, περί ων προβλέπει ο πέμπτος κανών της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ο χρόνος της δοκιμασίας των υποψηφίων μοναχών δύναται να συντμηθή. Κατά τον χρόνον της δοκιμασίας ο δόκιμος οφείλει απαραιτήτως να εγκαταβιοί συνεχώς εν τη Ι. Μονή. γ. Κουρά μοναχού και χειροτονία αυτού εις Διάκονον ή Πρεσβύτερον τελούνται τη προτάσει του Ηγουμενοσυμβουλίου προς τον οικείον Επίσκοπον, τηρουμένων των ισχυουσών διατάξεων. ’ρθρον 10 «Πειθαρχικαί ποιναί και άδεια των Μοναχών» Αι άδειαι των μοναχών χορηγούνται συνωδά τω άρθρω 45 παρ. 2 του Ν.Δ. 126/69 «περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος». Μοναχός τις δύναται να αιτήσηται Κανονικόν απολυτήριον εκ της Ι. Μονής αυτού, όπερ χορηγείται αυτώ εάν υφίστανται αποχρώντες λόγοι και αφού εξασφαλισθή η συγκατάθεσις του Μητροπολίτου εις την επαρχίαν του οποίου υπάγεται η Ιερά Μονή εις ήν ο απολυόμενος μοναχός επιθυμεί εφεξής να μονάση. Η έξω της Ι. Μονής ή και η εις ετέραν Ι. Μονή παραμονή μοναχού τινος άνευ και πέραν της αρμοδίως χορηγηθείσης αδείας απαγορεύεται απολύτως, εν εναντία δε περιπτώσει και εφ’ όσον αποτυχώσιν αι δια της πειθούς προσπάθειαι της προϊσταμένης αυτού αρχής, τη συνδρομή της αρμοδίας αρχής επαναφέρεται ούτος εις την Ι. Μονήν της μετανοίας του. ’ρθρον 11 «Οικονομικά - Διαχείρισις» α) Η καθόλου περιουσία των Ι. Μονών τυγχάνει αναπαλλοτρίωτος. …».

10. Επειδή, στον ν. ΓΥΙΔ/1909 «Περί Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και διοικήσεως Μοναστηρίων» (Α΄ 270) ορίζονται, μεταξύ άλλων τα εξής: «Άρθρον 15 … Ο μέλλων να γίνη μοναχός πρέπει να υποστή πρότερον τριετή δοκιμασίαν εν τη Μονή, εν ή μέλει να καρή. Ο δόκιμος προσλαμβάνεται υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου τη προτάσει πρεσβυτέρου μοναχού, υφ’ ον μέλλει να υποταχθή, τη εγκρίσει του αρμοδίου επισκόπου. … Άρθρον 16 … Τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου εν τη διαχειρίσει της μοναστηριακής περιουσίας υπάγονται εις τας διατάξεις περί δημοσίων υπολόγων υπαλλήλων. Άρθρον 17 … Εις τους μοναχούς εκάστης μονής δύναται να επιτραπή υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου, τη εγκρίσει του αρμοδίου επισκόπου, η εμφύτευσις 3-5 στρεμμάτων γης προς καλλιέργειαν ιδίαις δαπάναις και προς κάρπωσιν προσωπικήν και αποκλειστικήν εφ’ όρου ζωής. Το ήμισυ των εντεύθεν καθαρών προσόδων του μοναχού εκπίπτονται εκ των οφειλομένων υπό της μονής ετησίων προς αυτόν παροχών. Πάσαι αι αναφυόμεναι έριδες, αι σχετικαί προς τας οφειλομένας εις τους μοναχούς παροχάς, λύονται υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου, επί προσφυγή δε, υπό του αρμοδίου επισκόπου ανεκκλήτως. ’ρθρον 18. Πάσα η περιουσία των κειρομένων μοναχών περιέρχεται αυτοδικαίως εις την μονήν, μετ’ αφαίρεσιν της νομίμου μοίρας υπέρ των αναγκαίων κληρονόμων, απαιτητής από της κατατάξεως του μοναχού. … Αι περιελθούσαι μετά την είσοδον εις την Μονήν τω μοναχώ κληροδοσίαι ή δωρεαί, ως και κληρονομίαι, ανήκουσιν εις την Μονήν, αλλά του ημίσεος της ούτω περιελθούσης τη Μονή περιουσίας την επικαρπίαν έχει εφ’ όρου ζωής ο τιμηθείς δια της κληρονομίας, κληροδοσίας ή δωρεάς. ...».

11. Επειδή, στο άρθρο 20 παρ. Ζ του ν. 4251/2014 (Α΄ 80) ορίζεται ότι: «Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης χορηγείται άδεια διαμονής για ένα έτος, που μπορεί να ανανεώνεται για ισόχρονο διάστημα, σε πολίτη τρίτης χώρας, ο οποίος επιθυμεί να γνωρίσει το μοναχικό βίο ή να μονάσει, εφόσον προσκομισθεί βεβαίωση της οικείας Ιεράς Μονής ότι έχει γίνει δεκτός για να γνωρίσει το μοναχικό βίο ή να μονάσει».

12. Επειδή, οι Ιερές Μονές του κλίματος της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι θρησκευτικά καθιδρύματα, τα οποία σκοπό έχουν την άσκηση των εγκαταβιούντων σε αυτές ανδρών ή γυναικών σύμφωνα με τις μοναχικές επαγγελίες και τους περί μοναχικού βίου ιερούς κανόνες και παραδόσεις της Εκκλησίας (άρθρα 39 παρ. 1 του Κ.Χ.Ε.Ε. και 1 του Κανονισμού 39/1972 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος), χωρίς, καταρχήν, να ασκούν εξουσία σε πρόσωπα που δεν έχουν με τη θέλησή τους καρεί σε αυτές ως μοναχοί ή μοναχές. Παρά ταύτα, οι Ιερές Μονές χαρακτηρίζονται από το νόμο ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθρα 1 παρ. 4 του Κ.Χ.Ε.Ε. και 2 περ. β΄ του Κανονισμού 39/1972), σύμφωνα δε με πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ο διορισμός και η παύση των οργάνων διοίκησής τους, δηλαδή του Ηγουμένου και των μελών του Ηγουμενοσυμβουλίου, αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, υποκείμενες σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιόν του (βλ. ΣτΕ 334/1938, 2403/1965, 688/1967, 2714/1984, 3145/1998, 1952/2000, 34, 36, 3769/2009, 510/2015). Τούτο οφείλεται προεχόντως στο γεγονός ότι, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 3 του Συντάγματος, το κράτος ενδιαφέρεται για την καλή λειτουργία των Ιερών Μονών του κλίματος της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίες προάγουν τον πνευματικό βίο εντός των πλαισίων της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Για τον λόγο αυτό, υπάγονται σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς (βλ. ενδεικτικά το άρθρο 62 του Κ.Χ.Ε.Ε., σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 και 23 του α.ν. 1539/1938, ως προς την περιουσία τους), τα δε όργανα διοίκησής τους είναι αρμόδια για την καλή λειτουργία τους και τη διασφάλιση της περιουσίας και των οικονομικών τους, έχοντας προς τούτο αρμοδιότητες που αποκλίνουν ουσιωδώς από τις συνήθεις αρμοδιότητες των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου. Ειδικότερα, τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου είναι δημόσιοι υπόλογοι (άρθρο 16 του ν. ΓΥΙΔ/1909), οι δε εξουσίες που ασκούν επί των μοναχών έχουν ιδιαίτερη ένταση, μη προσιδιάζουσα στην εξουσία που ασκούν τα όργανα διοίκησης των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου επί των μελών τους, ενόψει ακριβώς του γεγονότος ότι οι μοναχοί τελούν σε απολύτως ιδιόρρυθμο καθεστώς, έχοντας υποσχεθεί ότι θα διέλθουν τη ζωή τους σε αγνεία, ακτημοσύνη και «υπακοή προς τον Ηγούμενο …» (άρθρο 1 περ. α΄ του Κανονισμού 39/1972), έχοντας παραιτηθεί από τα περισσότερα από τα δικαιώματά τους, έχοντας παραχωρήσει την περιουσία τους στην οικεία Ιερά Μονή (άρθρο 18 ν. ΓΥΙΔ/1909) και μη δυνάμενοι, από εκκλησιολογικής απόψεως, να αποβάλουν το σχήμα του μοναχού, ούτε, καταρχήν, να εγκαταλείψουν τη Μονή της μετανοίας τους (βλ. και άρθρο 10 του Κανονισμού 39/1972). Περαιτέρω, το Ηγουμενοσυμβούλιο είναι κατ’ εξοχήν αρμόδιο για την έγκριση της μετάβασης προσώπου από το καθεστώς του λαϊκού στο καθεστώς του μοναχού, που έχει καθοριστικές συνέπειες ως προς την προσωπική του κατάσταση. Ειδικότερα, ο μέλλων να γίνει μοναχός πρέπει να γίνει δεκτός από το Ηγουμενοσυμβούλιο προκειμένου να υποστεί τριετή δοκιμαστική υπηρεσία, κατόπιν έγκρισης του αρμοδίου Μητροπολίτη (άρθρα 15 ν. ΓΥΙΔ/1909 και 9 περ. α΄ του Κανονισμού 39/1972), να μην αποβληθεί από αυτό κατά τη διάρκειά της (άρθρο 9 περ. α΄ του Κανονισμού 39/1972) και, τελικά, να προταθεί από αυτό προς τον οικείο Μητροπολίτη προκειμένου να καρεί μοναχός (άρθρο 9 περ. γ΄ του Κανονισμού 39/1972). Τέλος, τα όργανα διοίκησης της Ιεράς Μονής ασκούν και την ακόλουθη αρμοδιότητα, που βρίσκεται στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας: δέχονται αλλοδαπό στη Μονή, προκειμένου είτε να μονάσει, είτε να γνωρίσει τον μοναχικό βίο και εκδίδουν βεβαίωση περί της απόφασής τους αυτής προς τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ο οποίος χορηγεί στον αλλοδαπό ενιαύσια άδεια παραμονής, η οποία μπορεί να ανανεώνεται για ισόχρονο χρονικό διάστημα (άρθρο 20 παρ. Ζ΄ ν. 4251/2014, Α΄ 80). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ο Ηγούμενος και τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου ασκούν δημόσια λειτουργία, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 4 του Συντάγματος, και, ως εκ τούτου, πρέπει να είναι Έλληνες πολίτες. Αντιθέτως, οι μοναχοί, υπό την ιδιότητά τους αυτή, δεν ασκούν δημόσια λειτουργία, υπό την ανωτέρω έννοια∙ τούτο ισχύει ακόμη και όταν εκλέγουν τον Ηγούμενο και τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου.

13. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, με το 4337/1925/10.9.2015 εγκύκλιο σημείωμά της η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ορθώς ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του Συντάγματος, καθ’ ο μέρος δέχθηκε ότι, κατά την έννοιά του, μόνο Έλληνες πολίτες δύνανται να εκλέγονται ή διορίζονται ως Ηγούμενοι ή μέλη των Ηγουμενοσυμβουλίων των Ιερών Μονών του κλίματος της Εκκλησίας της Ελλάδος, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα. Συνεπώς, κατά το σκέλος του αυτό, το εν λόγω έγγραφο, ουδεμία νέα ρύθμιση εισάγει και ουδεμία έννομη συνέπεια επάγεται, αλλά έχει χαρακτήρα εγκυκλίου και, ως εκ τούτου, στερείται εκτελεστότητας και, επομένως, προσβάλλεται απαραδέκτως με την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως (βλ. ΣτΕ 2633/2014, Γ΄ 7μ., σκ. 14, 844/2013 Β΄ 7μ., 668/2012, Ολομ., σκ. 15, 2477/2012, Γ΄, σκ. 4, 909/2011, Β΄, 7μ., σκ. 8, 4229/2011, Β΄, σκ. 7, 3177/2011, Δ΄, σκ. 4, 350/2011, Δ΄ 7μ. προς Ολομ., σκ. 4 - οριστική κρίση, 2267/2005, Δ΄, 7μ., σκ. 6, 1484/1999, Ολομ., σκ. 4 κ.ά.).

14. Επειδή, αντιθέτως, κατά το μέρος που, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, με το 4337/1925/10.9.2015 εγκύκλιο σημείωμά της η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εσφαλμένα ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του Συντάγματος, καθ’ ο μέρος δέχθηκε ότι, κατά την έννοιά του, μόνο Έλληνες πολίτες δύνανται να εκλέγουν Ηγούμενο ή μέλη των Ηγουμενοσυμβουλίων των Ιερών Μονών του κλίματος της Εκκλησίας της Ελλάδος, εισάγει νέα ρύθμιση κανονιστικού περιεχομένου, η οποία δεν προβλέπεται στις ισχύουσες διατάξεις. Συνεπώς, κατά το μέρος αυτό έχει εκτελεστό χαρακτήρα και παραδεκτώς, καταρχήν, προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση (βλ. ΣτΕ 854/2013, Β΄, 7μ., σκ. 7, 4755/2012, Ολομ., σκ. 8, 4229/2011, Β΄, σκ. 6, 909/2011, Β΄ 7μ., σκ. 9, 329/2009, Α΄, σκ. 9, 1204/2006, Δ΄, σκ. 8, 2883/2004, Ε΄, σκ. 6 - 7, 271/1992, Δ΄, σκ. 4, 1328/1989, Δ΄, σκ.4, 3812/1987, Δ΄, 4295/1986, Δ΄, 3470/1985, Δ΄, 974/1976, Ολομ. κ.ά.).

15. Επειδή, το 4337/1925/10.9.2015 εγκύκλιο σημείωμα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν έχει δημοσιευθεί, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα (άρθρα 42 παρ. 1 και 35 παρ. 1) για τις κανονιστικές πράξεις (βλ. ΣτΕ 2353/2016, σκ. 9 κ.ά.), ούτε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ούτε στο προβλεπόμενο στο άρθρο 9 παρ. 1 περ. ια΄ του Κ.Χ.Ε.Ε. επίσημο Δελτίο που εκδίδει η Διαρκής Ιερά Σύνοδος υπό τον τίτλο «Εκκλησία». Συνεπώς, κατά το ανωτέρω κανονιστικό σκέλος του, πέραν του ότι δεν ευρίσκει έρεισμα σε εξουσιοδοτική διάταξη νόμου, το ανωτέρω εγκύκλιο σημείωμα συνιστά ανυπόστατη πράξη. Επομένως, για τον λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή και να ακυρωθεί η δεύτερη προσβαλλομένη πράξη (βλ. ΣτΕ 87/2011, Ολομ. κ.ά.), κατά το μέρος αυτό.

16. Επειδή, στο άρθρο Α του Τμήματος Α του από 28.7/15.9.1858 β.δ. «Κανονισμός περί των Μοναστηρίων» (Α΄ 42) ορίζεται ότι: Ο Ηγούμενος παντός εν τω Βασιλείω διατηρουμένου Μοναστηρίου είναι εκ της τάξεως των Ιερομονάχων. Δύναται δε, αλλ’ εν ανάγκη να είναι εκ της τάξεως των ιεροδιακόνων ή των μοναχών. Ούτος και δύο άλλοι μοναχοί, φέροντες προσωνυμίαν Συμβούλων, συγκροτούσι το Μοναστηριακόν Συμβούλιον εις το οποίον, κατά τα μέχρι τούδε ισχύοντα, υπάρχει διαπεπιστευμένη η εν γένει διοίκησις των του Μοναστηρίου και η διαχείρισις της περιουσίας αυτού». Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα Β και Γ του ανωτέρω Τμήματος του διατάγματος, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο Ηγούμενος και τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου εκλέγονται, ο δε επιχώριος Μητροπολίτης κυρώνει την εκλογή.

17. Επειδή, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων των άρθρων 39 παρ. 4 και 5 του Κ.Χ.Ε.Ε. και Α, Β και Γ του Τμήματος Α του από 28.7/15.9.1858 β.δ., εάν Ιερά Μονή, η οποία δεν διαθέτει εσωτερικό κανονισμό και, ως εκ τούτου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ανωτέρω β.δ. (βλ. ΣτΕ 510/2015, σκ. 6), έχει, πέραν του Ηγουμένου (ο οποίος είναι ισόβιος) μόνον δύο ακόμη μοναχούς, οι οποίοι δύνανται να είναι μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου, τότε δεν τίθεται ζήτημα εκλογής Ηγουμενοσυμβουλίου από τα μέλη της μοναστικής κοινότητας, αλλά ο επιχώριος Μητροπολίτης νομίμως διορίζει τους δύο αυτούς μοναχούς, ως μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου.

18. Επειδή, με το 463/11.9.2015 έγγραφό του (τρίτη από τις προσβαλλόμενες πράξεις) ο Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι στην αιτούσα Ιερά Μονή: α) η Καθηγουμένη της Ιεράς Μονής Μοναχή *** είναι ισόβια, β) η Μοναχή *** στερείται του δικαιώματος του εκλέγεσθαι ως μέλος του Ηγουμενοσυμβουλίου, διότι της έχει επιβληθεί το επιτίμιο της ακοινωνησίας, γ) οι αλλοδαπές μοναχές δεν έχουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στο Ηγουμενοσυμβούλιο. Για το λόγο αυτό διόρισε τις μόνες εναπομείνασες ημεδαπές μοναχές *** ως μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου.

19. Επειδή, η ανωτέρω πράξη του Μητροπολίτη ευρίσκει, καταρχήν, έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 39 παρ. 4 και 5 του Κ.Χ.Ε.Ε. και Α, Β και Γ του Τμήματος Α του από 28.7/15.9.1858 β.δ., σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη δέκατη έβδομη σκέψη της παρούσας απόφασης. Περαιτέρω, ορθώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο Μητροπολίτης ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του Συντάγματος ως έχουσα την έννοια ότι δεν επιτρέπει την εκλογή ή διορισμό αλλοδαπών μοναχών ως μελών Ηγουμενοσυμβουλίου, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξάλλου, αλυσιτελώς προβάλλεται ότι μη νομίμως ο Μητροπολίτης δέχθηκε ότι οι αλλοδαπές μοναχές δεν είχαν το δικαίωμα του εκλέγειν, δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν ετίθετο ζήτημα άσκησης του δικαιώματος αυτού, ενόψει του ότι μόνο δύο μοναχές είχαν το προσόν της ελληνικής ιθαγένειας που απαιτείται για τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου και, ως εκ τούτου, νομίμως διορίσθηκαν από τον Μητροπολίτη, χωρίς να διεξαχθούν εκλογές.

20. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι με την τρίτη προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι ο επιχώριος Μητροπολίτης ενέκρινε επί έτη τη συγκρότηση Ηγουμενοσυμβουλίων της Ιεράς Μονής ***, τα οποία περιελάμβαναν αλλοδαπές μοναχές. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, ενόψει της τυπικής ισοδυναμίας των συνταγματικών διατάξεων και αρχών, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του Συντάγματος, ως ειδική διάταξη, κατισχύει της συνταγματικής αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. ΑΕΔ 11/2003, σκ. 7, ΣτΕ 292/1984, Ολομ., 4308/2015, Ολομ., σκ. 5 κ.ά.). Εξάλλου, η ανωτέρω αρχή δεν έχει την έννοια ότι μία παράνομη διαδοχή πράξεων από μόνη της αποκλείει την εφαρμογή του νόμου (εν προκειμένω μάλιστα του Συντάγματος) για το μέλλον.

21. Επειδή, οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι με την τρίτη προσβαλλόμενη παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 13 παρ. 1 και 2 και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, με τις οποίες κατοχυρώνονται τα δικαιώματα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των μοναχών, της θρησκευτικής τους ελευθερίας και της αρχής της αυτοδιοίκησης των Ιερών Μονών, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σε κάθε περίπτωση, ο ανωτέρω περιορισμός των εν λόγω συνταγματικών δικαιωμάτων προβλέπεται ευθέως από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του Συντάγματος, η οποία κατισχύει, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, ως ειδική.

22. Επειδή, οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι με την τρίτη προσβαλλόμενη παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 9 και 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), με τις οποίες κατοχυρώνονται η θρησκευτική ελευθερία των μοναχών και η αρχή της αυτοδιοίκησης των Ιερών Μονών, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Και τούτο, διότι η απαγόρευση εκλογής ή διορισμού αλλοδαπών μοναχών ως Ηγουμένων ή μελών των Ηγουμενοσυμβουλίων των Ιερών Μονών του κλίματος της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν παραβιάζει ούτε το Σύνταγμα (κατά τα προεκτεθέντα) ούτε τα άρθρα 9 και 11 της ΕΣΔΑ, ενόψει του ότι προκύπτει ευθέως από το Σύνταγμα σε συνδυασμό με τον νόμο που ορίζει ότι οι Ιερές Μονές είναι ν.π.δ.δ. και, επιπλέον, συνάγεται και από την προαναφερθείσα νομολογία του Δικαστηρίου, εξυπηρετεί τους προεκτεθέντες σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, διότι οι αλλοδαποί μοναχοί στερούνται μεν του δικαιώματος διοίκησης των Ιερών Μονών, πλην δύνανται να ασκούν τα λοιπά δικαιώματα που έχουν και οι ημεδαποί μοναχοί, περιλαμβανομένου και αυτού της εκλογής του Ηγουμένου και των μελών του Ηγουμενοσυμβουλίου, κατά τα λοιπά, δε, η στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος και της έντασης της επέμβασης στα δικαιώματα των αλλοδαπών μοναχών, κείται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εντός του περιθωρίου εκτίμησης του εθνικού νομοθέτη. Εξάλλου, οι αλλοδαποί που επιθυμούν να έχουν τη δυνατότητα να καταλαμβάνουν θέσεις οργάνων διοίκησης των μονών στις οποίες εγκαταβιούν, μπορούν να μονάζουν σε Ιερές Μονές ιδιωτικού δικαίου (Ησυχαστήρια), σύμφωνα με τα άρθρα 39 παρ. 10 του Κ.Χ.Ε.Ε. και 5 του Κανονισμού 39/1972, δεδομένου ότι και οι μονές αυτές επιδιώκουν τους ίδιους ακριβώς σκοπούς με τις Ιερές Μονές που είναι ν.π.δ.δ. (άρθρο 5 περ. α΄ του Κανονισμού 39/1972).

23. Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι με την τρίτη προσβαλλόμενη παραβιάζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.), σε συνδυασμό με άρθρο 1 του ν. 2431/1996 (Α΄ 175), είναι, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος, διότι οι μοναχοί δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους, καθότι δεν είναι «εργαζόμενοι». Τούτο διότι, κατά πάγια νομολογία, ως εργαζόμενος, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, νοείται ένα πρόσωπο, το οποίο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς άλλο πρόσωπο και υπό την καθοδήγησή του, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 3.7.1986, 66/85, Lawrie - Blum, σκ. 17 και πάγια έκτοτε νομολογία, όπως ΔΕΕ απόφαση της 1.10.2015, C-432/14, Ο κατά Bio Philippe Auguste SARL, σκ. 22, με περαιτέρω παραπομπές).

24. Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι με την τρίτη προσβαλλόμενη παραβιάζεται το άρθρο 39 του Κ.Χ.Ε.Ε., το οποίο ρυθμίζει τα της συγκρότησης των Ηγουμενοσυμβουλίων χωρίς να προβλέπει απαγόρευση του εκλέγεσθαι στους αλλοδαπούς μοναχούς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι την απαγόρευση αυτή προβλέπει ευθέως η άμεσης εφαρμογής διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του Συντάγματος.

25. Επειδή, προβάλλεται ότι η τρίτη προσβαλλόμενη εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας, προκειμένου η Διοίκηση της Ιεράς Μονής να συγκροτείται από την Καθηγουμένη *** και τις μοναχές ***, κατ’ αποκλεισμό των λοιπών, όπως επιθυμεί η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, προκειμένου να ελέγχει τη διοίκηση της Ιεράς Μονής, με την οποία βρίσκεται από ετών σε αντιδικία για τη χρήση από μέρους της τμήματος του κτιρίου της Ιεράς Μονής ως Γηροκομείου και Κηροπλαστείου. Όμως, η προσβαλλόμενη πράξη του Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων εκδόθηκε κατά δέσμια αρμοδιότητα, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 39 παρ. 4 και 5 του Κ.Χ.Ε.Ε. και Α, Β και Γ του Τμήματος Α του από 28.7/15.9.1858 β.δ. και των αναφερόμενων σε αυτήν πραγματικών περιστατικών που δεν αμφισβητούνται. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος είναι απορριπτέος, διότι επί πράξεων που εκδόθηκαν κατά δέσμια αρμοδιότητα δεν νοείται κατάχρηση εξουσίας (βλ. ΣτΕ 939/2016, σκ. 7, 1985/2013, σκ. 7 κ.ά.).

26. Επειδή, με την 510/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η 389/23.3.2011 απόφαση του Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων καθ’ ο μέρος με αυτήν διορίστηκε «προσωρινή Διαχειριστική Επιτροπή» στην αιτούσα Ιερά Μονή, συγκροτούμενη από την Καθηγουμένη *** και τις μοναχές ***, με σκοπό «i) την άχρι καιρού διευθέτησιν των οικονομικών και λοιπών τρεχουσών υποθέσεων και ενεργειών της Ιεράς Μονής και ii) την εύρυθμον λειτουργίαν αυτής» και διατάχθηκαν όλες οι μοναχές να παραδώσουν στη Διαχειριστική Επιτροπή όλα τα διαχειριστικά βιβλία, τα βιβλιάρια καταθέσεων, τη σφραγίδα, το μοναχολόγιο και το σύνολο του αρχείου της Μονής. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο προοίμιό της, η εν λόγω πράξη εκδόθηκε προκειμένου να διερευνηθούν τα «δημιουργηθέντα προβλήματα» στη Μονή, ενόψει και της υφισταμένης αντιδικίας της Ιεράς Μονής και της Ιεράς Μητρόπολης όσον αφορά τη χρήση τμήματος του κτιριακού συγκροτήματος της πρώτης από τη δεύτερη ως Γηροκομείου και Κηροπλαστείου, «των εκνόμων, αντικανονικών και δίχα γνώμης» του Μητροπολίτη «ενεργειών μερίδος των μοναζουσών» και της ανάγκης ειρήνευσης της μοναχικής ζωής. Η πράξη αυτή ακυρώθηκε, ως εκδοθείσα χωρίς νόμιμο έρεισμα, διότι η διοίκηση της Ιεράς Μονής ανήκει στο Ηγουμενοσυμβούλιο, το οποίο εκλέγεται από τη μοναστική αδελφότητα, χωρίς να χορηγείται στον επιχώριο Μητροπολίτη η εξουσία αντικατάστασης του Ηγουμενοσυμβουλίου με άλλο όργανο ή αποψίλωσης των αρμοδιοτήτων του.

27. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι με την ανωτέρω πράξη του Μητροπολίτη, με την οποία ορίστηκαν εκ νέου οι ίδιες μοναχές ως αρμόδιες για τη διαχείριση και διοίκηση της Ιεράς Μονής, παραβιάστηκε ευθέως η 510/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφού με αυτήν κρίθηκε ότι «η διοίκηση της Ιεράς Μονής ανήκει στο Ηγουμενοσυμβούλιο, το οποίο εκλέγεται από τη μοναστική αδελφότητα, χωρίς να χορηγείται στον επιχώριο Μητροπολίτη η εξουσία αντικατάστασης του Ηγουμενοσυμβουλίου με άλλο όργανο ή αποψίλωσης των αρμοδιοτήτων του».

28. Επειδή, ο διορισμός των ανωτέρω μοναχών, ως οργάνων διαχείρισης και διοίκησης της αιτούσας Ιεράς Μονής, με το προσβαλλόμενο με την υπό κρίση αίτηση 463/11.9.2015 έγγραφο του Μητροπολίτη, έχει ως έρεισμα τις διατάξεις των άρθρων 39 παρ. 4 και 5 του Κ.Χ.Ε.Ε. και Α, Β και Γ του Τμήματος Α του από 28.7/15.9.1858 β.δ. σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα σε αυτήν πραγματικά περιστατικά. Αντιθέτως, η ακυρωθείσα με την 510/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 389/23.3.2011 πράξη του ανωτέρω Μητροπολίτη ερειδόταν σε εντελώς διαφορετική νομική και πραγματική βάση από αυτήν της 463/11.9.2015 προσβαλλόμενης πράξης του, στη δε σχετική δίκη ουδόλως είχε τεθεί το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα του εκλόγιμου ή μη των αλλοδαπών μοναχών. Αντιθέτως, στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η 510/2015 απόφαση του Δικαστηρίου, τέθηκε το ζήτημα, εάν, όπως ισχυρίστηκε η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, ο επιχώριος Μητροπολίτης είχε την αρμοδιότητα, δυνάμει της παρ. 6 του άρθρου 39 του Κ.Χ.Ε.Ε. και του άρθρου 6 του Κανονισμού 39/1972 να παρεμβαίνει στη διοίκηση Ιεράς Μονής προς αποκατάσταση παρεκκλίσεων από την κανονική οδό ή διαχειριστικών ανωμαλιών ή άλλων ανωμαλιών (βλ. σκέψη 12 της απόφασης). Συνεπώς, με την ανωτέρω 463/11.9.2015 προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση πράξη του Μητροπολίτη δεν παραβιάστηκε η υποχρέωση συμμόρφωσης προς την 510/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

29. Επειδή, συνεπώς, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή κατά το μέρος με το οποίο προσβάλλεται το 4337/1925/10.9.2015 εγκύκλιο σημείωμα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθ’ ο μέρος σε αυτό διαλαμβάνεται ότι, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 4 του Συντάγματος, μόνο Έλληνες πολίτες δύνανται να εκλέγουν Ηγούμενο ή μέλη των Ηγουμενοσυμβουλίων των Ιερών Μονών του κλίματος της Εκκλησίας της Ελλάδος, να ακυρωθεί η πράξη αυτή κατά το ανωτέρω μέρος της και να απορριφθεί η αίτηση κατά τα λοιπά.

Δ ι ά  τ α ύ τ α

Απορρίπτει την αίτηση ως προς την Ιερά Μονή ***.
Δέχεται εν μέρει την αίτηση ως προς τις λοιπές αιτούσες.
Ακυρώνει το 4337/1925/10.9.2015 εγκύκλιο σημείωμα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθ’ ο μέρος σε αυτό διαλαμβάνεται ότι, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 4 του Συντάγματος, μόνο Έλληνες πολίτες δύνανται να εκλέγουν Ηγούμενο ή μέλη των Ηγουμενοσυμβουλίων των Ιερών Μονών του κλίματος της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στις αιτούσες ως προς τις οποίες γίνεται εν μέρει δεκτή η αίτηση.
Επιβάλλει στην Εκκλησία της Ελλάδος τη δικαστική δαπάνη των αιτουσών ως προς τις οποίες γίνεται εν μέρει δεκτή η αίτηση, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Επιβάλλει στις αιτούσες, συμμέτρως, τη δικαστική δαπάνη της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 Οκτωβρίου 2016 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Μαΐου 2017.

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Ο Γραμματέας

Αικ. Σακελλαροπούλου Ν. Βασιλόπουλος

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.