ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
Μονομελές Εφετείο Αθηνών 238/2024
Αριθμός Απόφασης : 238
'Ετος : 2024
Δικαστήριο : Μονομελές Εφετείο Αθηνών


ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

238/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

7ο ΤΜΗΜΑ

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσαφίνα Ζυγούρη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου, και από τη Γραμματέα Αγγελική Κυριαζή.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 31 Οκτωβρίου 2023, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: *** του *** και της ***, κατοίκου *** οδός *** αριθμός *** και κατόχου του Α.Φ.Μ. ***, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του *** (ΑΜ/ΔΣΑ ***), που παραστάθηκε με την από 30/10/2023 δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ιερά Μητρόπολη ***», όπως εκπροσωπείται νομίμως, με Α.Φ.Μ. ***, το οποίο εδρεύει στο ***, στη συμβολή των οδών *** και ***, και εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο *** (ΑΜ/ΔΣΑ ***), που παραστάθηκε με την από 24/10/2023 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

 

Ο ανακόπτων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 20/4/2021 ανακοπή του με γενικό αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ) ……./21-4-2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης (ΕΑΚ) …./21-4-2021, ζητώντας την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 7136/2020 διαταγής απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων του Δικαστή του ανωτέρω δικαστηρίου. Το ως άνω δικαστήριο, δικάζοντας, κατά τη διαδικασία των μισθώσεων-περιουσιακών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 445/2023, με την οποία απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε την ανακοπτομένη διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων.

Την απόφαση αυτή προσβάλει ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από 19/6/2023 έφεσή του, προς το Δικαστήριο τούτο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 19/6/2023 και έλαβε στο παρόν Δικαστήριο ΓΑΚ ……/3-4-2021 και ΕΑΚ ……/3-7-2023, με δε την από 3/7/2023 πράξη ορισμού συζήτησης του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτησή της αυτή, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά την ανωτέρω δικάσιμο η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

 

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους ανωτέρω πληρεξουσίους δικηγόρους, που παραστάθηκαν με αντίστοιχες δηλώσεις του άρθρου 242παρ.2 του ΚΠολΔ. Αμφότεροι οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρουν στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Νομίμως και αρμοδίως, κατ` άρθρο 19 του ΚΠολΔ, εισάγεται να συζητηθεί στο Δικαστήριο η από 19/6/2023 έφεση με ΓΑΚ ……./3-4-2023 και ΕΑΚ ……/3-7-2023 κατά της υπ` αριθμ. 445/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των. μισθώσεων- περιουσιακών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, επί της 20/4/2021 με ΓΑΚ ……/21-4-2021 και ΕΑΚ …../21-4-2021 ανακοπής του άρθρου 632 παρ.1 του ΚΠολΔ. Η έφεση έχει ασκηθεί από τον ανακόπτοντα, που ηττήθηκε, κατά του καθ` ού η ανακοπή, που νίκησε, εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495 παρ.1, 511, 513, 516, 517 και 518 παρ.2 του ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια, δοθέντος του ότι έχει καταβληθεί το αναγκαίο, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, για το παραδεκτό της παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ ( βλ. το e-παράβολο με κωδικό αριθμό ………..), πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 591 παρ.7 του ΚΠολΔ).

Με την από 20/4/2021 με ΓΑΚ ……./21-4-2021 και ΕΑΚ …../21-4-2021 ανακοπή του ο ανακόπτων ζητούσε την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 7136/2020 διαταγής απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων, που είχε εκδοθεί σε βάρος του κατόπιν της από 25/9/2020 αίτησης του καθ` ού η ανακοπή, προβάλλοντας ως λόγους α. Κυρίως την απόσβεση της οφειλής του από δεδουλευμένα και ληξιπρόθεσμα μισθώματα κατόπιν εξόφλησης δυνάμει προφορικού συμβατικού συμψηφισμού των αντίστοιχων απαιτήσεων του καθ` ού η ανακοπή με δικές του ανταπαιτήσεις από μεταξύ τους συμβάσεις πώλησης οικοδομικών υλικών και παροχής υπηρεσιών. Επικουρικώς δε προέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δήλωση συμψηφισμού των ανταπαιτήσεων του αυτών με τις χρηματικές απαιτήσεις του καθ` ού για την ικανοποίηση των οποίων εκδόθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, και β. Την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος από τον καθ` ού η ανακοπή.

Επί της ανακοπής εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 445/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Μισθώσεων-Περιουσιακών Διαφορών), με την οποία αυτή απορρίφθηκε και επικυρώθηκε η υπ` αριθμ. 7136/2020 διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων.

I. Από τη διάταξη του άρθρου 574 του ΑΚ, που ορίζει ότι « με τη σύμβαση της μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα», σαφώς προκύπτει ότι η εκμίσθωση αλλοτρίου πράγματος (κινητού ή ακινήτου) είναι καθ` όλα έγκυρη, διότι η μίσθωση είναι ενοχική σχέση και δεν ασκεί επιρροή στην ισχύ και λειτουργία της σύμβασης αυτής η κυριότητα ή οποιοδήποτε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί του μισθίου. Η σχετικότητα της μισθωτικής σχέσης έχει ως αποτέλεσμα να ανήκουν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από αυτή μόνο στα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή στον εκμισθωτή και τον μισθωτή, οι οποίοι και νομιμοποιούνται, αντιστοίχως, στις σχετικές (μισθωτικές) δίκες. Από αυτά παρέπεται ότι ο εκμισθωτής, καίτοι δεν είναι κύριος του μισθίου, έχει το δικαίωμα, μόνο αυτός, να αξιώσει το μίσθωμα ή να ασκήσει τις συναφείς αγωγές που πηγάζουν από τη μισθωτική σχέση και ότι ο κύριος (πλήρης ή ψιλός) ή ο επικαρπωτής του μισθίου, δεν δικαιούνται, αν δεν είναι και εκμισθωτές, να ασκήσουν οποιαδήποτε αγωγή από τη μίσθωση για καταβολή μισθωμάτων, απόδοση του μισθίου κ.λ.π., ακόμη κι αν έληξε η μίσθωση, αλλά μόνο τις αγωγές από την κυριότητα ή την νομή ή να αναζητήσουν την αναλογούσα στο επικαλούμενο ποσοστό της συγκυριότητάς τους μερίδα από τους καρπούς- μισθώματα και λοιπά ωφελήματα του κοινού μισθίου ακινήτου, αξιώνοντας την απόδοσή τους από τον κοινωνό συγκύριο- εκμισθωτή, κατά τις περί κοινωνίας ή περί αδικοπραξιών διατάξεις και όχι δυνάμει της μισθωτικής σχέσης. Τα παραπάνω ισχύουν και στην επαγγελματική μίσθωση, κατ` άρθρο 44 του π.δ/τος 34/1995 (Κωδικοποίηση νόμων περί εμπορικών μισθώσεων), με μόνες τις αναφερόμενες στο άρθρο 14 του παραπάνω π.δ/τος (αρθρ. 7 παρ. 2 ν. 813/1978) παρεκκλίσεις, κατά τις οποίες, σε περίπτωση εκμίσθωσης αλλοτρίου ακινήτου, η μίσθωση δεσμεύει τον κύριο ή νομέα του μισθίου, εφόσον ο μεν μισθωτής είναι καλής πίστης (δηλαδή αγνοεί τα δικαιώματα τρίτων στο μίσθιο), ο δε κύριος δεν διαμαρτυρήθηκε εγγράφως στο μισθωτή μέσα σε τρεις μήνες αφότου έλαβε γνώση της εκμίσθωσης. Η κατά τη διάταξη αυτή «δέσμευση» του κυρίου δεν σημαίνει την υπεισέλευσή του στη μίσθωση, αλλά ότι δεν μπορεί αυτός να λάβει, κατά τη διάρκεια της μισθώσεως, μέτρα που εμποδίζουν τη χρήση του μισθίου από το μισθωτή (βλ. ΑΠ 552/2022 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση έφεση ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών προσβάλλει την υπ’ αριθμ. 445/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Μισθώσεων-Περιουσιακών Διαφορών), επί τω τέλει όπως αυτή εξαφανισθεί, προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή του και να ακυρωθεί η ως άνω διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων, προβάλλοντας ως λόγους παράπονα, κατ` εκτίμηση του δικογράφου, για : 1) Πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, 2) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 592 παρ.1 περ. δ’ του ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός προβάλλεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, μολονότι δεν αναφέρεται στο εφετήριο αριθμητικώς η διάταξη του ΚΠολΔ, που παραβιάσθηκε, δοθέντος του ότι εκτίθεται ο τρόπος παραβίασής της, 3) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 250, 253 και 443 του ΑΚ, και 4) Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 281 του ΑΚ και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων κατά την ουσιαστική έρευνα του σχετικού λόγου της με ΓΑΚ …….ΕΑΚ ……/21-4-2021 ανακοπής του. Επίσης, ο εκκαλών αμφισβητεί το πρώτον με την έφεση την ενεργητική νομιμοποίηση του εφεσιβλήτου να ζητήσει την απόδοση του μισθίου, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι είναι συγκύριος του μισθίου μόνο κατά ποσοστό 18,166/100 εξ αδιαιρέτου. Ο ισχυρισμός αυτός, που προβάλλεται παραδεκτώς κατ` άρθρο 527 περ. 3 του ΚΠολΔ, διότι αφορά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, σύμφωνα με την προεκτεθείσα υπό στοιχείο I μείζονα σκέψη, διότι ανεξάρτητα από το καθεστώς κυριότητας του μισθίου το εφεσίβλητο λόγω της ενοχικής φύσης της επίδικης σύμβασης μίσθωσης έχει το δικαίωμα ως εκμισθωτής να ζητήσει την απόδοση του μισθίου, δεδομένου του ότι ο εκκαλών δεν επικαλείται διαμαρτυρία των λοιπών συγκυριών του μισθίου εντός τριών μηνών αφότου έλαβαν γνώση της εκμίσθωσής του.

II. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές και αφηρημένες αρχές που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις που έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο είτε για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες, ήτοι για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών, είτε για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1285/2021 σε site του Αρείου Πάγου).

III. Από το συνδυασμό των άρθρων 48 και 49 του ν.δ/τος «περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ν.π.δ.δ.) προκύπτει ότι η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά ν.π.δ.δ., πλην των αξιώσεων για αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντα ποσά, για αποδοχές ή άλλες απολαβές εργαζομένων, των αξιώσεων αδικαιολογήτου πλουτισμού και των αξιώσεων συνταξιούχων και των κληρονόμων τους είναι πέντε (5) έτη και αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 52 του ιδίου ως άνω ν.δ/τος ορίζει ότι η αξίωση κατά νπδδ, που έχει παραγραφεί, δεν είναι δεκτική συμψηφισμού (εδαφ.α’). Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατή αναλογική εφαρμογή του άρθρου 443 του ΑΚ, που ορίζει ότι σε συμψηφισμό προτείνεται και ανταπαίτηση, που έχει παραγραφεί, εάν κατά το χρόνο που οι απαιτήσεις συνυπήρξαν δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή ( βλ. και ΑΠ 1450/1988 σε ΤΝΠ «ΝΌΜΟΣ»), Εξάλλου, η παραγραφή κατά των απαιτήσεων ν.π.δ.δ. λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως ( άρθρο 52 εδαφ. γ’ ), ενώ η αναστολή ή η διακοπή της πρέπει να προβάλλεται με σχετική αντένσταση. Περαιτέρω, τα εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ. του άρθρου 1 παρ. 4 του Εκκλησιαστικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι Ιερές Μητροπόλεις, εξαιρούνται της εφαρμογής του ν.δ/τος 469/1974 σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 του ν. 1591/1986, πλην όμως κατά την αληθή έννοια της ως άνω διάταξης, όπως διευκρινίστηκε με την ερμηνευτική διάταξη αναδρομικού χαρακτήρα του άρθρου 90 του ν. 4714/2020 λόγω διακύμανσης της νομολογίας επί του ζητήματος, η έκταση της εξαίρεσης δεν περιλαμβάνει και το κεφάλαιο Θ` του ν.δ/τος 496/1974, στο οποίο περιλαμβάνονται οι παραπάνω διατάξεις (άρθρα 48, 49 και 52). Με άλλα λόγια, το ζήτημα της παραγραφής των αξιώσεων υπέρ και κατά των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ. ρυθμίζεται από το ν.δ. 496/1974 ( βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4714/2020 και συνοδευτική έκθεση αξιολόγησης των συνεπειών της ρύθμισης).

IV. Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται από τα όρια που διαγράφει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, καθώς αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, συντομότερου, όμως, αυτού που προβλέπεται για την παραγραφή του δικαιώματος από το νόμο, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του. Το ζήτημα αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματος του. Γίνεται, δηλαδή, σε τελική ανάλυση στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων των μερών και προκρίνονται εκείνα τα συμφέροντα που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία. Έτσι, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ` άρθρο 281 του ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα, αποφασίζει να διεκδικήσει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (βλ. ΑΠ 75/2023 και ΑΠ 60/2023, ΑΠ 387/2022 δημ. σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά τους λοιπούς λόγους της υπό κρίση έφεσης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν τόσο ως άμεση απόδειξη όσο και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων παραδεκτώς ενώπιον του Δικαστηρίου (άρθρο 529 του ΚΠολΔ), τις ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που προσκομίζει νομίμως με επίκληση ο εκκαλών με νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου του, ήτοι την υπ’ αριθμ. ……/11-3-2022 ένορκη βεβαίωση της ………….. του ……… ( βλ. την υπ’ αριθμ. ……/8-3-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……….) και την υπ’ αριθμ. ……/17-3-2022 ένορκη βεβαίωση του ……….. του ……….. ( βλ. σχετική προφορική γνωστοποίηση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στα πρακτικά συνεδρίασης αυτού), καθώς και την υπ` αριθμ. πρωτ. ΔΣΑ_ΕΒ ……… 2022 από 11/3/2022 ένορκη βεβαίωση του …………… του ……….. ενώπιον της δικηγόρου ………, που προσκομίζει με επίκληση το εφεσίβλητο κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου του, καθώς η ανωτέρω — δεν ήταν πληρεξούσια δικηγόρος του κατά το χρόνο λήψης της ( βλ. την υπ` αριθμ. ………/8-3-3022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………..), αποδείχθηκαν τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 1/7/2009 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης το εφεσίβλητο εκμίσθωσε στον εκκαλούντα ένα οικόπεδο, επιφάνειας 912 τ.μ., επί της συμβολής των οδών ……….. και ……., στο ……… Αττικής, για να το χρησιμοποιήσει ως χώρο πώλησης υλικών οικοδομής. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε από 1/7/2009 έως 20/6/2010, το δε μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε να ανέρχεται στο ποσό των 870,00 ευρώ από 1/7/2009 έως 1/8/2009 και στο ποσό των 900,00 ευρώ από 1/9/2009 και έως τη λήξη της σύμβασης. Επίσης, συμφωνήθηκε ο εκκαλών να βαρύνεται και με την καταβολή χαρτοσήμου εκ 3,6% επί του εκάστοτε καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθώματος και να καταβάλει το μίσθωμα την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, μαζί με το ως άνω χαρτόσημο. Μετά τη συμβατική λήξη της σύμβασης μίσθωσης αυτή μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου. Ο δε εκκαλών, ενώ έκανε ανενόχλητη χρήση του μισθίου, έπαυσε να καταβάλει το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα, ύψους 900,00 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου εκ 3,6% (= 32,4 ευρώ), ήτοι το συνολικό ποσό των 932,4 ευρώ από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2015 (βλ. την υπ` αριθμ. …../13-2016 απόδειξη σύμφωνα με την οποία η τελευταία εκ μέρους του καταβολή μισθωμάτων αφορούσε και το μήνα Αύγουστο του έτους 2015). Για το λόγο αυτό κατόπιν της από 25/9/2020 αίτησης του εφεσιβλήτου εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 7136/2020 διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων, με την οποία ο εκκαλών υποχρεώθηκε λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής μισθωμάτων για το χρονικό διάστημα από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2015 έως και το μήνα Ιούλιο του έτους 2020 να αποδώσει στον εφεσίβλητο τη χρήση του μισθίου και να του καταβάλει τα οφειλόμενα μισθώματα, συνολικού ύψους (932,40 ευρώ το μήνα x 59 μήνες=) 55.011,60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής κάθε επιμέρους μισθώματος και έως την εξόφλησή τους. Ο εκκαλών συνομολογεί τη μη καταβολή του ως άνω ποσού στο εφεσίβλητο, πλην όμως ισχυρίζεται με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της με ΓΑΚ ……../ΕΑΚ …../21-4-2021 ανακοπής του ότι η οφειλή του αυτή έχει αποσβεσθεί δυνάμει προφορικών συμφωνιών, στις 13/1/2016 και περί τα τέλη του μήνα Ιουνίου του έτους 2017, μεταξύ αυτού και του τότε Μητροπολίτη *** για συμψηφισμό της αντίστοιχης απαίτησης του εφεσιβλήτου με ανταπαιτήσεις του ιδίου από συμβάσεις πώλησης οικοδομικών υλικών και παροχής υπηρεσιών για τις οποίες θα γίνει αναλυτικότερα λόγος παρακάτω. Ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντος είναι, όμως, απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε. Η ένορκη βεβαίωση της ……….. του ……….. περί ύπαρξης τέτοιας συμφωνίας ελέγχεται ως προς την αξιοπιστία της δοθέντος του ότι αυτή έχει ενεργή ανάμειξη στην επιχείρησή του, που στεγάζεται στο μίσθιο, και, άρα, προσδοκά, έστω έμμεσο, οκονομικό, συμφέρον από την έκβαση της δίκης. Εξάλλου, η ως άνω ένορκη βεβαίωση, αλλά και η ένορκη βεβαίωση του ………… του ……… δεν ενισχύθηκαν από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Ούτε ο εκκαλών έδωσε κάποια πειστική εξήγηση για ποιο λόγο η επικαλούμενη από αυτόν προφορική συμφωνία, που αποτελεί τροποποίηση του όρου της από 1/9/2009 σύμβασης μίσθωσης περί καταβολής του μισθώματος, δεν αποτυπώθηκε σε έγγραφο, ώστε να είναι κατοχυρωμένα αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη ενόψει του ύψους των χρηματικών ποσών, που διακυβεύονταν. Κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος έως το μήνα Αύγουστο του έτους 2015 η οφειλή του εφεσιβλήτου προς αυτόν ανέρχονταν στο ποσό των 91.120,59 ευρώ. Ως εκ τούτου, αυτός θα απαλλάσσονταν από την υποχρέωση καταβολής μισθώματος για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Από δε την επικαλούμενη μεταξύ αυτού και του τότε Μητροπολίτη *** προφορική συμφωνία στις 13/1/2016 και, στη ..συνέχεια, περί τα τέλη Ιουνίου του έτους 2017 έως την εκδήλωση της ασθένειας και της συνεπεία αυτής θανάτου του τελευταίου το έτος 2019 μεσολάβησε ικανό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου, εάν είχε λάβει χώρα συμφωνία μεταξύ τους θα μπορούσαν αυτοί να την αποτυπώσουν σε έγγραφο, όπως, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, θα έπρατταν οι μέσοι συνετοί συναλλασσόμενοι για απαιτήσεις αυτού του ύψους. Εξάλλου, η επικαλούμενη από τον εκκαλούντα συναλλακτική συμπεριφορά του τότε Μητροπολίτη *** δεν αποτελεί, σύμφωνα με την προεκτεθείσα υπό στοιχείο II μείζονα σκέψη, δίδαγμα της κοινής πείρας, ήτοι γενική και αφηρημένη αρχή, για να χρησιμεύσει ως έμμεση απόδειξη ή για την ενίσχυση της αξιοπιστίας των ως άνω ένορκων βεβαιώσεων, αλλά πραγματικό περιστατικό, που έπρεπε να αποδειχθεί από νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, πράγμα που δεν έγινε. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε το ως άνω  σκέλος του πρώτου λόγου της με ΓΑΚ ….. ΕΑΚ …./21-4-2021 ανακοπής ως ουσία αβάσιμο με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, δεν έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της υπό κρίση έφεσης.

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της με ΓΑΚ ……/ΕΑΚ …../21-4-2021 ανακοπής του ο εκκαλών πρότεινε σε συμψηφισμό ανταπαιτήσεις του από συμβάσεις πώλησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών προς το εφεσίβλητο, καθώς και εξόφλησης, του ειδικού τέλους ηλεκτροδοτούμενου δομημένου ακινήτου ( ΕΕΤΗΔΕ) και του έκτακτου ειδικού τέλους ακινήτων (ΕΕΤΑ), που βάρυναν το μίσθιο για τα έτη 2011 και 2012 και 2013 κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας. Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τ` ακόλουθα: Όσον αφορά τις φερόμενες πωλήσεις οικοδομικών υλικών στις 22 και στις 23/7 του 2016 με τίμημα 1.045,5 ευρώ και 216,90 ευρώ, αντίστοιχα, δεν αποδείχθηκαν από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό ό,τι έλαβαν χώρα. Όπως προεκτέθηκε η ένορκη βεβαίωση της …………, που κατέθεσε επί αυτών, ελέγχεται από άποψη αξιοπιστίας, ο δε εκκαλών δεν δίνει μία πειστική εξήγηση για ποιο λόγο δεν εκδόθηκαν παραστατικά, τη στιγμή, που για όλες τις υπόλοιπες συναλλαγές με το εφεσίβλητο εκδόθηκαν τέτοια. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών κατέβαλε για εξόφληση του ΕΕΤΗΔΕ και του ΕΕΤΑ των ετών 2011, 2012 και 2013, συνολικό ποσό 4.441,00 ευρώ, ήτοι 1.470,00 ευρώ ανά έτος, καθώς αυτός δεν προσκόμισε με επίκληση, εάν και θα μπορούσε να το πράξει ευχερώς, κάποιο έγγραφο, που να αποδεικνύει την καταβολή τους, έκδοσης του αρμοδίου φορέα είσπραξης (ΔΕΗ). Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι το εφεσίβλητο το έτος 2013 εξόφλησε το ΕΕΤΑ με κατάθεση στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία «………..». Κατά συνέπεια, δεν αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών έχει ανταπαίτηση από εξόφληση του ΕΕΤΗΔΕ το έτος 2011 και του ΕΕΤΑ τα έτη 2013 και 2014, προκειμένου να την προτείνει σε συμψηφισμό με τις απαιτήσεις του εφεσιβλήτου για μισθώματα χρονικού διαστήματος από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2015 έως και το μήνα Ιούλιο του έτους 2020. Σημειωτέον ότι, εάν ο εκκαλών είχε καταβάλει το ΕΕΤΗΔΕ και το ΕΕΤΑ για τα παραπάνω έτη, ο συμψηφισμός με τα οφειλόμενα μισθώματα θα γίνονταν αυτοδικαίως ανεξάρτητα από την ύπαρξη σχετικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων ( βλ. άρθρο 53 παρ.1 του ν. 4021/2011 και παρ.4 της υποπαρ.Α7 της παρ. Α του ν. 4152/2013).

Περαιτέρω, όσον αφορά τις απαιτήσεις του εκκαλούντος από συμβάσεις πώλησης οικοδομικών υλικών, συνολικής αξίας 4.619,20 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα από 6/12/2010 έως 15/2/2012, αυτός δεν νομιμοποιείται να τις προτείνει σε συμψηφισμό κατά των απαιτήσεων για μισθώματα του εφεσιβλήτου, διότι δεν συντρέχει το απαιτούμενο από το άρθρο 440 του ΑΚ στοιχείο της αμοιβαιότητας με την έννοια ο δανειστής της απαίτησης κατά αυτού να είναι οφειλέτης της ανταπαίτησής του, καθώς οι συμβάσεις αυτές δεν καταρτίστηκαν με το εφεσίβλητο, αλλά με τον τότε Μητροπολίτη *** ατομικώς για την ανέγερση της οικίας του στα ……… Αττικής, από κανένα δε στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι το εφεσίβλητο είχε αναλάβει να εξοφλήσει το τίμημά τους. Αντιθέτως, τεκμαίρεται το αντίθετο από το γεγονός ότι εκδόθηκαν αποδείξεις λιανικής πώλησης στο κατά κόσμο ονοματεπώνυμο του Μητροπολίτη, όπως συνομολογεί ο εκκαλών στην ανακοπή του ( σελ. 14), και όχι τιμολόγια στο όνομα (επωνυμία) του εφεσιβλήτου, όπως γίνονταν στις μεταξύ των διαδίκων συναλλαγές (οράτε παρακάτω). Για τον ίδιο λόγο, ήτοι έλλειψη αμοιβαιότητας, ο εκκαλών δεν νομιμοποιείται να προτείνει σε συμψηφισμό τις απαιτήσεις από συμβάσεις πώλησης οικοδομικών υλικών για τις οποίες εκδόθηκαν τα υπ` αριθμ. ……/22-9-2009, …../28-2-2011, ……/31-3-2011, …../29-2-2016 και ……/30-6-2016 τιμολόγια για πώληση αγαθών , καθώς και τις απαιτήσεις για παροχή υπηρεσιών για τις οποίες εκδόθηκαν τα υπ` αριθμ. …../6-6-2016, …../7-6-2016, …../13-6-2016 και …./16-6-2016 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, συνολικού ποσού 6.398,80 ευρώ, καθώς αφορούν συναλλαγές με τρίτα εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ., που έχουν δικές τους οικονομικές επιχειρήσεις και ασκούν τη διοίκηση και τη διαχείριση της περιουσίας τους διά των δικών τους αρμοδίων οργάνων τους ( τον Ιερό Ναό *** - το υπ’ αριθμ. ……. τιμολόγιο πώλησης- , τον Ιερό Ναό ……..- τα υπ’ αριθμ. …… και ….. τιμολόγια πώλησης- και τον Ιερό Ναό *** τα λοιπά τιμολόγια πώλησης και τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών), και όχι με τον εφεσίβλητο. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι το εφεσίβλητο είχε αναλάβει έναντι του εκκαλούντος την εξόφληση των τιμημάτων από τις ως άνω συναλλαγές. Εάν είχε συμβεί αυτό το λογικό επόμενο θα ήταν να εκδοθούν τα αντίστοιχα παραστατικά στο όνομά (επωνυμία) του, όπως έγινε στις συμβάσεις, που αφορούσαν το Ορφανοτροφείο ( βλ. το υπ’ αριθμ. …./19-5-2013, …./30-7-2013, …./30-8-2013, …../31-10-2013, …../30-11-2013, …../31-1-2014, …./28-2-2014, …./31-3-2014, …../30-4-2014, …./30-4-2014, …./31-5-2014,    …../30-9-2014, …./31-1-2015 και …../28-2-2015 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών) και τον Ιερό Ναό ………. ( βλ. το υπ’ αριθμ. …./25-11-2015 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών).

Οι λοιπές ανταπαιτήσεις του, που ο εκκαλών προτείνει σε συμψηφισμό με τη με ΓΑΚ ……/ΕΑΚ …../21-4-2021 ανακοπή του και προς απόδειξη των οποίων προσκομίζει και επικαλείται παραστατικά, είναι ομοειδείς με την απαίτηση του εφεσιβλήτου για μισθώματα, αφού αποτελούν αμφότερες χρηματικές απαιτήσεις και δεν είναι αναγκαίο να έχουν την ίδια γενεσιουργό αιτία ή συνάφεια αυτής ( βλ. ΑΠ 1761/2022 σε site του Αρείου Πάγου, ΑΠ 697/2022, ΑΠ 575/2022 και ΑΠ 1568/2021 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Είναι, επίσης, αμοιβαίες με τις απαιτήσεις μισθωμάτων του εφεσιβλήτου, αφού γεννήθηκαν από μεταξύ τους συμβάσεις πώλησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών. Προτείνονται δε παραδεκτώς σε συμψηφισμό ως λόγος ανακοπής ( βλ. ΑΠ 43/2022 δε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ) έστω και εάν υπάγονται σε διαφορετική από την παρούσα διαδικασία για την αυθεντική τους διάγνωση ( βλ. ΑΠ 844/1999 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, προτείνονται σε συμψηφισμό κατά τρόπο ορισμένο, καθώς με την ενσωμάτωση των αντίστοιχων τιμολογίων πώλησης και υπηρεσιών στην ανακοπή, ώστε να αποτελούν ένα ενιαίο σώμα με αυτή, εκτίθενται με πληρότητα τα παραγωγικά της κάθε επιμέρους ανταπαίτησης γεγονότα και το ποσό της κάθε μίας. Αναφέρεται δε στην ανακοπή ο χρόνος γέννησης της κάθε μίας ( 30 ημέρες από την έκδοση κάθε παραστατικού σύμφωνα με την πρακτική στις συναλλαγές), ενώ δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται σε ποια από αυτές αντιτάσσεται ο συμψηφισμός, διότι στην περίπτωση αοριστίας της δήλωσης του οφειλέτη, εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 422 του ΑΚ, που ρυθμίζει τον καταλογισμό του καταβαλλόμενου ποσού σε περίπτωση περισσότερων χρεών, οπότε συμπληρώνεται η αόριστη δήλωση και ο συμψηφισμός είναι έγκυρος (βλ. ΑΠ 1519/2008 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Όμως, από τις ως άνω ανταπαιτήσεις, αυτές για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα τιμολόγια πώλησης οικοδομικών υλικών με αριθμούς …../30-6-2008, …../30-6-2008, …../30-6-2008, ……/30-8-2008, …../30-9-2008, …../31-10-2008, …../29-11-2008, …../29-11-2008, …../31-12-2008, …./31-12-2009, …./30-5-2009, …./31-7-2009, …../31-8-2009, …../30-9-2009, …../30-11-2009, …../31-12-2009, ……./31-12-2009, …../14-1-2010, …../30-1-2010, …./30-6-2010, …./28-2-2011, …../29-4-2011, …../31-5-2011, …../30-6-2011, …../30-7-2011, …../30-12-2011, …../3-1-2012, …./29-5-2012, …../30-6-2012, …../20-7-2012, …../30-11-2012, …../30-3-2013, …../29-6-2013, …../30-7-2013, …../30-8-2013, …../31-10-2013, ……/30-11-2013, …../30-11-2013, …../31-1-2014, …../28-2-2014, …../31-3-2014, …../30-4-2014, …../31-5-2014, …../30-6-2014, …../30-9-2014, …../29-11-2014 και …../31-12-2014 και τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών με αριθμούς …./30-4-2013, …./29-6-2013, …./30-7-2013, …./30-8-2013, …./31-10-2013, …./30-11-2013, …./31-1-2014, …../28-2-2014, …./31-3-2014, …../30-4-2014, …./30-4-2014, …./31-5-2014 και …../30-9-2014 έχουν, σύμφωνα με την υπό στοιχείο III μείζονα σκέψη της παρούσας υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ.1 του ν.δ/τος 496/1974, το οποίο εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, και η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδαφ.γ’ του ν.δ/τος 496/1974), καθώς έως την άσκηση της με ΓΑΚ ……./ΕΑΚ …../21-4-2021 ανακοπής, που επιδόθηκε στο καθ` ού/εφεσίβλητο στις 23/4/2021, είχε παρέλθει πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο κάθε επιμέρους αξίωση είχε γεννηθεί και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, δεδομένου του ότι ο εκκαλών δεν προέβαλε παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αντένσταση αναστολής ή διακοπής της παραγραφής των ανωτέρω ανταπαιτήσεών του, η οποία, σύμφωνα με την ίδια ως άνω μείζονα σκέψη, δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, παρά μόνο αρνήθηκε την ύπαρξη της παραγραφής. Ειδικότερα, κάθε μία από τις επιμέρους αυτές ανταπαιτήσεις είχε γεννηθεί και είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη εντός του έτους έκδοσης του αντίστοιχου παραστατικού, καθώς αποδείχθηκε από τις περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκαν οι συμβάσεις πώλησης και υπηρεσιών ότι το τίμημα της κάθε σύμβασης πιστώνονταν για χρονικό διάστημα 30 ημερών από την έκδοση κάθε παραστατικού, έστω και εάν αυτό δεν αναγράφονταν επ` αυτού, καθώς αυτή τη συναλλακτική πρακτική ακολουθούσε ο εκκαλών ( βλ. τα τιμολόγια πώλησης με αριθμούς ….., ….. και ….. όπου ως χρόνος πίστωσης του τιμήματος αναγράφεται αυτός των 30 ημερών). Κατά συνέπεια, α. Για τις ανταπαιτήσεις, που είχαν γεννηθεί και ήταν δυνατή η δικαστική τους επιδίωξη το έτος 2008, η παραγραφή τους άρχισε στις 1/1/2009 και συμπληρώθηκε στις 31/12/2014, β. Για τις ανταπαιτήσεις, που είχαν γεννηθεί και ήταν δυνατή η δικαστική τους επιδίωξη το έτος 2009, η παραγραφή τους άρχισε στις 1/1/2010 και συμπληρώθηκε στις 31/12/2015, γ. Για τις απαιτήσεις, που είχαν γεννηθεί και ήταν δυνατή η δικαστική τους επιδίωξη το έτος 2010, η παραγραφή τους άρχισε στις 1/1/2011 και συμπληρώθηκε στις 31/12/2015, δ. Για τις ανταπαιτήσεις, που είχαν γεννηθεί και ήταν δυνατή η δικαστική τους επιδίωξη το έτος 2011, η παραγραφή τους άρχισε στις 1/1/2012 και συμπληρώθηκε στις 31/12/2017, ε. Για τις ανταπαιτήσεις, που είχαν γεννηθεί και ήταν δυνατή η δικαστική τους επιδίωξη το έτος 2012, η παραγραφή τους άρχισε στις 1/1/2013 και συμπληρώθηκε στις 31/12/2018, και στ. Για τις ανταπαιτήσεις, που είχαν γεννηθεί και ήταν δυνατή η δικαστική τους επιδίωξη το έτος 2014, η παραγραφή τους άρχισε στις 1/1/2015 και συμπληρώθηκε στις 31/12/2020. Εξάλλου, σε παραγραφή έχουν υποπέσει και οι ανταπαιτήσεις του εκκαλούντος από δύο συμβάσεις πώλησης οικοδομικών υλικών το μήνα Ιούνιο του 2014 αντί τιμημάτων 9.230,00 ευρώ και 1.924,45 ευρώ, αντίστοιχα, τα οποία παραδόθηκαν σε οικόπεδο, ιδιοκτησίας της Ιερής Μητρόπολης *** επί της συμβολής των οδών …………. και ………….., αφού η παραγραφή τους άρχισε στις 1/1/2015 και συμπληρώθηκε στις 31/12/2020. Κάνοντας δεκτά τα παραπάνω το Δικαστήριο δεν διαλαμβάνει συλλογιστικό άλμα, δεχόμενο παραγραφή των ως άνω ανταπαιτήσεων χωρίς να διαλάβει αιτιολογία ως προς την ουσιαστική ύπαρξη τους, διότι η κατάφαση της παραγραφής δεν προϋποθέτει αναγκαίως και παραδοχή για την ουσιαστική βασιμότητα αυτών. Και τούτο, διότι αναγκαία στοιχεία για την θεμελίωση της ένστασης παραγραφής είναι μόνον η δήλωση του ενιστάμενου ότι προτείνει την παραγραφή και η διαδρομή του χρόνου αυτής, και όχι και η ύπαρξη της σχετικής αξίωσης, ενώ και σε περίπτωση που το δικαστήριο δεχόταν ύπαρξή της, θα επρόκειτο για πλεοναστική κρίση, που δεν θα στήριζε αναγκαίως, ως προδικαστικό ζήτημα, κατά την έννοια του άρθρου 331 του ΚΠολΔ, το διατακτικό της απόφασης, αφού στην ίδια απορριπτική κρίση θα κατέληγε το δικαστήριο είτε εξέταζε είτε όχι την ύπαρξη της αξίωσης ( βλ. ΑΠ 1536/2022, ΑΠ 777/2022, ΑΠ 1329/2001 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την υπό στοιχείο III μείζονα σκέψη ο εκκαλών προτείνει απαραδέκτως τις ανωτέρω ανταπαιτήσεις σε συμψηφισμό με την απαίτηση του εφεσιβλήτου για δεδουλευμένα μισθώματα κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2015 έως και το μήνα Ιούλιο του έτους 2020, αφού σύμφωνα με το άρθρο 52 εδαφ. α’ του ν. δ/τος 496/1974 είναι ανεπίδεκτες συμψηφισμού και δεν χωρεί αναλογική εφαρμογή του άρθρου 443 του ΑΚ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε τον συμψηφισμό των ως άνω ανταπαιτήσεών του με άλλη αιτιολογία, ήτοι ότι η πρότασή του ως θεμελιούμενη στο άρθρο 443 του ΑΚ δεν προτάθηκε παραδεκτώς, διότι προτάθηκε ενώπιον του το πρώτον με την προσθήκη, δεν έσφαλε κατ` αποτέλεσμα. Ενόψει δε της υπαγωγής από το Δικαστήριο στις ως άνω ορθές διατάξεις, οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 591 παρ.1περ.δ’ του ΚΠολΔ και άρθρου 443 του ΑΚ ως προς τις ανταπαιτήσεις αυτές προβάλλονται αλυσιτελώς και πρέπει να απορριφθούν.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι: 1. Στις 31/1/2015 ο εκκαλών απέστειλε για τεχνικές εργασίες στο Ορφανοτροφείο δύο (2) γερανούς, αντί αμοιβής {(50,00 ευρώ x 2=)100,00 ευρώ + 23,00 ευρώ για Φ.Π.Α. εκ 23%=} 123,00 ευρώ, κατόπιν συμφωνίας με το εφεσίβλητο, το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει την αμοιβή (βλ. το υπ’ αριθμ. …./31-1-2015 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών). 2) Στις 28/2/2015 ο εκκαλών απέστειλε για τεχνικές εργασίες στο Ορφανοτροφείο ένα (1) γερανό, αντί αμοιβής 50,00 ευρώ + 11,50 ευρώ για Φ.Π.Α. εκ 23%=) 61,50 ευρώ, κατόπιν συμφωνίας με το εφεσίβλητο, το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει την αμοιβή (βλ. το υπ’ αριθμ. …./28-2-2015 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών). 3) Στις 31/3/2015 ο εκκαλών απέστειλε για τεχνικές εργασίες στο Ορφανοτροφείο δύο (2) γερανούς, αντί αμοιβής {(50,00 ευρώ x 2=)100,00 ευρώ + 23,00 ευρώ για Φ.Π.Α. εκ 23%=} 123,00 ευρώ, κατόπιν συμφωνίας με το εφεσίβλητο, το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει την αμοιβή (βλ. το υπ’ αριθμ. …./31-3-2015 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών). 4) Στις 25/11/2015 ο εκκαλών απέστειλε για τεχνικές εργασίες στον Ιερό Ναό ………… τέσσερις (4) γερανούς, αντί αμοιβής {(50,00 ευρώ x 4=) 200,00 ευρώ + 46,00 ευρώ για Φ.Π.Α. εκ 23%=} 246,00 ευρώ, κατόπιν συμφωνίας με το εφεσίβλητο, το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει την αμοιβή (βλ. το υπ’ αριθμ. …./25-11-2015 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών). 5) Στις 25/11/2015 ο εκκαλών πώλησε και παρέδωσε στο εφεσίβλητο 30 σακιά άμμο big bag αντί συνολικού τιμήματος 853,80 ευρώ ( αξίας 28,46 ευρώ το ένα), 47 σακιά τσιμέντα Μ 50kg αντί συνολικού τιμήματος 278,71 ευρώ ( αξίας 5,93 ευρώ το ένα), 4 σακιά μάρμαρο αντί συνολικού τιμήματος 8,00 ευρώ ( αξίας 2,00 ευρώ το ένα) και 3 σακιά ασβέστη, αντί συνολικού τιμήματος 7,32 ευρώ ( αξίας 2,44 ευρώ το ένα), ήτοι εμπορεύματα συνολικής αξίας (1.147,83 ευρώ + 264,00 ευρώ για Φ.Π.Α εκ 23%=) 1.411,83 ευρώ ( βλ. το υπ’ αριθμ. …./25-11-2015 τιμολόγιο πώλησης αγαθών), 6) Στις 30/11/2016 ο εκκαλών πώλησε και παρέδωσε στο εφεσίβλητο 37 κυβικά μέτρα άμμο αντί συνολικού τιμήματος 925,00 ευρώ (αξίας 25,00 ευρώ το κυβικό μέτρο), 75 σακιά τσιμέντα Μ 50kg αντί συνολικού τιμήματος 444,75 ευρώ ( αξίας 5,93 ευρώ το ένα), 6 σακιά μάρμαρο big bag αντί συνολικού τιμήματος 330,00 ευρώ (αξίας 55,00 ευρώ το ένα), 260 σακιά ασβέστη, αντί συνολικού τιμήματος 634,40 ευρώ ( αξίας 2,44 ευρώ το ένα) και 2 σακιά άμμο big bag αντί συνολικού τιμήματος 56,92 ευρώ ( αξίας 28,46 ευρώ το ένα), ήτοι εμπορεύματα συνολικής αξίας (2.391,07 ευρώ + 573,86 ευρώ για Φ.Π.Α εκ 23%=) 2.964,93 ευρώ ( βλ. το υπ’ αριθμ. ……/30-11-2016 τιμολόγιο πώλησης αγαθών), και. 7) Στις 31/5/2017 ο εκκαλών πώλησε και παρέδωσε στο εφεσίβλητο 6 κυβικά μέτρα άμμο αντί συνολικού τιμήματος 150,00 ευρώ ( αξίας 25,00 ευρώ το κυβικό μέτρο), 17 σακιά τσιμέντα Μ 50kg αντί συνολικού τιμήματος 100,81 ευρώ ( αξίας 5,93 ευρώ το ένα), 1 σακί ασβέστη big bag αντί τιμήματος 65.00 ευρώ, 3 σακιά κόλλες Κ-50 αντί συνολικού τιμήματος , 29,28 ευρώ (αξίας 9,76 ευρώ το ένα) και 2 σακιά τσιμέντα λευκά 25kg αντί συνολικού τιμήματος 16,20 ευρώ (αξίας 8,10 ευρώ το ένα), ήτοι εμπορεύματα συνολικής αξίας (361,29 ευρώ + 86,71 ευρώ για Φ.Π.Α εκ 23%=) 448,00 ευρώ ( βλ. το υπ’ αριθμ. …../31-5-2017 τιμολόγιο πώλησης αγαθών), Κάθε ένα από τα ως άνω τιμήματα και αμοιβές, συνολικού ύψους 5.378,26 ευρώ, πιστώθηκε για χρονικό διάστημα 30 ημερών από την έκδοση του αντίστοιχου παραστατικού (οπ.π.) Το εφεσίβλητο δεν αρνείται την κατάρτιση των ως άνω συμβάσεων και την εκτέλεσή τους. Αρνείται, όμως, ότι υφίσταται οφειλή λόγω εξόφλησης των ως άνω τιμημάτων και αμοιβών. Πέρα, όμως, από την αόριστη επίκλησης εξόφλησης των παραπάνω ανταπαιτήσεων του εκκαλούντος κατά αυτού και την αόριστη κατάθεση του ……….. περί μη οφειλής στην ένορκη βεβαίωσή του, το εφεσίβλητο δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό του περί ανυπαρξίας της οφειλής λόγω εξόφλησης, προσκομίζοντας νομίμως με επίκληση κάποιο σχετικό έγγραφο, όπως λ.χ. μία έγγραφη απόδειξη του εκκαλούντος ή σχετική καταχώρησή του στα βιβλία της οικονομικής υπηρεσίας του, δοθέντος του ότι πρόκειται για ν.π.δ.δ. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ως άνω ανταπαιτήσεις του εκκαλούντος δεν έχουν εξοφληθεί. Προτείνονται δε παραδεκτώς από αυτόν σε συμψηφισμό, καθώς, όπως ήδη προεκτέθηκε, είναι ομοειδείς και αμοιβαίες με την απαίτηση του εφεσιβλήτου για μισθώματα, είναι ληξιπρόθεσμες και δεν έχουν υποπέσει, σύμφωνα με την υπό στοιχείο III μείζονα σκέψη της παρούσας, σε παραγραφή, διότι από τη λήξη του έτους κατά το οποίο γεννήθηκαν και ήταν δυνατή η δικαστική τους επιδίωξη (για τις απαιτήσεις του έτους 2015 από 1/1/2016, για τις απαιτήσεις του έτους 2016 από τις 1/1/2017 και για τις απαιτήσεις του έτους 2017 από 1/1/2018) έως και την άσκηση της με ΓΑΚ ……/ΕΑΚ …./2021, που κατατέθηκε στις 21-4-2021 και επιδόθηκε στο εφεσίβλητο στις 23/4/2021 δεν είχε παρέλθει πενταετία (για τις απαιτήσεις του έτους 2015 η παραγραφή συμπληρώνεται στις 31/12/2021 χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αναστολή λόγω της πανδημίας του covid-19 σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74 παρ.1 του ν. 4600/2020 και του άρθρου 83 παρ.1 του ν. 4790/2021, διότι, όπως προεκτέθηκε, δεν προτάθηκε παραδεκτώς από τον εκκαλούντα αντένσταση με αυτό το περιεχόμενο, για την απαίτηση του έτους 2016 η παραγραφή συμπληρώνεται στις 31/12/2022 και για την απαίτηση του έτους 2017 στις 31/12/2023). Κατά συνέπεια, η ένσταση συμψηφισμού του εκκαλούντος είναι εν μέρει ουσία βάσιμη και πρέπει να αφαιρεθεί από το ποσό της οφειλής του προς το εφεσίβλητο από μισθώματα το ποσό των 5.378,26 ευρώ, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 422 του AK, καταλογίζεται στα αρχαιότερα οφειλομένα μισθώματα των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του έτους 2015, του μηνός Ιανουαρίου 2016 ( από 932,40 ευρώ το μήνα) και εν μέρει ( 716,26 ευρώ) του μηνός Φεβρουαρίου του ιδίου ως άνω έτους, καθώς ο καταλογισμός, στον οποίο προβαίνει με την προσθήκη του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ο εκκαλών, αποτελεί ανεπίτρεπτη συμπλήρωση της ανακοπής του. Ο ισχυρισμός του εφεσιβλήτου ότι ο εκκαλών δεν δικαιούται να προτείνει τις ως άνω ανταπαιτήσεις σε συμψηφισμό κατά της απαίτησής του, διότι αυτό ως ν.π.δ.δ. υπάγεται στο Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι και αληθής υποτιθέμενη η υπαγωγή του εφεσιβλήτου στον ΚΕΔΕ, οι ανταπαιτήσεις του εκκαλούντος προτείνονται στο πλαίσιο δίκης με την οποία το εφεσίβλητο επιδιώκει την τελεσίδικη αναγνώριση και καταψήφιση της απαίτησής του από μισθώματα κατά του εκκαλούντα ως οφειλέτη του. Συνεπώς, ο τελευταίος δικαιούται να προτείνει σε συμψηφισμό ανταπαιτήσεις του κατά του δανειστή εφεσιβλήτου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 440 και 442 του ΑΚ {βλ. ΑΠ 782/2014 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» υπό το καθεστώς του άρθρου 83 παρ. 4 και μετέπειτα παρ. 7 του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ισχύοντος ΚΕΔΕ (ν. 356/1974)}.

Ενόψει των παραπάνω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατά την έρευνα του δεύτερου, επικουρικού, σκέλους του πρώτου λόγου της ανακοπής δέχθηκε ότι δεν δύναται ελλείψει αμοιβαιότητας να προταθούν σε συμψηφισμό οι απαιτήσεις του εκκαλούντος από συμβάσεις πώλησης αγαθών για τις οποίες εκδόθηκαν τα υπ` αριθμ. …../22-9-2009, …../28-2-2011, …../31-3-2011, …../29-2-2016 και …../30-6-2016 τιμολόγια για πώληση αγαθών και από συμβάσεις για παροχή υπηρεσιών, για τις οποίες εκδόθηκαν τα υπ` αριθμ. …./6-6-2016, …./7-6-2016, …./13-6-2016 και …../16-6-2016 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, συνολικού ποσού 6.398,80 ευρώ, καθώς και από συμβάσεις πώλησης οικοδομικών υλικών, συνολικής αξίας 4.619,20 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα από 6/12/2010 έως 15/2/2012 δεν έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Ούτε έσφαλε κάνοντας δεκτό ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών διατηρεί ανταπαίτηση κατά του εφεσιβλήτου από εξόφληση του ΕΕΤΗΔΕ και του ΕΕΤΑ για τα έτη 2011, 2012 και 2013 και ότι καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις πώλησης αγαθών στις 22 και 23/7/2016. Επίσης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε κατ` αποτέλεσμα, κάνοντας δεκτό κατόπιν σχετικού ισχυρισμού του εφεσιβλήτου ότι έχουν υποπέσει σε παραγραφή οι ανταπαιτήσεις του εκκαλούντος κατά αυτού από τις συμβάσεις πώληση αγαθών και παροχής υπηρεσιών για τις οποίες εκδόθηκαν τα υπ’ αριθμ. …../30-6-2008, …../30-6-2008, …../30-6-2008, …../30-8-2008, …../30-9-2008, …./31-10-2008, …../29-11-2008, …../29-11-2008, …../31-12-2008, …../31-12-2009, …./30-5-2009, …./31-7-2009, …./31-8-2009, …./30-9-2009, …./30-11-2009, …../31-12-2009, …./31-12-2009, …../14-1-2010, …./30-1-2010, …../30-6-2010, …../28-2-2011, …./29-4-2011, …./31-5-2011, …../30-6-2011, …./30-7-2011, …./30-12-2011, …../3-1-2012, …../29-5-2012, …../30-6-2012, …./20-7-2012, …./30-11-2012, …../30-3-2013, …../29-6-2013, …../30-7-2013, …../30-8-2013, …../31-10-2013, …../30-11-2013, …../30-11-2013, …./31-1-2014, …../28-2-2014, …../31-3-2014, …../30-4-2014, …../31-5-2014, ……/30-6-2014, …../30-9-2014, …../29-11-2014 και …../31-12-2014 και τα υπ’ αριθμ. …./30-4-2013, …./29-6-2013, …./30-7-2013, …./30-8-2013, …./31-10-2013, …./30-11-2013, …./31-1-2014, …/28-2-2014, …./31-3-2014, …../30-4-2014, …./30-4-2014, …./31-5-2014 και …/30-9-2014, μολονότι εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 250 περ.1 του ΑΚ, αντί τις ορθές, σύμφωνα με την υπό στοιχείο III μείζονα σκέψη της παρούσας, διατάξεις των άρθρων 48 και 49 του ν.δ/τος 496/1974, παραβιάζοντας και τη διάταξη του άρθρου 253 του ΑΚ, που εφαρμόζεται στις παραγραφές, που προβλέπει το άρθρο 250 του ΑΚ, καθώς υπολόγισε την έναρξη της παραγραφής από την ημέρα έκδοσης κάθε τιμολογίου ως ημέρα γέννησης της κάθε επιμέρους απαίτησης και όχι από τη λήξη του έτους, που αυτή είχε γεννηθεί και είχε καταστεί δικαστικώς επιδιώξιμη. Αντιθέτως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε κάνοντας δεκτό ότι δεν αποδείχθηκε ότι είχε καταρτισθεί μεταξύ των διαδίκων, στις 31/5/2017, σύμβαση πώλησης οικοδομικών υλικών για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ……/31-5-2017 τιμολόγιο πώλησης αγαθών. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο σχετικός λόγος της υπό κρίση έφεσης περί πλημμελούς εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού.

Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε κάνοντας δεκτό ότι έχουν υποπέσει σε παραγραφή οι ανταπαιτήσεις του εκκαλούντος από τις συμβάσεις πώλησης οικοδομικών υλικών και παροχής υπηρεσιών που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων τα έτη 2015 και 2016 και για τις οποίες εκδόθηκαν τα τιμολόγια πώλησης με αριθμούς …../25-11-2015 και ……/30-11-2016 και τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών με αριθμούς …./31-1-2015, …./28-2-2015, …./31-3-2015 και ……/25-11-2015, υπαγάγοντας τα επικαλούμενα από το εφεσίβλητο πραγματικά περιστατικά προς θεμελίωση του ισχυρισμού του περί παραγραφής και το σχετικό αίτημά του στο άρθρο 250 αρ. του ΑΚ, αντί στις ορθές, όπως προεκτέθηκε, διατάξεις των άρθρων 48 και 49 του ν.δ/τος 496/1974, παραβιάζοντας ταυτόχρονα υπό την ως άνω εσφαλμένη υπαγωγή τη διάταξη του άρθρου 253 του ΑΚ, αφού υπολόγισε το χρόνο παραγραφής με εναρκτήριο σημείο την ημερομηνία έκδοσης κάθε τιμολογίου ως ημέρα γέννησης της αντίστοιχης αξίωσης (οπ.π.).

Ο εκκαλών παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμες λόγω παραγραφής τις απαιτήσεις του για τα έτη 2014, 2015, 2016 και τις απαιτήσεις του από τις συμβάσεις πώλησης με τον τότε Μητροπολίτη *** κατά παράβαση των άρθρων 250 αρ.1 και 253 του ΑΚ, διότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της παραγραφής, καθώς δεν είχε παρέλθει πενταετία από το χρόνο κατά τον οποίο γεννήθηκε κάθε μία από τις ως άνω απαιτήσεις του, που πρότεινε σε συμψηφισμό, και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Ο ισχυρισμός αυτός όσον αφορά της απαιτήσεις του εκκαλούντος για τα έτη 2014 είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς, όπως προεκτέθηκε, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς κατ` αποτέλεσμα δέχθηκε ότι έχουν παραγραφεί υπό την ορθή υπαγωγή τους στις διατάξεις των άρθρων 48 και 49 του ν.δ/τος 496/1974. Όσον αφορά τις απαιτήσεις του έτους 2016 ο λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος ως προς τις επικαλούμενες απαιτήσεις από συμβάσεις, που φέρονται να καταρτίστηκαν στις 22 και 23/7/2016 και τις απαιτήσεις από τις συμβάσεις πώλησης με τον τότε Μητροπολίτη ***, καθώς στηρίζεται σε ανύπαρκτη προϋπόθεση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις μεν πρώτες, διότι δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική τους βασιμότητα και όχι λόγω παραγραφής, για τις δε δεύτερες δέχθηκε ότι δεν μπορούν να προταθούν σε συμψηφισμό ελλείψει αμοιβαιότητας.

Όσον αφορά τις απαιτήσεις του εκκαλούντος για το έτος 2015 και τις λοιπές απαιτήσεις για το έτος 2016, για τις οποίες εκδόθηκαν τα τιμολόγια πώλησης με αριθμούς …../25-11-2015 και ……/30-11-2016 και τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών με αριθμούς …./31-1-2015, …./28-2-2015, …./31-3-2015 και …../25-11-2015, ο εκκαλών δεν παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή του για εσφαλμένη υπαγωγή των απαιτήσεών του στη διάταξη του άρθρου 250 αρ.1 του ΚΠολΔ αντί στις ορθές διατάξεις των άρθρων 48 και 49 του ν/δ/τος 496/1974. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη ότι με την έφεσή του ο εκκαλών παραπονείται ουσιαστικώς για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί παραγραφής επικαλούμενος παραβίαση των άρθρων 250 αρ.1 και 253 του ΑΚ, πρέπει ο σχετικός λόγος της έφεσης να γίνει εν μέρει δεκτός ως ουσία βάσιμος προς το σκοπό λυσιτελούς προστασίας, δεδομένου του ότι ναι μεν οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι και καθορίζουν με το περιεχόμενό τους το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης υπό την έννοια ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεσμεύεται από τα παράπονα του εκκαλούντος και δεν μπορεί να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση εάν διαπιστώσει σφάλμα για το οποίο αυτός δεν παραπονείται με σχετικό λόγο έφεσης ( άρθρα 529 παρ.1 και 522 του ΚΠολΔ), πλην όμως :1. Οι διατάξεις των άρθρων 250 αρ.1 και 253 του ΑΚ και των άρθρων 48 και 49 του ν.δ/τος 496/1974 ταυτίζονται κατά περιεχόμενο και συνεπάγονται παραγραφή των αξιώσεων, στις οποίες εφαρμόζονται, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, ήτοι με τη συμπλήρωση πενταετίας από τη λήξη του (οικονομικού) έτος εντός του οποίου γεννήθηκαν και κατάστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες αυτές, και. 2. Σε περίπτωση εσφαλμένου νομικού χαρακτηρισμού από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δύναται να προσδώσει στην ένσταση τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό κρίνοντας τη νομική ή μη βασιμότητά της, εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για την ουσιαστική της βασιμότητα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία, επιπροσθέτως η επικαλούμενη από τον εκκαλούντα παραβίαση των άρθρων 250 αρ.1 και 253 του ΚΠολΔ ταυτίζεται με την διαπιστωθείσα από το Δικαστήριο παραβίαση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο των άρθρων 48 και 49 του ν.δ/τος 496/1974.

Τέλος, με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της με ΓΑΚ ……/ΕΑΚ …../21-4-2021 ανακοπής του ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το εφεσίβλητο ασκεί καταχρηστικώς τα δικαιώματά του για απόδοση του μισθίου και πληρωμή των δεδουλευμένων μισθωμάτων για το χρονικό διάστημα από το μήνα Σεπτέμβριου του έτους 2015 έως και το μήνα Ιούλιο του έτους 2020, διότι λόγω της μακρόχρονης αδράνειάς του να τα ασκήσει σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν του έχει εξοφλήσει τις οφειλές του από τα επίδικα τιμολόγια πώλησης και παροχής υπηρεσιών δημιουργήθηκε σε αυτόν (εκκαλούντα) η εύλογη πεποίθηση ότι το εφεσίβλητο προέβη σε εν τοις πράγμασι συμψηφισμό των εκατέρωθεν απαιτήσεών τους και ότι δεν θα ασκήσει τα δικαιώματά του από την εν θέματι σύμβαση μίσθωσης, έτσι ώστε η άσκηση των ως άνω δικαιωμάτων να συνεπάγεται επαχθείς οικονομικές συνέπειες για αυτόν, καθώς θέτει σε κίνδυνο την επαγγελματική υπόσταση της επιχείρησής του, που στεγάζεται στο μίσθιο. Με το ως άνω περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι, σύμφωνα με την προεκτεθείσα υπό στοιχείο IV μείζονα σκέψη, απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου χωρίς την επίκληση άλλων ειδικών περιστάσεων ή συνθηκών από προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου δεν αρκεί για να θεμελιώσει το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, όπως και δεν αρκούν οι οικονομικές συνέπειες για τον υπόχρεο εξαιτίας της αδράνειας του δικαιούχου. Η επίκληση της υπερημερίας του εφεσίβλητου ως υπόχρεου απέναντι στον εκκαλούντα, χωρίς την επίκληση και άλλων πραγματικών περιστατικών, που να υποδηλώνουν διάθεση εκ μέρους του διά των αρμοδίων οργάνων του για παραίτηση από τη διεκδίκηση του μισθίου και των δεδουλευμένων μισθωμάτων και άφεσης της οφειλής τους, δεν αποτελεί προηγούμενη συμπεριφορά, που σε συνδυασμό με την αδράνειά του να θεμελιώνει καταχρηστική συμπεριφορά του κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, καθώς δεν αναιρεί αυτή καθ` εαυτή τη δυνατότητα να επιδιώξει την άσκηση των δικαιωμάτων του ως δανειστή. Εξάλλου, ο εκκαλών δεν επικαλέστηκε πραγματικά περιστατικά, όπως λ.χ. απόπειρες εξόφλησης της οφειλής του από τα μισθώματα, ώστε κατόπιν στάθμισης των συμφερόντων των διαδίκων μερών, να θεμελιώνονταν υποχρέωση του εφεσιβλήτου να ανεχθεί μία εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του και να μην έχει συμφέρον για τη δικαστική επιδίωξη των επίδικων αξιώσεών του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με παρόμοια αιτιολογία απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής πρωτίστως ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του άρθρου 281 του ΑΚ. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της υπό κρίση έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του. Ο εκκαλών με την έφεσή του προκειμένου να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος επικαλείται έλλειψη πλήρους κυριότητας του εφεσιβλήτου επί του μισθίου και δόλιας απόκρυψης του γεγονότος αυτού από αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται απαραδέκτως το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου, καθώς δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, αφού η δόλια απόκρυψη δεν αποδεικνύεται εγγράφως ή με ομολογία, μπορούσε δε να προταθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, καθώς ο εκκαλών στην έφεσή του (σελ. 9) συνομολογεί ότι ο τότε Μητροπολίτης ……… του είχε εκθέσει τα προβλήματα, που αντιμετώπιζε το εφεσίβλητο από τη διεκδίκηση του μισθίου από άλλα νομικά πρόσωπα. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την υπό στοιχείο I μείζονα σκέψη της παρούσας, ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς η τυχόν έλλειψη κυριότητας στο πρόσωπο του εκμισθωτή επαγγελματικής στέγης δεν επηρεάζει άνευ ετέρου την ισχύ της σύμβασης μίσθωσης και τα δικαιώματα των εκμισθωτή, μη κυρίου, από αυτή. Με το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου ο εκκαλών βάλλει κατά της επάλληλης αιτιολογίας της εκκαλουμένης, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμος ο ισχυρισμός του περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Η έρευνα του σκέλους, όμως, αυτού παρέλκει μετά την απόρριψη του πρώτου σκέλους του λόγου έφεσης, καθώς η κύρια αιτιολογία, με την οποία απορρίφθηκε ο ισχυρισμός ως μη νόμιμος, στηρίζει επαρκώς το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης.

Κατόπιν τούτων, αφού έγιναν εν μέρει δεκτοί ως βάσιμοι οι λόγοι της έφεσης περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων περί παραγραφής, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή και στην ουσία και να εξαφανισθεί για λόγους συνάφειας η εκκαλουμένη υπ` αριθμ. 445/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Μισθώσεων-Περιουσιακών Διαφορών) στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να επιστραφεί, κατ` άρθρο 495 παρ. 3Γ του ΚΠολΔ, στον εκκαλούντα το παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που κατέβαλε κατά την άσκησή της. Περαιτέρω, αφού κρατηθεί η με ΓΑΚ ……/ΕΑΚ …../21-4-2012 ανακοπή να δικασθεί από το Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ), πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή, απορριπτομένων του κύριου σκέλους του πρώτου λόγου και του δεύτερου λόγου της και γενομένου εν μέρει δεκτού ως ουσία βάσιμου του επικουρικού σκέλους του πρώτου λόγου της. Στην συνέχεια, πρέπει να ακυρωθεί εν μέρει η υπ’ αριθμ. 7236/2020 διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων κατά το ποσό των 5.378,26 ευρώ, περιοριζόμενου του κεφαλαίου της επιδικασθείσας απαίτησης στο ποσό των 49.633,34 ευρώ για υπόλοιπο μίσθωμα του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2016 ( ποσό 216,14 ευρώ) και μισθώματα για το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάρτιο του έτους 2016 έως και το μήνα Ιούλιο του έτους 2020 ( 932,40 ευρώ κάθε μηνιαίο μίσθωμα). Επίσης πρέπει η ως ανακοπτόμενη διαταγή απόδοση και πληρωμής μισθωμάτων να επικυρωθεί ως προς τις διατάξεις για επιδίκαση του ποσού των 49.633,34 ευρώ και για απόδοση του μισθίου. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων λόγω δυσχερούς ερμηνείας των διατάξεων, που εφαρμόστηκαν στην παρούσα υπόθεση (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία την από 19/6/2023 έφεση με ΓΑΚ ……/3-7-2023 και ΕΑΚ ……/3-7-2023 κατά της υπ` αριθμ. 445/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Μισθώσεων-Περιουσιακών Διαφορών).

- ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του παράβολου, ποσού εκατό (100) ευρώ, με κωδικό αριθμό e-παραβόλου***.

-ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ` αριθμ. 445/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Μισθώσεων-Περιουσιακών Διαφορών).

-ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 20/4/2021 με ΓΑΚ ……./21-4-2021 και ΕΑΚ …../21-4-2021 ανακοπή κατά της υπ’ αριθμ. 7136/2020 διαταγής απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι έκρινε απορριπτέο.

-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανακοπή.

-ΑΚΥΡΩΝΕΙ εν μέρει την υπ’ αριθμ. 7136/2020 διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το ποσό των πέντε χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (5.378,26), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

-ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την ως άνω διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων ως προς τη διάταξη για απόδοση του μισθίου και κατά το υπόλοιπο επιδικασθέν για μισθώματα ποσό σαράντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων τριάντα τριών ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (49.633,34), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε δημόσια, έκτακτη, συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2024.

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.