ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΑΠ 1134/2022
Αριθμός Απόφασης : 1134
'Ετος : 2022
Δικαστήριο : Άρειος Πάγος


Αριθμός 1134/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη - Εισηγητή, Χρήστο Τζανερρίκο και Γεώργιο Χριστοδούλου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥΣΑΣ" που εδρεύει στην Πετρούσα Προσοτσάνης Δράμας και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Στυλίδη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Δήμου Προσοτσάνης Δράμας, που εδρεύει στην Προσοτσάνη Δράμας και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Ευθυμιάδη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/7/2016 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Δράμας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 16/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 54/2018 του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 22/8/2018 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη από 22-8-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία 54/2018 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, η οποία δέχθηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την έφεση που είχε ασκήσει ο αναιρεσίβλητος Δήμος Προσότσανης κατά της 16/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Δράμας. Με την τελευταία απόφαση είχε γίνει δεκτή η από 19-7-2016 διεκδικητική αγωγή του αναιρεσείοντος, είχε αναγνωριστεί η κυριότητα του υπ' αυτού εκπροσωπούμενου παρεκκλησίου επί του περιγραφόμενου ακινήτου και είχε διαταχθεί ο αναιρεσίβλητος στην απόδοσή του. Μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης ως άνω απόφασης, το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνας που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις (ΑΠ 1223/2015, ΑΠ 659/2015). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Ειδικότερα, στην περίπτωση που με την προσβαλλόμενη απόφαση η αγωγή απορρίφθηκε ως μη θεμελιούμενη στο νόμο, αποδίδεται, δε, στο δικαστήριο της ουσίας, παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, είτε με ψευδή ερμηνεία, γιατί προσέδωσε στον κανόνα δικαίου που εφάρμοσε έννοια διαφορετική από την αληθινή ή μη αρμόζουσα ή έννοια περιορισμένη ή στενή, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή, επειδή δεν εφάρμοσε κανόνα δικαίου ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του είτε εφάρμοσε αυτόν μολονότι αυτές δεν συνέτρεχαν (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006), ο Άρειος Πάγος ελέγχει τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή αν σωστά απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη (ΟλΑΠ 27 και 28/1998). Ο αναιρετικός αυτός έλεγχος γίνεται με βάση την κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 120/2015, ΑΠ 529/2015). Η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, που προβλέπεται ως λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο την αιτίαση ότι, η αγωγή, επί της οποίας έκρινε, σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό, το δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ συνέβαινε το αντίθετο σύμφωνα με το συγκεκριμένο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 28/1998). Ο λόγος αυτός μπορεί, επίσης, να δημιουργηθεί και από την εσφαλμένη εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, το οποίο παραδεκτά ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, ήτοι αν το δικαστήριο της ουσίας ζήτησε περισσότερα ή αρκέστηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο περιστατικά, τα οποία περιέχονταν στην αγωγή (ΑΠ 231/2004) και συνεπεία της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που αποδίδεται, οδηγήθηκε σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης, μολονότι με την παράλειψη του σφάλματος, θα έπρεπε να δεχθεί ότι η αγωγή ήταν νόμιμη. Επί τουρκοκρατίας, υπό το κράτος του οθωμανικού δικαίου, το οποίο αγνοούσε την έννοια του νομικού προσώπου, οι χριστιανικές εκκλησίες (Ναοί) εν γένει δεν αναγνωρίζονταν ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αναγνωρίζονταν όμως de facto ως περιουσιακές ολότητες (universitas bonorum), προορισμένες για την εξυπηρέτηση του θρησκευτικού και φιλανθρωπικού σκοπού τους, των οποίων τη διαχείριση, ως επί ιδίου πράγματος, ασκούσαν, κατά τα παραχωρηθέντα από το Σουλτάνο προνόμια του Γένους, οι κατά τόπους αρχές με επιτρόπους της Ορθόδοξης Κοινότητας υπό την προεδρία του Επιχωρίου Επισκόπου, μέσω δε την προνομίων αυτών, τα οποία επικυρώθηκαν και με τα Σουλτανικά Διατάγματα του Χάρτι-σερίφ του 1839 και Χάττι-Χουμαγκούν της 18 Φεβρουαρίου 1856, οι υποθέσεις των χριστιανικών καθιδρυμάτων υπάγονταν στη δικαιοδοσία των Πατριαρχικών Δικαστηρίων, που εφάρμοζαν τους Βυζαντινούς νόμους, οι οποίοι χρησίμευαν ως νόμοι του Ελληνικού Έθνους. Η αφιερωμένη περιουσία σε εκκλησιαστικά καθιδρύματα μη Μουσουλμανικών θρησκειών, ανήκε στην κατηγορία των εξαιρετικών βακουφιών (μουστεστά) και η διοίκησή της ρυθμιζόταν από την αφιερωτήρια πράξη ή από τη συνήθεια που από παλιά κρατούσε. Την πραγματική αυτή κατάσταση που υπήρχε στις Νέες Χώρες κατά το χρόνο της απελευθέρωσής τους από την Ελλάδα, αναγνώρισε και ο Έλληνας Νομοθέτης προνοώντας για την εξασφάλιση των περιουσιών αυτών, που ήταν ταγμένες για τους προαναφερθέντες θρησκευτικούς και φιλανθρωπικούς, καθώς και άλλους ηθικούς και κοινωνικούς σκοπούς. Με το άρθρο 2 παρ. 1 και 4 του Ν. 147/1914 "περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας", στις χώρες που τέως διατελούσαν υπό την άμεση κυριαρχία του Οθωμανικού Κράτους εισήχθη, υπό τους παρατιθέμενους όρους, στο σύνολό της η ισχύουσα στην Ελλάδα αστική νομοθεσία, επομένως και το οριζόμενο στο από 23.2.1835 ΒΔ αστικό (βυζαντινορωμαϊκό) δίκαιο και η νεοελληνική αστική νομοθεσία. Εξ άλλου, με το Ν. 2508/1920 "περί εξακριβώσεως και διαχειρίσεως των περιουσιών και πόρων των εν Νέαις Χώραις από Τουρκοκρατίας Χριστιανικών κοινοτήτων", ορίζεται, στο άρθρο 3 παρ. 1, η διάκριση των περιουσιών των οποίων τη διαχείριση είχαν οι κατά το άρθρο 1 του ιδίου νόμου, οι από τουρκοκρατίας στις Νέες Χώρες υφιστάμενες Ορθόδοξες Χριστιανικές Κοινότητες, οι οποίες καταργούνται αυτοδικαίως με τη διάταξη αυτή. Μεταξύ των κατηγοριών περιλαμβάνονται και οι ενοριακές περιουσίες (περ. β'), όπως χαρακτηρίζονται οι περιουσίες των εν ενεργεία ιερών ναών, εφόσον οι πρόσοδοι αυτών διατίθεντο για τις δαπάνες τους, όπως και τα ακίνητα αυτών που χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των ιερών ναών. Στο άρθρο 3 παρ. 6 του νόμου αυτού ορίζεται ότι "ακίνητα, ων την διαχείρησιν ως επί ιδίων πραγμάτων είχαν επί τουρκοκρατίας αι αρχαί και επιτροπαί των Ορθοδόξων Κοινοτήτων ή των εν αυταίς υπαγόμενων επί μέρους ιδρυμάτων, εν οίς προδήλως περιλαμβάνονται και οι παντός είδους Ιεροί Ναοί, και νομικών προσώπων και ων οι πρόσοδοι διετίθεντο προς εξυπηρέτησιν τινός των εν παραγ. 1 του παρόντος άρθρου μνημονευμένων σκοπών, εν οις και η συντήρησης εκκλησιών, αναγνωρίζονται ως νομίμως κεκτημένη περιουσία και εάν οι τίτλοι αυτών φέρονται αναγεγραμμένοι επ' ονόματι ιδιωτών ή εμφιλοχωρεί ακυρότης κτήσεως κατά τον οθωμανικόν νόμον, εν ελλείψει ικανότητας προς κτήσιν παρά τω κτησαμένω προσώπω, είτε δια την μη τήρησιν των νομίμων διατυπώσεων κατά την μεταβίβασιν", ενώ στο άρθρο 5 παρ. 1 ότι " οι κατά το εδ. β' της παρ. 1 του άρθρου 3 ενοριακαί περιουσίαι, παραμένουσι ως περιουσίαι των κατά τον νόμον περί ενοριών οργανωμένων ενοριακών ναών". Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 του ν. 2508/1920, τα ακίνητα των οποίων τη διαχείριση, ως πραγμάτων που ανήκουν σ' αυτές, είχαν, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι αρχές και επιτροπές των ορθόδοξων κοινοτήτων ή των επί μέρους ιδρυμάτων που υπάγονταν σ' αυτές, στα οποία, όπως είναι φανερό, περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους Ιεροί Ναοί, ή των νομικών προσώπων, των οποίων ακινήτων τις προσόδους οι ανωτέρω αρχές, επιτροπές, ιδρύματα και νομικά πρόσωπα διέθεταν για την εξυπηρέτηση κάποιου από τους σκοπούς που μνημονεύονται στον νόμο αυτό, αναγνωρίζονται ως περιουσίες τους που έχουν αποκτηθεί νομίμως, και αν ακόμα οι τίτλοι τους έχουν εκδοθεί στο όνομα ιδιωτών ή αν εμφιλοχωρεί κάποια ακυρότητα κτήσης κατά τον Οθωμανικό Νόμο, είτε λόγω έλλειψης ικανότητας κτήσης κυριότητας είτε λόγω μη τήρησης των απαιτούμενων για τη μεταβίβαση αυτής διατυπώσεων. Με τις παραπάνω διατάξεις έπαυσε να υπάρχει η υφιστάμενη κατά το παρελθόν ανικανότητα των εν γένει χριστιανικών καθιδρυμάτων, επομένως και των ιερών ναών και των νομικών προσώπων να αποκτήσουν την κυριότητα των περιουσιακών στοιχείων. Ειδικότερα, προκειμένου περί παρεκκλησίων και εξωκκλησίων επικύρωση της ανωτέρω υφιστάμενης από τα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατάστασης, της αναγνώρισης δηλαδή σε αυτά, μολονότι δεν ήταν εξοπλισμένα με νομική προσωπικότητα, της ικανότητας για κτήση ιδίας περιουσίας, για την εξυπηρέτηση των αναγκών τους, εκπροσωπούμενων ως κατωτέρω, αποτελεί και η διάταξη του άρθρου 1 του εν τω μεταξύ, πριν από την απελευθέρωση των Νέων Χωρών, θεσπισθέντος νόμου ΓΦΗΣΤ/1910 "περί ενοριακών ναών και της περιουσίας αυτών, περί προσόντων εφημερίων και της μισθοδοσίας αυτών", κατά την οποία (διάταξη), όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2677/1921, "πας ενοριακός ναός της εν Ελλάδι Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελεί αυτοτελές νομικόν πρόσωπον έχων ιδίαν περιουσίαν και κτώμενος ταύτην καθ' άπαντας τους νομίμους τρόπους, και δη δια κληρονομίας και κληροδοσίας. Εξωκκλήσια και παρεκκλήσια, πλην των δυνάμει τίτλων ιδιόκτητων ναών, και νεκροταφεία υπάγονται εις τους Ενοριακούς Ναούς, ως εξαρτήματα αυτών, μετά ομόφωνον γνωμοδότησιν του Επισκόπου και του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου και εν διφωνία αυτών κατ' απόφασιν του Υπουργού των Εκκλησιαστικών, τα δε έχοντα ετήσιον εισόδημα πλέον των δισχιλίων δραχμών υπάγονται εις το Γενικόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον, μετά γνωμοδότησιν της Ιεράς Συνόδου". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αναγνωρίζεται η υφιστάμενη και πρότερον αυτοτέλεια και αυθυπαρξία της περιουσίας των παρεκκλησίων και εξωκκλησίων, ως ταγμένης σε ορισμένο σκοπό και η ικανότητά τους για τη διατήρησή της. Με τη φράση, δε, "υπάγονται εις τους Ενοριακούς Ναούς ως εξαρτήματα αυτών" ανατίθεται η διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας τους και η έναντι τρίτων εκπροσώπησή τους στον Ενοριακό Ναό στον οποίο αυτά υπάγονται. Τούτο καθίσταται φανερό και από τη διατύπωση των αντίστοιχων διατάξεων των νεωτέρων νόμων περί Ιερών Ναών που επακολούθησαν και καθορίζουν τις διακρίσεις των ιερών ναών. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 4 του ΝΔ 27/28 Δεκεμβρίου 1923 "περί ενοριακών ναών και εφημεριών" που επεκτάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3615/1928 και στις Νέες Χώρες, το άρθρο 2 του ν. 5148/1931, το άρθρο 6 του αν. 1369/1938, το άρθρο 5 του αν. 2200/1940, ήδη δε το άρθρο 13 παρ. 4 του εκδοθέντος κατ' εξουσιοδότηση του ν. 590/1977 υπ' αριθμ. 8/1979 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αναγνωρίζονται σαφώς τα παρεκκλήσια και εξωκκλήσια ως διάκριση Ιερών Ναών και γίνεται αναφορά στην υπαγωγή των παρεκκλησίων και εξωκκλησίων στον ενοριακό ναό ή και εις το ΤΑΚΕ, κατά τις αναφερόμενες στις διατάξεις αυτές διακρίσεις, "ως προς την διοίκησιν και διαχείρησιν" της περιουσίας τους, χωρίς να θίγεται η αυτοτέλεια της (ΟλΑΠ 1741/1980, ΑΠ 496/1994). Κατά τις εκτεθείσες νομοθετικές ρυθμίσεις που διέπουν το νομικό καθεστώς των ιερών ναών, τα παρεκκλήσια, που είναι ναοί οι οποίοι κείνται εντός πόλεων ή χωρίων και ανήκουν στους ενοριακούς Ναούς και τα εξωκκλήσια, που είναι ναοί οι οποίοι κείνται εκτός πόλεων η χωρίων και ανήκουν σε ενοριακούς ναούς, τα οποία υπάγονταν στη διαχείριση και διοίκηση του ενοριακού Ναού ή του ΤΑΚΕ, ανάλογα με τα ακαθάριστα εισοδήματα αυτών, ήδη, δε, μετά τον 8/1979 Κανονισμό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 13 παρ. 4 αυτού, εφόσον μέχρι την έκδοση του Κανονισμού αυτού τελούσαν υπό τη διοίκηση και διαχείριση του ΤΑΚΕ, παρέμειναν σ' αυτό, ενώ όλα τα υπόλοιπα, που είτε υπήρχαν, είτε ιδρύθηκαν είτε πρόκειται να ιδρυθούν υπάγονται ως προς τη διοίκηση και διαχείριση στον ενοριακό ναό, στα όρια του οποίου βρίσκονται, ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθάριστων εσόδων τους (ΑΠ 1331/2010) και υπάγονται στα εκτός συναλλαγής πράγματα, αφού ως εκ της φύσεώς τους είναι ταγμένα προς εξυπηρέτηση του ενοριακού Ναού (ΑΠ 983/2017). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 966 ΑΚ, που εφαρμόζεται, κατ' άρθρο 55 ΕισΝΑΚ, προκειμένου να κριθεί μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα η ιδιότητα κάποιου πράγματος εάν είναι εκτός συναλλαγής, πράγματα εκτός συναλλαγής είναι, εκτός των άλλων, και εκείνα που είναι προoρισμένα στην εξυπηρέτηση θρησκευτικού σκοπού. Πρόκειται δηλαδή για τα πράγματα τα οποία έχουν αφιερωθεί στην άσκηση της θείας λατρείας και των οποίων χαρακτηριστικό και διακριτικό γνώρισμα αποτελεί ο θρησκευτικός σκοπός, τον οποίο εξυπηρετούν, κατά την ενάσκηση του ατομικού δικαιώματος στην ακώλυτη άσκηση της θείας λατρείας, με το οποίο συνδέονται άμεσα. Αυτά προσλαμβάνουν την ιδιότητα αυτή είτε απ' ευθείας από τον νόμο, είτε με την βούληση του ιδιοκτήτη, εφ' όσον τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις. Στην κατηγορία, επομένως, των εκτός συναλλαγής πραγμάτων, που είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών, περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους ναοί, καθώς και τα παραρτήματά τους, εφόσον έχουν εγκαινιαστεί και καθιερωθεί στη λατρεία του Θεού, σύμφωνα με τους Θείους και Ιερούς κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (ΑΠ 1178/2006). Εκτός συναλλαγής θεωρείται όχι μόνο το οικοδόμημα του ναού, αλλά και το ακίνητο επί του οποίου κείται ο ιερός ναός, αφού εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να γίνει διαχωρισμός (AΠ 983/2017). Προς την έννοια και το χαρακτήρα των εκτός συναλλαγής πραγμάτων, ως πραγμάτων προορισμένων στην εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών, δεν είναι ασυμβίβαστη η δημιουργία εννόμων σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου, όπως ειδικότερα η έννοια της ιδιοκτησίας και της νομής, αφού η διάθεσή τους για την εκπλήρωση θρησκευτικών σκοπών αποτελεί είδος χρήσεως, η οποία κατ' ουσίαν συνιστά νομή (ΑΠ 930/2012) και εφόσον οι σχέσεις αυτές δεν προσκρούουν στον εξυπηρετούμενο σκοπό της θείας λατρείας, αλλά συμβιβάζονται με τον προορισμό τους. Εφόσον το πράγμα κατέστη εκτός συναλλαγής και προορισμένο για την εξυπηρέτηση θρησκευτικού σκοπού, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συναλλαγής και αποκλείεται επ' αυτού κάθε δικαιοπραξία του κυρίου, εφόσον αυτή αντίκειται στον εξυπηρετούμενο πιο πάνω σκοπό (θρησκευτικό) (ΑΠ 29/2018). Δεν είναι όμως, κατά νόμο απαγορευμένη και συνεπώς άκυρη, κατά τα άρθρα 174 και 175 ΑΚ, ακόμη και η μεταβίβαση της κυριότητας τέτοιου πράγματος, αν δεν αντιτίθεται στο θεραπευτέο δημοσιολογικό σκοπό του (ΑΠ 1178/2006, ΑΠ 14/1994). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι τα παρεκκλήσια και εξωκκλήσια, με την εισαγόμενη στις Νέες Χώρες αστική νομοθεσία της Ελλάδας, έχουν την ικανότητα να αποκτούν την κυριότητα του ιερού ναού και του οικοπέδου στο οποίο ο ναός έχει οικοδομηθεί, καθώς και του απαραίτητου προαύλιου χώρου. Η κυριότητα αυτή είναι η κυριότητα του αστικού δικαίου με την οποία δεν είναι ασυμβίβαστος ο χαρακτήρας αυτών ως πραγμάτων προορισμένων στην εξυπηρέτηση θρησκευτικού σκοπού και συνεπώς εκτός συναλλαγής. Είναι, όμως, τα πράγματα αυτά ανεπίδεκτα ιδιωτικής κυριότητας που αναιρεί τον εξυπηρετούμενο από αυτά θρησκευτικό σκοπό. Η κτήση από τα παραπάνω ιδρύματα του δικαιώματος της κυριότητας στην περιουσία τους, που αναγνωρίζεται μετά την ένταξη των νέων χωρών στο ελληνικό κράτος, δεν επέρχεται αμέσως από το νόμο, αλλά, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 εδ. β' και 6, 11 παρ. 1, 15 παρ. 1, 16, 19 παρ. 1 και 2 και 20 παρ. 1 του ν.2508/1920, μετά την τήρηση των διατυπώσεων που αναφέρονται στο νόμο αυτό και την μετά τη νόμιμη συλλογή και εξακρίβωση των αναγκαίων στοιχείων, αναγνώριση της κυριότητας με απόφαση των αρμόδιων, κατά τη διάταξη του άρθρου 11, επιτροπών που συστήθηκαν. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 147/1914, και επειδή ήταν γνωστή η κρατούσα πραγματική κατάσταση ότι και τα θρησκευτικά καθιδρύματα, μη αναγνωριζόμενα ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κατά το Οθωμανικό δίκαιο, δεν μπορούσαν να αποκτήσουν περιουσία στο όνομά τους και η απόκτηση περιουσίας γινόταν με εικονικές δικαιοπραξίες στο όνομα φυσικών προσώπων, τα οποία αποκτούσαν προσωπικά την αφιερωμένη περιουσία, προβλέπει σαφώς στην ανωτέρω ρύθμιση ότι είναι δεκτικά μεταγραφής, χωρίς χρονικό περιορισμό, αντέγγραφα σε όποιο τύπο και αν έχουν συνταχθεί και ανεξάρτητα από το χρόνο της σύνταξής τους, δηλαδή ακόμη και αν συντάχθηκαν μετά την ισχύ του νόμου, από τα οποία αποδεικνύεται ότι ακίνητα κτήματα φαίνονται εικονικά ότι ανήκουν σε ιδιώτη, ενώ στην πραγματικότητα ανήκουν, εκτός των άλλων, και σε θρησκευτικά καθιδρύματα και ότι από τότε που θα γίνει αυτή η μεταγραφή, αποκλείεται να προβάλει κάθε ένας που τυχόν απέκτησε (μετά τη μεταγραφή) από τον εικονικό κύριο ότι είναι καλής πίστης (ΑΠ 485/2013). Παρόμοια ρύθμιση προέβλεψε και ο ν. 3800/1957 στο άρθρο 7 αυτού, ορίζοντας ότι, κτήματα των ιερών ναών της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, τελούντα υπό τη νομή και κατοχή τούτων από της απελευθερώσεως του Ελληνικού Κράτους και δια τα οποία δεν υφίσταται νόμιμος τίτλος της μεταβίβασης αυτής λόγω αδυναμίας κτήσης τέτοιου τίτλου κατά το επί τουρκοκρατίας υφιστάμενο καθεστώς, θεωρούνται ότι περιήλθαν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας στους ναούς αυτούς από την κτήση τους. Η κτητική αυτή τακτοποίηση του δικαιώματος κυριότητας επί των κτημάτων αυτών, συντελείται δια μεταγραφής στα βιβλία των μεταγραφών του εγγράφου της συναίνεσης του εμφανιζόμενου ως κυρίου των κτημάτων ή των ειδικών ή καθολικών διαδόχων τούτου, συντασσομένου ενώπιον συμβολαιογράφου. Επίσης, και στο άρθρο 88 του ν. 2200/1940 ορίστηκε ότι, ακίνητα κτήματα, αστικά και αγροτικά, κάθε φύσης και κατηγορίας, διαχειριζόμενα επί τουρκοκρατίας ή ενετοκρατίας και εφεξής υπό των Μητροπολιτών ή Επισκόπων ή υπό των ανηκόντων στις Μητροπόλεις ή Επισκοπές επί τουρκοκρατίας ή ενετοκρατίας Μητροπολιτικών ναών, ενοριακών ή μη, είτε με σκοπό πληρωμής ή συμπλήρωσης του μισθού των Μητροπολιτών ή Επισκόπων, είτε για τις επισκευές των Μητροπολιτικών οικημάτων ή και για τις ανάγκες των σ' αυτά υπαγομένων ιερών ναών, ανήκουν αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση στη Μητρόπολη ως νομικό πρόσωπο, το οποίο διαχειρίζεται αυτά για τη συντήρηση των Μητροπόλεων ή των στις Μητροπόλεις υπαγομένων Μητροπολιτικών ή Ενοριακών οίκων των Μητροπολιτών ή Επισκόπων ή για την ενίσχυση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Με βάση σχετική δήλωση του οικείου Μητροπολίτη ενώπιον του αρμοδίου υποθηκοφύλακα, η ως άνω περιουσία μεταγράφεται επ' ονόματι του νομικού προσώπου της Μητρόπολης. Εξ όλων των ανωτέρω συνάγεται ότι, εάν δεν τηρηθούν οι προβλεπόμενες από τις παραπάνω διατάξεις διαδικασίες και διατυπώσεις από τα παρεκκλήσια ή εξωκκλήσια δεν αποκτούν την κυριότητα του ναού και του ακινήτου στο οποίο έχει οικοδομηθεί, αλλά και της περιουσίας τους, την οποία κατείχαν και νέμονταν κατά την απελευθέρωση των Νέων Χωρών, με τον καθοριζόμενο σ' αυτές παράγωγο τρόπο, η μη τήρησή τους, όμως, δεν συνεπάγεται και την απώλεια της νομής αυτών, την οποία εξακολουθούν να έχουν και ακολούθως, με την άσκηση αυτής, και τη συνδρομή των απαιτούμενων προϋποθέσεων του νόμου, που ισχύουν σε κάθε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, μπορούν να αποκτήσουν την κυριότητα των ανωτέρω ακινήτων τους με έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 612/2014). Τούτο διότι η απόκτηση αυτού του δικαιώματος κυριότητας επί της περιουσίας που μετά την απελευθέρωση των Νέων Χωρών παρέμενε στη νομή του παρεκκλησίου ή εξωκκλησίου κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, δεν είναι αντίθετη με τον προορισμό του στην εκπλήρωση του θρησκευτικού σκοπού, αφού ο σκοπός αυτός παραμένει και η απόκτηση αυτής της κυριότητας, που δεν είναι ασυμβίβαστη με την εκτός συναλλαγής ιδιότητά του, αυτό το σκοπό θεραπεύει. Άλλωστε, όπως αποσκοπεί και ο προβλεπόμενος με την τήρηση των άνω διαδικασιών τρόπος, στην απόκτηση ιδίας κυριότητας των ως άνω ναών στην περιουσία τους, στο ίδιο αποτέλεσμα αποσκοπεί, και η απόκτηση αυτής με έκτακτη χρησικτησία, ώστε να μην υπάρχει λογικό επιχείρημα που να αποκλείει την εφαρμογή των σχετικών περί της τελευταίας διατάξεων, εφόσον δεν αντιτίθεται στο θεραπευτέο θρησκευτικό προορισμό των ακινήτων της. Επίσης, όπως δεν αποκλείεται, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω, η μεταβίβαση με σύμβαση της κυριότητας τέτοιου πράγματος αν δεν αντιτίθεται στον εξυπηρετούμενο θρησκευτικό σκοπό του, έτσι δεν νοείται η απαγόρευση της απόκτησης της κυριότητας όμοιου πράγματος με έκτακτη χρησικτησία εφόσον δεν οδηγεί στη δημιουργία δικαιώματος με το οποίο αναιρείται ο προορισμός του στην εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού. Η ίδια κρίση συνάγεται και από τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. ΓΦΗΣΤ/1910 κατά την οποία κάθε ενοριακός ναός της Ορθόδοξης Εκκλησίας έχει δική του περιουσία την οποία αποκτά με όλους τους νόμιμους τρόπους, ήτοι χωρίς να αποκλείει την έκτακτη χρησικτησία, ανεξάρτητα αν ενδεικτικά αναφέρεται στην απόκτηση κυριότητας με κληρονομία ή κληροδοσία. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 51 του ΕισΝΑΚ, η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους. Έτσι, κατά τις διατάξεις των ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), Κωδ. (7.31), Βασ. 50 (10.4), ν. 12 Πανδ. (2.53) και τις αντίστοιχες με αυτές διατάξεις των άρθρων 1033, 1041 και 1045 ΑΚ, η κυριότητα ακινήτου αποκτάται, κατά παράγωγο μεν τρόπο, με σύμβαση που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται νόμιμα, πρωτότυπα δε με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 (Βασ. 50.14), γίνεται κάποιος κύριος ακινήτου πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, αν νεμηθεί αυτό συνέχεια επί μία τριακονταετία με καλή πίστη, δηλαδή, με την πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής δεν προσβάλλεται κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου (ν. 27, Πανδ. (18.1.), 15 παρ. 3, 48 Πανδ. (41.3), 2 παρ. 4 και 7, 11 Πανδ. (51.4), 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), ενώ από την έναρξη της ισχύος του ΑΚ αρκεί η για μία εικοσαετία νομή με διάνοια κυρίου (ΟλΑΠ 1593/1979, ΑΠ 29/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα διαδικαστικά έγγραφα, προκύπτει ότι, επί της ένδικης από 19-7-2016 αγωγής, εκδόθηκε αρχικά η 16/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Δράμας με την οποία έγινε δεκτή και ύστερα από την εκδίκαση της κατ' αυτής ασκηθείσας από τον εναγόμενο Δήμο έφεσης, εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη 54/2018 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία η αγωγή κρίθηκε μη νόμιμη, καθόσον έγινε δεκτό ότι δεν μπορεί να αποκτηθεί κυριότητα του επίδικου ακινήτου από το παρεκκλήσιο των Εισοδίων Θεοτόκου Πετρούσας με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον τούτο προορισμένο για θρησκευτικούς σκοπούς είναι πράγμα εκτός συναλλαγής και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση απέρριψε την αγωγή. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων Ιερός Ναός Αγίου Αθανασίου Πετρούσας, ως ενοριακός ναός που έχει, σύμφωνα με το νόμο, τη διοίκηση και διαχείριση του παρεκκλησίου αυτού και αποτελεί εξάρτημά του, επικαλούμενος πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του ν. 147/2014, 51 και 55 του ΕισΝΑΚ, ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Β (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), L. 23 παρ. 1 & 3 αυτ. de poss (41.2) Ν' β' 28 σε συνδυασμό με L. 23 παρ. 2, L. 30 παρ. 3 αυτ. , Ν'β'22, 28, Κ. (1.-2) 1 Β (ε.1), και 1 Κ (1.2).26 του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, 966 και 1054 ΑΚ, καθώς και των άρθρων 45 παρ. 1 του ν. 590/1977, 1 του α.ν. 2200/1940, 1 του ν. ΓΦΗΣΤ/1910, κρίνοντας την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη. Το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Ιερός Ναός Αγίου Αθανασίου Πετρούσας, με την ένδικη ως άνω αγωγή του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου της, ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ότι εντός οικοπέδου 1328 τ.μ., το οποίο βρίσκεται εντός του σχεδίου της κοινότητας Πετρούσας του Νομού Δράμας, οικοδομήθηκε, την περίοδο 1840-1850, με συνδρομές των ορθόδοξων χριστιανών της τότε κοινότητας Πλεύνας, σημερινής κοινότητας Πετρούσας, ύστερα από άδεια των Οθωμανικών Αρχών, τρίκλιτος, βασιλικού ρυθμού, ιερός ναός στο όνομα της Παναγίας, ως Ιερός Ναός Εισοδίων της Θεοτόκου, όπως περιγράφεται αναλυτικά στο δικόγραφο, ότι ο άνω ιερός ναός ενετάχθη με θυρανοίξια στους λατρευτικούς Ναούς της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθιερώθηκε ως Ιερός Ναός και παρέμεινε για πάντα χώρος λατρείας της Εκκλησίας και λειτούργησε σχεδόν απρόσκοπτα μέχρι το έτος 1880 που καταλήφθηκε βιαίως από τους προσχωρήσαντες στη Βουλγαρική Εξαρχία, ότι οι κάτοικοι που δεν προσχώρησαν στη σχισματική Εκκλησία, ανήγειραν το έτος 1905 τον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου, με αποτέλεσμα ο προαναφερόμενος ιερός Ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου Πετρούσας να μετατραπεί σε παρεκκλήσιο-εξάρτημα του ναού του Αγίου Αθανασίου, ότι κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων των ετών 1912-1913 ο άνω ιερός ναός λόγω πυρκαγιάς προκληθείσας ύστερα από βολές πυρομαχικών των Τούρκων υπέστη ζημιές, χωρίς έκτοτε να αποκατασταθούν και το έτος 1953 ή 1954 κατεδαφίστηκε το κωδωνοστάσιο αυτού, ότι ο ναός αυτός των Εισοδίων της Θεοτόκου Πετρούσας και το οικόπεδο στο οποίο είναι κτισμένος, είναι από τη φύση του ακίνητο προορισμένο για την εκπλήρωση θρησκευτικού σκοπού δηλαδή θρησκευτικής λατρείας κατά το δόγμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, εξαιρούμενο συναλλαγής και ανήκει κατά κυριότητα στο κατά νόμο διοικούμενο και διαχειριζόμενο από την ενάγουσα ενορία παρεκκλήσιο, ότι την κυριότητα του ναού και του οικοπέδου απέκτησε με έκτακτη χρησικτησία κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου μέχρι το έτος 1946 και κατά τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα μετά την έναρξη της ισχύος του, καθόσον με διάνοια κυρίου και καλή πίστη δια των κατά καιρούς ιερέων της ενορίας και των μελών του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ναού του Αγίου Αθανασίου Πετρούσας, νεμήθηκε τον ιερό Ναό και το ακίνητο για λογαριασμό του περεκκλησίου και εξαρτήματός του, με την ενέργεια πράξεων νομής για την εκτέλεση του θρησκευτικού προορισμού, τη συνεχή επίβλεψη του χώρου ώστε να μη καταπατηθεί από τρίτους, με επίβλεψη και καθαρισμό του χώρου του, ακόμη και με προσωπική εργασία των μελών του εκκλησιαστικού συμβουλίου και πιστών κατοίκων της τέως κοινότητας Πετρούσας, συμπληρωθέντος του χρόνου χρησικτησίας, κατά μεν τις διατάξεις του βρδικαίου την 1-2-1944 κατά δε τις διατάξεις του ΑΚ μέχρι το τέλος του έτους 2003, χωρίς να απωλέσει την ιδιότητα του Ιερού Ναού. Με το ιστορικό τούτο, ζήτησε να αναγνωριστεί η κυριότητα του προαναφερόμενου παρεκκλησίου στο επίδικο ακίνητο, την οποία αμφισβητεί ο εναγόμενος Δήμος, ο οποίος κατέχει τούτο, ύστερα από την σ' αυτόν παράδοση της έκτασης, ως κοινόχρηστης έκτασης κατά τη σύνταξη του ρυμοτομικού σχεδίου διανομής Πετρούσας, καθώς επίσης και να διαταχθεί η απόδοσή του στον ενάγοντα που ασκεί τη διοίκηση και διαχείρισή του. Υπό το εκτιθέμενο ανωτέρω περιεχόμενό της, το οποίο έγινε δεκτό και από την προσβαλλόμενη απόφαση, η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις αναλυτικά προαναφερόμενες ως άνω διατάξεις. Τούτο διότι, υπό τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά το παρεκκλήσιο, το οποίο είχε στη νομή του το ναό και την οικοπεδική έκταση στην οποία είχε οικοδομηθεί, κατά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και την ένταξη των Νέων Χωρών στο Ελληνικό Κράτος, αφού είχε καθιερωθεί ως ναός Εισοδίων της Θεοτόκου κατά τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην κοινή λατρεία και επιτελούσε λατρευτικό σκοπό, νεμήθηκε τούτον με καλή πίστη κατά το χρονικό διάστημα πριν την εφαρμογή του Αστικού Κώδικα, κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου επί χρόνο μεγαλύτερο της τριακονταετίας, υπό την ισχύ δε του Αστικού Κώδικα νεμήθηκε αυτόν επί χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας και απέκτησε την κυριότητα αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νόμιμου τρόπου κτήσης αυτής, παρά την ιστορούμενη ιδιότητα ως πράγματος εκτός συναλλαγής, σύμφωνα με όσα προπαρατέθηκαν, ενόψει του ότι με την απόκτηση της κυριότητας τα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια του πράγματος αυτού ως εκτός συναλλαγής εξακολουθούν με την απόκτησή της να συντρέχουν, ήτοι ο προορισμός αυτού στην εξυπηρέτηση θρησκευτικού σκοπού και η εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού, χωρίς να αναιρείται η ιδιότητα αυτή. Κατ' ακολουθία, το Εφετείο που με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι η ένδικη αγωγή ήταν μη νόμιμη, υπέπεσε στην πλημμέλεια εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι υπό τις προπαρατεθείσες κρίσεις της, εσφαλμένα ερμήνευσε τις παρατιθέμενες ως άνω διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και του Αστικού Κώδικα και λόγω αυτού του σφάλματος κατέληξε στο αποτέλεσμα ότι να κρίνει την αγωγή ως μη θεμελιούμενη στο νόμο, μη εφαρμόζοντας τις ως άνω περί της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και του Αστικού Κώδικα διατάξεις, μολονότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους.

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων Ιερός Ναός υπό την επίκληση της ανωτέρω πλημμέλειας αιτείται την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι βάσιμος.

Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή του παραπάνω βάσιμου λόγου αναίρεσης, του οποίου η αναιρετική εμβέλεια καθιστά περιττή την έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο Δικαστήριο, που την εξέδωσε, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 54/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο πιο πάνω Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Ιουνίου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και ταύτης αποχωρησάσης από την Υπηρεσία, ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιουνίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.