ΔΕφΑθ 1523/2024 Αριθμός Απόφασης : 1523
'Ετος : 2024 Δικαστήριο : Διοικητικό Εφετείο Αθηνών
ΑΠΟΦΑΣΗ 1523/2024
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ
ΤΜΗΜΑ 3ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ
Αποτελούμενο από τους: Ζαφειρία Γιαλελή, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Άγγελο Σατλάνη και Βασιλική Βλάχου (εισηγήτρια), Εφέτες Δ.Δ. και γραμματέα την Αγγελική Κακουροπούλου, δικαστική υπάλληλο,
συνεδρίασε στην αίθουσα του ακροατηρίου του στις 6 Νοεμβρίου 2023,
γ ι α να δικάσει την έφεση με ημερομηνία καταθέσεως 21/12/2022 (ΕΦ ***/2022),
του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΕΡΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΝΟΥ» νομίμως εκπροσωπουμένου, το οποίο εδρεύει στην Τήνο Κυκλάδων, οδός Ευαγγελιστρίας 1 και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου ***με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.,
κ α τ ά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» νομίμως εκπροσωπουμένου, το οποίο εδρεύει στην Αθήνα, οδός Ιασίου 1 και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας του δικηγόρου *** με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.
Το Δικαστήριο, μετά την συνεδρίαση, συνήλθε σε διάσκεψη και, αφού μελέτησε τη δικογραφία, σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Η κρίση του είναι η εξής:
1.Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται, παραδεκτώς, η εξαφάνιση της 14536/2022 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας (32ου Τμήματος), με την οποία απορρίφθηκε η από 18/1/2019 (με αριθμό εισαγωγής ΠΡ ***/2019) προσφυγή του ήδη εκκαλούντος. Με την προσφυγή αυτή, το εκκαλούν ζητούσε την ακύρωση της από 13.12.2018 απόφασης του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (Απόσπασμα Πρακτικού Συνεδρίας Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου Αποστολικής Διακονίας - περίοδος ΞΒ΄ Συνεδρία Β΄ της 12-12-2018), με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος του ποσό 146.055,47 ευρώ ως ποσοστιαία εισφορά 5% επί των ακαθαρίστων εσόδων του, έτους 2014, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 περ. δ του α.ν. 976/1946 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του Ν. 3775/1929.
2.Επειδή, στον α.ν. 976/1946 «Περί Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος» (ΦΕΚ 58 Α΄), προβλέπεται στο άρθρο 1 ότι: «O δια του Α. Ν. 41/1936 ως ετροποποιήθη δια του υπ’ αριθ. 2169/40 Α. Νόμου συσταθείς εν Αθήναις Εκκλησιαστικός Οργανισμός υπό την επωνυμίαν “Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος” και αποτελών ίδιον Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου, διέπεται εφεξής υπό των διατάξεων του παρόντος», στο άρθρο 2 ότι: «Σκοπός της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι: 1. Η συστηματική μελέτη και οργάνωσις του θείου Κηρύγματος εις πάσας τας εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής δια παντός δυνατού μέσου και ο αρτιώτερος καταρτισμός των ιεροκηρύκων και η παρακολούθησις της αποδόσεως του έργου αυτών. 2. Η αναζωογόνησις του έργου της Ιεράς Εξομολογήσεως και ο καταρτισμός ειδικών πνευματικών εξομολόγων. 3. Η συστηματική μελέτη και οργάνωσις των Κατηχητικών Σχολείων εις πάσας τας Μητροπόλεις και ο άρτιος καταρτισμός Κατηχητών. 4. Η δια παντός προσφόρου μέσου συντήρησις και ενίσχυσις του Ορθοδόξου φρονήματος του Χριστεπωνύμου πληρώματος και η κατοχύρωσις αυτού κατά των ετεροδιδασκαλιών και παντός προσηλυτισμού. 5. Η προπαρασκευή και μελέτη προγράμματος εργασίας εξωτερικής Ιεραποστολής και η εφαρμογή αυτού» και στο άρθρο 24 ότι: «1) Πόροι της Αποστολικής Διακονίας είναι: α) … δ) Το 5% εκ των ακαθαρίστων εσόδων των υπό ειδικών Νόμων διεπομένων Ι. Προσκυνημάτων της Επικρατείας. ε) Το 3% εκ των ακαθαρίστων εσόδων των Ι. Ναών (εις τα ακαθάριστα έσοδα δεν συνυπολογίζεται το προϊόν εκ της εκποιήσεως ακινήτων) εισπραττόμενα υπό του Τ.Α.Κ.Ε. καθ’ ον χρόνον και κατά τα αυτά χρονικά διαστήματα και υπό τας αυτάς νομίμους κυρώσεις ως και αι υπέρ αυτού εισπραττόμεναι κρατήσεις. στ) …». Εξάλλου, στο άρθρο 8 του Ν. 3775/1929 «Περί κυρώσεως του από 6 Σεπτεμβρίου 1925 Νομοθετικού Διατάγματος “περί διοικήσεως του εν Τήνω Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας περί εκτελέσεως κοινωφελών έργων εν τω Ιερώ Ιδρύματι και εν τη πόλει της νήσου Τήνου”» (ΦΕΚ 10 Α΄) προβλέπεσαι ότι: «… Προκειμένου όμως περί αναγραφής εν τω προϋπολογισμώ του Ιδρύματος κονδυλίων αφορώντων Ιδρύματα εκτός της νήσου Τήνου, χρειάζεται προς τούτο η ψήφισις ειδικού νόμου …».
3.Επειδή, η προβλεπόμενη από την περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 24 του α.ν. 976/1946 εισφορά υπέρ της εφεσίβλητης Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος επιβάλλεται γενικώς σε όλα τα ιερά προσκυνήματα της χώρας που διέπονται από ειδικούς νόμους, σε ποσοστό 5% των ακαθάριστων εσόδων τους. Μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται και το εκκαλούν Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου, το οποίο διέπεται από τον ειδικό νόμο 3775/1929 και αποτελεί προδήλως ιερό προσκύνημα (ΣτΕ1739/2022, 4693/2012 επταμ., 1744/1948 ολομ.). Εξάλλου, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, ως ακαθάριστα έσοδα, τα οποία λαμβάνονται ως βάση για τον υπολογισμό του ύψους της υπέρ της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος εισφοράς, νοούνται όλα τα χρηματικά ποσά, τα οποία περιέρχονται στο Ιερό Ίδρυμα. Ο υπολογισμός της παραπάνω εισφοράς επί του συνόλου των ακαθάριστων εσόδων του Ιερού Ιδρύματος προκύπτει, άλλωστε, εξ αντιδιαστολής, και από την επόμενη διάταξη της περίπτωσης ε’ της παρ. 1 του άρθρου 24, όπου προβλέπεται ειδικώς ότι στα ακαθάριστα έσοδα των Ι. Ναών, στα οποία υπολογίζεται η εισφορά σε ποσοστό 3% υπέρ της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν συνυπολογίζεται το προϊόν από την εκποίηση ακινήτων (ΣτΕ. 4693/2012 επταμ.). Τέλος, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 3775/1929, για την εγγραφή στον προϋπολογισμό του Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας Τήνου κονδυλίου υπέρ της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος απαιτείται η ψήφιση νόμου, τέτοιο δε νόμο συνιστά ο προμνημονευθείς α.ν. 976/1946 (ΣτΕ 4693/2012 επταμ., 1744/1948 ολομ.).
4.Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 1 του Ν. 349/1976 «περί διοικήσεως του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου» (ΦΕΚ 149 Α΄).προβλέπεται ότι: «Το Πανελλήνιον Ιερόν ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας Τήνου επανέρχεται ως ενιαίον νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου υπό την εποπτείαν του Κράτους», ενώ στις επόμενες διατάξεις του παραπάνω νόμου ρυθμίζονται ζητήματα που αφορούν τη διοίκηση και διαχείρισή του του εκκαλούντος νομικού προσώπου. Περαιτέρω, στον Ν. 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (ΦΕΚ 146 Α΄/31.5.1977), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 68 του Ν. 4235/2014 (ΦΕΚ 32 Α΄/11.2.2014), προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ. 4 ότι: «Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, αι ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών, αι Μοναί, η Αποστολική Διακονία, ο ΟΔΕΠ, το ΤΑΚΕ, το Διορθόδοξον Κέντρον της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Το Εκκλησιαστικόν Ορφανοτροφείον Βουλιαγμένης, ως και τα λοιπά Εκκλησιαστικά Καθιδρύματα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των Μητροπόλεων, τα λειτουργούντα μέχρι της ισχύος του παρόντος και κεκτημένα νομικήν προσωπικότητα, είναι Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, όπως και τα Ιερά Προσκυνήματα, τα εκκλησιαστικά Ιδρύματα και εκκλησιαστικά Μουσεία» , λειτουργούν δε επί τη βάσει των υφισταμένων μέχρι σήμερον οργανισμών αυτών, οίτινες δύνανται να συμπληρούνται και να τροποποιώνται εφ` εξής διά κανονιστικών αποφάσεων, εκδιδομένων υπό της Ι.Σ.Ι. ή της Δ.Ι.Σ. κατόπιν προτάσεως του οικείου Αρχιερέως, δι` ων θα ρυθμίζονται τα της διοικήσεως, διαχειρίσεως, ελέγχου και εν γένει λειτουργίας αυτών, ως και τα της υπηρεσιακής εν γένει καταστάσεως του προσωπικού αυτών», στο άρθρο 46 παρ. 2 ότι: «Ο τρόπος διοικήσεως, ελέγχου, διαφυλάξεως και καταγραφής λογιστικής διαχειρίσεως, αναθέσεως, εκπονήσεως και διενέργειας έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών, εκποιήσεως και εκμισθώσεως και γενικά κάθε ζήτημα της διαχειρίσεως και αξιοποιήσεως της περιουσίας κάθε νομικού προσώπου του άρθρου 1 παράγραφος 4 του παρόντος καθορίζεται, κατόπιν εισηγήσεως του επιχωρίου Μητροπολίτου ή του αρμοδίου οργάνου της Εκκλησίας της Ελλάδος (προκειμένου για την περιουσία που διοικεί και διαχειρίζεται), με Κανονισμούς της Δ.Ι.Σ. και βάσει των Ιερών Κανόνων, δημοσιευόμενων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κανονισμοί, που αφορούν τη διοίκηση, διαχείριση, έλεγχο, διαφύλαξη, καταγραφή και αξιοποίηση του συνόλου της εκκλησιαστικής περιουσίας ψηφίζονται από τη Δ.Ι.Σ. και κατόπιν εγκρίσεώς τους από την Ι.Σ.Ι. δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.», στο άρθρο 59 ότι: «1. Η Διοίκησης και διαχείρισις των εν τη περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος κειμένων Ιερών Προσκυνημάτων καθορίζεται, άτει τούτων έκπαλαι τεθειμένων, ανεξαρτήτως της μέχρι τούδε νομικής αυτών μορφής και καταστάσεως, εις την δημοσίαν λατρείαν, δι`αποφάσεων της Δ.Ι.Σ. εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. 2. Πρόεδροι των Εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων, ως και των κατά την παρ. 1 του παρόντος Ιερών Προσκυνημάτων, είναι αυτοδικαίως οι οικείοι Μητροπολίται.», και στο άρθρο 66 παρ. 1 [που καταργήθηκε μεν με την παρ. 6 του άρθρου 51 του Ν. 4301/2014 (ΦΕΚ 223 Α΄/7.10.2014), ωστόσο η καταργητική αυτή διάταξη καταργήθηκε με την νεότερη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 48 του Ν. 4521/2018 (ΦΕΚ 38 Α΄/2.3.2018)] ότι: «Των περί εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και ιερών προσκυνημάτων διατάξεων του παρόντος νόμου εξαιρείται το Πανελλήνιον Ιερόν Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου, το οποίον διέπεται υπό των διατάξεων του Ν. 349/1976 "περί διοικήσεως του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου".».
5. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του παραπάνω Ν. 590/1977, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εξέδωσε τον 4705/2094/19.9.2014 Κανονισμό (ΦΕΚ 216 Α΄/3.10.2014, διόρθωση σφάλματος στο ΦΕΚ 263 Α΄) με τον οποίο ψηφίστηκε και εγκρίθηκε ο Κανονισμός υπ’ αριθμ. 259/2014 «Περί καταλογισμού και διοικητικής εκτελέσεως εσόδων της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος», στον οποίο προβλέπεται στο άρθρο 1 ότι: «1. α. Οι πάσης φύσεως και εξ οιασδήποτε αιτίας (δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου) απορρέουσες χρηματικές απαιτήσεις υπέρ της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος καταλογίζονται σε βάρος του οφειλέτη με απόφαση: α) του Διοικητικού Συμβουλίου της ως κύριου διατάκτη ή, συντρεχόντως, β) του Γενικού Διευθυντή της Αποστολικής Διακονίας ως δευτερεύοντος διατάκτη. Την αρμοδιότητα καταλογισμού διαθέτουν τα ανωτέρω όργανα για κάθε χρηματική απαίτηση, η οποία προέκυψε από την δραστηριότητα, διαχείριση, συναλλαγές ή έλλειμμα οποιασδήποτε υπηρεσίας ή οργάνου της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία εισηγείται σχετικώς προς τα ανωτέρω καταλογιστικά όργανα την έκδοση καταλογιστικής αποφάσεως. Κατά τις περιπτώσεις περιοδικώς οφειλομένων χρηματικών παροχών, επί των οποίων προϋπάρχει έννομος σχέση της Αποστολικής Διακονίας μετά του οφειλέτου (π.χ. σύμβαση μισθώσεως) δεν απαιτείται η έκδοσις καταλογιστικής πράξεως και αρκεί κατόπιν σχετικής ειδοποιήσεως της αρμοδίας υπηρεσίας της Αποστολικής Διακονίας προς την Διεύθυνση Οικονομικών της η σύνταξις χρηματικού καταλόγου κατά του οφειλέτου. β. Οι καταλογιζόμενες απαιτήσεις δύνανται να ανατίθενται προς είσπραξη στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες από τα καθιστάμενα δια του παρόντος Κανονισμού αρμόδια όργανα και κατά τη διαδικασία του παρόντος Κανονισμού και της Α.Υ.Ο. υπ’ αριθμ. 1016897/1160/0016/3.3.2008 (ΦΕΚ 449 Β΄/ 14.03.2008). Η ανάθεση της εισπράξεως ακολουθεί την οριζόμενη στον παρόντα Κανονισμό διαδικασία και κατανομή αρμοδιοτήτων στις υπηρεσίες και όργανα της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. 2. Η ανάθεση της εισπράξεως γίνεται με έγγραφη εντολή προς την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) φορολογίας του οφειλέτη, η οποία υπογράφεται εκ μέρους του Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας … γ) συνοδεύεται από την τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαιώσεως και δ) τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την «εν ευρεία εννοία βεβαίωση» της απαιτήσεως ως και την ύπαρξη και το ύψος της απαιτήσεως. Η «εν ευρεία εννοία βεβαίωση» ως διοικητική διαδικασία ολοκληρώνεται με την σύνταξη Χρηματικού Καταλόγου (Χ.Κ.) και αφορά απαιτήσεις ορισμένες, βέβαιες και εκκαθαρισμένες κατά τον χρόνο της συντάξεως του Καταλόγου. Μαζί με τον Χρηματικό Κατάλογο αποστέλλονται στην Δ.Ο.Υ. και τα λοιπά έγγραφα, τα οποία αποδεικνύουν την απαίτηση. Τα έγγραφα αυτά δύνανται να είναι είτε ιδιωτικά (π.χ. συμβάσεις μίσθωσης, συμφωνητικά συμβιβασμού) είτε δημόσια έγγραφα (υπηρεσιακές εισηγήσεις ή βεβαιώσεις περί οφειλής χρηματικών απαιτήσεων, συμβολαιογραφικά έγγραφα, δικαστικές αποφάσεις, αποσπάσματα από λογιστικά βιβλία των υπηρεσιών της Εκκλησίας της Ελλάδος) ή συνδυασμός των ανωτέρω. Με τον Χρηματικό Κατάλογο συναποστέλλεται προς την Δ.Ο.Υ. τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαιώσεως εσόδου …», στο άρθρο 2 ότι: «1. Ο Χρηματικός Κατάλογος (Χ.Κ.) ολοκληρώνει την «εν ευρεία εννοία βεβαίωση» του εσόδου, με βάση την οποία καθορίζεται μονομερώς από τα όργανα της Εκκλησίας της Ελλάδος το περιεχόμενο της χρηματικής απαιτήσεώς της και το πρόσωπο του οφειλέτη. …» στο άρθρο 3 ότι: «1. Κατόπιν ολοκληρώσεως της συντάξεως του χρηματικού καταλόγου και αποστολής του με την εντολή εισπράξεως του Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας (βεβαίωση εν ευρεία έννοια), η Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) επιλαμβάνεται της διαδικασίας (κατά το άρθρο 91 του Κ.Ε.Δ.Ε.) και διενεργεί την ταμειακή βεβαίωση, με την οποία το ως τότε οφειλόμενο ποσό καθίσταται ληξιπρόθεσμο. 2. Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Οικονομικών της Αποστολικής Διακονίας δύναται, αυτοπροσώπως ή δια εξουσιοδοτήσεώς του προς άλλον υπάλληλο, να υποβάλει στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο ζητηθεί κατά τη διενέργεια της διαδικασίας βεβαίωσης και εκτέλεσης ή να προβεί σε παροχή διευκρινίσεων ή άλλων πληροφοριών και στο άρθρο 4. ότι: «1. Τα εισπραττόμενα από την Δ.Ο.Υ. ποσά, μετά την αφαίρεση των δαπανών εισπράξεως, αποδίδονται στην Αποστολική Διακονία και κατατίθενται στον τραπεζικό λογαριασμό, τον οποίον έχει καθορίσει η εντολή εισπράξεως του Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας. Σε περίπτωση χρηματικής απαίτησης, η οποία προέκυψε από την δραστηριότητα, διαχείριση, συναλλαγές ή έλλειμμα οποιασδήποτε υπηρεσίας ή οργάνου της Αποστολικής Διακονίας, η απαίτηση αυτή αποδίδεται στην υπηρεσία ή όργανο αυτό υπό της Αποστολικής Διακονίας».
6.Επειδή, περαιτέρω, στο ν.δ. 3775/1957 «Περί ιδρύσεως εν Τήνω Ανωτέρου Εκκλησιαστικού - Φροντιστηρίου» (ΦΕΚ 203 Α΄), προβλέπεται, στο άρθρο 1, ότι: «Παρά τη Αποστολική Διακονία της Ελλάδος ιδρύεται Πρότυπον Ανώτερον Εκκλησιαστικόν Φροντιστήριον εδρεύον εν τη πόλει της Τήνου λειτουργούν κατά τας περί των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Φροντιστηρίων κειμένας διατάξεις και το παρόν Νομοθετικόν Διάταγμα», στο άρθρο 2 ότι: «1. Το Πανελλήνιον Ιερόν Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου επιτρέπεται όπως παραχωρήση εις την Αποστολικήν Διακονίαν της Εκκλησίας της Ελλάδος άνευ τινός επιβαρύνσεως του Δημοσίου δωρεάν γήπεδον εκ 5.000 τ.μ. κείμενον εν τη πόλει της Τήνου και εντός του κτήματος πρώην πατέρων Φραγκισκανών, και βαρύνεται με την υποχρέωσιν της καταβολής του ημίσεος της δαπάνης, ήτις θα απαιτηθή δια την ανέγερσιν υπό της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος καταλλήλου κτιρίου εν τω δωρεάν παραχωρουμένω οικοπέδω και τον εξοπλισμόν του σχολείου δια των αναγκαιουσών εγκαταστάσεων … 2. Το έτερον ήμισυ της δαπάνης δια την ανέγερσιν του κτιρίου και τας εγκαταστάσεις αυτού βαρύνει την Αποστολικήν Διακονίαν της Εκκλησίας της Ελλάδος, εις το ποσόν δε τούτο θέλει συμψηφισθή και άπαν το οφειλόμενον αυτή υπό του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου ποσόν της κατά το άρθρον 24 του Α.Ν. 976/1946 (Φ.Ε.Κ. 58 τ. Α΄) ετησίας εκ 5% εισφοράς εκ των ακαθαρίστων εσόδων του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου», στο άρθρο 3 ότι: «1. Αι δαπάναι συντηρήσεως και λειτουργίας του Ανωτέρου Εκκλησ. Φροντιστηρίου Τήνου μετά του Οικοτροφείου αυτού θα βαρύνωσι την Αποστολικήν Διακονίαν της Εκκλησίας της Ελλάδος, διατιθεμένης εφεξής δια την κάλυψιν αυτών της προαναφερθείσης ετησίας εκ 5% εισφοράς του Ι. Ιδρύματος προς την Αποστολικήν Διακονίαν. 2. Εάν η εν λόγω ετησία εισφορά δεν εξαρκή, το απαιτούμενον επί πλέον ποσόν θα καταβάλληται εξ ημισείας υπό τε τα της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, μη υποχρεουμένου όμως οπωσδήποτε του Ι. Ιδρύματος εις την καταβολήν ετησίως ποσού μεγαλυτέρου των 100.000 δραχμών», στο άρθρο 6 ότι: «1. Το Ανώτερον Εκκλησιαστικόν Φροντιστήριον Τήνου τελεί υπό την εποπτείαν του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και διοικείται υπό του Κεντρικού Συμβουλίου της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίον έχει την ευθύνην της ομαλής λειτουργίας του σχολείου. 2. Το ανωτέρω Κεντρικόν Συμβούλιον ορίζει ανά τριετίαν την Εφορείαν του Ανωτέρου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου εδρεύουσαν εν Τήνω και αποτελουμένην εκ του Μητροπολίτου Σύρου, Τήνου κ.λπ. ως Προέδρου, εκ δύο εκπροσώπων της Αποστολικής Διακονίας διαμενόντων εν Τήνω και δύο εκπροσώπων του Ιερού Ιδρύματος προτεινομένων υπ’ αυτού. Χρέη Γραμματέως εκτελεί ο Διευθυντής του Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου. 3. Η Εφορεία του Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου, τηρούσα απαρεγκλίτως τας γενικάς εντολάς του Κεντρικού Συμβουλίου της Αποστολικής Διακονίας αποφασίζει επί παντός ζητήματος αφορώντος την οικονομικήν διαχείρισιν και την διοίκησιν του Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου …», στο άρθρο 9 ότι: «Εάν δι’ οιονδήποτε λόγον ήθελε ποτέ παύσει λειτουργούν το εν Τήνω Ανώτερον Εκκλησ. Φροντιστήριον, το οίκημα και αι εγκαταστάσεις αυτού θα χρησιμοποιηθώσιν υπό της Αποστολικής Διακονίας δια παρεμφερείς εκπαιδευτικούς σκοπούς, κατόπιν αποφάσεως του Κεντρικού Συμβουλίου της Αποστολικής Διακονίας και της Διοικούσης Επιτροπής του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, εγκρινομένης υπό του επί της Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργού» και στην παρ. 1 του άρθρου 11 ότι: «Πάσα διάταξις αντικειμένη εις το παρόν Νομοθ. Διάταγμα καταργείται». Μεταγενεστέρως, με την 174364/17.11.1967 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ 716 Β΄/4.12.1967) η λειτουργία του Πρότυπου Ανωτέρου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου Τήνου ανεστάλη από 1ης Ιανουαρίου 1968 «προκειμένου εις το εις ο στεγάζεται σήμερον τούτο κτίριον της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος να λειτουργήση από του αυτού έτους, το υπό του ως άνω Α.Ν. 137/1967 προβλεπόμενον ειδικόν Ιερατικόν Φροντιστήριον» και στη συνέχεια, με το άρθρο 1 του ν.δ. 876/1971 «περί υπαγωγής της δημοσίας εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος και άλλων τινών συναφών διατάξεων» (ΦΕΚ 95 Α΄) προοβλέφθηκε ότι: « 1. Από το σχολικό έτος 1971 - 1972 η διοίκησις και η ευθύνη οργανώσεως και λειτουργίας των κατά την δημοσίευσιν του παρόντος υφισταμένων πάσης φύσεως σχολείων της δημοσίας εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως (σχολών, φροντιστηρίων, ιεροδιδασκαλείων) περιέρχονται εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος … 4. Δια Βασιλικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά γνώμην της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, δύναται να καταργώνται τα εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου σχολεία ή να αναστέλληται η λειτουργία ή να μεταρρυθμίζηται ο τύπος αυτών. 5. Το Κράτος ασκεί ανωτάτην εποπτείαν κατ’ άρθρον 17 του Συντάγματος επί των σχολείων εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως δια των αρμοδίων οργάνων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, εφαρμοζομένων αναλόγως ως προς την άσκησιν της εποπτείας των περί ιδιωτικής εκπαιδεύσεως ισχυόντων …». Βάσει της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν.δ. 876/1971, εκδόθηκε το β.δ. 581/1971 (ΦΕΚ 175 Α΄), σύμφωνα με το οποίο, μετατρέπεται από το σχολικό έτος 1971-1972, μεταξύ άλλων, και το Πρότυπο Ανώτερο Ιερατικό Φροντιστήριο Τήνου σε Μέση επτατάξια Ιερατική Σχολή, στην πρώτη τάξη της οποίας γίνονται δεκτοί προς φοίτηση ύστερα από εισιτήριες εξετάσεις οι έχοντες απολυτήριο Δημοτικού Σχολείου. Επακολούθησε ο Ν. 476/1976 (ΦΕΚ 308 Α’ ), στον οποίο προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι «καταργείται το Ν.Δ. 876/1971 “περί υπαγωγής της Δημοσίας Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος ...” και επαναφέρoνται εν ισχύι αι προϊσχύουσαι αυτού διατάξεις» και στο άρθρο 3 ότι «1. Δια Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Προεδρίας Κυβερνήσεως, μετά γνώμην του παρά τω Υπουργείω Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως, δύνανται να ιδρύωνται ή να καταργούνται Σχολεία Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως ή να μεταφέρεται η έδρα ή να αναστέλλεται η λειτουργία ή να μεταρρυθμίζεται ο τύπος αυτών, καθοριζομένων άμα της θέσεως των σχολείων τούτων εις το πλαίσιον των Γενικών περί οργανώσεως της Εκπαιδεύσεως διατάξεων, ως και του τρόπου εισαγωγής των μαθητών εις αυτά … 3. Μέχρις εκδόσεως των κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου Προεδρικών Διαταγμάτων, τα υφιστάμενα Σχολεία Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως εξακολουθούν λειτουργούντα συμφώνως προς τα περί αυτών κατά την δημοσίευσιν του παρόντος ισχύοντα». Με βάση, μεταξύ άλλων, την εξουσιοδοτική αυτή διάταξη εκδόθηκε το π.δ. 1025/1977 (ΦΕΚ 344 Α΄), με το άρθρο 1 παρ. 1 του οποίου προβλέπεται ότι: «Μετατρέπεται ο τύπος των κάτωθι Μέσων Επταταξίων Ιερατικών Σχολών και εκάστη τούτων διαιρείται εις τριτάξιον Εκκλησιαστικόν Γυμνάσιον και εις τετρατάξιον Εκκλησιαστικόν Λύκειον, ως ακολούθως: … ε) Η Μέση Επτατάξιος Ιερατική Σχολή Τήνου, εις τριτάξιον Εκκλησιαστικόν Γυμνάσιον και εις τετρατάξιον Εκκλησιαστικόν Λύκειον, με έδραν την Τήνον …». Σύμφωνα δε με τη μεταβατική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 26 του ανωτέρω π.δ. «1. Η λειτουργία της Α’ τάξεως των τριταξίων Εκκλησιαστικών Γυμνασίων αναστέλλεται από του σχολικού έτους 1978-79 και της Γ’ τάξεως από του σχολικού έτους 1979-1980». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο μόνο του π.δ. 763/1980 ( ΦΕΚ 185 Α΄) επαναφέρεται σε λειτουργία, μεταξύ άλλων, από το σχολικό έτος 1980-1981 το Εκκλησιαστικό Γυμνάσιο Τήνου, του οποίου η λειτουργία ανεστάλη με το π.δ. 1025/1977. Τέλος, με την ΥΑ 49946/Α2/2010 (ΦΕΚ 651 Β΄), συγχωνεύτηκε με τη λήξη του σχολικού έτους 2009 -2010 το εκκλησιαστικό γυμνάσιο και λύκειο Τήνου με το εκκλησιαστικό γυμνάσιο και λύκειο Πάτμου.
7.Επειδή, με τις διατάξεις του ν.δ. 3775/1957 προβλέπεται ότι οι δαπάνες συντήρησης και λειτουργίας του Ανώτερου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου Τήνου και του Οικοτροφείου του βαρύνουν την Αποστολική Διακονία, η οποία διαθέτει προς τούτο το ποσό της προβλεπόμενης στην περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 24 του α.ν. 976/1946 εισφοράς και ότι, αν το ποσό αυτό δεν επαρκεί, το επιπλέον ποσό για την κάλυψη των ανωτέρω δαπανών επιμερίζεται, καταρχήν, μεταξύ της Αποστολικής Διακονίας και του Ιερού Ιδρύματος, το οποίο είναι υποχρεωμένο να καταβάλλει, πλέον της εισφοράς, και ποσό έως 100.000 δρχ.. Οι διατάξεις όμως αυτές, εφόσον δεν συνδέουν την καταβολή από το εκκαλούν Ιερό Ίδρυμα της υπέρ της εφεσίβλητης Αποστολικής Διακονίας εισφοράς με την υποχρέωσή του να συμμετέχει και στις δαπάνες συντήρησης και λειτουργίας αρχικώς του Ανώτερου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου Τήνου και του Οικοτροφείου του (και μεταγενεστέρως της Μέσης Ιερατικής Σχολής Τήνου και του Εκκλησιαστικού Γυμνασίου - Λυκείου Τήνου), δεν έθιξαν τη διάταξη της περίπτωσης δ’ της παρ. 4 του άρθρου 24 του α.ν. 976/1946 που προβλέπει, όπως έχει εκτεθεί, την επιβολή εισφοράς 5% στα ακαθάριστα έσοδα όλων των ιερών προσκυνημάτων της χώρας. Συνεπώς, το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής της εισφοράς αυτής (ΣτΕ. 4693/2012 επταμ.), η οποία, ενόψει των ανωτέρω, δεν αποτελεί ανταποδοτικό τέλος αλλά ούτε και φόρο εφόσον προβλέπεται δυνάμει ειδικής διάταξης νόμου, ως πόρος υπέρ της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για την εξυπηρέτηση των σκοπών της, ανεξαρτήτως της λειτουργίας ή μη των παραπάνω εγκαταστάσεων (Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο, οικοτροφείο κ.λπ.).
8.Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Με την ΔΠΠΔΑΕΦ/Α’/522/212352/Β2/24.12.2015 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, εγκρίθηκε ο Απολογισμός οικονομικού έτους 2014 του εκκαλούντος Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου (Π.Ι.Ι.Ε.Τ.), σύμφωνα με τον οποίο τα εισπραχθέντα έσοδα αυτού για το εν λόγω οικονομικό έτος ανέρχονταν στο ποσό των 2.921.109,49 ευρώ. Ακολούθως, με την από 13.12.2018 απόφαση του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (Απόσπασμα Πρακτικού Συνεδρίας Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου Αποστολικής Διακονίας - περίοδος ΞΒ΄ Συνεδρία Β΄ της 12-12-2018), καταλογίστηκε σε βάρος του εκκαλούντος Ιδρύματος ποσό 146.055,47 ευρώ ως ποσοστιαία εισφορά 5% επί των παραπάνω ακαθαρίστων εσόδων του, έτους 2014, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 περ. δ του α.ν. 976/1946 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του Ν. 3775/1929.
9.Επειδή, με την από 18/1/2019 προσφυγή, το ήδη εκκαλούν ζήτησε την ακύρωση της ως άνω πράξης προβάλλοντας τους εξής λόγους: 1) η προσβαλλόμενη πράξη είναι άκυρη διότι το Κεντρικό Διοικητικό Συμβούλιο της Αποστολικής Διακονίας έχει αρμοδιότητα καταλογισμού οφειλών υπηρεσιών ή οργάνων της σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1, παρ. 1 (α), εδ. β’ του 259/2014 Κανονισμού και όχι δικών του οφειλών, καθώς το ίδιο δεν αποτελεί όργανο ή υπηρεσία της Αποστολικής Διακονίας. Ο λόγος αυτός απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, με την αιτιολογία ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Αποστολικής Διακονίας έχει αρμοδιότητα καταλογισμού των πάσης φύσης χρηματικών απαιτήσεών της και σε βάρος οποιουδήποτε οφειλέτη της με βάση το άρθρο 1 παρ. 1 (α), εδ. α’ του παραπάνω Κανονισμού. Ως επιχείρημα δε για την τεκμηρίωση της κρίσης αυτής, εκτίθενται στην εκκαλουμένη απόφαση, μεταξύ άλλων, τα αναφερόμενα στο προοίμιο του ως άνω Κανονισμού (υπό στοιχείο 7), καθώς και οι ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 1 περ. β και του άρθρου 4 αυτού, από τις οποίες προκύπτει αρμοδιότητα του εφεσίβλητου είσπραξης όλων των απαιτήσεων του και όχι μόνο των προερχόμενων από οφειλές οργάνων ή υπηρεσιών του, 2) η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα για τον λόγο ότι το εκκαλούν δεν αποτελεί, ιερό προσκύνημα, ώστε να υποχρεούται στην καταβολή της ένδικης εισφοράς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του α.ν. 976/1946, αλλά πολύμορφος οργανισμός ευαγούς Εθνικού Καθιδρύματος , περαιτέρω δε, με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 του Ν. 590/1977 εξαιρέθηκε από τα ιερά προσκυνήματα της χώρας με τη σιωπηρή κατάργηση του Ν. 3775/1929. Ο λόγος αυτός απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, με την αιτιολογία ότι το εκκαλούν αποτελεί, προδήλως, ιερό προσκύνημα, ενώ και ο χαρακτηρισμός του ως πολύμορφου οργανισμού ευαγούς Εθνικού Καθιδρύματος, λόγω των κοινωφελών σκοπών του, ουδόλως αναιρεί τον χαρακτήρα του, παράλληλα, ως ιερού προσκυνήματος ενόψει του ότι εκφράζει το θρησκευτικό συναίσθημα των Ορθοδόξων Ελλήνων, έχοντας ως βάση και σημείο αναφοράς τον Ιερό Ναό της Ευαγγελιστρίας της Τήνου. Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη κρίθηκε ότι, με το άρθρο 66 του Ν. 590/1977, δεν καταργήθηκε σιωπηρώς ο Ν. 3775/1929 ούτε εξαιρέθηκε το εκκαλούν από τα ιερά προσκυνήματα, αλλά εξαιρέθηκε μόνο από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 59 του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο οποίο ορίζονται θέματα σχετικά με τη διοίκηση και διαχείριση των κειμένων στην περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος Ιερών Προσκυνημάτων καθώς και το ζήτημα της Προεδρίας των Εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων και των Ιερών Προσκυνημάτων, 3) η καταλογιζόμενη σε βάρος του εκκαλούντος εισφορά της περίπτωσης δ’ της παρ. 1 του άρθρου 24 του α.ν. 976/1946 συνιστά φόρο , για την επιβολή του οποίου δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Άλλως πρόκειται για ανταποδοτικό τέλος για την οφειλή όμως του οποίου εξέλιπε η ειδική αντιπαροχή μετά την παύση λειτουργίας του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου Τήνου κατά το έτος 2010 , ενώ, επίσης, η προσβαλλόμενη πράξη δεν περιέχει καμία αιτιολογία ούτε ως προς το ύψος των εισπρακτέων ποσών ούτε ως προς τα ποσά των δαπανών με τα οποία η εφεσίβλητη χρηματοδότησε την λειτουργία και συντήρηση του ως άνω εκπαιδευτηρίου. Ο λόγος αυτός απορρίφθηκε ομοίως με την εκκαλουμένη απόφαση, με την αιτιολογία ότι η ένδικη εισφορά δεν αποτελεί φόρο ούτε ανταποδοτικό τέλος αλλά πόρο υπέρ της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για την εξυπηρέτηση των σκοπών της ανεξαρτήτως από τη λειτουργία ή μη των παραπάνω εγκαταστάσεων (Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο, οικοτροφείο κ.λπ.). 4) η προσβαλλόμενη είναι ακυρωτέα, διότι δεν παρατίθενται σε αυτή αναλυτικώς τα στοιχεία που αποτελούν τα ακαθάριστα έσοδα ή τις πηγές εσόδων επί των οποίων υπολογίσθηκε η ένδικη εισφορά. Ο λόγος αυτός απορρίφθηκε, επίσης, με την εκκαλουμένη απόφαση , με την αιτιολογία ότι το άρθρο 24 παρ. 1 περ. δ’ του α.ν. 976/1946 προβλέπει ότι το ύψος της ένδικης εισφοράς υπολογίζεται σε ποσοστό 5% επί των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων που αναφέρονται στην εγκριτική απόφαση του απολογισμού του οφειλέτη και πάντως χωρίς να τάσσεται ως προϋπόθεση για τη νόμιμη επιβολή της η επιμέρους ανάλυση των ακαθαρίστων εσόδων ή των πηγών εσόδων των ιερών προσκυνημάτων, Στη συγκεκριμένη περίπτωση, άλλωστε, λήφθηκε υπόψη το συνολικό ποσό ακαθάριστων εσόδων του εκκαλούντος όπως αυτά προσδιορίστηκαν από το ίδιο κατά την κατάρτιση του απολογισμού του. και 5) η προσβαλλόμενη εκδόθηκε χωρίς να τηρηθεί ο ουσιώδης τύπος της προηγούμενης κλήσης σε ακρόαση, κατ’ επίκληση των άρθρων 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Για την λυσιτέλεια του λόγου αυτού το εκκαλούν ισχυρίστηκε ότι, εάν είχε κληθεί, θα προσκόμιζε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για τον χαρακτηρισμό του ως ‘Ευαγές Εθνικό Καθίδρυμα’ υποκείμενο σε κρατική εποπτεία, ενώ θα προέβαλε και την παύση λειτουργίας του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου Τήνου ισχυριζόμενο ότι έχει ήδη εκλείψει η οιαδήποτε αντιπαροχή εκ μέρους της Αποστολικής Διακονίας. Ο λόγος αυτός απορρίφθηκε, επίσης, με την εκκαλουμένη απόφαση, προεχόντως ως αλυσιτελής, διότι όσα προέβαλε το εκκαλούν παρίστανται μη ουσιώδη σύμφωνα με τις προαναφερθείσες κρίσεις.
10.Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη έφεση, όπως αυτή αναπτύσσεται με το νομίμως κατατεθέν από 8/11/2023 υπόμνημα, το εκκαλούν ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως επαναφέροντας και αναπτύσσοντας τους πρωτοδίκως προβληθέντες λόγους προσφυγής του. Συγκεκριμένα μ προβάλλει, καταρχάς, ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι άκυρη ελλείψει αρμοδιότητας του εκδόσαντος αυτήν οργάνου, διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, το Κεντρικό Διοικητικό Συμβούλιο της Αποστολικής Διακονίας έχει αρμοδιότητα να καταλογίζει οφειλές προερχόμενες μόνο από υπηρεσίες ή όργανα της Αποστολικής Διακονίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1, παρ. 1 (α), εδ. β’ του 259/2014 Κανονισμού και όχι οφειλές του ίδιου που δεν αποτελεί όργανο ή υπηρεσία της. Επίσης το εκκαλούν παραπονείται ότι, στην εκκαλουμένη απόφαση, συγχέεται η εν ευρεία με την εν στενή εννοία βεβαίωση των απαιτήσεων της Αποστολικής Διακονίας με την επίκληση του άρθρου 4 του παραπάνω Κανονισμού, το οποίο ρυθμίζει τη δεύτερη (εν στενή εννοία βεβαίωση), ενώ το εφεσίβλητο έχει αρμοδιότητα είσπραξης όλων των απαιτήσεών του (εν στενή εννοία βεβαίωση) αλλά καταλογισμού (εν ευρεία εννοία βεβαίωση) μόνο αυτών που αφορούν όργανα ή υπηρεσίες του. Σε κάθε περίπτωση, η παροχή σε ν.π.δ.δ. αρμοδιότητας καταλογισμού απαιτήσεων ιδιωτικού δικαίου χωρίς δικαστική απόφαση θα παραβίαζε τα άρθρα 20 και 26 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ που θεσπίζουν τη διάκριση των λειτουργιών και κατοχυρώνουν το δικαίωμα -δικαστικής προστασίας αντίστοιχα.
11.Επειδή, το εφεσίβλητο, με την από 6/11/2023 έκθεση απόψεών και το από 9/11/2023 υπόμνημα, υποστηρίζει ότι έχει αρμοδιότητα για την έκδοση της ένδικης πράξης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1, παρ. 1 (α), εδ. α’ του 259/2014 Κανονισμού, το οποίο δεν θα είχε πεδίο εφαρμογής αν γινόταν δεκτό ότι η προβλεπόμενη σε αυτό ρύθμιση περιορίζεται με το εδ, β΄ της ίδιας διάταξης όπως ισχυρίζεται το εκκαλούν. Επιπλέον, το εφεσίβλητο προβάλλει ότι αντίστοιχες οφειλές παλαιοτέρων ετών (1993-1999) ύψους 850.116,38 ευρώ του έχουν ήδη επιδικαστεί με την 82/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου, που κατέστη αμετάκλητη με την 4693/2012 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εξάλλου, συνεχίζει το εφεσίβλητο, το εκκαλούν έχει ήδη αποδεχθεί την ιδιότητά του ως οφειλέτη του για τις εξ ιδίας αιτίας οφειλές των ετών 1999-2009 με την από 5.2.2021 σχετική «σύμβαση ρύθμισης οφειλών δυνάμει του άρθρου 90 του Ν. 4174/2020 (ΦΕΚ. 148 Α΄)».
12.Επειδή, κατά τη ρητή διατύπωση της εκτιθέμενης στην πέμπτη σκέψη της παρούσας διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 (α) του 259/2014 Κανονισμού, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει αρμοδιότητα καταλογισμού όχι μόνο οφειλών που προέκυψαν από τη διαχείριση ή το έλλειμμα των δικών της υπηρεσιών ή οργάνων (άρθρο 1, παρ. 1 περ. α, εδ. β’ του παραπάνω Κανονισμού) αλλά και των πάσης φύσης και εξ οιασδήποτε αιτίας απορρεουσών χρηματικών απαιτήσεων της και σε βάρος οποιουδήποτε οφειλέτη της (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α, εδ. α’ του ίδιου Κανονισμού), όπως εν προκειμένω είναι οι οφειλές του εκκαλούντος. Αυτό άλλωστε συνάδει και με τις υπόλοιπες διατάξεις του ως άνω Κανονισμού, συνολικώς ερμηνευόμενου και ιδιαιτέρως: α) με το άρθρο 1 παρ. 1 (β) αυτού, στο οποίο προβλέπεται ότι οι καταλογιζόμενες απαιτήσεις της Αποστολικής Διακονίας αδιακρίτως (όχι μόνο οι προερχόμενες από καταλογισμό των υπηρεσιών και των οργάνων της) δύνανται να ανατίθενται προς είσπραξη και στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ) κατά τα προβλεπόμενα στον εν λόγω Κανονισμό και την 1016897/1160/0016/08 (ΦΕΚ 449 Β/14-3-2008) Υπουργική Απόφαση και β) με το άρθρο 4 αυτού, που αφορά την απόδοση στην Αποστολική Διακονία των εισπραχθεισών από τη Δ.Ο.Υ. απαιτήσεών της. Στο άρθρο αυτό διακρίνονται, κατά όμοιο τρόπο με το άρθρο 1 (α), οι πάσης φύσης και από οποιαδήποτε αιτία προερχόμενες απαιτήσεις (άρθρο 4 παρ. 1 εδ. α’ του ως άνω Κανονισμού) και αφετέρου, όσες απαιτήσεις ειδικότερα προέρχονται από συναλλαγές ή έλλειμμα υπηρεσίας ή οργάνου της (άρθρο 4 παρ. 1, εδ. β’ του ίδιου Κανονισμού). Το επιχείρημα δε αυτό ορθώς εκτέθηκε και στην εκκαλουμένη απόφαση χωρίς να προκύπτει εξ αυτού σύγχυση μεταξύ εν ευρεία και εν στενή εννοία βεβαίωσης των απαιτήσεων της Αποστολικής Διακονίας απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του εκκαλούντος και του ανωτέρω λόγου έφεσης συνολικά ως αβάσιμου. Απορριπτέος, εξάλλου, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος κρίνεται και ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί αντίθεσης στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ της παροχής σε ν.π.δ.δ. της αρμοδιότητας καταλογισμού απαιτήσεων ιδιωτικού δικαίου χωρίς δικαστική απόφαση , καθόσον , στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται απαίτηση δημοσίου και όχι ιδιωτικού δικαίου.
13.Επειδή, περαιτέρω, το εκκαλούν προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα για τον λόγο ότι το ίδιο δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 24 παρ. 1 του α.ν. 976/1946, που προβλέπει την επιβολή της ένδικης εισφοράς σε όλα τα ιερά προσκυνήματα της χώρας που διέπονται από ειδικούς νόμους. Και τούτο διότι δεν αποτελεί, κατά τους ισχυρισμούς του, ιερό προσκύνημα, παρά τα αντιθέτως κρινόμενα με τις 1744/1948 και 4693/2012 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά πολύμορφο οργανισμό ευαγούς Εθνικού Καθιδρύματος κατά τα κριθέντα με την νεότερη 3631/2015 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και κατά τα οριζόμενα με το άρθρο 1 του Ν. 349/1976 που χαρακτηρίζει το εκκαλούν ως «ενιαίον νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου υπό την εποπτείαν του Κράτους». Διατείνεται δε το εκκαλούν ότι η διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 του Ν. 590/1977 εξαίρεσε αυτό από τα ιερά προσκυνήματα της χώρας καταργώντας σιωπηρά τον Ν.. 3775/1929. Εξάλλου, το εφεσίβλητο υποστηρίζει ότι το ζήτημα έχει λυθεί αμετακλήτως με την 4693/2012 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
14.Επειδή, όπως έγινε δεκτό στην τρίτη σκέψη της παρούσας, η προβλεπόμενη από την περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 24 του α.ν. 976/1946 εισφορά υπέρ της εφεσίβλητης Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος επιβάλλεται, σε ποσοστό 5% επί των ακαθάριστων εσόδων τους, σε όλα τα ιερά προσκυνήματα της χώρας που διέπονται από ειδικούς νόμους. Μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται και το εκκαλούν Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου, το οποίο διέπεται από τον ειδικό νόμο 3775/1929 και αποτελεί προδήλως ιερό προσκύνημα. Τα παραπάνω δεν μεταβλήθηκαν με τις εκτιθέμενες στην τέταρτη σκέψη της παρούσας διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 590/1977, με τις οποίες ούτε καταργήθηκε σιωπηρώς ο Ν. 3775/1929 ούτε εξαιρέθηκε το εκκαλούν από τα ιερά προσκυνήματα αλλά ρυθμίστηκαν ζητήματα διοίκησης και διαχείρισης, μεταξύ άλλων, και των ιερών προσκυνημάτων, από τις ρυθμίσεις δε αυτές εξαιρέθηκε το εκκαλούν απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης ως αβάσιμου. Σε σχέση, εξάλλου, με τις αναφερόμενες από το εκκαλούν 3631/2015 και 4693/2012 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, σημειωτέον είναι ότι το ζήτημα διευκρινίστηκε με την 1739/2022 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι η παραπάνω 3631/2015 απόφαση αφορά εκλογές αιρετών μελών και ότι η κρίσιμη στην παρούσα υπόθεση αμφισβήτηση της ιδιότητας του εκκαλούντος ως Ιερού Προσκυνήματος κατά την έννοια του άρθρου 24 παρ. 1 του α.ν. 976/1946 και, συνακόλουθα, της υποχρέωσης καταβολής της προβλεπόμενης στη διάταξη αυτή εισφοράς επιλύθηκε με την 4693/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία έγιναν δεκτά τα ανωτέρω αναφερόμενα.
15.Επειδή, περαιτέρω, το εκκαλούν προβάλλει ότι η καταλογιζόμενη σε βάρος του εισφορά της περίπτωσης δ’ της παρ. 1 του άρθρου 24 του α.ν. 976/1946 συνιστά φόρο στην γενική εφαρμογή του και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα, διότι ο καταλογισμός του φόρου έγινε, αφενός, χωρίς να προβλέπεται από τυπικό νόμο και πάντως όχι από τα αρμόδια όργανα του Κράτους αλλά από ΝΠΔΔ και, αφετέρου, η ένδικη εισφορά υπολογίστηκε επί των ακαθαρίστων εσόδων του εκκαλούντος κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας του φόρου (άρθρο 78, παρ. 1 και 4 του Συντάγματος). Στον χαρακτηρισμό δε της υπόθεσης ως φορολογικής, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, συντείνει το γεγονός ότι, με την 541/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας , όμοια υπόθεση παραπέμφθηκε στο Β τμήμα του Δικαστηρίου αυτού. Άλλως, το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι η επιβολή της ένδικης εισφοράς σε βάρος του, συναρτώμενη προς την ειδική αντιπαροχή του άρθρου 3 παρ. 1 του ν.δ. 3775/1957, συνιστά ανταποδοτικό τέλος και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα, διότι, αφενός, μετά την παύση λειτουργίας του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου Τήνου κατά το έτος 2010 εκλείπει η ειδικώς οριζόμενη στο νόμο συγκεκριμένη αντιπαροχή, αφετέρου, η προσβαλλόμενη δεν περιέχει καμία αιτιολογία ούτε ως προς το ύψος των εισπρακτέων ποσών ούτε ως προς το ύψος των δαπανών χρηματοδότησης της λειτουργίας και συντήρησης του ως άνω εκπαιδευτηρίου εκ μέρους του εφεσίβλητου.
16.Επειδή, το εφεσίβλητο υποστηρίζει ότι σύμφωνα με τις 51/2019, 2616/2019, 1519/2020, 1521/2020, 1522/2020, 1523/2020, 1524/2020 και 1527/2020 αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, που αφορούσαν αντίστοιχες οφειλές του εκκαλούντος παλαιοτέρων ετών, η εισφορά του άρθρου 24, παρ. 4, περ. δ’ του α.ν. 976/1946 δεν αποτελεί ούτε φόρο ούτε ανταποδοτικό τέλος. Εξάλλου, συνεχίζει το εφεσίβλητο, το γεγονός ότι, με την 4693/2012 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε αναίρεση κατά αποφάσεως επί αγωγής κατά του εκκαλούντος με όμοιο ζήτημα για άλλες διαχειριστικές περιόδους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η υπόθεση δεν θεωρήθηκε από το Δικαστήριο αυτό ως φορολογική , για την οποία δεν θα ήταν επιτρεπτή η άσκηση αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 71 του Κ.Δ.Δ.
17.Επειδή, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην έβδομη σκέψη της παρούσας, με τις διατάξεις του ν.δ. 3775/1957 προβλέφθηκε ότι οι δαπάνες συντήρησης και λειτουργίας του Ανώτερου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου Τήνου και του Οικοτροφείου του βαρύνουν το εφεσίβλητο, το οποίο θα διαθέτει προς τούτο το ποσό της ένδικης εισφοράς και ότι, αν το ποσό αυτό δεν επαρκεί, το επιπλέον ποσό για την κάλυψη των ανωτέρω δαπανών επιμερίζεται καταρχήν μεταξύ του εφεσίβλητου και του εκκαλούντος, το οποίο, είναι υποχρεωμένο να καταβάλλει, πλέον της εισφοράς, και ποσό έως 100.000 δρχ., Οι παραπάνω διατάξεις, ωστόσο, , εφόσον δεν συνδέουν την καταβολή από το εκκαλούν της εισφοράς αυτής με την υποχρέωσή του να συμμετέχει και στις δαπάνες συντήρησης και λειτουργίας αρχικώς του Ανώτερου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου Τήνου και του Οικοτροφείου του (και μεταγενεστέρως της Μέσης Ιερατικής Σχολής Τήνου και του Εκκλησιαστικού Γυμνασίου - Λυκείου Τήνου), δεν έθιξαν τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 περ. δ’ του α.ν. 976/1946 που προβλέπει την επιβολή εισφοράς 5% στα ακαθάριστα έσοδα όλων των ιερών προσκυνημάτων της χώρας και, συνεπώς, το εκκαλούν δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής της εισφοράς αυτής, η οποία, ενόψει των ανωτέρω, δεν αποτελεί ανταποδοτικό τέλος αλλά ούτε και φόρο εφόσον προβλέπεται δυνάμει ειδικής διάταξης νόμου, ως πόρος υπέρ της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για την εξυπηρέτηση των σκοπών της, ανεξαρτήτως της λειτουργίας ή μη των παραπάνω εγκαταστάσεων (Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο, οικοτροφείο κ.λπ.) απορριπτομένων των σχετικών ισχυρισμών του εκκαλούντος. Εξάλλου, τα εμμέσως συναγόμενα συμπεράσματα των διαδίκων που προκύπτουν από τη δικονομική αντιμετώπιση όμοιων με το κρινόμενο θεμάτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ανεξαρτήτως των ειδικότερων ζητημάτων της αρμοδιότητας του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου αυτού ή του τυχόν αυτεπάγγελτου ελέγχου, κατά την αναιρετική δίκη, της νομιμότητας άσκησης αγωγής με φορολογικό αντικείμενο, δεν ασκούν επιρροή στην κρινόμενη υπόθεση, αφού πάντως δεν υφίσταται κρίση του παραπάνω Δικαστηρίου περί του φορολογικού ή μη χαρακτήρα της διαφοράς.
18. Επειδή, στη συνέχεια, το εκκαλούν προβάλλει ότι η καταλογιστική σε βάρος του πράξη είναι ακυρωτέα, δεδομένου ότι δεν παρατίθενται σε αυτήν αναλυτικώς τα στοιχεία που αποτελούν τα ακαθάριστα έσοδα ή τις πηγές εσόδων επί των οποίων υπολογίσθηκε η ένδικη εισφορά.
19.Επειδή σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τρίτη σκέψη της παρούσας, το ύψος της ένδικης εισφοράς υπολογίζεται σε ποσοστό 5% επί των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων του υποχρέου, όπως αυτά προκύπτουν από την εγκριτική απόφαση του απολογισμού του Ιερού Προσκυνήματος και πάντως χωρίς να τάσσεται ως προϋπόθεση για τη νόμιμη επιβολή της η επιμέρους ανάλυση των ακαθαρίστων εσόδων ή των πηγών εσόδων των Ιερών Προσκυνημάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα του εκκαλούντος, λήφθηκαν υπόψη από το εφεσίβλητο για τον υπολογισμό της ένδικης εισφοράς, όπως αυτά προκύπτουν από τον απολογισμό του κρίσιμου έτους (ανερχόμενα στο ποσό των 2.921.109,49 ευρώ), ο οποίος εγκρίθηκε με την ΔΠΠΔΑΕΦ/Α’/522/212352/Β2/24.12.2015 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης ως αβάσιμου.
20. Επειδή, τέλος, το εκκαλούν προβάλλει ότι η καταλογιστική πράξη εκδόθηκε χωρίς να τηρηθεί ο ουσιώδης τύπος της προηγούμενης κλήσης σε ακρόαση, κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ Για την λυσιτέλεια του λόγου αυτού το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι, εάν είχε κληθεί, θα προσκόμιζε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για τον χαρακτηρισμό του ως Ευαγούς Εθνικού Καθιδρύματος υποκείμενου σε κρατική εποπτεία, ενώ θα προέβαλε και την παύση λειτουργίας του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου Τήνου, η οποία έχει ως συνέπεια την ανυπαρξία πλέον οποιασδήποτε αντιπαροχής εκ μέρους της Αποστολικής Διακονίας.
21.Επειδή, πριν την έκδοση δυσμενούς πράξης σε βάρος διοικουμένου πρέπει αυτός να κληθεί να εκφράσει τις απόψεις του εκτός αν, μεταξύ άλλων, η πράξη αυτή εκδίδεται κατά δέσμια αρμοδιότητα της διοίκησης, Προκειμένου, εξάλλου, ο λόγος παραβίασης του δικαιώματος του διοικουμένου σε προηγούμενη ακρόαση να προβάλλεται λυσιτελώς, πρέπει να αναφέρονται οι κρίσιμοι πραγματικοί ισχυρισμοί που θα προβάλλονταν αν ο διοικούμενος είχε κληθεί σε ακρόαση πριν την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν πράξης. (ΣτΕ 182/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, η καταλογιστική της ένδικης εισφοράς πράξη εκδόθηκε κατά δέσμια αρμοδιότητα της Διοίκησης αφού η Αποστολική Διακονία υποχρεούται να επιδιώκει την είσπραξη της ένδικης εισφοράς με βάση αντικειμενικά δεδομένα. Συγκεκριμένα, η ένδικη εισφορά επιβάλλεται σε κάθε νομικό πρόσωπο που χαρακτηρίζεται ως Ιερό Προσκύνημα, ο υπολογισμός του ύψους της εισφοράς πραγματοποιείται με βάση καθορισμένο από τον νόμο συντελεστή (5%) επί ποσού ακαθάριστων εσόδων προκύπτοντος από την εγκριτική απόφαση του απολογισμού του εκκαλούντος κατά το κρίσιμο έτος. Και τούτο ανεξαρτήτως της λυσιτέλειας προβολής του παραπάνω λόγου, καθώς οι ισχυρισμοί που επικαλείται το εκκαλούν ότι θα προέβαλε αν είχε κληθεί σε ακρόαση πριν την έκδοση της πράξης ήταν νομικοί και όχι πραγματικοί (ο πρώτος λόγος αφορούσε τον νομικό χαρακτηρισμό του ως Ιερού Προσκυνήματος και ο δεύτερος συναπτόταν με τον χαρακτήρα της ένδικης εισφοράς ως ανταποδοτικού τέλους) και μάλιστα απορρίφθηκαν τόσο με την εκκαλουμένη όσο και με την παρούσα απόφαση. Συνεπώς, και ο λόγος αυτός έφεσης κρίνεται απορριπτέος.
22.Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί, και να καταδικασθεί το εκκαλούν στην δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου ύψους 341,00 ευρώ κατ’ άρθρο 275 παρ 1 εδ. α΄ του Κ.Δ.Δ.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την έφεση.
Καταδικάζει το εκκαλούν στην δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου ύψους 341,00 ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2024 όπου και δημοσιεύθηκε η απόφαση σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου στις 27 Μαΐου 2024
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΖΑΦΕΙΡΙΑ ΓΙΑΛΕΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΒΛΑΧΟΥ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΚΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
|