ΜονΕφΔωδεκανήσου 35/2024 Αριθμός Απόφασης : 35
'Ετος : 2024 Δικαστήριο : Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου
Aριθμός Aπόφασης 35/2024
TO MONOMEΛEΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από την Εφέτη Δωδεκανήσου Βασιλική Καρβέλα, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών Δωδεκανήσου και από τη Γραμματέα Δέσποινα Μαυροειδή.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στη Ρόδο στις 17 Μαρτίου 2023 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ***, κατοίκου *** Ρόδου, ***, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της *** (Δ.Σ. ***).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ιερού Ναού ***, νομίμως εκπροσωπουμένου από την Εκκλησιαστική αυτού Επιτροπή ***, νομίμως εκπροσωπουμένου από το Εκκλησιαστικό αυτού Συμβούλιο, ***, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του *** (Δ.Σ. ***).
Η εκκαλούσα, με την από 06-12-2017 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ***/10-01-2018) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, η οποία στρεφόταν κατά του ήδη εφεσιβλήτου, ζητούσε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε η υπ` αριθ. 138/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την από 10-10-2022 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ***/12-10-2022) έφεσή της, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε στο παρόν Δικαστήριο (όπου κατατέθηκε με αριθμό κατάθεσης ***/13-10-2022) για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (με αριθμό πινακίου ***) και ζήτησε να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται στο δικόγραφό της και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει καθ` ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως ανωτέρω μνημονεύεται, κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις, στις οποίες αναφέρθηκαν και ζήτησαν όσα σε αυτές εκτίθενται.
AΦOY MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA
ΣKEΦΘHKE ΣYMΦΩNA ME TO NOMO
Ι. Η κρινόμενη από 10-10-2022 έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγου-σας κατά της υπ` αριθμόν 138/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ` άρθρο 19 περ. α ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν 3994/2011, αφού, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετηρίου δικογράφου υπ` αριθ. ***/2022 έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εκκαλούσας (που την εκπροσώπησε και στη δίκη του πρώτου βαθμού) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως σύμφωνα με τα άρθρα 511, 513 §§ 1 περ. β εδ. α, 516 § 1, 517 εδ. α` και 518 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 144 επ. και 520 § 1 του ιδίου Κώδικα και, συνεπώς, παραδεκτώς κατ` άρθρο 532 αυτού, καθώς α) δεν προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 12-10-2022, δηλαδή εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ (όπως η δεύτερη παράγραφος αυτού ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015) των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, η οποία έλαβε χώρα στις 16-05-2022, ήτοι μετά την 01η-01-2016 (άρθρο 24 § 1 εδ. α ΕισΝΚΠολΔ) και β) κατατέθηκε στη Γραμματεία του τελευταίου Δικαστηρίου το, προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 495 § 3 εδ. Α περ. β ΚΠολΔ (όπως η τρίτη παράγραφος του άρθρου αυτού ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 35 § 2 του Ν 4446/2016, το οποίο, κατ` άρθρο 45 αυτού, ισχύει από 23-01-2017), με κωδικό … ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών υπέρ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατό (100,00) ευρώ. Επομένως, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την εφαρμοσθείσα και πρωτοδίκως τακτική διαδικασία, κατ` ουσίαν, ήτοι ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 216 § 1 ΚΠολΔ, 9 §§ 1 και 2 του Ν 2100/1952 και 1, 4 επ., 20 επ., 40, 43, 44, 45, 46, 47, 51 επ., 61, 63, 65, 68 και 69 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου (Κυβερνητικού Διατάγματος 132 της 1ης Σεπτεμβρίου 1929), που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 8 § 2 του Ν. 510/1947, προκύπτει ότι επί αγωγής από το άνω άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού, με την οποία διώκεται η αναγνώριση της προβλεπόμενης από αυτό δεκαπενταετούς παραγραφής, κατά αρχικής (θεμελιώδους) εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία ακινήτου κειμένου στην περιφέρεια του Κτηματολογίου Ρόδου, φερομένου δε με την αγωγή ως ανήκοντος προηγουμένως στην κατηγορία των κατά τον Οθωμανικό Νόμο δημoσίων γαιών, επί των οποίων είχε αποκτηθεί κατά τον ίδιο νόμο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ) από ιδιώτη, ήτοι ακινήτου που ανήκε στην κατηγορία των εραγί-εμιριέ (αρζί-μιρί) και κατέστη στη συνέχεια ελεύθερης ιδιοκτησίας (μούλκ) κατά το άνω άρθρο 9 §§ 1 και 2 του Ν. 2100/1952 διότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του τελευταίου, αρκεί για την πληρότητά της ως προς τον χαρακτήρα του εν λόγω ακινήτου ως «μουλκ» να γίνεται επίκληση και να αναφέρονται σε αυτή α) η νομική φύση του ακινήτου, β) η θεμελιώδης κτηματολογική εγγραφή, γ) ο αρχικός τιτλούχος του ακινήτου, δ) ότι ο αρχικός τιτλούχος του ακινήτου απέκτησε το επί τούτου δικαίωμα «τεσσαρούφ» πριν την έναρξη των εργασιών κατάρτισης του Κτηματολογίου Ρόδου και ε) ότι διατηρήθηκε τούτο στο όνομά του συνεχώς μέχρι τη δημοσίευση του παραπάνω Ν. 2100/1952 (ΑΠ 2015/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 403/1999 ΕλλΔικ 40/1560, ΑΠ 193/1997 ΕλλΔικ 38/1572, ΑΠ 641/1995 ΕλλΔικ 39/586, ΕφΔωδ 175/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΔωδ 86/2002 ΔωδΝομ 2003/69, ΕφΔωδ 62/2002 ΔωδΝομ 2003/68). Ωστόσο, ακόμα και αν αναγραφεί στην αγωγή η θεμελιώδης εγγραφή και ότι, σύμφωνα με το Ν. 2100/1952 το ακίνητο μετατράπηκε από «αρζί-μιρί» σε «μουλκ», τότε, θα είναι και πάλι αρκούντως ορισμένη, μιας και θα διαλαμβάνει, εμμέσως πλην σαφώς, τα αξιούμενα περιστατικά για τη μετατροπή του ακινήτου από "εραζί-εμιριέ" σε "μουλκ", στα οποία εμμέσως πλην σαφώς εμπεριέχονται και οι τασσόμενες από το άρθρο 9 § 2 του Ν. 2100/1952 προϋποθέσεις για τη μετατροπή του πιό πάνω ακινήτου από «εραζί-εμιριέ» σε "μουλκ" (ΑΠ 2015/2014, ΑΠ 447/2007, ΑΠ 641/1995, Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).
ΙΙΙ. Στην από 06-12-2017 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ***/10-01-2018) αγωγή της κατά του νυν εφεσιβλήτου, η ήδη εκκαλούσα εξέθετε ότι το λεπτομερώς σε αυτήν κατά θέση, έκταση και όρια περιγραφόμενο ακίνητο, νομικής φύσης «αρζί-μιρί», φερόταν, κατά την αρχική εγγραφή στα βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου, να ανήκει στους ***, *** και *** και δη κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, από αυτούς δε ο *** μεταβίβασε λόγω πώλησης το ιδανικό του μερίδιο κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο των *** και *** δυνάμει του, νομίμως καταχωρισθέντος στα οικεία Κτηματολογικά Βιβλία Ρόδου, υπ` αριθ. ***/23-11-1959 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου ***. Ότι το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε λόγω χρησικτησίας στον εναγόμενο Ιερό Ναό δυνάμει της υπ` αριθ. 868/1988 απόφασης του Ειρηνοδικείου Ρόδου, νομίμως καταχωρισθείσας στα άνω Κτηματολογικά Βιβλία, χωρίς όμως να συντρέχουν οι προς τούτο προϋποθέσεις, διότι ουδέποτε ο εναγόμενος κατείχε το επίδικο ακίνητο, το οποίο δεν κατείχαν ούτε οι ανωτέρω εγγεγραμμένοι τιτλούχοι, αλλά διάφοροι ιδιώτες, οι οποίοι είχαν προβεί σε άτυπες αγορές οικοπέδων από τον εναγόμενο, ο οποίος, αν και ήταν κύριος του με κτηματολογική μερίδα *** ακινήτου, στην πραγματικότητα, από παραδρομή και λόγω σύγχυσης ως προς τα όρια των ακινήτων, παρέδιδε στους αγοραστές τμήματα του με κτηματολογική μερίδα ***ομόρου ακινήτου, όπως έπραξε και με τον πατέρα της ενάγουσας, ***, στον οποίο μεταβίβασε λόγω άτυπης πώλησης, το έτος 1952, τμήμα της επίδικης έκτασης με Κ.Μ. *** (αντί τμήματος του με κτηματολογική μερίδα *** ακινήτου), εμβαδού 356,00 τ.μ., όπως αυτό εμφαίνεται στο επισυναπτόμενο στην αγωγή από Ιουλίου του 2008 σχεδιάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού ***, το οποίο έκτοτε ο πατέρας της νεμόταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, ανεγείροντας εντός αυτού ισόγεια οικία, στη συνέχεια δε το μεταβίβασε στην ενάγουσα, μετά της επ` αυτού οικίας με αυλή, λόγω άτυπης προίκας το έτος 1969, έκτοτε δε η ενάγουσα νέμεται το ανωτέρω ακίνητο με διάνοια κυρίου, ασκώντας επ’ αυτού όλες τις περιγραφόμενες στο αγωγικό δικόγραφο, προσιδιάζουσες στη φύση και στον προορισμό του ακινήτου, διακατοχικές πράξεις, η δε νομική φύση του ακινήτου, από «αρζί-μιρί» μετατράπηκε ήδη σε «μουλκ», μετά τη δημοσίευση του Ν. 2100/1952, αφού τόσο οι αρχικοί τιτλούχοι, όσο και οι καθολικοί διάδοχοί τους διατήρησαν εξακολουθητικά το δικαίωμα της εξουσίασής του (τεσσαρούφ), χωρίς να συντρέξει κανένας από τους λόγους που θα αναιρούσαν το δικαίωμα αυτό. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η ενάγουσα ζητούσε α) να αναγνωριστεί ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπό της ο νόμιμος χρόνος της δεκαπενταετούς κτητικής παραγραφής για την κτήση εκ μέρους της με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας της κυριότητας στο προρρηθέν επίδικο τμήμα της Κ.Μ. ***, έκτασης 356 τ.μ., το οποίο ανήκει σε ακίνητο που βρίσκεται στη θέση «***» της Κτηματικής Περιφερείας *** - Ρόδου, με κτηματολογικά στοιχεία *** γαιών ***, νομικής φύσης «αρζί-μιρί» και ήδη «μουλκ» και β) να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με τέτοιο περιεχόμενο, η κρινόμενη από το άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου αγωγή, ιστορούσα ότι το σε αυτήν περιγραφόμενο κατά θέση, όρια και έκταση ακίνητο, που ανήκε στην κατηγορία των «εραζί-εμιριέ» («αρζί-μιρί»), καταχωρίσθηκε σαν τέτοιο, βάσει θεμελιώδους εγγραφής και υπό τα διαλαμβανόμενα σε αυτήν στοιχεία, στο οικείο κτηματολόγιο υπέρ των αρχικών τιτλούχων, ***, *** και *** και στην συνέχεια, δυνάμει της, νομίμως καταχωρισθείσας στα Κτηματολογικά Βιβλία, υπ` αριθ. 868/1988 απόφασης του Ειρηνοδικείου Ρόδου, στον εναγόμενο Ιερό Ναό ως εξουσιαστή και ότι το εν λόγω ακίνητο κατέστη ιδιωτικό («μουλκ») δυνάμει του Ν. 2100/1952 διότι συνέτρεχαν οι αξιούμενες από το νόμο αυτό προϋποθέσεις, ήταν, ως προς τον επικαλούμενο και για την εφαρμογή του άρθρου 63 του άνω Κτηματολογικού Κανονισμού αξιούμενο χαρακτήρα του άνω ακινήτου ως τέτοιου ελεύθερης κυριότητος, αρκούντως ορισμένη, ως διαλαμβάνουσα εμμέσως πλην σαφώς όλα τα απαιτούμενα για τη μετατροπή του άνω ακινήτου από «εραζί-εμιριέ» σε «μουλκ» γεγονότα, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος για την θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος της ενάγουσας και απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει, δεκτού γενομένου του μοναδικού λόγου της έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να ερευνηθεί η αγωγή κατ’ ουσίαν, αφού προηγουμένως ελεγχθεί αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο αυτής.
IV. Με τη διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 22 του Ν. 4301/2014 (ΦΕΚ A’ 223/07-10-2014), ορίσθηκε ότι «Οι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του α.ν. 1539/1938, όπως ισχύει, έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των κτημάτων και εν γένει ακινήτων, που ανήκουν στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου, των Ιερών Ναών και των Ιερών Μονών τους και στα υπαγόμενα σε αυτά εκκλησιαστικά ιδρύματα, Ιερά Προσκυνήματα και εκκλησιαστικά μουσεία». Η διάταξη αυτή αποκλείει πλέον με απόλυτη σαφήνεια τη χρησικτησία, ως πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητος, στα εκκλησιαστικά ακίνητα τα κείμενα στη Δωδεκάνησο και ποινικοποιεί την αυθαίρετη κατάληψη των εκκλησιαστικών ακινήτων, κατά τρόπο αντίστοιχο με τα δημόσια κτήματα. Η παραπάνω διάταξη είναι σαφές ότι ισχύει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ. Τούτο δε, όχι μόνον διότι στη διάταξη του άρθρου 56 του ιδίου ως άνω νόμου ορίζεται ότι «Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», ενώ δεν υπάρχει καμία άλλη διάταξη από την οποία να συνάγεται αναδρομικότητά της, αλλά και διότι η διάταξη του άρθρου 4 του α.ν. 1539/1938 (ΦΕΚ Α’ 488/1938), που πλέον, μετά την ισχύ του Ν. 4301/2014, εφαρμόζεται ανάλογα και επί των εκκλησιαστικών ακινήτων, η οποία ορίζει ότι "Τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου εις ουδεμίαν υπόκεινται παραγραφήν. Παραγραφή δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτου κτήματος αρξαμένη προ της ισχύος του παρόντος νόμου, ουδεμίαν νόμιμον συνέπειαν έχει, αν αύτη δεν συνεπληρώθη μέχρι τούδε κατά τους προϊσχύσαντας νόμους", δεν είχε αναδρομικότητα και σεβάστηκε την ήδη συμπληρωθείσα κτητική παραγραφή σε δημόσια κτήματα, κατά τους μέχρι τότε ισχύοντες νόμους (ΑΠ 1281/2002, ΕφΝαυπλ 319/2015, Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Δωρή, Τα Δημόσια Κτήματα, Τόμος Α’, έκδοση 1980, σελ. 437). Ακόμη όμως και στην υποθετική περίπτωση, κατά την οποία ο νομοθέτης θα προσέδιδε στην προαναφερόμενη διάταξη αναδρομική ισχύ, η σχετική διάταξη θα ήταν ανίσχυρη, ως αντικείμενη στις διατάξεις του άρθρου 1 § 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του άρθρου 17 του Συντάγματος, δεδομένου ότι θα έθιγε εμπράγματα δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του νόμου, χωρίς αυτό να επιβάλλεται για λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Ειδικότερα, το άρθρο 2 Α.Κ. εκφράζει τη γενικότερη αρχή του δικαίου περί μη αναδρομικότητας των νόμων, που αποβλέπει στην κατά το δυνατό βεβαιότητα των δικαιωμάτων ασφάλειας των συναλλαγών και σταθερότητας δικαίου, η οποία (αρχή) όμως δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και έτσι η διάταξη αυτή δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ. Επομένως, ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται, κατ’ αρχήν, να προσδώσει στο νόμο αναδρομική ισχύ, με μόνο περιορισμό τη μη προσβολή συνταγματικώς προστατευομένων δικαιωμάτων. Στο νόμο μπορεί να δοθεί αναδρομική δύναμη ρητώς ή σιωπηρώς (έμμεσα), όταν δηλαδή από την έννοια και το σκοπό του συνάγεται νομοθετική βούληση περί αναδρομικής ισχύος του, ώστε να ρυθμιστούν και περασμένα γεγονότα ή σχέσεις του παρελθόντος. Εξαιρέσεις από το επιτρεπτό της αναδρομικής ισχύος του νόμου προβλέπονται στο Σύνταγμα από τις διατάξεις των άρθρων 7 § 1 και 78 § 2 του Συντάγματος. Από την απόλυτη απαγόρευση στο Σύνταγμα της αναδρομικότητας των νόμων που ορίζουν οι συνταγματικές διατάξεις, συνάγεται ότι στις άλλες περιπτώσεις η αναδρομική ισχύς είναι μεν επιτρεπτή, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τα όρια που θέτουν τα άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος, καθώς και οι υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος) διατάξεις των άρθρων 6 § 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Κατά το άρθρο 1 § 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, "Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέση εν ισχύι νόμους, ους ήθελε κρίνη αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον, ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων". Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσης δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και μάλιστα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 40/1998 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, σύμφωνα, με τη ρύθμιση της ως άνω διεθνούς συνθήκης, μέσω της αναδρομικής ισχύος νόμου είναι δυνατόν να επέρχεται απόσβεση ή κατάργηση δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί με προγενέστερο νόμο, μόνο εφόσον η κατάργηση ή απόσβεση επιβάλλεται για λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος ή ωφέλειας, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των Δικαστηρίων, αφού διαφορετικά η έναντι του κοινού νομοθέτη προστασία των περιουσιακών αυτών δικαιωμάτων θα έμενε χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 3/2016 T.N.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΟλΑΠ 6/2007 ΝοΒ 2007/1613, ΑΠ 1125/2006 Δ.Ε.Ε. 2006/904, ΕφΔωδ 43/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Αποστολάς, «Εκ-κλησιαστικά Ακίνητα στη Δωδεκάνησο και χρησικτησία μετά το Ν. 4301/2014» Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, «Αστικός Κώδικας», 2η έκδοση, 2016, άρθρο 2, αριθ. 19-23, 32, Απόστολου Γεωργιάδη, «Σ.Ε.Α.Κ.», Τόμος Ι, 2010, άρθρο 2, αριθ. 4-7, Μ. Μαργαρίτης, «Επίτομη Ερμηνεία ΑΚ», άρθρο 2, αριθ. 5-6). Περαιτέρω, με το άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου που κυρώθηκε με το 132/1929 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη και διατηρήθηκε σε ισχύ (ως τοπικό δίκαιο) και μετά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου και την εισαγωγή σε αυτήν της Ελληνικής Νομοθεσίας με το άρθρο 8 § 2 Ν 510/1947, καθιερώνεται η έκτακτη χρησικτησία (κτητική παραγραφή) με την 15ετή νομή, ως προς τα λοιπά δε στοιχεία αυτής, δηλαδή τις προϋποθέσεις έναρξης, διαδρομής και συμπλήρωσης της κτητικής αυτής παραγραφής, παραπέμπει η διάταξη «εις τας αρχάς της ιταλικής νομοθεσίας», της παραπομπής αυτής νοουμένης ως γνησίας και, κατά συνέπεια, από την Εισαγωγή στην Δωδεκάνησο του Α.Κ. εφαρμόζονται ως προς τις προϋποθέσεις (πλην του χρόνου) οι περί έκτακτης χρησικτησίας διατάξεις του Α.Κ. (βλ. αντί πολλών ΟλΑΠ 188/1980 ΝοΒ 28/1477). Με το άρθρο 2 του Ν 510/1947 που άρχισε να ισχύει από 30-12-1947 (§ 14 αυτού) εισήχθη στη Δωδεκάνησο η ελληνική αστική νομοθεσία, όπως επίσης εισήχθη στην Δωδεκάνησο δια του Β.Δ. της 31-12-1948/10-01-1949 η ελληνική νομοθεσία περί απαραγράπτου των επί των ακινήτων δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου, λαμβανομένου δε υπόψη ότι α) στον Κτηματολογικό Κανονισμό δεν υπάρχει διάταξη για την προστασία της εκκλησιαστικής περιουσίας και β) η εκκλησιαστική κατάσταση στην Δωδεκάνησο και μετά την προσάρτηση συνέχισε κατ’ εξαίρεση να διέπεται από το ισχύον περιουσιακό καθεστώς που δεν εθίγη (άρθρο 5 § 1 του Ν 520/1977), δεν επεκτάθηκαν και δεν έχουν εφαρμογή όλες οι περί προστασίας των εκκλησιαστικών ακινήτων διατάξεις που ίσχυσαν στην λοιπή Ελλάδα, επ’ αυτών δε ισχύει η κτητική παραγραφή του άρθρου 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού, συμπληρουμένου, όπως προαναφέρθηκε, από τις διατάξεις του Α.Κ. (Π. Αποστολά, «Η χρησικτησία στα εκκλησιαστικά ακίνητα», ΔωδΝομ τόμος 4, σελ. 22 επ.). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 1054 Α.Κ., ανεπίδεκτα χρησικτησίας (τακτικής ή έκτακτης) είναι τα εκτός συναλλαγής πράγματα, τέτοια δε είναι, εκτός των άλλων και σύμφωνα με το άρθρο 966 Α.Κ., τα προορισμένα σε εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών. Κατά συνέπεια, στα εκκλησιαστικά ακίνητα στη Δωδεκάνησο, εφόσον αυτά δεν είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση κάποιου θρησκευτικού σκοπού, είναι δυνατή η κτητική παραγραφή κατ’ άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού (ΕφΔωδ 231/2009, ΕφΔωδ 155/2005, Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή τυγχάνει νόμιμη, με βάση την προπαρατιθέμενη μείζονα σκέψη, αφού η επικαλούμενη με αυτήν κτητική παραγραφή φέρεται να έχει λάβει χώρα πριν τη θέση σε ισχύ του Ν. 4301/2014, απορριπτομένης της σχετικής άρνησης του εναγομένου, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού, 974, 1045 Α.Κ. και 70 και 176 ΚΠολΔ. Συνεπώς πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, για το παραδεκτό αυτής, αντίγραφό της έχει καταχωρηθεί, κατ` άρθρο 220 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 51 αριθ. 3 και 52 § 2 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, στα οικεία βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου εντός 30 ημερών από την κατάθεσή της.
V. Από την προσήκουσα εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν (δεν επιμελήθηκαν της εξέτασης μαρτύρων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 395 και 524 § 1 του ΚΠολΔ), μερικών εκ των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την κατ` ουσίαν διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά, επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους, έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι, όμως, ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, λαμβάνονται δε υπ’ όψιν έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, αφού για τα αποδεικτέα θέματα επιτρέπεται το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων, από τις υπ’ αριθ. ***/01-03-2018 και ***/01-03-2018 ένορκες βεβαιώσεις των *** και *** αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκου Ρόδου με επιμέλεια της ενάγουσας, μετά από νόμιμη, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ (όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο § 3 του Ν 4335/2015), κλήτευση του εναγομένου προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών (όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ***/09-02-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφερείας του Εφετείου Δωδεκανήσου, με έδρα στο Πρωτοδικείο Ρόδου, ***) και από τις υπ’ αριθ. ***/19-04-2018 και ***/9-04-2018 ένορκες βεβαιώσεις των *** και *** αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκου Ρόδου με επιμέλεια του εναγομένου μετά από νόμιμη, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ, κλήτευση της ενάγουσας προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών (όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ***/13-04-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφερείας του Εφετείου Δωδεκανήσου, με έδρα στο Πρωτοδικείο Ρόδου, ***), σε συνδυασμό με α) τη, συναγομένη από την παράλειψη των διαδίκων να αμφισβητήσουν ειδικά την αλήθεια των προβληθέντων από τον αντίδικό τους ισχυρισμών, ομολογία τους (άρθρο 261 του ΚΠολΔ) και β) τα διδάγματα της κοινής πείρας, που αυτεπαγγέλτως λαμβάνονται υπ’ όψιν από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι οικόπεδο, εμβαδού 356 τ.μ., όπως αποτυπώνεται με τα αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΑ στο συνημμένο στην αγωγή από Ιουλίου του 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του Αγρονόμου - Τοπογράφου - Μηχανικού ***, αποτελεί τμήμα μείζονος ακινήτου συνολικής επιφανείας, μετά από απόσπαση τμημάτων του, 3.332,00 τ.μ., βρίσκεται στη θέση «***» της Δημοτικής Ενότητας *** του Δήμου Ρόδου και φέρει κτηματολογικά στοιχεία ***, νομικής φύσης «αρζί-μιρί» και ήδη «μουλκ». Το ακίνητο αυτό μεταβιβάσθηκε το 1951, με άτυπη πώληση έναντι τιμήματος, από τον εναγόμενο στον πατέρα της ενάγουσας ***, ο οποίος το κατείχε έκτοτε, ασκώντας επ’ αυτού με διάνοια κυρίου όλες τις προσήκουσες στη φύση και το προορισμό του διακατοχικές πράξεις και συγκεκριμένα το επιτηρούσε και κατασκεύασε σε αυτό, τη δεκαετία του 1950, οικία με αυλή, στη συνέχεια δε και δη το έτος 1969, το μεταβίβασε λόγω άτυπης προίκας στην ενάγουσα θυγατέρα του ενόψει του γάμου της, η οποία το έφραξε περιμετρικά με πέτρινο τοίχο ύψους 1,50 μέτρου περίπου, έκτοτε δε και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, αυτή διαμένει μόνιμα με την οικογένειά της στην εντός αυτού κείμενη οικία με αυλή, την οποία συντηρεί με βελτιωτικές εργασίες και καταβάλλει όλα τα αναλογούντα στο ακίνητο τέλη, χωρίς ουδέποτε να έχει ενοχληθεί από τον εναγόμενο ή οποιονδήποτε τρίτο, κατέχοντας με διάνοια αποκλειστικής κυρίας το οικόπεδο, επί του οποίου συνεχίζει να ασκεί τις προρρηθείσες πράξεις νομής, οι οποίες, σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, ήταν σε γνώση του εναγομένου, ο οποίος δεν εναντιώθηκε σε αυτή την πραγματική κατάσταση, δεν είχε καμία ανάμειξη, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για το επίδικο και δεν ζήτησε ποτέ οποιοδήποτε αντάλλαγμα για την κατοχή και χρήση αυτού από την ενάγουσα. Πρέπει να σημειωθεί ότι το εν λόγω ακίνητο ανήκε στην πραγματικότητα στους ***, *** και *** και δη κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα (οι οποίοι φέρονται τιτλούχοι κατά την αρχική - θεμελιώδη κτηματολογική εγγραφή), από αυτούς δε ο *** μεταβίβασε λόγω πώλησης το ιδανικό του μερίδιο κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο των *** και *** δυνάμει του υπ` αριθ. ***/23-11-1959 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Ρόδου ***, που νομίμως καταχωρίσθηκε στα οικεία Κτηματολογικά Βιβλία στις 06-05-1982 με αριθμό ***, πλην όμως επειδή κατά λάθος ο εναγόμενος πωλούσε σε διάφορους ιδιώτες τμήματα του ακινήτου αυτού, που στην πραγματικότητα ανήκε, κατά τ’ ανωτέρω, στους *** και *** κατά τις προρρηθείσες ιδανικές μερίδες, κατόπιν συμφωνίας του με τους τελευταίους, άσκησε ο εναγόμενος ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου την από 15-04-1988 (με αριθμό κατάθεσης ***/19-04-1988) αγωγή χρησικτησίας εναντίον αυτών, οι οποίοι, παρασταθέντες στην σχετική δίκη, ομολόγησαν τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, με συνέπεια να εκδοθεί η υπ’ αριθ. 868/1988 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, νομίμως καταχωρισθείσα στα άνω Κτηματολογικά Βιβλία στις 11-10-1989 με αριθμό ***, με την οποία αναγνωρίσθηκε ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του εκεί ενάγοντος (νυν εναγομένου) η 15ετής χρησικτησία επί του μείζονος ακινήτου, με αντάλλαγμα την μεταβίβαση από τον εδώ εναγόμενο Ιερό Ναό στους εκεί εναγομένους ετέρου ακινήτου της κυριότητάς του, όπως και έγινε. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί η αγωγή, ενόψει του ότι αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, διαδεχόμενη στη νομή τον δικαιοπάροχο πατέρα της, ασκεί επί του επιδίκου ακινήτου, το οποίο δεν είναι προορισμένο σε εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών (ώστε, ως εκτός συναλλαγής πράγμα, να καθίσταται ανεπίδεκτο χρησικτησίας), για χρόνο μεγαλύτερο της δεκαπενταετίας εμφανείς υλικές πράξεις, με τις οποίες εκδηλώνει τη βούλησή της να το εξουσιάζει σαν δικό της και συνεπώς βρίσκεται στη νομή του, συντρεχουσών στο πρόσωπό της όλων των στοιχείων για την κτήση της κυριότητας στο επίδικο με έκτακτη χρησικτησία του άρθρου 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, να γίνει δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά τα ειδικότερον στο διατακτικό διαλαμβανόμενα. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (λόγω εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης), πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν εν προκειμένω (άρθρα 179 και 183 εδ. β ΚΠολΔ). Τέλος, αφού η ένδικη έφεση έγινε κατ` ουσίαν δεκτή, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του, κατατεθέντος στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου για την ένδικη έφεση, με κωδικό *** ηλεκτρονικού παραβόλου του Υπουργείου Οικονομικών υπέρ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 10-10-2022 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ***/12-10-2022) έφεση κατά της υπ` αριθ. ***/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (τακτική διαδικασία).
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ` ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ` αριθ. 138/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (τακτική διαδικασία).
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 06-12-2017 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ***/10-01-2018) αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπο της ενάγουσας και σε βάρος του εναγομένου ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής για την δια χρησικτησίας κτήση κυριότητας επί ενός οικοπέδου, εμβαδού 356 τ.μ., όπως αποτυπώνεται με τα αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΑ στο συνημμένο στην αγωγή από Ιουλίου του 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του Αγρονόμου - Τοπογράφου - Μηχανικού ***, το οποίο αποτελεί τμήμα μείζονος ακινήτου, συνολικής επιφανείας, μετά από απόσπαση τμημάτων του, 3.332,00 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «***» της Δημοτικής Ενότητας *** του Δήμου Ρόδου και φέρει κτηματολογικά στοιχεία ***, νομικής φύσης «αρζί-μιρί» και ήδη «μουλκ».
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων το σύνολο των δικαστικών τους εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του με κωδικό *** ηλεκτρονικού παραβόλου του Υπουργείου Οικονομικών υπέρ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου για την ένδικη έφεση.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στην Ρόδο, στις 01-03-2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
|