ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
Εφετείο Αθηνών 3647/1980
Πηγή : Ελληνική Δικαιοσύνη 1982, 484
Αριθμός Απόφασης : 3647
'Ετος : 1980
Δικαστήριο : Εφετείο Αθηνών


Αριθμός Απόφασης
3647/1980
Εφετείο Αθηνών 

 

Εν τη ενδίκω αγωγή εφ' ης εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφασις, ο εκκαλών οργανισμός (Ο.Σ.Ε.) ιστορεί οτι ο δικαιοπάροχος αυτού ΣΕΚ, εις τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις του οποίου υπεισήλθε, δαπάναις του προσωπικού και αυτού ανήγειρεν εν έτει 1925 εις την εν τη αγωγή αναφερομένην περιοχήν, ναόν και ξενώνα προς εξυπηρέτησιν τούτου, όστις ανήκε εις την προσκυνηματικήν διοίκησιν των ΣΕΚ, και εχρησιμοποιείτο δια την θεραπείαν των θρησκευτικών αναγκών των υπαλλήλων αυτού. 'Οτι δια της ανεγέρσεως του ιερού τούτου Ναού και της παροδόσεως τούτου εις την θείαν λατρείαν, οι ΣΕΚ ήσκουν από του χρόνου τούτου την νομήν, άλλως οιονεί νομήν επ' αυτού και της λοιπής πέριξ τούτου ανεγερθείσης ακινήτου ιδιοκτησίας και των κτισμάτων εν γένει μέχρι της 4.12.78, ότε οι εναγόμενοι εφεσίβλητοι την 4.12.1978 εκ προθέσεως ενεργούντες διετάραξον την νομήν άλλως την οιονεί νομήν του εκκαλούντος εισβαλόντες εις τον ιερόν ναόν, άλλως απέβαλον ταύτην εξ αυτού εφ' ω και διώκεται δια της ενδίκου αγωγής, όπως αναγνωρισθή ο ενάγων νομεύς άλλως οιονεί νομεύς, του ιερού Ναού των παραρτημάτων και λοιπών συστατικών και μόνος δικαιούχος εν τη διαχειρίσει τούτου, υποχρεωθώσι δ' οι εναγόμενοι επί απειλή χρησματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως και αποδώσωσιν εις αυτόν τούτον και ληφθώσι άμα ασφαλιστικά μέτρα δια τους εν τη αγωγή αναφερομένους λόγους και αναγνωρισθή προσωρινός νομεύς. Επί της αγωγής ταύτης εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφασις δι' ης απερρίφθη η αγωγή ως μη νόμιμος και καθ' ης οι ενάγοντες παραπονούνται δια της ενδίκου εφέσεως. Επειδή κατά το άρθρ. 966 του Α.Κ. (εφαρμοζόμενον κατ' άρθρ. 55 του Εισ. Νόμου, προκειμένου να κριθή μετά την εισαγωγήν του Κώδικος, η ιδιότης πράγματός τινος, εάν τούτο φέρη την ιδιότητα του εκτός συναλλαγής ή του κοινοχρήστου τοιούτου) ως πράγματα εκτός συναλλαγής θεωρούνται και τα προωρισμένα εις την εξυπηρέτησιν θρησκευτικών σκοπών. Εις την κατηγορίαν επομένως των πραγμάτων τούτων, περιλαμβάνονται και οι πάσης κατηγορίας Ναοί οι οποίοι αποκτώσιν την ιδιότητα ταύτην, αφ' ης, τηρουμένων των θείων και ιερών κανόνων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας καθιερωθώσι εις την λατρείαν του Θεού (Α.Π. 396/48, Μπαλή: Γεν. Αρχ., σελις 542 - Τούση: ΕμπρΔ. σελ. 73, σχετική Α.Π. 732/69 ΕΕΝ 1970 σελ. 330 - Εφ. Αθην. 2192/68 ΝοΒ 17, 304 - Χριστοφιλοπούλου: Εκκλησιαστικόν Δίκαιον σελίς 194, 195). Την άποψιν ταύτην ότι πράγματα ιερά θεωρούνται εν γένει οι Ναοί, οίτινες αφιερώθησαν εις την Λατρείαν του Θεού και ουχί μόνον τα κειμήλια ή σκεύη ιερά και τα άμφια τα καθαγιασθέντα εις την Θείαν Λατρείαν δια της προσηκούσης ιεροπραξίας, καθιέρωσε Νομοθετικώς και το άρθρον 45 του νόμου 590/27/31.5.77 "περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Contra Τρωϊάνου: οι ιδιόκτητοι ναοί και το άρθρ. 966 του Α.Κ. εις Νέον Δίκαιον 32, σελίς 93 και επόμενα Χριστόφορου ΝοΒ 17, 304-305, ποιουμένους προ της ισχύος του εν λόγω νόμου 590/77 διάκρισιν μεταξύ των ιερών Ναών ως οικοδομημάτων και των καθαγιασμένων εις την Θείαν Λατρείαν αμφίων κ.λ.π. Εξ άλλου κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνας και δη κατά την υπ' αριθμ. 24 της εν Χαλκιδόνι συνόδου και 49 της εν Τρούλω το σύνταγμα Βαλσαμώνος και τα πρακτικά του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καθ' ους ορίζονται αι προϋποθέσεις υφ' ας απέκτων το καλούμενον κτητορικόν δικαίωμα, οι ανεγείροντες Ναόν και αφιερώσαντες κτήματα εις αυτόν, μία εξ αυτών (των προϋποθέσεων) ήτο όπως κατά τον χρόνο της ανεγέρσεως του Ναού αφιερωθή υπό του κτήτορος περιουσία επαρκής, ώστε τα εκ ταύτης εισοδήματα να αρκώσιν προς συντήρησιν του καθιδρύματος και συνεπώς περί κτητορικού Ναού κατά την έννοιαν των προμνησθέντων κανόνων της Εκκλησίας δεν δύναται να γίνη λόγος ότε κατά τον χρόνον της ανεγέρσεως δεν αφιερώθη υπό του κτήτορος επαρκής περιουσία (Σακελλαροπούλου: Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, σελίς 261, σχετική Α.Π. 26/1961). Περαιτέρω όμως, οι νεώτεροι Νόμοι δεν αναφέρουσι περί ιδρύσεως κτητορικού Ναού υπό την προεκτεθείσα έννοιαν, αλλά ανεγνωρίσθη ο θεσμός των ιδιοκτήτων Ναών υπό της Αντιβασιλείας δια του από 26 Απριλίου - 22 Μαΐου 1834 Δ/τος "περί ιδιοκτήτων μοναστηρίων και Εκκλησίων, εις την παρ. 1 του οποίου ωρίσθη ότι "όλα τα ιδιόκτητα μοναστήρια και Ναοί επί των οποίων έχει τις αποδεδειγμένα δικαιώματα ιδιοκτησίας μένουν εις αυτόν ανενοχλήτως". Εν συνεχεία επηκολούθησαν ο Ν. ΓΦΝΖ/1910 "περί ενοριακών Ναών και της περιουσίας αυτών, περί προσόντων εφημερίων και μισθοδοσίας αυτών", ως ετροποποιήθη υπό του ΓΠΞΖ/1911, ΔΟΑ, 570/1915, 433/1918, 2677/1921, όστις εις το άρθρ. 1 ώρισε ότι οι Ναοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας διακρίνονται εις : α) ενοριακούς, β) ιδιοκτήτους ανήκοντας εις φυσικά ή νομικά πρόσωπα, γ) κοιμητηρίων, δ) παρεκκλήσια, ήτοι ναούς εντός πόλεων ή χωρίων κειμένους και ανήκοντα εις ενοριακούς Ναούς και εις εξωκκλήσια, ήτοι Ναούς εκτός πόλεων η χωρίων κειμένους και ανήκοντα εις ενοριακούς Ναούς. Περαιτέρω εξεδόθησαν τα Ν/γμα 27/12/1923 "περί ενοριακών Ναών και εφημερίων" ο Α.Ν. 5148/1931, ο Α.Ν. 1369/1938, 2. 200/1940, υπ' αριθμ. 3/1969 Κανονισμός, 8/1980 Κανονισμός, δια τούτων δε, ωρίσθησαν τα ακόλουθα: 1) Διά του Ν. Δ/τος 27/12/1923 "Οι Ναοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος διακρίνονται εις ενοριακούς και μη τοιούτους (παρ. 1). Ο ενοριακός Ναός ιδρύεται δια Β.Δ/τος μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου και αποτελεί νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου (αρ. 2, 3), εκ των μη ενοριακών Ναών οι ιδιόκτητοι, οι ανήκοντες εις φυσικά πρόσωπα παραμένουσιν εις την ιδιοκτησίαν, διοίκησιν και διαχείρησιν αυτών εφ' όσον προορίζονται υπό του ιδιοκτήτου προς θεραπείαν των θρησκευτικών αναγκών αυτού και της οικογενείας του. Απαλλοτριούνται δι' αναγκαστικώς υπέρ του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου, εφ' όσον έχουσιν τεθή εις δημοσίαν λατρείαν (αρ. 5). Εκ των μη ενοριακών Ναών τα εξωκκλήσια και παρεκκλήσια ανήκουσιν κατά κυριότητα εις τον ενοριακόν Ναόν (αρ. 4), 2) Δια του Α.ν. 5148/1931, τροποποιήσαντος το προρρηθέν Ν. Δ/γμα, οι Ναοί της ορθοδόξου εκκλησίας διακρίνονται εις: α) ενοριακούς, β) παρεκκλήσια, δηλονότι Ναούς μη ενοριακούς κειμένους εντός πόλεων (πρβλ. Σακελλαροπούλου: ένθα ανωτέρω, σελις 293), γ) Ναούς Νεκροταφείων, δ) Ναούς κτητορικούς ή ιδιοκτήτους ή συναδελφικούς (ανήκοντας εις αδελφάτα, δυνάμει τίτλων) και ε) εις εξωκκλήσια, ναούς μη ενοριακούς εκτός πόλεων κειμένους (αρ. 1). 'Απαντα τα εξωκκλήσια ή παρεκκλήσια τα έχοντα ετήσιον εισόδημα κάτω των 20.000 δρχ. ανήκουσι κατά κυριότητα εις τον ενοριακόν Ναόν, άνω δε των 20.000 δραχμών περιέχονται από της ισχύος του εν λόγω Νόμου εις την κυριότητα του ΤΑΚΕ, εκτός εάν κατά την κρίσιν του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΑΚΕ είναι αποδεδειγμένως απαραίτητα δια την οικονομικήν αυτάρκειαν του Ναού (αρ. 2). Οι ιδιόκτητοι Ναοί παραμένουσιν εις την ιδιοκτησίαν, διοίκησιν, διαχείρισιν του ιδιοκτήτου, εφ' όσον προορίζονται υπ' αυτού προς θεραπείαν των θρησκευτικών αναγκών αυτού και της οικογενείας του, κλείονται δε διαταγή του Αρχιερέως εάν τεθώσιν εις Δημοσίαν λατρείαν, 4) Ο Νόμος 1369/1938 διατήρησε την αυτήν ως άνω διάκρισιν των Ναών και ηξίωσε δια να είναι τιε ιδιόκτητος Ναός την ύπαρξιν τίτλων εις δε το άρθρ. 6 ώρισε ότι άπαντα τα εξωκκλήσια και παρεκκλήσια τα έχοντα ετήσιον ακαθάριστον εισόδημα κάτω μεν των 20.000 δρχ. εξακολουθούν υπαγόμενα ως μέχρι τούδε, ως προς την διοίκησιν, και διαχείρισιν εις τον ενοριακόν Ναόν, άνω δε των 20.000 δρχ. εις την διοίκησιν και διαχείρισιν του Τ.Α.Κ.Ε. και τέλος δια του άρθρου 7 επέβαλε την κύρωσιν, ότι οι ιδιόκτητοι Ναοί παραμένουσιν εις την ιδιοκτησίαν και διαχείρισιν του ιδιοκτήτου και δύναται να απαλλοτριωθούν αναγκαστικώς υπέρ του πλησιεστέρου ενοριακού Ναού εάν τεθώσιν εις δημοσίαν Λατρείαν, 5) ωσαύτως δια του Νόμου 2.200/1940 διετηρήθη η αυτή ως άνω διαίρεσις των ιερών Ναών εις ενοριακούς και μη (αρ. 1) και περαιτέρω δι' αυτού διετηρήθη ο περιορισμός της μη αποδόσεως του ιδιοκτήτου Ναού εις την δημοσίαν λατρείαν, με κύρωσιν την απαλλοτρίωσιν υπέρ του πλησιεστέρου ενοριακού Ναού, 6) Κατά τον υπ' αριθμ. 2 Κανονισμόν της 18/20/Απριλίου 1969 εκδοθέντα κατ' εξουσιδότησιν του άρθρ. 32 παρ. 2 Ν. Δ/τος 29/69, οι Ναοί διακρίνονται: α) εις ενοριακούς, β) ιδιοκτήτους, ανήκοντας εις φυσικά ή νομικά πρσοπω, γ) κοιμητηρίων, 4) παρεκκλήσια, ήτοι εις ναούς εντός πόλεων ή χωρίων κειμένων και ανήκοντας εις ενοριακούς Ναούς, την αυτήν δε διαίρεσιν των ναών και ενοριών, καθιέρωσε τέλος ο υπ' αριθμ. 8/79 Κανονισμός "περί ιερών Ναών και ενοριών, εκδοθείς κατ' εξουσιοδότησιν των άρθρων 1 παρ. παρ. 4, 36, 37 του Ν. 590/77. Εκ της ουτωσί Νομοθετικής ρυθμίσεως διεπούσης το Νομικόν καθεστώς των ιερών Ναών παρέπονται τα ακόλουθα: 1) 'Οτι ναι μεν αναγνωρίζεται υπό των κανόνων της εκκλησίας και των αντιστοίχου περιεχομένου Νομοθετικών διατάξεων και ιδία του κατά τον χρόνον της ανεγέρσεως ισχύοντος Ν. Δ/τος ανωτέρω Ναού Δ/τος, υπ' αριθμ. 27/28.12.1923 περί ενοριακών Ναών και εφημερίων, η δυνατότης κτήσεως ιδιοκτήτου Ναού, ουχ' ήττον όμως προϋπόθεσις ίνα ούτος έχη τον χαρακτήρα τούτον είναι να έχη ανεγερθή επί ιδιοκτήτου εδάφους του κτήτορος δια να εξασφαλισθή το αδιατάρακτον της λειτουργίας του, οπότε και παρέχεται το δικαίωμα εις ωρισμένα πρόσωπα όπως χρησιμοποιώσι τούτους δια τας θρησκευτικάς ανάγκας εαυτών και της οικογενείας των, ο δε περιορισμός της θεραπείας των θρησκευτικών αναγκών του ιδιοκτήτου και της οικογενείας του καθιερώθη το πρώτον δια του κατά τον χρόνον της ανεγέρσεως του επιδίκου Ναού ισχύοντος άρθρου 5 του Ν. Δ/τος υπ' αριθ. 27/28/12.1.1923 "περί ενοριακών Ναών", εξ ου συνάγεται ότι απεκλείσθη και η κτήσις ιδιοκτήτου ναού υπό νομικού προσώπυ (βλ. Τρωϊάνου: ένθα ανωτέρω, σελίς 9, 4, 25), 2) 'Οτι τα παρεκκλήσια και εξωκκλήσια τόσον βάσει του προρρηθέντος Ν. Δ/τος αλλά και κατά τας διατάξεις του επακολουθήσαντος την ανέγερσιν του προαναφερθέντος Ναού Νόμου 5148/31 (αρ. 1), ανήκουσιν κατά κυριότητα, διαχείρισιν και διοίκησιν εις τον ενοριακόν Ναόν ασχέτως των εισοδημάτων των, κατά τας διατάξεις του Ν. Δ/τος 1923 (αρ. 4), μετά την ισχύν του Α.Ν. 5148/31, εις τον ενοριακόν Ναόν, εφ' όσον τα ακαθάριστα εισοδήματα τούτων είναι κάτω των 20.000 δρχ., εις το ΤΑΚΕ εάν ταύτα (τα εισοδήματα) υπερβαίνουσι τας 20.000 δρχ. της αυτής δε νομικής μεταχειρίσεως τυγχάνουσιν ταύτα ως προς την διαχείρισιν και διοίκησιν βάσει των μεταγενεστέρων Νόμων, εφ' ω και η κατηγορία των περί ου ο λόγος Ναών ανήκουν εις τα εκτός συναλλαγής πράγματα, αφού ως εκ της φύσεώς των είναι τεταγμένα προς εξυπηρέτησιν του ενοριακού Ναού, ότε τα εισοδήματά των είναι κάτω των 20.000 δρχ. (Τούση: ΕμπρΔ, σελ. 94, σημ. 13). 3) 'Οτι προκειμένου "περί ιδρύσεως ιερού Ναού, ούτος δια να τύχη αυτοτελούς προστασίας, δέον να υπαχθή εις μίαν των ως άνω κατηγοριών, μη δυναμένης της ιδιωτικής βουλήσεως, υπό το κρατούν νομοθετικόν καθεστώς, να δημιουργήση ιδίαν κατηγορίαν Ναών προστατευομένην υπό του Δικαίου. Επομένως Ιερός Ναός ανεγερθείς επί εδάφους μη ανήκοντος εις τον ιδιοκτήμονα κατά τον χρόνον της ανεγέρσεως δεν δύναται να κτηθή, ουδέ δύναται να αποκτηθή ούτος δια χρησικτησίας, αφού προεχόντως κατά το Ν. Δ/γμα 1923 θα είναι παρεκκλήσιον ή εξωκκλήσιον, ανήκον εις τον πλησιέστερον ιερόν Ναόν και ως εκ της φύσεώς του εκτός συναλλαγής. Επείδη εκ της διατάξεως του άρθρ. 974 του Α.Κ., προκύπτει ότι αποκτήσας την φυσικήν εξουσίαν επί του πράγματος είναι νομεύς αυτού, εάν ασκή την εξουσίαν διανοία κυρίου, τουτέστιν με την θέλησιν να έχη το πράγμα ως προσήκει εις τον κύριον χωρίς να απαιτήται και να έχη ούτος την πεποίθησιν ότι έχει την κυριότητα, ούτε η βούλησις να κατευθύνεται εις το δικαίωμα της κυριότητος αυτό καθ' εαυτό και ως τοιούτο. Η κτήσις δε του κατά τα ανωτέρω δικαιώματος νομής χωρεί το μεν προωτοτύπως, δηλονότι άνευ της βουλήσεως του προϋπάρξαντος νομέως, το δε παραγώγως δηλονότι δια πραδόσεως του τέως νομέως, υπό την ισχύν του Α.Κ. (Μπαλή: ΕμπρΔ, σελίς 1 - Τούση: ΕμπρΔ, παρ. 23). Περαιτέρω όμως προκειμένου περί φυσικής εξουσίας επί του πράγματος, προαπαιτείται όπως αύτη (η φυσική εξουσία) εκδηλούται δια υλικών πράξεων εχουσών οικονομικήν αξίαν και ευρισκομένων εντός της σφαίρας του πεδίου των συναλλαγών, δυναμένων δε να αγάγωσι, συντέρχοντος και του ετέρου στοιχείου (του πνευματικού), ήτοι της θελήσεως του έχει το πράγμα ως ίδιον, εις την κτήσιν της νομής του πράγματος. Η ανέγερσις όμως ιερού Ναού εις τον οποίον τελούνται πράξεις λατρείας, προς το Θείον δεν συνιστά εκδήλωσιν υλικής πράξεως ευρισκομένης εις τον κύκλον των συναλλαγών, ενώ εξ άλλου εάν συνέπιπτεν η κτήσις της νομής με την ανέγερσιν ιερού Ναού και την αφιέρωσιν τούτου εις την θείαν λατρείαν, εις τρόπον ώστε αι πράξεις αύται να είναι δηλωτικαί νομής και ειδικώτερον αν ο Ναός ούτος εχρησιμοποιείτο δια την θεραπείαν των θρησκευτικών αναγκών κατά το αλλον ή ήττον απεριορίστου αριθμού προσώπων, ως είναι οι υπάλληλοι του εναγομένου, τούτο θα είχεν ως αποτέλεσμα την κτήσιν της κυριότητος δια χρησικτησθιας, πράγμα όπερ παρεκτός του ότι αντίκειται εις την φύσιν του Ναού ως εκτός συναλλαγής πράγματος, θα καθίστα δυνατήν την λειτουργίαν ιδιοκτήτου Ναού, επί εδαφικής εκτάσεως μη ανηκούσης εις τον μέλλοντα να χρησιμοποιήση τούτον κατά τον χρόνον της ανεγέρσεως εάν από ταύτης (της ανεγέρσεως), ήρξατο η νομή, χρησικτησίας, γεγονός όμως το οποίον δεν συμβιβάζεται με την κτήσιν ιδιοκτήτου Ναού και δι' ην κτήσιν απαιτείται όπως ο κτήτωρ είναι κύριος κατά τα προειρημένα, ως τούτο επιβεβαιούται επιπροσθέτως, αφ' ενός μεν εκ του γεγονότος ότι ο ιδιόκτητος Ναός ο αναφερόμενος εις άπαντα τα προαναφερθέντα νομοθετήματα (ΓΦΝΖ/1910, Ν.Δ/γμα 27/12/1923, Α.Ν. 1639/38, 2200/40, Κανονισμον υπ' αριθμ. 2/1969, υπ' αριθμ. 8/79) ταυτίζεται κατά περιεχόμενον προς τον κτητορικόν τοιούτον (πρβλ. Χριστοφιλοπούλου: Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, σελίς 195), δια την ίδρυσιν ούτινος απαιτείται όπως κτήτωρ είναι κύριος ωρισμένων περιουσιακών στοιχείων και κυρίως της εδαφικής εκτάσεως εφ' ης θα ανεγερθή ο κτητορικός Ναός, αφού ο επίσκοπος αποδεχόμενος ανακοινωθείσαν υπό του κτήτορος απόφασιν προς ανέγερσιν ιερού Ναού οφείλει να ερευνήση, εάν η κτηματική περιουσία είναι αεπαρκής ώστε τα εξ αυτής προερχόμενα εισοδήματα να αρκώσιν προς συντήρησιν του καθιδρύματος του προσωπικού (βλέπε Σακελλαροπούλου: Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, σελίς 261) αφ' ετέρου δε καθ' όσον προκειμένου περί κτητορικού Ναού, ρητώς ορίζεται εις τα προμνησθέντα νομοθετήματα, 27/28.12.1923 αρ. 6 αρ. 2 Νόμου 5148/1931, αρ. 7 2.200/1940 αρ. 6 Κανονισμού υπ' αριθ. 2/69, αρ. 13 υπ' αριθμ. 8/79 κανονισμού, ότι εις περίπτωσιν καθ' ην ο ιδιόκτητος Ναός παρεχωρήσθη εις δημοσίαν λατρείαν τότε αναγκαστικώς απαλλοτιούται ούτος υπέρ του εκκλησιαστικού ταμείου (αρ. 6 του από 27/28.12.1923 Ν. Δ/τος) ή υπέρ του πλησιεστέρου ενοριακού Ναού, συμφώνως κατά τας μνησθείσας διατάξεις των ετέρων Νομοθετημάτων. Η απαλλοτρίωσις όμως προϋποθέτει, ότι ο χρησιμοποιών τον Ιερόν Ναόν είναι κύριος καθ' όσον και ναι μεν η νομή είναι ιδιόρρυθμον δικαίωμα κατά τον Α.Κ., πραγματική κατάστασις δε κατά προϊσχύον Δίκαιον, ουχ' ήττον όμως δεν είανι νοητόν, ότε ο Νομοθέτης προβλέπει ως κύρωσιν την απαλλοτρίωσιν εις περίπτωσιν καθ' ην ο ιδιόκτητος Ναός παραδοθή εις την δημοσίαν λατρείαν, να αρκήται εις την νομήν ήτις να άρχηται με την ανέγερσιν του Ιερού Ναού και την εις αυτόν τέλεσιν πράξεων λατρείας. Πλέον τούτων, τεθειμένης ως βάσεως ότι δια την κτήσιν του ιδιοκτήτου Ναού απαιτείται η ύπαρξις κυριότητος και η ανέγεσρις τούτου υπό μη κυρίου, θα είχε ως αποτέλεσμα ο εν λόγω Ναός να χαρακτηρισθή ως εξωκκλήσιον ή παρεκκλήσιον ανήκον κατά το άρθρον 4 του Ν. Δ/τος 1923 εις την κυριότητα του ενοριακού Ναού, και να είναι εκτός συναλλαγής πράγμα και συνεπώς δεν νοείται φυσική εξουσία επί του πράγματος, ασκουμένη δια της ανεγέρσεως Ναού, ήτις προσπορίζει δικαίωμα κυριότητς εις έτερον πρόσωπον, ως και δεν νοείται επίσης φυσική εξουσία ότε κατά την διοίκησιν και διαχείρισιν το φερόμενον ως ενσωματωθέν εις την περιουσίαν του νομέως αντικείμενον, ανήκει εις έτερον ως συμβαίνει προκειμένου περί των αυτών Ναών (παρεκκλησίου ή εξωκκλησίου) ων η περιουσία μετά την ισχύν του Α.Ν. 1369/1938 (αρ. 6) υπόκειται εις την διαχείρισιν του Ιερού Ναού ή του ΤΑΚΕ αναλόγως προς τας προπαρατεθείσας διακρίσεις και άτινα είναι εκτός συναλλαγής πράγματα. Κατ' ακολουθίαν πάντων τούτων η προεκτεθείσα αγωγή κατά την προκειμένην αυτής βάσιν εν ή ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι ο δικαιοπάροχός του ΣΕΚ ανήγειρεν από του έτους 1926, τυχών και της αδείας του οικείου Μητροπολίτου, Ναόν, προς τον σκοπόν εξυπηρετήσεως των θρησκευτικών αναγκών των υπαλλήλων του επί της εν τη αγωγή διαλαμβανομένης περιοχής και ήρξατο από του χρόνου τούτου ασκών την νομήν μέχρι της 4.12.78 ότε οι εναγόμενοι - εφεσίβλητοι εκ συστάσεως ενεργουντες, απέβαλον αυτόν ορθώς απερρίφθη υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ως μη νόμιμος και είναι απορριπτέοι οι τ' αντίθετα υποστηρίζοντες υπ' αρ. 1ος, 2ος, 3ος λόγοι εφέσεως εφ' όσον δεν εκτίθενται εν τη αγωγή περιστατικά εξ ων δύναται να συναχθή ότι ο εν λόγω ναός είχε τον χαρακτήρα του κτητορικού ή ιδιοκτήτου Ναού η δε νομή δεν δύναται κατά εν τη ηγουμένη αιτιολογία εκτεθέντα διά της ανεγέρσεως Ναού και της επ' αυτού ασκήσεως πράξεων θείας λατρείας να ασκηθή τούτο μεν, καθ' όσον κατά τα προ μικρού εκτεθέντα, διότι αι εν λόγω διακατοχικαι πράξεις κείνται εκτός της σφαίρας του πεδίου της ιδιωτικής συναλλαγής, τούτο δε λόγω του ότι εφ' όσον ο ανεγερθείς Ναός δεν είχε τον χαρακτήρα του ιδιοκτήτου ή κτητορικού και συνομολογείται ότι έκειτο εκτός της πόλεως θα ήτο εξωκκλήσιον όπερ τόσον κατά το ισχύον Ν. Δ/γμα 27/28.12.1923, κατά τον χρόνον ανεγέρσεως του εν λόγω Ναού, ανήκε κατά διαχείρισιν εις τον Ιερόν Ναόν, όσον και κατά ταον επακολουθήσαντα Α.Ν. 1639/38 εφ' όσον δεν αναφέρεται ότι τα εισοδήματα τούτου υπερβαίνουν τας 20.000 δρχ., και συνεπώς κατά τα προειρημένα δεν υφίστατο δυνατότης ενσωματώσεως τούτου εις την ιδωτικήν περιουσίαν του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος αφού η διοίκησις και η διαχείρις του εν λόγω Ναού περιήρχοντο δυνάμει διατάξεως νόμου εις έτερον πρόσωπον, παρεκτός του ότι και το εξωκκλήσιον είναι πράγμα εκτός συναλλαγής. Επίκλησιν κυριότητος ο ενάγων εν τη αγωγή δεν αναφέρει, αλλά δια του δικογράφου της ενδίκου εφέσεως ισχυρίζεται ότι η εν λόγω έκτασις παρεχωρήθη εις τον ΣΕΚ υπό του Ελληνικού Δημοσίου χωρίς να προσδιορίζη τον τρόπον της παραχωρήσεως, όστις είναι απαράιτητος εν όψει του ότι συμφώνως προς το αρ. 1 του Ν. Δ/τος, 4.4.1935 "περί διοικήσεως των σιδηροδρόμων του Ελληνικού Κράτους" παρεχωρήθη εις τους Σ.Ε.Κ., μόνον το μονοπώλιον της εκματαλλεύσεως των Σιδηροδρομικών γραμμών (άρθρον 2 του από 21/21.11.1926 Ν. Δ/τος, Νόμος 2144/20 σχετική Α.Π. 361/55) και ως εκ τούτου είναι απορριπτέος ο τ' αντίθετα υποστηρίζων υπ' αρ. 4ος λόγος εφέσεως, δι' ον ο εκκαλών μέμφεται την εκκαλουμένην απόφασιν, ότι εσφαλμένως δεν εδέχθη ότι ο δικαιοπάροχος του είχε κυριότητα επί του χώρου εφ' ου ανηγέρθη ο ιερός Ναός, διότι αφ' ενός μεν δεν προσδιορίζεται ο τρόπος της υπό του δικαιοπαρόχου του (ΣΕΚ) κτήσεως της κυριότητος κατά το έτος 1925 καθ' ο φέρεται ανεγερθείς ο ναός, αφ' ετέρου δε δεν επικαλείται κυριότητα εν τη αγωγή, ουδέ ασκεί ταύτην υπό την μορφήν της διεκδητικής αγωγής αλλά ως συνάγεται εκ του δικογράφου αυτής μόνον ιδίαν νομήν επικαλείται, αρξαμένην άμα τη ανεγέρσει του Ναού. Επειδή και η ετέρα βάσις της ενδίκου αγγής στησιζομένη επί του αυτού πραγματικού περιστατικού και δι' ης ο ενάγων - εκκαλών επικαλείται οιονεί νομήν και εξαιτείται όπως προστατευθή αύτη, ορθώς απερρίφθη σιγή από της εκκαλουμένης αποφάσεως ως μη νόμιμος και είναι απορριπτέος ο τ' αντίθετα υποστηρίζων λόγος εφέσεως, καθ' όσον ναι μεν δύναται κατά τα άρθρα 996, 1188 του Α.Κ., να κτηθή οιονεί νομή, δια της υπό του δικαιούχου χρήσεως ενός ακινήτου προς ένα ωρισμένον σκοπόν, ότε αύτη (η χρήσις)γίνεται διανοία δικαιούχου, οπότε το αντικείμενον του δικαιώματος είναι περιωρισμένη προσωπική δουλεία, ήτις δύναται να συνίσταται και εις την χρήσιν ενός πράγματος, ουχ' ήττον όμως προϋποτίθεται ότι το αντικείμενον αφ' ενος είναι δεκτικόν νομής, τουθ' όπερ δεν συμβαίνει με τον ιερόν Ναόν, αφ' ετέρου αι διακατοχικαί πράξεις, αίτινες αποτελούν περιεχομενον της μερικής φυσικής εξουσίας να κείνται εντός του κύκλου των συναλλαγών, και να δύνανται να αγάγωσιν εις την κτήσιν της περιωρισμένης προσωπικής δουλείας δια χρησικτησίας, εφ' όσον αύτη κατά το άρθρ. 1191 του Α.Κ. δεν είναι ουδέν άλλο ει μη πραγματική δουλεία υπέρ ωρισμένου προσώπου φυσικού ή νομικού (άρθρ. 1191, 1121 και Μπαλή: ΕμπρΔ, παρ. 181). Η κτήσις όμως περιωρισμένης προσωπικής δουλείας, συμπίπτουσα με την ανέγερσιν ναού με πρόθεσιν λατρείας προς το θείον κείται εκτός του κύκλου του συναλλαγών, και θα ήγεν εις την δυνατότητα χρησιμοποιήσεως του ιερού Ναού, χωρίς όμως να είναι ούτος ιδιόκτητος ή κτητορικός, πράγμα όπερ δεν συμβιβάζεται κατά τα προεκτεθέντα προς το κρατούν νομοθετικόν καθεστώς, ως άνω εξετέθη περί Ναών και μάλιστα περί εξωκκλησίου, εφ' ου την διοίκησιν κέκτηται έτερος, οίον ο ιερός Ναός. Επειδή ο υπ' αριθμ. 4ος λόγος εφέσεως, δι' ου ο εκκαλών ενάγων εμμέσως πλην σαφώς παραπονείται κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι εσφαλμένως απέρριψε την αγωγήν, καθ' ο μέρος διώκεται η αναγνώρισις της νομής του ενάγοντος επί του ξενώνος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθ' όσον ναι μεν συνάγεται εκ του ιστορικού της αγωγής και του αιτητικού ο ενάγων εκκαλών διατείνεται ότι έχει Νομήν και επί του ανεγερθέντος προς εξυπηρέτησιν του ιερού Ναού ξενώνος και η εκκαλουμένη εν τω συνόλω απέρριψε την ένδικον αγωγήν ουχ' ήττον όμως δεν προσδιορίζει την εδαφικήν έκτασιν εφ' ου έχει ανεγερθή ο ξενών όστις ως συστατικόν του εδάφους συμφώνως προς το άρθρ. 954 του Α.Κ., δεν δύναται να είναι επιδεκτικός ιδίας νομής υπό του φερομένου ως νομέως του εδάφους (Κιτσικόπουλον: η νομή, σελίς 51) και ως εκ τούτου ανάγκη ήτο όπως προσδιορισθή η έκτασις του εδάφους, εφ' ου ασκείται και η νομή και επεκτείνεται και επί του ετέρου μετ' αυτού συνδεομένου οικοδομήματος ως εκ της φύσεώς του ως συστατικού του εδάφους. Ο προσδιορισμός δ' ούτος είναι αναγκαίος εν όψει του ότι και εν περιπτώσει παραδοχής της αγωγής δεν θα καθίσταται εφικτή η εκτέλεσις δια της αφαιρέσεως του κυρίου πράγματος, αφού βεβαίως εκτέλεσις επί τυ συστατικού ως μη έχοντος ιδίαν αυθυπαρξίαν δεν δύναται να γίνη. Ρητέον ότι το άρθρ. 993 του Α.Κ., καθ' ό νομή μέρους πράγματος είναι δυνατή ιδία δε ότε πρόκειται περί χωριστών διαμερισμάτων κατοικιών ή άλλων χώρων δεν τυγχάνει εφαρμογής, διότι τούτο προϋποθέτει νομήν επί συστατικών εχόντων αυτοτελή ύπαρξιν από το κύριον πράγμα. Κατά τας αντιλήψεις του οικονομικού βίου ασκουμένην όμως παρά τρίτου προσώπου, ουχί υπό του φερομένου ως νομέως του εδάφους, ως εν προκειμένω φέρεται ο εκκαλών όστις ισχυρίζεται ότι είναι νομεύς της εδαφικής εκτάσεως εφ' ης έχει ανεγερθή ο ξενών και ο Ναός, (Μπαλή: ΕμπρΔ, σελίς 33 - Κιτσικόπουλου: σελίς 54) καθ' όσον εν τη περιπτώσει ταύτη η επί του εδάφους νομή επεκτείνεται και επί των συστατικών, εφ' ω και δέον να εντοπίζηται η εδαφική έκτασις, εφ' ης έχει ανεγερθή το επέχον θέσιν συστατικού οικοδόμημα. Μετά ταύτα δέον όπως απορριφθή η υπό κρίσιν έφεσις ως κατ' ουσίαν αβάσιμος.

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.