ΣτΕ (Ολομ) 1269/1977 Αριθμός Απόφασης : 1269
'Ετος : 1977 Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας
Αριθμός 1269/1977
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΕΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ,
Συγκείμενον εκ των μελών αυτού, Οθωνος Κυριακού, Προέδρου, Αγγ. Ιατρίδη, Ηλ. Καμπίτση, Θ. Κουρουσοπούλου, Κ. Λασσαδού, Β. Ρώτη, Τ. Δημητρακάκη, Γ. Παναγιούλα, Θ. Παπαδάκη, Συμβούλων της Επικρατείας, Γ. Κουτνατζή και Ι. Μαρή, Παρέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Συνεδριάσαν δημοσία εν τω ακροατηρίω του τη 22α Φεβρουαρίου 1977, παρόντος και του Γραμματέως του Συμβουλίου Αντ. Τζωρτζάκη, ίνα δικάση την κατωτέρω εκτιθεμένην υπόθεσιν επί τη από 6ης Δεκεμβρίου 1976 αιτήσει:
τ η ς Εκκλησίας της Ελλάδος, παραστάσης δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου, Θ. Θεοδωρακοπούλου, δυνάμει πληρεξουσίου, όστις δίωρισεν επ' ακροατηρίου και τον Θ. Ζούκαν,
κ α τ ά του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων, μη παραστάντος, και τ ω ν παρεμβαινόντων: 1. του εν Τήνω εδρεύοντος Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ε. Τήνου, 2. του Δήμου Τηνίων, 3. του Ι. Ν. Χ., συνταξιούχου ΝΑΤ, 4. του Σ. Ε. Α., καθηγητού, 5. Α. Π. Δ., εκπαιδευτικού, 6. Κ. Ι. Γ., Ξενοδόχου, 7. Μ. Π. Σ., ηλεκτρονικού, 8. Ι. Β., εμπόρου, πάντων τούτων κατοίκων Τήνου, παραστάντων δια του πληρεξουσίου των δικηγόρου Ν. Φετοκάκη, δυνάμει πληρεξουσίων,
π ε ρ ί ακυρώσεως της υπ' αριθ.17072/1-10-1976 αποφάσεως του Νομάρχου Κυκλάδων δι' ης επεκυρώθη το υπ' αριθ. 99/76 πρακτικόν της Εφορευτικής Επιτροπής περί εκλογής της Διοικούσης Επιτροπής του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος της Ε. Τήνου, ως και πάσης άλλης συναφούς πράξεως της διοικήσεως.
Α κ ο ύ σ α ν του εισηγητού, Συμβούλου της Επικρατείας, Ηλ. Καμπίτση, αναγνόντος και αναπτύξαντος την έκθεσιν αυτού, καθ' ην το ιστορικόν της προκειμένης υποθέσεως έχει ως έπεται:
Δια της υπό κρίσιν αιτήσεως διώκεται η ακύρωσις της υπ' αριθ. 17072/1.10.1976 αποφάσεως του Νομάρχου Κυκλάδων, δι' ης ενεκρίθη το υπ' αριθμ. 99/1976 πρακτικόν της κατ' άρθρον 4 Ν. 349/1976 Εφορευτικής Επιτροπής δια τας αρχαιρεσίας προς ανάδειξιν Διοικούσης Επιτροπής του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ε. Τήνου, (όντος νομ. προσώπου δημ. δικαίου), δι' ου ανεκηρύχθησαν ως τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της Επιτροπής ταύτης οι εν αυτή διαλαμβανόμενοι. Εις την δίκην παρεμβαίνουν δια κοινού δικογράφου το Πανελλήνιον Ιερόν Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου, ο Δήμος Τηνίων και οι ***, εκλεγέντες κατά τας αρχαιρεσίας μέλη της Διοικήσεως Επιτροπής του Ιδρύματος, ως και ο ***, ενορίτης του Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας.
Τα γεννώμενα ζητήματα ανάγονται εις το βάσιμον των λόγων ακυρώσεως. Εφ' ων ο εισηγητής ανέπτυξε την γνώμην αυτού.
Α κ ο ύ σ α ν των πληρεξουσίων της αιτούσης, αναπτυξάντων και προφορικώς τους λόγους της υπό κρίσιν αιτήσεως και αιτησαμένων την παραδοχήν αυτής και του πληρεξουσίου των παρεμβαινόντων αιτησαμένου την απόρριψιν ταύτης.
Ι δ ό ν τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ ε φ θ έ ν κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο ν
Επειδή δια της υπό κρίσιν νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσης αιτήσεως, δι' ην κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη και παράβολον (αριθ. τριπλ. 248860, 248861 και 248862/1976), ζητείται η ακύρωσις της υπ' αριθ. 17072/1.10.1976 αποφάσεως του Νομάρχου Κυκλάδων, δια της οποίας ενεκρίθη το υπ' αριθ. 99/1976 πρακτικόν της κατά το άρθρον 4 του νόμου 349/1976 εφορευτικής επιτροπής δια τας αρχαιρεσίας προς ανάδειξιν Διοικούσης Επιτροπής του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, δι' ου ανεκηρύχθησαν ως τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της Επιτροπής ταύτης οι εν αυτώ διαλαμβανόμενοι.
Επειδή εις την προκειμένην δίκην παρεμβαίνουσι δια κοινού δικογράφου και μετ' εννόμου συμφέροντος το Πανελλήνιον Ιερόν Ίδρυμα Ε. Τήνου, ο Δήμος Τηνίων και οι λοιποί εν τω δικογράφω αναφερόμενοι, μέλη της εκλεγείσης διοικούσης επιτροπής και ενορίται του Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας.
Επειδή το άρθρον 3 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζει περί της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας ότι είναι η Εκκλησία της επικρατούσης εν Ελλάδι Θρησκείας και ότι αύτη: "Είναι αυτοκέφαλος και διοικείται υπό της Ιεράς Συνόδου των εν ενεργεία αρχιερέων και της εκ ταύτης προερχομένης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, συγκροτουμένης ως ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας ορίζει, τηρουμένων των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ' (29) Ιουνίου του έτους 1850 και της Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928". Ορίζεται περαιτέρω εις την αυτήν διάταξιν ότι: "Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος κεφαλήν γνωρίζουσα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν υπάρχει αναποσπάστως ηνωμένη δογματικώς μετά της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης και πάσης άλλης ομοδόξου του Χριστού Εκκλησίας τηρούσα απαρασαλεύτως ως εκείναι τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας και τας ιεράς παραδόσεις ....". Εξ άλλου, κατά το άρθρον 13 του Συντάγματος: "1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστος ......2. Πάσα γνωστή θρησκεία είναι ελευθέρα και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των νόμων......"Εκ των παρατεθεισών διατάξεων και ιδία της δευτέρας εξ αυτών, δι' ης κατοχυρούνται εν Ελλάδι το ατομικόν δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και δια τους οπαδούς της επικρατούσης θρησκείας, απαγορευομένης ούτω, πάσης ενεργείας της Πολιτείας δια της οποίας θα παρεβιάζετο η ελευθερία της θρησκευτικής των συνειδήσεως ή η ελευθερία της λατρείας των, σαφώς συνάγεται ότι εν Ελλάδι κατοχυρούνται και οι την ζωήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας διέποντες Ιεροί Κανόνες και αι ιεραί παραδόσεις. Ως εκρίθη δε ήδη (Σ.τ.Ε. 3178/1976,609-612/1967) η δια ως άνω διατάξεων και ιδία της δευτέρας εξ αυτών συνταγματική κατοχύρωσις δεν δύναται να θεωρηθή επεκτεινομένη και επί των Κανόνων ή Παραδόσεων των αναφερομένων εις ζητήματα διοικητικής αποκλειστικώς φύσεως, άτινα ου μόνον δεν δύναται να έχωσι την σημασίαν των δογματικών, αλλά και εκ της φύσεως αυτών ρυθμίζονται, ως επί το πολύ, συμφώνως προς τας ανάγκας και περιστάσεις της κοινωνίας, υφιστάμενα και την εκ της διαδρομής του χρόνου και των νεωτέρων αντιλήψεων επίδρασιν, ώστε οι εις τα ζητήματα ταύτα αναφερόμενοι κανόνες μεταβλητοί προς το κοινόν συμφέρον της τε Εκκλησίας και Πολιτείας, υποκείμενοι εις τροποποίησιν υπό του κοινού νομοθέτου, όστις όμως κατά την έννοιαν του άρθρου 3 παρ. 1 Συντάγματος δεν δύναται να χωρήση και μέχρι θεμελιώδους μεταβολής βασικών διοικητικών θεσμών καθιερουμένων παγίως από μακρού εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επειδή εν προκειμένω δια των διατάξεων του νόμου 349/1976 "περί διοικήσεως του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας Τήνου" (ΦΕΚ, 149), επί τη βάσει των οποίων εξεδόθη η προσβαλλομένη πράξις, ορίζεται ότι το Ίδρυμα καθίσταται νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου υπό την εποπτείαν του Κράτους, διοικείται υπό επταμελούς διοικούσης επιτροπής, της οποίας Πρόεδρος είναι ο Μητροπολίτης τα δε λοιπά εξ μέλη είναι αιρετά, εκλεγόμενα υπό σώματος εκλεκτόρων, αι εκλογαί προκηρύσσονται υπό του Νομάρχου, διεξάγονται δε ενώπιον εφορευτικής επιτροπής, η οποία ανακηρύσσει τους εκλεγέντας και υποβάλλει το πρακτικόν της εκλογής εις τον Νομάρχην, όστις μεριμνά δια τον διορισμόν των. Τοιούτο περιεχόμενον έχουσαι αι διατάξεις αύται ουδόλως αντίκειται προς τας προαναφερθείσας διατάξεις του Συντάγματος και αν έτι θεωρηθούν αντιτιθέμεναι προς τον ΜΑ αποστολικόν κανόνα τον ορίζοντα ότι ο Επίσκοπος έχει την εξουσίαν των της Εκκλησίας πραγμάτων, καθ' όσον το ρυθμιζόμενον υπ' αυτών θέμα της Εκκλησίας είναι διοικητικής αποκλειστικώς φύσεως και μη θεμελιώδες, δυνάμενον ως εκ τούτου να ρυθμίζηται ελευθέρως υπό του νομοθέτου κατά τας παρατεθείσας συνταγματικάς διατάξεις υπό την εκτεθείσαν έννοιαν αυτών. Επομένως ο τα εναντία υποστηρίζων λόγος ακυρώσεως περί αντισυνταγματικότητος των εν λόγω διατάξεων είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Αν και κατά την γνώμην τριών μελών του δικαστηρίου η διάταξις δι' ης η διοίκησις του περί ου πρόκειται ιδρύματος, έχοντος προεχόντως προσκυνηματικόν χαρακτήρα ανατίθεται εις επταμελή επιτροπήν της οποίας τα εξ μέλη είναι λαϊκοί, εκλεγόμενοι υπό σώματος εκλεκτόρων, αντίκειται εις τας παρατεθείσας διατάξεις του Συντάγματος, ειδικώτερον δε τόσον εις την καθιερούσαν την αυτοδιοίκησιν της Εκκλησίας, εις ην περιλαμβάνεται και εκ μέρους της Εκκλησίας διοίκησις των προεχόντως θρησκευτικού και προσκυνηματικού χαρακτήρος ιδρυμάτων, όσον και εις την αναγνωρίζουσαν την θρησκευτικήν ελευθερίαν, ήτις παραβιάζεται δια της αφαιρέσεως της διοικήσεως των τοιαύτης μορφής και χαρακτήρος ιδρυμάτων από της εκκλησίας και της αναθέσεως ταύτης εις λαϊκούς μη επιλεγομένους υπό της Εκκλησίας.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την υπό κρίσιν αίτησιν.
Δέχεται την παρέμβασιν.
Διατάσσει την κατάπτωσιν του παραβόλου, και
Επιβάλλει εις βάρος της Εκκλησίας την δικαστικήν δαπάνην του Δημοσίου εκ δραχμών χιλίων πεντακοσίων (1500) και των παρεμβαινόντων εκ δραχμών δύο χιλιάδων εκατόν (2100).
Εκρίθη και απεφασίσθη εν Αθήναις τη 10η Μαρτίου 1977, εδημοσιεύθη δ' αυτόθι τη 19η Απριλίου του ιδίου έτους.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματεύς |