ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΣτΕ (Ολομ) 3178/1976
Αριθμός Απόφασης : 3178
'Ετος : 1976
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


 

Αριθμός 3178/1976
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΕΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκείμενον εκ των μελών αυτού Ηλ. Καμπίτση, Συμβούλου της Επικρατείας, Προεδρεύοντος, κωλυομένων του τε Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των αρχαιοτέρων αυτού Συμβούλων, Δ. Τσιροπινά, Κ. Δάρα, Κ. Χοϊδά, Ν. Παναγιωτάτου, Κ. Λασσαδού, Μ. Μουζουράκη, Γ. Παναγιούλα, Θ. Παπαδάκη, Συμβούλων της Επικρατείας, Σ. Νικολάου και Α. Μαρίνου, Παρέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεδριάσαν δημοσία εν τω ακροατηρίω του τη 12η Ιουνίου 1976, παρόντος και του Γραμματέως του Συμβουλίου, Αντ. Τζωρτζάκη, ίνα δικάσει την κατωτέρω εκτιθεμένην υπόθεσιν επί τη από 3ης Ιανουαρίου 1976 αιτήσει:

του  ** Μητροπολίτου της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων, κατοίκου Ι., παραστάντος δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου ***, δυνάμει πληρεξουσίου.

κατά του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, παραστάντος δια του ***, Νομικού Συμβούλου του Κράτους,

και των παρεμβαινόντων (1) ***, κατοίκου Ιωαννίνων, οδός *** αρ.*** (2) *** κατοίκου Ιωαννίνων, οδός *** αρ. *** (3) ***, κατοίκου Ιωαννίνων, οδός ***, αρ. *** (4) ***, κατοίκου Αθηνών, οδός ***, αρ. ***, παραστάντων δια του πληρεξουσίου των δικηγόρου ***, δυνάμει πληρεξουσίων,

περί ακυρώσεως 1) της παραλείψεως του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων όπως προβεί εις την έκδοσιν του υπό του άρθρου 17 παρ. 1 του Ν.Δ 671/1943 προβλεπομένου προεδρικού διατάγματος περί καταστάσεως και αναγνωρίσεως του αιτούντος εκλεγέντος και χειροτονηθέντος Μητροπολίτου της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων 2) πάσης ετέρας συναφούς πράξεως και παραλείψεως.

Ακούσαν του Εισηγητού, Παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Α. Μ., αναγνόντος και αναπτύξαντος την έκθεσιν αυτού, καθ' ην το ιστορικόν της προκειμένης υποθέσεως έχει ως έπεται:

Δια της υπό κρίσιν αιτήσεως διώκεται η ακύρωσις της παραλείψεως του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων όπως προκαλέσει την έκδοσιν του κατ' άρθρον 17 παρ. 1 εδ. 4 του Ν. 651/73 Πρ. Δ/τος περί αναγνωρίσεως του αιτούντος εψηφισμένου και κεχειροτονημένου επισκόπου ως μητροπολίτου Ιωαννίνων. Εις την δίκην παρεμβαίνουν υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης παραλείψεως τρεις ενορίται ενοριακού ναού υπαγομένου εις την Ιεράν Μητρόπολιν Ιωαννίνων και εις αρχιμανδρίτης.

Τα προκύπτοντα ζητήματα ανάγονται εις το τύποις παραδεκτόν της τε αιτήσεως και των παρεμβάσεων και εις του προβαλλομένους λόγους ακυρώσεως. Εφ' ων ο Εισηγητής ανέπτυξε την γνώμην αυτού.

Ακούσαν του πληρεξουσίου του αιτούντος αναπτύξαντος και προφορικώς τους λόγους της υπό κρίσιν αιτήσεως και αιτησαμένου την παραδοχήν αυτής, του πληρεξουσίου των παρεμβαινόντων και του αντιπροσώπου του Υπουργού αιτησαμένων την απόρριψιν ταύτης.

Ι δ ό ν  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ ε φ θ έ ν  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο ν

Επειδή δια την άσκησιν της υπό κρίσιν αιτήσεως, κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη και το παράβολον εκδοθέντων των υπ' αριθμ. 1818, 1819 και 1820 του έτους 1976 τριπλοτύπων γραμματίων του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών. Επειδή η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εψήφισε κατά την συνεδρίαν αυτής της 22ας Οκτωβρίου 1975 τον αρχιμανδρίτην Θεόκλητον Σετάκην ως Μητροπολίτην Ιωαννίνων προβάσα την επομένην εις χειροτονίαν αυτού. Εν συνεχεία ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών απέστειλεν εις τον Υπουργόν Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων το υπ' αριθμ. 4223/1879/27.10.75 έγγραφον δια του οοίου, περιελθόντος εις το Υπουργείον την 5ην Νοεμβρίου 1975 (αριθ. πρωτ. 117654), ανεκοινούτο αυτώ η εκλογή και η χειροτονία του αιτούντος και εζητείτο η έκδοσις του υπό του άρθρου 17 παρ. 1 εδάφ. 4 του Ν. 671/1943 προβλεπομένου Πρ. Δ/τος περί αναγννωρίσεως του εκλεγέντος ως Μητροπολίτου Ιωαννίνων. Παρήλθεν όμως άπρακτος η υπό της προμνησθείσης διατάξεως οριζομένη προς έκδοσιν του ρηθέντος διατάγματος 15θήμερος προθεσμία εφ' ω και ο αιτών ήσκησε εμπροθέσμως την υπό κρίσιν αίτησιν, δι' ης διώκει την ακύρωσιν της ουτωσί εκδηλωθείσης παραλείψεως του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων όπως προκαλέσει την έκδοσιν του ρηθέντος Πρ. Δ/τος.

Επειδή εις την δίκην παρεμβαίνουν παραδεκτώς υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης παραλείψεως και δια κοινού δικογράφου οι *** και *** έχοντες πρόδηλον προς τούτο έννομον συμφέρον, εφ' όσον επικαλούνται την και εκ των προσαχθέντων υπ' αυτών στοιχείων προκύπτουσαν ιδιότητα αυτών ως χριστιανών ορθοδόξων και ενοριτών ιερού ενοριακού ναού υπαγομένου εις την Ιεράν Μητρόπολιν Ιωαννίνων, δικαιολογημένου εκ τούτου του ενδιαφέροντος αυτών όπως ο διαποιμένων αυτούς Ιεράρχης αναδεικνύεται κατά νόμιμον τρόπον.

Επειδή εις την δίκην παρεμβαίνει ωσαύτως παραδεκτώς υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης παραλείψεως δι' ιδίου δικογράφου και ο αρχιμανδρίτης *** έχων πρόδηλον προς τούτο έννομον συμφέρον, εφ' όσον, ισχυριζόμενος ότι είχε τα νόμιμα προσόντα ίνα καταλάβει δι' εκλογής την ην κατέλαβεν ο αιτών μητροπολιτικήν έδραν, ωφελείται, κατά πάσαν περίπτωσιν, εκ της παραλείψεως του Υπουργού να εκδώσει το ρηθέν Προεδρικόν Διάταγμα.

Επειδή ο Ν. 671/1943 "περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος" (φ. 324) διαλαμβάνων εν άρθρω 17 περί της διαδικασίας πληρώσεως των χειρονουσών μητροπολιτικών εδρών ορίζει ότι μετά την γενομένην εκλογήν: "Η Ιερά Σύνοδος ανακοινούσα την εκλογήν ταύτην προς τον εκλεγέντα, καλεί αυτόν, όπως δώσει το κεκανονισμένον Μήνυμα ενώπιον Αυτής, προβαίνουσα μετά ταύτα εις την χειροτονίαν αυτού. Ταύτην ανακοινοί η Ιερά Σύνοδος προς Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, όπερ εντός 15 ημέρων εκδίδει το Διάταγμα της αναγνωρίσεως, κοινοποιούμενον τη Ιερά Συνόδω, ήτις ανακοινοί τω χειροτονηθέντι". Εκ της διατάξεως ταύτης, ερμηνευομένης εν τω πλαισίω και των ετέρων διατάξεων του αυτού νόμου, ιδία δε του άρθρου 20 αυτού διαλαμβάνοντος περί εγκρίσεως του καταλόγου των εκλογίμων υπό του Υπουργού, και της όλης νομοθεσίας, ήτις διέπει τας σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας εν Ελλάδι και υπό το κράτος ισχύος του νέου Συντάγματος, δια του οποίου ρητώς πλέον ορίζεται (άρθρ. 3 παρ. 1 και 72 παρ. 1) ότι ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας θεσπίζεται δια νόμου, συνάγεται ότι εν τη εκδόσει του ρηθέντος Πρ. Δ/τος ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας κέκτηται αρμοδιότητα ελέγχου νομιμότητος, δυνάμενος, ως εκ τούτου, να αρνηθεί την έκδοσιν του ρηθέντος Πρ. Δ/τος εάν διαπιστώσει ότι η πλήρωσις της συγκεκριμένης εκάστοτε μητροπολιτικής έδρας εγένετο κατά παράβασιν των διατάξεων του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας και της κειμένης εν γένει νομοθεσίας. Υπό αντίθετον εκδοχήν, υπό την εκδοχήν τουτέστιν ότι ο Υπουργός δεν κέκτηται αρμοδιότητα ελέγχου νομιμότητος, ο έλεγχος περί της τηρήσεως των κειμένων διατάξεων θα επαφίετο εις την δικαστικήν εξουσίαν, ήτις όμως επιλαμβάνεται μόνον κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου υπό ιδιώτου, το οποίον είναι ενδεχόμενον και να μη ασκηθεί. Συνεπώς αρνούμενος ο Υπουργός να προκαλέσει την έκδοσιν του ρηθέντος Πρ. Δ/τος, καίτοι έχουν συντρέξει αι νόμιμοι προς τούτο προϋποθέσεις, παραλείπει οφειλομένην νόμιμον ενέργειαν παραδεκτώς προσβαλλομένην επί ακυρώσει. Αν και κατά την γνώμην ενός μέλους του Δικαστηρίου, ο Υπουργός, κατά την ειδικήν διάταξιν του άρθρου 17 του νόμου 671/1943, δεν κέκτηται αρμοδιότητα προς άσκησιν ελέγχου νομιμότητος επί της γενομένης υπό της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου χειροτονίας του υπ' αυτής εκλεγέντος Μητροπολίτου, ήτις ανακοινούται απλώς προς το Υπουργείον, αλλ' υποχρεούται όπως προκαλέσει την έκδοσιν του οικείου Πρ. Διατάγματος, δια του οποίου αναγνωρίζεται απλώς και βεβαιούται το τύποις έγκυρον της περί χειροτονίας πράξεως της Ιεράς Συνόδου, Συνεπώς, εν προκειμένω, του Υπουργού στερουμένου, κατά τα ανωτέρω, ελέγχου νομιμότητος, η προσβαλλομένη άρνησις αυτού προς έκδοσιν του οικείου Πρ. Διατάγματος περί αναγνωρίσεως της χειροτονίας του αιτούντος Μητροπολίτου, αποτελούσα παράλειψιν οφειλομένης ενεργείας είναι, κατά την μειοψηφήσασαν ταύτην γνώμην, παράνομος και ακυρωτέα.

Επειδή ο καθ' ου η αίτησις Υπουργός ισχυρίζεται ότι η εκλέξασα τον αιτούντα Διαρκής Ιερά Σύνοδος δεν ήτο νομίμως συγκεκροτημένη διότι δεν εκλήθησαν δια της περί συγκροτήσεως αυτής υπ' αριθμ. 3705/1653/23.9.75 προσκλήσεως του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος όπως μετέχουν εις αυτήν και οι κατά τα πρεσβεία της αρχιεροσύνης δικαιούμενοι προς τούτου Μητροπολίται Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Δαμασκηνός, Νικοπόλεως και Πρεβέζης Σ., Ξάνθης Α. και Κασσανδρείας Συνέσιο. Ο ισχυρισμός όμως ούτος τυγχάνει μη βάσιμος και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογεί νόμω την άρνησιν του καθ' ου η αίτησις Υπουργού όπως προκαλέσει την έκδοσιν του ρηθέντος Πρ. Δ/τος, δοθέντος ότι οι ως είρηται Μητροπολίται είχον τιμωρηθεί δια δεκαετούς αποκλεισμού εκ των εργασιών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου δια της από 13 Μαρτίου 1974 αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (φ. 169/22.8.74 τ. Πρ. Ν.Π.Δ.Δ.) εκδοθείσης κατ' επίκλησιν των διατάξεων της υπ' αριθμ. 3/1974 Συντακτικής Πράξεως και μη δυναμένης να ελεγχθεί νυν παρεμπιπτόντως λόγω του ατομικού αυτής χαρακτήρος.

Επειδή το άρθρον 3 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζει περί της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας ότι είναι Εκκλησία της επικρατούσης εν Ελλάδι Θρησκείας και ότι αύτη: "Είναι αυτοκέφαλος και διοικείται υπό της Ιεράς Συνόδου των εν ενεργεία αρχιερέων και της εκ ταύτης προερχομένης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, συγκροτουμένης ως ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας ορίζει, τηρουμένων των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ' (29) Ιουνίου του έτους 1850 και της Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928". Δια της διατάξεως ταύτης και την κατά την ορθήν αυτής έννοιαν, συναγομένην άλλωστε αβιάστως και εκ των εν τη Βουλή κατά την ψήφισιν του Συντάγματος, γενομένων συζητήσεων, ηθελήθη όπως κατοχυρωθούν συνταγματικώς ουχί πάσαι αι διατάξεις αι περιεχόμεναι εις τον ως άνω Πατριαρχικόν Τόμον και την ρηθείσαν Συνοδικήν Πράξιν, αλλά μόνον αι διατάξεις εκείναι των ως είρηται κειμένων αι οποίαι αναφέρονται εις τον τρόπον συγκροτήσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου κατά τα πρεσβεία της αρχιεροσύνης και κατ' ίσον αριθμόν εκ των επαρχιών της Παλαιάς Ελλάδος και των Νέων Χωρών, εις τρόπον ώστε να καταστεί αδύνατος η δημιουργία εν τω μέλλοντι αριστίδην Συνόδων. Συνεπώς δεν κατοχυρούται συνταγματικώς και η διάταξις της παραγράφου Ε' της ως είρηται Συνοδικής Πράξεως, δι' ης απαγορεύονται αι αρχιερατικαί μεταθέσεις από επαρχίας εις επαρχίαν των ούτω καλουμένων Νέων Χωρών, εις τας οποίας υπάγεται και η Ιερά Μητρόπολις Ιωαννίνων. Εκ τούτου παρέπεται, κατά λογικήν συνέπειαν, ότι μη υπάρχοντος, εκ της απόψεως ταύτης, συνταγματικού περιορισμού, δύναται ο κοινός νομοθέτης να ορίσει ότι ορισμέναι εκ των Ιερών Μητροπόλεων πληρούνται υποχρεωτικώς και επί τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων μόνον δια μεταθέσεως. Αν και κατά την γνώμην ενός μέλους του Δικαστηρίου τούτου, δια του άρθρου 3 παρ. 1, εδ. γ' του Συντάγματος του 1975 κατοχυρούνται αι διατάξεις του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου της 29ης Ιουνίου 1850, ως και της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, "περί της διοικήσεως των Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών" όχι μόνον αι αφορώσαι εις τον τρόπον συγκροτήσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά εν τω συνόλω αυτών, όθεν και ο Γενικός Όρος Ε' της Πατριαρχικής και Συνοδικής πράξεως δι' ου ρητώς ορίζονται τα ακόλουθα Α: "Οι των εν Ελλάδι Επαρχιών του Πατριαρχικού Θρόνου αρχιερείς εκλέγονται εφεξής και αποκαθίστανται εις τας οικείας έδρας καθ' ον τρόπον και σύστημα και οι της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος επί τη βάσει καταλόγου εκλεξίμων, συντεταγμένου υπό της εν Αθήναις Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και εγκεκριμένου υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου, δικαιουμένου και τούτου υποδεικνύειν υποψηφίους, απαγορευομένων των αρχιερατικών μεταθέσεων από επαρχίας εις επαρχίαν (...)". Κατά συνέπειαν, η δια κοινού νόμου (ως δια του άρθρου 17 παρ. 2 του Ν. 671/1943 "περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος) θέσπισις ως υποχρεωτικού τρόπου πληρώσεως αρχιερατικής έδρας εις τας εν Ελλάδι Επαρχίας του Πατριαρχικού θρόνου, εις ας υπάγεται και η Ιερά Μητρόπολις Ιωαννίνων, δια μεταθέσεως ("καταστάσεως") εν αυταίς εκ των εν ενεργεία Μητροπολιτών των Νέων Χωρών (έστω και κατόπιν συγκαταθέσεως αυτών) είναι, κατά την μειοψηφήσασαν ταύτην γνώμην, αντισυνταγματική, ως αντικειμένη εις τον υπό του Συντάγματος κατοχυρούμενον, κατά τα προεκτεθέντα, Γενικόν Όρον Ε' της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, καθ' ον η πλήρωσις των κενών μητροπολιτικών εδρών εις τας Νέας Χώρας ενεργείται μόνον δι' εκλογής, επί τη βάσει καταλόγου εκλεξίμων, συντεταγμένων υπό της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και εγκεκριμένου υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου.

Επειδή κατά το αυτό ως άνω άρθρον 3 παρ. 1 του Συντάγματος: "Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος κεφαλήν γνωρίζουσα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν υπάρχει αναποσπάστως ηνωμένη δογματικώς μετά της εν Κων/λει Μεγάλης και πάσης άλλης ομοδόξου του Χριστού Εκκλησίας τηρούσα απαρασαλεύτως ως εκείναι, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας και τας ιεράς παραδόσεις...". Εξ ετέρου κατά το άρθρον 13 του Συντάγματος. "1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστος... 2. Πάσα γνωστή θρησκεία είναι ελευθέρα και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των νόμων...". Εκ των προπαρατεθεισών διατάξεων και ιδία της δευτέρας εξ αυτών, δι' ης κατοχυρούται εν Ελλάδι το ατομικόν δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και δια τους οπαδούς της επικρατούσης θρησκείας, απαγορευομένης ούτω πάσης ενεργείας της Πολιτείας δια της οποίας θα παρεβιάζετο η ελευθερία της θρησκευτικής των συνειδήσεως ή η ελευθερία της λατρείας των, σαφώς συνάγεται ότι εν Ελλάδι κατοχυρούνται και οι την ζωήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας διέποντες Ιεροί Κανόνες και αι ιεραί παραδόσεις. Ως εκρίθη δε ήδη (Σ.τ.Ε. 609-612/67) η δια των ως άνω διατάξεων και ιδία της δευτέρας εξ αυτών συνταγματική κατοχύρωσις δεν δύναται να θεωρηθεί επεκτεινομένη και επί των Κανόνων ή Παραδόσεων των αναφερομένων εις ζητήματα διοικητικής αποκλειστικής φύσεως, άτινα ου μόνον δεν δύναται να έχωσι την εσωτερικήν σημασίαν των δογματικών, αλλά και εκ της φύσεως αυτών, ρυθμίζονται, ως επί το πολύ, συμφώνως προς τας ανάγκας και περιστάσεις της κοινωνίας, υφιστάμενα και την εκ της διαδρομής του χρόνου και των νεωτέρων αντιλήψεων επίδρασιν, ώστε οι εις τα ζητήματα ταύτα αναφερόμενοι κανόνες είναι κατ' ανάγκην μεταβλητοί προς το κοινόν συμφέρον της τε Εκκλησίας και της Πολιτείας, υποκείμενοι εις τροποποίησιν υπό του κοινού νομοθέτου, όστις όμως κατά το πνεύμα του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος δεν δύναται δια του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας να χωρήσει και μέχρι θεμελιώδου μεταβολής βασικών διοικητικών θεσμών καθιερωμένων παγίως από μακρού εντός της ορθοδόξου Εκκλησίας. Επειδή ο ρηθείς Ν. 671/43 ορίζει εν άρθρω 17 τα εξής: "1. Η πλήρωσις χηρευούσης Μητροπόλεως της Εκκλησίας της Ελλάδος ενεργείται υπό της Ιεράς Συνόδου, εν απαρτία συνεδριαζούσης και εκλεγούσης δια μυστικής ψηφοφορίας και δια σχετικής επί του αριθμού των παρόντων πλειοψηφίας, τρεις υποψηφίους. Μεθ' ο κατερχομένη εις τον Ναόν αυτής μετά την κατά τας κεκανονισμένας τυπικάς διατάξεις της Εκκλησίας προσευχήν εκλέγει δια μυστικής ψηφοφορίας ένα εκ των τριών προκριθέντων εκλογίμων. Ως εκλεγείς θεωρείται ο λαβών την σχετικήν πλειοψηφίαν ... 2. Η πλήρωσις τινος των Μητροπόλεων Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Αττικής και Μεγαρίδος, Δημητριάδος ... γίνεται δια καταστάσεως εν αυταίς εκ των εν ενεργεία Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατόπιν συγκαταθέσεως αυτών, η δε πλήρωσις των Μητροπόλεων Βερροίας και Ναούσης, Δράμας ... Ιωαννίνων ... δια καταστάσεως εν αυταίς εκ των εν ενεργεία Μητροπολιτών των Νέων Χωρών, κατόπιν συγκαταθέσεως αυτών. 3. Ίνα Μητροπολίτης τις κατασταθεί εις ετέραν Μητρόπολιν δέον να έχει συμπεπληρωμένην πενταετή ευδόκιμον υπηρεσίαν Μητροπολίτου". Κατά την ορθήν έννοιαν της προπαρατεθείσης διατάξεως, αι χηρεύουσαι μητροπόλεις πληρούνται κατά κανόνα μεν δι' εκλογής, κατ' εξαίρεσιν δε ορισμέναι εξ αυτών, έχουσαι ιδιαιτέραν δια τε την Εκκλησίαν και την Πολιτείαν σπουδαιότητα, πληρούνται δια μεταθέσεως (καταστάσεως) υπό την προϋπόθεσιν ότι συγκατατίθεται προς τούτο ο μετατιθέμενος, ο οποίος δέον επί πλέον να έχει, λόγω της κατά τα εκτεθέντα σπουδαιότητος των μητροπόλεων τούτων, πενταετή ευδόκιμον υπηρεσίαν μητροπολίτου, μόνον δε εν μη συνδρομή των δύο τούτων προϋποθέσεων επιτρέπεται η επάνοδος εις τον κανόνα ήτοι πλήρωσις των ως είρηται μητροπολιτικών εδρών δι' εκλογής. Τοιαύτην έννοιαν έχουσα η προδιαληφθείσα διάταξις ουδόλως αντίκειται εις τας κατοχυρούσας το απαραβίαστον των Ιερών Κανόνων και των Ιερών Παραδόσεων διατάξεις του Συντάγματος, δοθέντος ότι δι' αυτής ρυθμίζεται ζήτημα αμιγώς διοικητικόν και μη θεμελιώδες ήτοι καθορίζεται η διαδικασία πληρώσεως μητροπολιτικών εδρών. Αν και κατά την γνώμην ενός μέλους του Δικαστηρίου τούτου, ο τρόπος πληρώσεως των κενών Μητροπολιτικών εδρών ειδικώς προκειμένου περί των εν Ελλάδι Επαρχιών του Πατριαρχικού Θρόνου, ως ρυθμιζόμενος υπό του ηυξημένης τυπικώς δυνάμεως διοικητικού κανόνος, οίος είναι ο Γενικός Όρος Ε' της κατά την διατυπωθείσαν εν προηγουμένη σκέψει μειοψηφίαν του ιδίου μέλους του Δικαστηρίου τούτου, συνταγματικώς κατοχυρουμένης Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, δεν δύναται να ρυθμισθεί κατά τρόπον διάφορον υπό του κοινού νομοθέτου, δι' ο και θεωρείται υπό της μειοψηφησάσης γνώμης, η υπό του άρθρου 17 του Ν. 671/1943 προβλεπομένη πλήρωσις της Μητροπόλεως Ιωαννίνων, δια μεταθέσεως ("καταστάσεως") και ουχί δι' εκλογής επί τη βάσει πίνακος εκλεξίμων, ως αντικειμένη εις το άρθρον 3 παρ. 1 εδ. γ' του Συντάγματος. Επειδή εν προκειμένω η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος προέβη δια της από 22 Οκτωβρίου 1975 πράξεως αυτής (Συνεδρία Γ' Περίοδος 119η) εις πλήρωσιν της χηρευούσης Μητροπόλεως Ιωαννίνων δι' εκλογής του αιτούντος χωρίς όμως να διαπιστώσει προηγουμένως, ως υπεχρεούτο συμφώνως προς τα εκτεθέντα, ανυπαρξίαν ετέρων μητροπολιτών εχόντων πενταετή ευδόκιμον υπηρεσίαν μητροπολίτου και επιθυμούντων μετάθεσιν εις την μητρόπολιν ταύτην. Ούτως όμως ενεργήσασα η Διαρκής Ιερά Σύνοδος παρέβη τον νόμον και, ως εκ τούτου, νομίμως αρνείται ο καθ' ου η αίτησις Υπουργός επί τη αιτιολογία ταύτη περιεχομένη εις τας προς το Συμβούλιον της Επικρατείας εγγράφους απόψεις του (βλ. το υπ' αριθμ. Φ041.1/15/33715, 12747/14.5.1976 έγγραφον αυτού) όπως προκαλέσει την έκδοσιν του περί αναγνωρίσεως του αιτούντος ως Μητροπολίτου Ιωαννίνων Πρ. Δ/τος, της αιτιολογίας ταύτης αρκούσης, αυτής και μόνης, ανεξαρτήτως της νομιμότητος των λοιπών ισχυρισμών του καθ' ου η αίτησις Υπουργού, όπως διασώσει το κύρος της προσβαλλομένης παραλείψεως. Δέον όθεν κατόπιν τούτου, μη συντρεχούσης παραλείψεως οφειλομένης νομίμου ενεργείας, όπως απορριφθεί η υπό κρίσιν αίτησις ως μη βάσιμος, γίνουν δε δεκταί αι ασκηθείσαι παρεμβάσεις.

Δια  ταύτα

Απορρίπτει την υπό κρίσιν αίτησιν.

Δέχεται τας ασκηθείσας δύο παρεμβάσεις.

Διατάσσει την υπέρ του Δημοσίου κατάπτωσιν του καταβληθέντος παραβόλου και Επιβάλλει εις βάρος του αιτούντος την δικαστικήν δαπάνην του Δημοσίου εκ δρχ. (1.500) χιλίων πεντακοσίων, και των παρεμβαινόντων εκ δρχ. τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων (4.200) ήτοι ανά δρχ. δύο χιλιάδας εκατόν (2.100),υπέρ εκατέρας των παρεμβάσεων.

Εκρίθη και απεφασίσθη εν Αθήναις τη 29η Ιουνίου 1976.

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματεύς

Εδημοσιεύθη δι' αυτόθι τη 12η Ιουλίου ιδίου έτους.

Ο Πρόεδρος Ο Γραμματεύς

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.