ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΣτΕ 4596/2014
Αριθμός Απόφασης : 4596
'Ετος : 2014
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 4596/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

 

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2014, με την εξής σύνθεση: Μ. Βηλαράς, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή, Α.Μ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Κ. Κατρά, Ι. Παπαγιάννης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Βασιλόπουλος.

 Για να δικάσει την από 12 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση:

 του Πρεσβυτέρου ***, εφημερίου του Ιερού Ναού ***, κατοίκου ***, Δήμου ***, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο *** (Α.Μ. ***), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά των: 1) Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Θεόδωρο Παπαγεωργίου (Α.Μ. 24288), που τον διόρισε με εντολή της η Ιερά Σύνοδος και 2) Ιεράς Μητροπόλεως ***, η οποία δεν παρέστη.

  Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθ. 4/2007 απόφαση του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου, 2) η υπ’ αριθ. 8/2006 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου και 3) η υπ’ αριθ. 1/2006 απόφαση του Επισκοπικού Δικαστηρίου της Ιεράς***.

 

 Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή.

 

 Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της καθ’ ης Εκκλησίας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου  κ α ι

 

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

  1. Επειδή για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 1833144/07 και 818580/07 ειδικά έντυπα παραβόλου σειράς Α΄).

  2. Επειδή με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το κατατεθέν στις 12-3-2014 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση: 1) της 4/09.01.2007 αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία απερρίφθη έφεση του αιτούντος, εφημέριου του Ιερού Ναού *** της Ιεράς Μητροπόλεως***, κατά της 8/02.05.2006 αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου, 2) της 8/02.05.2006 αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου, με την οποία ο αιτών κρίθηκε ότι είχε υποπέσει στα αναφερόμενα στην απόφαση αυτή εκκλησιαστικά παραπτώματα, για τα οποία του επιβλήθηκε η ποινή της καθαιρέσεως από το υψηλό της ιερωσύνης υπούργημα και 3) της 1/04.01.2006 αποφάσεως του Επισκοπικού Δικαστηρίου της Ιεράς Μητροπόλεως ***, με την οποία το Επισκοπικό αυτό Δικαστήριο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, προκειμένου το τελευταίο να κρίνει σε πρώτο βαθμό επί των αποδοθέντων στον αιτούντα εκκλησιαστικών παραπτωμάτων.

  3. Επειδή, όπως παγίως έχει κριθεί, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια που ιδρύθηκαν για την διατήρηση της εκκλησιαστικής πειθαρχίας και την τιμωρία των κληρικών και μοναχών που υποπίπτουν σε παραπτώματα, παρά την ονομασία τους δεν είναι φορείς δικαστικής εξουσίας, αλλά όργανα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κατά την άσκηση της πειθαρχικής αρμοδιότητάς τους, τα όργανα αυτά άλλοτε μεν επιβάλλουν ποινές πνευματικής μόνον φύσεως, άλλοτε δε επιβάλλουν ποινές που επηρεάζουν αμέσως την υπηρεσιακή σχέση κληρικού ή μοναχού με την Εκκλησία, καθώς και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή τη σχέση. Στην δεύτερη περίπτωση, τα πειθαρχικά αυτά όργανα της Εκκλησίας έχουν χαρακτήρα πειθαρχικών συμβουλίων και οι εκδιδόμενες από αυτά αποφάσεις, ως εκτελεστές πράξεις διοικητικών αρχών, υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, ως συλλογικά όργανα, έχουν χαρακτήρα πειθαρχικών συμβουλίων που, για την εξασφάλιση των αρχών του Κράτους δικαίου και της χρηστής διοικήσεως, πρέπει να ακολουθούν, τουλάχιστον ως προς την σύνθεσή τους και την πειθαρχική διαδικασία, τις βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου (Σ.τ.Ε. 312/2014, 686/2011 7μ., 3490/2009, 4120, 1123/2005, 3377/1999, 825/1988 Ολ. κ.ά).

  4. Επειδή η επιβληθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος ποινή της καθαιρέσεως από το υψηλό της ιερωσύνης υπούργημα, προβλεπόμενη από πολιτειακό νόμο, δηλαδή από το άρθρο 10 του ν. 5383/1932, επηρεάζει την υπηρεσιακή σχέση και τα απορρέοντα από αυτήν δικαιώματα του αιτούντος, αφού έχει ως συνέπεια να μην υφίσταται πλέον ο δημοσίου δικαίου δεσμός του με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος (ΣτΕ 312/2014, 3824/2012, 1373/2011 7μ., 1665/2002 , 5357/1996 κ.ά.). Συνεπώς, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου έχει εκτελεστό χαρακτήρα και υπόκειται παραδεκτώς στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας ως απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου.

  5. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως απαραδέκτως στρέφεται αυτοτελώς κατά της 8/02.05.2006 αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, διότι η απόφαση αυτή έχει ενσωματωθεί στην επί της εφέσεως του αιτούντος (που έχει χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής) εκδοθείσα 4/09.01.2007 απόφαση του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου και έχει απωλέσει την εκτελεστότητά της (ΣτΕ 312/2014, 686/2011 7μ., 3490/2009, 4120/2005). Περαιτέρω, απαραδέκτως προσβάλλεται με την αίτηση ακυρώσεως και η 1/2006 απόφαση του Επισκοπικού Δικαστηρίου της Ιεράς Μητροπόλεως ***, με την οποία το πειθαρχικό αυτό όργανο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο να κρίνει επί των αποδοθέντων στον αιτούντα εκκλησιαστικών παραπτωμάτων και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, διότι, ως εκ του περιεχομένου της, η απόφαση αυτή στερείται εκτελεστού χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 3488/2006 Ολομ.).

  6. Επειδή από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατόπιν του από 21-12-2005 κλητηρίου επικρίματος του Προέδρου του Επισκοπικού Δικαστηρίου της Ιεράς Μητροπόλεως *** ο αιτών, εφημέριος του Ιερού Ναού *** της Ιεράς Μητροπόλεως *** με το βαθμό του πρεσβυτέρου, παραπέμφθηκε ενώπιον του πειθαρχικού αυτού οργάνου, προκειμένου να δικασθεί για τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν κανονικά παραπτώματα α) των τετελεσμένων πράξεων αρσενοκοιτίας (παρά φύσιν ασέλγειας μετ’ αρρένων), β) της απόπειρας αρσενοκοιτίας και γ) του βαρύτατου σκανδαλισμού των πιστών. Η παραπομπή αυτή εχώρησε επ’ αφορμή ενυπογράφου καταγγελίας του τέως Σχολάρχου της Εκκλησιαστικής Σχολής *** Αρχιμανδρίτου *** καθώς και σχετικών με την συμπεριφορά του αιτούντος δημοσιευμάτων του αλβανικού τύπου και κατόπιν διενέργειας τακτικής ένορκης ανακρίσεως σε βάρος του, για την οποία συνετάγη το από 20-12-2005 πόρισμα του ορισθέντος ως ανακριτού Αρχιμανδρίτου *** ,***. Ο τελευταίος μετέβη επανειλημμένως στην Αλβανία, όπου και έλαβε μαρτυρικές καταθέσεις ατόμων που γνώριζαν εκδηλώσεις και συγκεκριμένα περιστατικά της συμπεριφοράς του αιτούντος, εξήτασε επι πλέον μάρτυρες στην Ελλάδα και έλαβε αντίγραφα της μαγνητοσκοπημένης ταινίας που προβλήθηκε, ως προς το συγκεκριμένο θέμα, σε δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ***, καθώς και του οπτικοακουστικού δίσκου (DVD) που προβλήθηκε επίσης σε δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού της ***, ενώ προμηθεύθηκε και αντίγραφα των εκπομπών που προβλήθηκαν για το ίδιο θέμα στην Αλβανία από τον αλβανικό τηλεοπτικό σταθμό ***. Κατόπιν της απολογίας του αιτούντος, με την 1/04.01.2006 απόφαση του ανωτέρω Επισκοπικού Δικαστηρίου η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, για το λόγο ότι η προβλεπόμενη από τους ιερούς κανόνες ποινή ήταν μεγαλύτερη της ποινής που ήταν αρμόδιο να επιβάλει το Δικαστήριο αυτό. Ακολούθως, το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, επιληφθέν της υποθέσεως, διέλαβε στην 8/02.05.2006 απόφασή του ειδικότερα ότι: «Τα πραγματικά περιστατικά τα αφορώντα εις την διάπραξιν ασελγειών παρά φύσιν μετά πλειόντων αρρένων κατά το πρώτον δεκαήμερον του μηνός Μαρτίου του έτους 2005 και ειδικώτερον εις την Κύπρον και εις την περιοχήν των κατεχομένων εδαφών αυτής, εις α ετέλεσεν κατά συρροήν παρά φύσιν ασελγείς πράξεις με Τουρκοκυπρίους στρατιώτας της τουρκοκυπριακής πλευράς αποδεικνύονται τόσον από τις καταθέσεις κατά την προδικασίαν των ***, νυν δικηγόρου και τότε χρηματίσαντος βοηθού Αρχηγού επιχειρήσεων της Κυπριακής Αστυνομίας και ***, υπευθύνου αξιωματικού εις το οδόφραγμα «Λήδρα Παλάς», όσον και από το από 31-5-2005 απολογητικόν του υπόμνημα κατά το στάδιον της προδικασίας όπου αποδέχεται μεν ότι εισήλθε το έτος 2005 εις τα κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας ψευδόμενος όμως καταφανώς τόσον δια τους σκοπούς της εισόδου του εκεί όσον και δια τους χρόνους παραμονής του εις την συγκεκριμένην περιοχήν. Επειδή τα πραγματικά περιστατικά του κατηγορητηρίου τα αφορώντα εις την τέλεσιν υπό του κατηγορουμένου ασελγών παρά φύσιν πράξεων μετά πλειόνων αρρένων εις την περιοχήν Κορυτσάς της Αλβανίας την 14ην Μαρτίου 2005 και 15ην Μαρτίου 2005 και εις τα ξενοδοχεία ***, *** αποδεικνύονται από τας καταθέσεις των μαρτύρων ***, και από την δια μαρτυρικών καταθέσεων δηλωθείσαν δημοσίαν γνώσιν των γεγονότων προβληθέντων υπό της Αλβανικής τηλεοράσεως, άτινα αναπαρήγαγε και η Ελληνική Τηλεόρασις δια του τηλεοπτικού διαύλου της *** , καθώς και από το απολογητικόν υπόμνημα του κατηγορουμένου και την ενώπιον αυτού απολογίαν του, όπου παρεδέχθη μεν την παρουσίαν του εις τον συγκεκριμένον τόπον και χρόνον προβάλλων τον αφελέστατον και προφανώς ψευδή ισχυρισμόν περί της δήθεν καταδιώξεως υπ’ αυτού σπείρας εμπόρων ναρκωτικών. Επειδή τα πραγματικά περιστατικά τα αφορώντα εις την απόπειραν τελέσεως παρά φύσιν ασελγών πράξεων μετά νεαρών αρρένων εν Κορυτσά και Αργυροκάστρω Αλβανίας αποδεικνύονται από τας ως άνω καταθέσεις ως και τας καταθέσεις των *** επιστηριζομένων δι’ όλων των ανωτέρω αποδειχθεισών κακουργιών αυτού. Επειδή τα πραγματικά περιστατικά τα αφορώντα εις την απόπειραν τελέσεως παρά φύσιν ασελγών πράξεων μετά του οδηγού φορτηγών αυτοκινήτων *** ως και μεθ’ ετέρου οδηγού κατά το έτος 2001 αποδεικνύονται κατά την κρίσιν Αυτού από τας καταθέσεις των μαρτύρων *** επιστηριζόμενα από τας αποδειχθείσας ως άνω κακουργίας αυτού». Ενόψει αυτών, με την ανωτέρω απόφαση, ο αιτών κρίθηκε ένοχος των προαναφερθέντων εκκλησιαστικών παραπτωμάτων και επιβλήθηκε σ’ αυτόν η ποινή της καθαιρέσεως από το υψηλό της ιερωσύνης υπούργημα, με αφαίρεση κάθε ιερατικού βαθμού και τίτλου και η επαναφορά του στις τάξεις των λαϊκών. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι ο αιτών «δια πλειόνων πράξεων διαπραχθεισών καθ’ έξιν και εξακολούθησιν και κατά συρροήν, συνιστωσών ανάλγητον επανάληψιν των αυτών κακουργημάτων, ετέλεσε ασελγείς παρά φύσιν πράξεις μετά πλειόνων αρρένων και ειδικώτερον κατά το πρώτον δεκαήμερον του μηνός Μαρτίου του έτους 2005, εις μη διακριβωθείσαν ημερομηνίαν μετέβη εις Κύπρον και διελθών από την πύλην «Λήδρα Παλάς» εις την περιοχήν των κατεχομένων εδαφών αυτής, ετέλεσε κατά συρροήν ασελγείς παρά φύσιν πράξεις με τουρκοκυπρίους στρατιώτας της τουρκοκυπριακής φρουράς, ως και ότι την 14ην Μαρτίου 2005 εις Αλβανίαν και συγκεκριμένως εις την πόλιν της Κορυτσάς, εντός του δωματίου *** του Ξενοδοχείου «***» όπου διέμενε κατά το χρονικό διάστημα από 13ης μέχρι 16ης Μαρτίου 2005 ετέλεσε ασελγείς παρά φύσιν πράξεις με δύο άρρενας αγνώστου ταυτότητος αλλά τυπικής αλβανικής φυσιογνωμίας, με τους οποίους … συνεφώνησε δια σαρκικήν επαφήν έναντι πληρωμής ***, ως και ότι κατά το διήμερον 14-15 Μαρτίου 2005 εις το αυτό ως άνω ξενοδοχείον και δωμάτιον εδέχθη την επίσκεψιν δύο ετέρων νεαρών αρρένων μετά των οποίων ετέλεσε ασελγείς παρά φύσιν πράξεις, ως και ότι κατά το έτος 2004 εις μη διακριβωθείσαν ημερομηνίαν έκανε «ωτοστόπ» επί της Εθνικής Οδού Θεσσαλονίκης Αθηνών εις το ύψος του 90ου χιλιομέτρου περίπου εις περιοχήν Θηβών με κατεύθυνσιν προς Αθήνας και επιβιβασθείς εις διερχόμενον φορτηγόν αυτοκίνητον, το οποίον ωδήγει ο ***, εκινήθη με ερωτικήν διάθεσιν προς αυτόν προτείνων σαρκικήν παρά φύσιν σχέσιν, την οποίαν ουδόλως απεδέχθη ο ως είρηται οδηγός αποβιβάζων αυτόν του οχήματος αμέσως, ως και ότι δια πλειόνων πράξεων διαπραχθεισών καθ’ έξιν, κατ’ εξακολούθησιν και κατά συρροήν, συνιστωσών ανάλγητον επανάληψιν των αυτών κακουργημάτων, απεπειράθη να τελέση ασελγείς παρά φύσιν πράξεις μετ’ αρρένων και ειδικώτερον την 12ην Μαρτίου 2005 εις Αλβανίαν και συγκεκριμένως εις την πόλιν της Κορυτσάς, εις το Λόμπυ του Ξενοδοχείου *** όπου διέμενε κατά το διήμερον 12-13 Μαρτίου 2005, εις γενομένην συζήτησιν μετά δύο νεαρών αρρένων, εξ ων ο εις ήτο υπάλληλος του Ξενοδοχείου, επρότεινε εις αυτούς όπως συνάψουν σαρκικήν παρά φύσιν επαφήν έναντι χρηματικής αμοιβής ανερχομένης εις το ποσόν των 30 ευρώ εάν εγένετο αποδεκτή η πρότασίς του υπό του ενός μόνον ή των 100 ευρώ εάν εγένετο και από τους δύο ταυτοχρόνως, ως και ότι κατά το αυτόν χρονικό διάστημα, εις μη διακριβωθείσαν ημερομηνίαν, εις την περιοχήν του Αργυροκάστρου Αλβανίας παρέσυρε εις το δωμάτιον του ξενοδοχείου ένθα διέμενε, νεαρόν άρρενα, εις ον επρότεινε σαρκικήν παρά φύσιν μετ’ αυτού επαφήν, έναντι αμοιβής 50 ευρώ και μετά την απόρριψιν της ως άνω προτάσεώς του από τον νεαρόν επρότεινε εις αυτόν να φέρη άλλους φίλους του δια τον ίδιον σκοπόν, ως και ότι το έτος 2001, εντός της χώρας αλλά εις μη διακριβωθέντα τόπον και χρόνον, έκανε «ωτοστόπ» εις φορτηγόν αυτοκίνητον, εις ο επιβιβασθείς παρηνόχλησε σεξουαλικώς τον οδηγόν προτείνας εις αυτόν την σαρκικήν μετ’ αυτού παρά φύσιν επαφήν δηλώσας εις αυτόν ότι δεν αποτελεί αμάρτημα καταδικαζόμενον υπό των Θείων και Ιερών Κανόνων η παρά φύσιν συνάφεια μετ΄αρρένων, προκαλέσας ούτω δι’ όλων των ανωτέρω πράξεών του δημοσιοποιηθεισών υπό των Μ.Μ.Ε. τόσον εις Αλβανίαν ένθα έλαβον χώραν αι πλείσται των κακουργιών του, όσον και εις την Ελλάδα τον δεινότατον σκανδαλισμόν της συνειδήσεως των πιστών». Τα αδικήματα αυτά, σύμφωνα με την απόφαση του ως άνω συνοδικού δικαστηρίου, προβλέπονται και τιμωρούνται από τους θείους και ιερούς κανόνες ΚΕ΄ και ΝΗ΄ των Αγίων Αποστόλων, Ζ΄ ΞΒ΄ και Ο΄ του Μεγάλου Βασιλείου, Δ΄ του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, καθώς και από τους γραφικούς λογίους Ματθ. ΙΗ΄ 6-9, Α΄ Κορινθ. ΣΤ΄ 7-9 και Λευιτ. ΙΗ΄ 22, Κ΄ 23. Ο αιτών άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε με την 4/09.01.2007 απόφαση, με την οποία υιοθετήθηκαν οι κρίσεις και αιτιολογίες του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου και επικυρώθηκε έτσι η επιβληθείσα σ’ αυτόν ποινή.

  7. Επειδή ο ν. 5383/1932 περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων (Α΄ 110) ορίζει στο άρθρο 118 (που εφαρμόζεται και για τη διαδικασία ενώπιον των Συνοδικών Δικαστηρίων) ότι: «…Η συζήτησις διεξάγεται προφορικώς μεν αλλά ουχί δημοσία. Αναγιγνώσκεται πρώτον η μήνυσις ή η εντολή του Μητροπολίτου προς εισαγωγήν εις δίκην, αι μαρτυρικαί καταθέσεις, η απολογία του κατηγορουμένου και προσκαλείται ο κατηγορούμενος εις προφορικήν απολογίαν και αναγιγνώσκεται όλος ο σχετικός φάκελος», στο άρθρο 119 ότι: «Ο κατηγορούμενος δύναται να παραστεί μετά συνηγόρου κληρικού. Εάν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορον, δύναται να απαιτήση όπως διορισθή συνήγορος κληρικός. Τον συνήγορον εν τοιαύτη περιπτώσει ορίζει ο Πρόεδρος του Επισκοπικού Δικαστηρίου», στο άρθρο 122 ότι: «Η απόφασις ή τε καταδικαστική και αθωωτική δέον να εκδίδηται μετά το πέρας της διαδικασίας. Διατυπούται δε εν ιδιαιτέρω εγγράφω συντασσομένω υπό του Προέδρου ή του υπό τούτου οριζομένου εισηγητού εκ των μελών του Δικαστηρίου», στο άρθρο 140 ότι: «Ενώπιον του αρμοδίου Συνοδικού Δικαστηρίου ο εκκαλών κατηγορούμενος δύναται να παραστή είτε αυτοπροσώπως είτε και δια κληρικού έχοντος ειδικήν πληρεξουσιότητα. Το Πρωτοβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον δύναται και εν τη τοιαύτη περιπτώσει να διατάξη την αυτοπρόσωπον εμφάνισιν του κατηγορουμένου.» και στο άρθρο 141: «Κατά την ορισθείσαν δικάσιμον αναγιγνώσκονται το κατηγορητήριον έγγραφον, αι εκθέσεις περί των μαρτυριών, τα πρακτικά της πρωτοδίκου δίκης, η πρωτόδικος απόφασις, το εφετήριον και πάντα τα λοιπά έγγραφα. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν και εν τη προ του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου διαδικασία διατάξεις». Εξάλλου, στο άρθρο 11 του ν. 1700/1987 (Α΄ 61) ορίζεται ότι: «Κληρικοί κάθε βαθμού και μοναχοί, κατηγορούμενοι ενώπιον οποιουδήποτε Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου του ν. 5383/1932, παρίστανται με συνήγορο. Τις συνεδρίες των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων επιτρέπεται να παρακολουθούν κληρικοί και μοναχοί. Κάθε αντίθετη σχετική διάταξη καταργείται».

  8. Επειδή, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου είναι ακυρωτέα λόγω του ότι δεν επετράπη σ’ αυτόν και τον συνήγορό του να παρίστανται καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεδριάσεως του ως άνω πειθαρχικού οργάνου, αλλά μόνον κατά την απολογία του και την αγόρευση του συνηγόρου του. Κατά τον αιτούντα ο αποκλεισμός του από τις λοιπές φάσεις της συνεδριάσεως παραβίασε τη δημοσιότητα της εκκλησιαστικής δίκης ως προς τον ίδιο και τον συνήγορό του, κατά παράβαση του άρθρου 93 παρ. 2 του Συντάγματος και του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (και όχι της παρ. 2 του άρθρου 6, όπως εσφαλμένως αναγράφεται στο δικόγραφο), διότι η έλλειψη δημοσιότητας που καθιερώνεται για τις συνεδριάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων από το άρθρο 118 παρ. 2 του ν. 5383/1932 αφορά τους τρίτους κληρικούς ή λαϊκούς και όχι και τον κατηγορούμενο κληρικό. Περαιτέρω, ο αιτών προβάλλει ότι η μη παράστασή του καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεδριάσεως στέρησε από αυτόν του καθιερουμένου από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαιώματος να υπερασπισθεί πλήρως και αποτελεσματικά την υπόθεσή του ενώπιον του ανωτέρω πειθαρχικού οργάνου πριν από την έναρξη της διασκέψεως, η οποία μάλιστα διήρκεσε μόλις πέντε λεπτά της ώρας, ενώ «η υποτιθέμενη ανάγνωση των εγγράφων της διαδικασίας διήρκεσε τρείς (3) ώρες». Ο λόγος αυτός της αιτήσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και κατά δύο σκέλη. Και τούτο, διότι σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην σκέψη 3 της παρούσης αποφάσεως, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια δεν αποτελούν δικαστήρια κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 87 του Συντάγματος και, συνεπώς, οι επικαλούμενες από τον αιτούντα διατάξεις των άρθρων 93 και 20 παρ. 1 αυτού δεν έχουν έδαφος εφαρμογής εν προκειμένω. Εξάλλου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 118, 119, 140 και 141 του ν. 5383/1932 ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με το άρθρο 11 του ν. 1700/1987, ο πειθαρχικώς κατηγορούμενος παρίσταται με τον συνήγορό του κατά τη συζήτηση της υποθέσεώς του ενώπιον του αρμοδίου συνοδικού δικαστηρίου, του οποίου η συνεδρίαση διεξάγεται σε περισσότερα στάδια. Ειδικότερα, στο πρώτο στάδιο γίνεται η ανάγνωση του συνόλου των εγγράφων της πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον των μελών του εν λόγω πειθαρχικού οργάνου, που αποσκοπεί στην ενημέρωσή τους, στο δεύτερο στάδιο καλείται ο πειθαρχικώς διωκόμενος και ο συνήγορός του προς ανάπτυξη των απόψεών τους και εν γένει υπεράσπιση της υποθέσεως και ακολουθεί το στάδιο της διασκέψεως προς λήψη αποφάσεως από τα μέλη του συνοδικού δικαστηρίου. Επομένως, από την κατά τα ως άνω κατά νόμον διαρρύθμιση της συνεδριάσεως του ανωτέρω πειθαρχικού οργάνου διασφαλίζεται κατά τούτο πλήρως τόσο η επικαλούμενη από τον αιτούντα δημοσιότητα της εκκλησιαστικής δίκης ως προς τον κατηγορούμενο κληρικό, αφού αυτός παρίσταται μετά του συνηγόρου του καθ’ όλη τη διάρκεια του σταδίου της ακροαματικής διαδικασίας, όσο και η αποτελεσματική υπεράσπισή του, από την άποψη του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256 - ΣτΕ 3490/2009).

  9. Επειδή, εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από το σώμα της αποφάσεως και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, εκδόθηκε μετά το πέρας της όλης διαδικασίας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και αφού το πειθαρχικό αυτό όργανο ανέγνωσε και μελέτησε την πρωτόδικη απόφαση, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, το εφετήριο έγγραφο και όλα τα στοιχεία του φακέλου, μεταξύ των οποίων και την απολογία του αιτούντος, και αντιμετώπισε, εν συνεχεία, εκτενώς όλες τις προβαλλόμενες από αυτόν αιτιάσεις κατά της πρωτόδικης αποφάσεως. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι εν προκειμένω υφίσταται βάσιμη υπόνοια ότι η διάσκεψη του Δικαστηρίου προηγήθηκε της προφορικής απολογίας του αιτούντος και της αγορεύσεως του συνηγόρου του, κατά παράβαση του άρθρου 122 παρ. 1 του ν. 5383/1932, τα δε από τον αιτούντα υποστηριζόμενα περί της χρονικής διαρκείας της αναγνώσεως των εγγράφων της δικογραφίας και της διασκέψεως του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου δεν προκύπτουν πάντως από τα στοιχεία του φακέλου και πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν, ως αναποδείκτως προβαλλόμενα.

  10. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι α) κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ιερών κανόνων, των οποίων γίνεται επίκληση στην προσβαλλόμενη απόφαση, επιβλήθηκε στον αιτούντα η ποινή της καθαιρέσεως, αφού σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς δεν υφίσταται εκκλησιαστικό αδίκημα αρσενοκοιτίας που επισύρει τη συγκεκριμένη ποινή, αλλά μόνον αμάρτημα αρσενοκοιτίας που τιμωρείται με το πνευματικό επιτίμιο της μακρόχρονης απαγορεύσεως της μεταλήψεως και β) κατά παράβαση του τρίτου εδαφίου του άρθρου 57 του ως άνω ν. 5383/1932 (και όχι της παρ. 3 του άρθρου αυτού, όπως εσφαλμένα αναγράφεται στο δικόγραφο), το οποίο πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό και με τον Κανόνα ΟΕ΄ των Αποστόλων και τις ερμηνείες των μεγάλων κλασικών και βυζαντινών ερμηνευτών Ζωναρά και Βαλσαμώνος, η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε τον αιτούντα ένοχο για το σύνολο και των επτά σε βάρος του κατηγοριών, η διάπραξη των οποίων όμως θα έπρεπε, κατά τους ως άνω ιερούς κανόνες, να αποδεικνύεται με όχι λιγότερους από τρεις μάρτυρες. Οι λόγοι αυτοί της υπό κρίση αιτήσεως είναι απορριπτέοι, ως απαραδέκτως προβαλλόμενοι, διότι αφορούν πλημμέλειες της αιτιολογίας ή της κρίσεως του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ιερών κανόνων, η πληρότητα ή ορθότητα των οποίων δεν μπορεί να ερευνηθεί στα πλαίσια του ασκούμενου από το Συμβούλιο της Επικρατείας ελέγχου των αποφάσεων του συνοδικού δικαστηρίου (βλ. Σ.τ.Ε. 1123/2005, 3377/1999, 3188/1996).

  11. Επειδή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, είναι επίσης απορριπτέος, ως απαραδέκτως προβαλλόμενος και ο λόγος της αιτήσεως ότι, κατά παράβαση του άρθρου 57 του ν. 5383/1932, έγινε δεκτή η κατηγορία σε βάρος του αιτούντος περί τελειωμένης πράξεως αρσενοκοιτίας ή περί απόπειρας αρσενοκοιτίας, παρόλο που οι κατηγορίες αυτές είτε στηρίχθηκαν σε έμμεσες μαρτυρίες είτε δεν αποδείχθηκαν, διότι ουδέποτε κατατέθηκε κάτι σχετικό από οποιονδήποτε μάρτυρα κατηγορίας σε όλα τα στάδια της πειθαρχικής διαδικασίας, καθόσον και ο λόγος αυτός, εφόσον πλήττει την ουσιαστική εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων από τα μέλη του συνοδικού δικαστηρίου, που κατά τα προπαρατεθέντα, κατέληξαν στην κρίση τους περί της ενοχής του αιτούντος αφού έλαβαν υπόψη το σύνολο των μαρτυριών και των λοιπών στοιχείων που προέκυψαν από την τακτική ανάκριση, εκφεύγει επίσης του ακυρωτικού ελέγχου.

  12. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει ρητώς τη χρήση αποδεικτικών μέσων κτηθέντων κατά τρόπο που αντίκειται, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις του άρθρου 9 αυτού, με τις οποίες κατοχυρώνεται η προστασία της ιδιωτικής ζωής και το άσυλο της κατοικίας, τόσο το Δευτεροβάθμιο όσο και το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, προκειμένου να στηρίξουν την κατηγορία σε βάρος του αιτούντος, έμμεσα αποδέχτηκαν παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα, ήτοι μη νομίμως θεμελίωσαν την κρίση τους σε μαρτυρικές καταθέσεις, οι οποίες στηρίχθηκαν αποκλειστικά στην προβολή από αλβανικό τηλεοπτικό σταθμό οπτικοακουστικού υλικού και ψηφιακών ταινιών που είχαν αποκτηθεί κατά παράβαση της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, δοθέντος ότι το υλικό αυτό σχετιζόταν αποκλειστικά με τον ιδιωτικό βίο του αιτούντος και όχι με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, είχε δε ληφθεί χωρίς τη συναίνεσή του. Και ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο συνοδικό δικαστήριο δεν στήριξαν την κρίση τους στο ανωτέρω οπτικοακουστικό υλικό, που υπήρξε και η αφορμή για την δίωξη σε βάρος του αιτούντος, ούτε, άλλωστε, οι αποφάσεις τους έλαβαν αποκλειστικά υπόψη τις μαρτυρίες ατόμων που είχαν παρακολουθήσει τις συγκεκριμένες τηλεοπτικές εκπομπές. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το πόρισμα της ανακρίσεως, στο οποίο παρατίθενται εκτενώς και με λεπτομέρειες τα γεγονότα που έλαβαν χώρα, οι κινήσεις του αιτούντος και η εν γένει συμπεριφορά του καθώς και οι μαρτυρικές καταθέσεις των εμπλεκομένων προσώπων, αλλά και από την απόφαση του πρωτοβαθμίου συνοδικού δικαστηρίου που υιοθετήθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση, τα συμπεράσματα περί της ενοχής του αιτούντος βασίσθηκαν προεχόντως σε πλείστες όσες μαρτυρικές καταθέσεις ατόμων, τα οποία κατέθεσαν αυτοτελώς και ασυνδέτως προς το περιεχόμενο του εν λόγω οπτικοακουστικού υλικού για την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών που συνθέτουν τα κανονικά παραπτώματα για τα οποία διώχθηκε αυτός και είχαν ιδίαν αντίληψη περί της δραστηριότητάς του, η οποία, άλλωστε, ενόψει των δεδομένων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, είχε καταστεί αντιληπτή σε ευρύτερο κύκλο προσώπων.

  13. Επειδή, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και της αρχής της αμεροληψίας, το Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο επικύρωσε την 8/2006 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου, το οποίο παρέλειψε να εξετάσει προβληθέντα ισχυρισμό του αιτούντος ότι το Επισκοπικό Δικαστήριο της Ιεράς Μητροπόλεως *** δεν απήντησε σε αιτιάσεις αυτού σχετικές με την μεροληψία σε βάρος του Πρωτοσύγκελλου της Μητροπόλεως και στενού συνεργάτη του οικείου Μητροπολίτη, ο οποίος είχε εκφράσει την πεποίθηση, πριν τη διεξαγωγή της εκκλησιαστικής δίκης, για την επιγενόμενη καθαίρεσή του. Επίσης, προβάλλεται ότι το Επισκοπικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τόσο τη γνωμοδότηση του ειδικού επιστημονικού συμβούλου της Εκκλησίας της Ελλάδος *** , όσο και την 25/2005 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, οι οποίες αναφερόμενες στην εξαίρεση της προστασίας του νόμου περί προσωπικών δεδομένων ως προς τους Μητροπολίτες, δεν καταλαμβάνουν και τους λοιπούς κληρικούς. Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως του ότι είναι απορριπτέος ως απαραδέκτως προβαλλόμενος, αφού αναφέρεται σε πλημμέλειες της 1/2006 αποφάσεως του Επισκοπικού Δικαστηρίου, η οποία, όπως έγινε δεκτό στη σκέψη 6 της παρούσης αποφάσεως στερείται εκτελεστότητας και, συνεπώς, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς, δεν πλήττει πάντως και την αιτιολογία απορρίψεως αντίστοιχου λόγου της εφέσεως του αιτούντος από το Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία το μεν πρόσωπο που κατά τους ισχυρισμούς αυτού είχε μεροληπτήσει σε βάρος του δεν συμμετείχε στη λήψη της αποφάσεως του Επισκοπικού Δικαστηρίου ως μέλος αυτού, η δε επικληθείσα γνωμοδότηση δεν συνιστούσε στοιχείο του πειθαρχικού φακέλου. Εξάλλου, το πειθαρχικό αυτό όργανο έκρινε επίσης ότι η ανωτέρω απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, αναφερόμενη στους Μητροπολίτες, σαφώς κατελάμβανε και τους κληρικούς των λοιπών βαθμίδων, ως προς τους οποίους, επίσης, λόγω της ιδιότητάς τους ως δημόσια πρόσωπα, υποχωρεί η ισχύουσα για τους ιδιώτες προστασία για τον ιδιωτικό τους βίο.

  14. Επειδή, τέλος, με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου αντίκειται στο περί προστασίας του δικαιώματος του ιδιωτικού βίου άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό και με το άρθρο 14 της ιδίας Συμβάσεως που απαγορεύει την αρχή των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, αλλά και στα αντίστοιχα άρθρα του Συντάγματος, δηλ. στο άρθρο 9 παρ. 1 που προστατεύει το απαραβίαστο της οικογενειακής ζωής, στο άρθρο 4 παρ. 1 που καθιερώνει την αρχή της ισότητας των πολιτών και στο άρθρο 5 παρ. 1 και 2 που κατοχυρώνει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και απαγορεύει τις διακρίσεις, καθώς η επιβληθείσα σ’ αυτόν ποινή στηρίχθηκε σε δυσμενή σε βάρος του διάκριση οφειλόμενη στον γενετήσιο προσανατολισμό του, δεν προκύπτει δε ότι ήταν και αναγκαία προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της προστασίας της δημόσιας ηθικής στην Ελληνική κοινωνία.

  15. Επειδή, οι κληρικοί της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, συνταχθέντες με το δόγμα της, έχουν εν γνώσει τους και εκουσίως αποδεχθεί την υπακοή στις θεμελιώδεις πνευματικές αρχές και ιερές της παραδόσεις, καθώς και στους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς της κανόνες, ως εκ τούτου δε, υπόκεινται, λόγω και του δημοσίου λειτουργήματός τους, σε περιορισμούς και ιδιαίτερες υποχρεώσεις ως προς την συμπεριφορά στον ιδιωτικό τους βίο, συνεπεία των οποίων τελούν προφανώς σε ειδικές συνθήκες, οι οποίες επιτρέπουν την παρέμβαση της Εκκλησίας, ως έναν βαθμό, στην άσκηση ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών τους, ως πολιτών, όπως είναι και το δικαίωμα σεβασμού της ατομικής και οικογενειακής τους ζωής, στον πυρήνα του οποίου ανάγεται και η δραστηριότητά τους σχετικά με την ερωτική τους ζωή και τις ερωτικές τους προτιμήσεις (πρβλ. ΕΔΔΑ αποφάσεις της 12-6-2014 Fernandez Martinez κατά Ισπανίας και της 23- 12-2010 Obst κατά Γερμανίας). Η παρέμβαση αυτή δικαιολογείται, ενόψει και της αυτονομίας που απολαμβάνει, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 11 αυτής, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, βάσει της οποίας έχει δικαίωμα, υπερασπιζόμενη τις πεποιθήσεις της, που είναι δυνατόν να διαφέρουν αρκετά από εκείνες της Πολιτείας, να απαιτήσει από τους υπηρετούντες αυτήν θρησκευτικούς λειτουργούς, λόγω και της φύσεως της πνευματικής πρωτίστως σχέσεως που τους συνδέει με το πρόσωπό της, συγκεκριμένη συμπεριφορά, έτσι ώστε τόσο ο ιδιωτικός όσο και ο επαγγελματικός τους βίος να συμβαδίζει με τις διδασκαλίες της και να μην υπονομεύει το κύρος και την αξιοπιστία της. Εν προκειμένω, η σύναψη από τον αιτούντα ερωτικών σχέσεων με άτομα του ιδίου φύλου, υπό τις προεκτεθείσες περιστάσεις και συνθήκες, αποτελούσε κατά την άποψη της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως αυτή εκτίθεται στην προσβαλλόμενη πράξη και τα από 9-4-2014 και 15-5-2014 υπομνήματά της, συμπεριφορά αντίθετη με τις πνευματικές της αξίες και τη διδασκαλία της, ενώ διέρρηξε και τους δεσμούς αυξημένης πίστεως και εμπιστοσύνης που έπρεπε να τον συνδέουν μαζί της (πρβλ. ΕΔΔΑ αποφάσεις της 12-6-2014 Fernandez Martinez κατά Ισπανίας, σκέψη 131 και της 23-12-2010 Obst κατά Γερμανίας, σκέψη 50). Υπό το πρίσμα αυτό, η απομάκρυνση του αιτούντος από την τάξη των κληρικών, οι οποίοι δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα με τους ιδιώτες, δεν αντίκειται στις επικαλούμενες από αυτόν διατάξεις των άρθρων 8 και 14 της ΕΣΔΑ. Οι αρχές, άλλωστε, της αυτονομίας των θρησκευτικών κοινοτήτων που καθιερώνονται από τα προαναφερθέντα άρθρα της Συμβάσεως, δεν επιτρέπουν στην Πολιτεία και κατ’ επέκταση και στη δικαστική εξουσία να υποχρεώσει την Εκκλησία να αποδεχθεί ή να αποβάλλει από τους κόλπους της ορισμένο πρόσωπο ή να εμπιστευθεί το πρόσωπο αυτό με συγκεκριμένα θρησκευτικά καθήκοντα, όπως συμβαίνει και στην προκειμένη περίπτωση (βλ. ΕΔΔΑ την ως άνω απόφαση της 12-6-2014 Fernandez Martinez κατά Ισπανίας, σκέψη 129). Εξάλλου, η πράξη καθαιρέσεως του αιτούντος, δεν αντίκειται ούτε στις επικαλούμενες από αυτόν διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, αφού, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, το μεν δικαίωμα για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, λόγω των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες αυτός τελεί, υπόκειται σε θεμιτούς περιορισμούς που αποσκοπούν στη διατήρηση των κανόνων εσωτερικής τάξεως της Εκκλησίας, η δε προστασία του ιδιωτικού του βίου, ως προσώπου που ασκεί δημόσιο λειτούργημα, δεν μπορεί να κατοχυρώνεται σε απόλυτο βαθμό, όπως ισχύει για τους ιδιώτες, τα δε όρια της κριτικής και αντίστοιχα η ανοχή που πρέπει να επιδεικνύουν τα υπό την ανωτέρω ιδιότητα πρόσωπα στην κριτική αυτή πρέπει να είναι μεγαλύτερη από αυτή που πρέπει να απαιτείται από τους απλούς πολίτες (βλ. ΣτΕ 1337/2013, 2848/2013). Τέλος, η προσβαλλόμενη πράξη δεν αντίκειται ούτε σε άλλη συνταγματική διάταξη ή αρχή, όπως η κατοχυρούμενη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, διότι υπό τις δεδομένες συνθήκες, ο περιορισμός των δικαιωμάτων, που άλλως θα απολάμβανε ο αιτών ως απλός πολίτης, κρίνεται συνταγματικά επιτρεπτός ως αναγκαίος και πρόσφορος, δικαιολογούμενος από επιτακτικούς λόγους διασφάλισης του κύρους και της αξιοπιστίας της Εκκλησίας. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου με το δικόγραφο προσθέτων λόγων υποστηριζόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

  16. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι ο αιτών δεν αμφισβητεί, άλλωστε, το αποδιδόμενο σ’ αυτόν κανονικό παράπτωμα του σκανδαλισμού των πιστών, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 

Δ ι α  τ α ύ τ α

  Απορρίπτει την αίτηση.

 Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

 Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος τη δικαστική δαπάνη της Εκκλησίας της Ελλάδος που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

 Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2014 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014.

  Ο Προεδρεύων Σύμβουλος                                          Ο Γραμματέας

 

 Μ. Βηλαράς                                                               Ν. Βασιλόπουλος

 

 

 
για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.