ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών 19795/2018
Αριθμός Απόφασης : 19795
'Ετος : 2018
Δικαστήριο : Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών (Τριμελές)


Αριθμός απόφασης  
Α19795/20-11-2018 

ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 7ο Τριμελές

 

Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2018, με δικαστές τους: Ελένη Στρατίκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ελένη Ηλιού, Νικόλαο Δασκαλάκη (εισηγητή), Πρωτοδίκες Δ.Δ. και γραμματέα την Αννέτα Τζαμαλή, δικαστικό υπάλληλο,

γ ι α να δικάσει την προσφυγή με ημερομηνία κατάθεσης 14.11.2013,

τ ο υ Μητροπολίτη *** κ. ***, κατά κόσμον *** του *** , κατοίκου ***, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), του πληρεξουσίου δικηγόρου του Θεοδώρου Παπαγεωργίου του Δημοκράτη, τον οποίο διόρισε με το από 2.6.2018 ιδιωτικό έγγραφο φέρον βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του,

κ α τ ά: 1) του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και δεν παραστάθηκε και 2) του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.), το οποίο εδρεύει στην Αθήνα (οδός Λυκούργου αρ.12), εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού του Συμβουλίου και παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ***.

Κατά τη συζήτηση, ο διάδικος που παραστάθηκε, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά. 

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το νόμο


Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε παράβολο υπέρτερο κατά 75 ευρώ (σχετ. το 1327057, σειράς Α΄, ειδικό έντυπο παραβόλου), ζητείται, παραδεκτώς, η ακύρωση της 70449/25122/15.7.2013 απόφασης του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων, με την οποία απορρίφθηκε η 37635/5.4.2013 αίτηση του προσφεύγοντος για την επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθεισών, των διενεργηθεισών υπέρ του καθ’ ου Ταμείου κρατήσεων, επί του μισθού που ελάμβανε ως Ιεροκήρυκας της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά το χρονικό διάστημα από 25.4.1979 έως 1.11.2012.

Επειδή, με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 5 του ν. 2443/1996 (Α΄ 265), με την οποία αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε η παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 2386/1996 (Α΄ 43), το δεύτερο των καθ’ ων η κρινόμενη προσφυγή ΜΤΠΥ, το οποίο αποτελούσε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (άρθρο 1 του π.δ. 422/1981 Α΄ 114), μετατράπηκε σε αποκεντρωμένη δημόσια υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Ακολούθως, με το άρθρο 3 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226) το ΜΤΠΥ υπήχθη στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας, ενώ, με το άρθρο 138 Κεφάλαιο Γ΄ παρ. 3 περιπτ. α΄ και β΄ του ν. 4052/2012 (Α΄ 41), υπήχθη, από την έναρξη της ισχύος του ν. 4024/2011, στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ήδη [άρθρο 27 παρ. 1 και 3 του ν. 4320/2015 (Α΄ 29)] στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στο οποίο μεταφέρθηκε, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, και η Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Παρά δε τη μετατροπή του σε αποκεντρωμένη δημόσια υπηρεσία, το καθ’ ού ΜΤΠΥ εξακολουθεί να απολαύει διοικητικής αυτοτέλειας και, επομένως, έχει την ικανότητα να είναι διάδικος και να διεξάγει τις δίκες που το αφορούν (βλ. ΣτΕ 710/2017 Ολ. κ.ά.). Κατά συνέπεια, η κρινόμενη προσφυγή νομίμως στρέφεται κατά του ως άνω Ταμείου, νομίμως δε αυτό παρέστη στην παρούσα δίκη ως καθ’ ού η υπό κρίση προσφυγή (πρβ. ΣτΕ 710/2017 Ολομ., 3998/2013, 4637, 2087/2012). Αντιθέτως, με το ως άνω περιεχόμενο η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εφόσον δεν εξέδωσε όργανο αυτού την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε να μπορεί να νομιμοποιηθεί παθητικώς στην παρούσα δίκη, κατά το άρθρο 65 παρ.1 του Κ.Δ.Δ.

Επειδή, το π.δ. 422/1981 “Περί κωδικοποιήσεως των περί Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων διατάξεων” ορίζει στο άρθρο 1 με τίτλο “Καταστατική Διάταξις” ότι: “Το Μετοχικόν Ταμείον Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.), Ειδικόν Ταμείον του Κράτους επικουρικής συνταξιοδοτήσεως των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων, έχον ιδίαν νομικήν προσωπικότητα, υπάγεται ως εκ του τεταγμένου αυτώ σκοπού εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομικών …” και στο άρθρο 2 “Προορισμός του Ταμείου” ότι: “Το Μ.Τ.Π.Υ. έχει προορισμόν την, κατ’ αναλογίαν του ποσού των καταθέσεων εκάστου, παροχήν μερίσματος εις τους μετόχους του Ταμείου και τας οικογενείας αυτών κατά τους όρους του παρόντος”. Περαιτέρω, το ίδιο π.δ. ορίζει στο άρθρο 14 “Γενική διάταξις” του Κεφαλαίου Γ΄ με τίτλο “Μέτοχοι” ότι: “Η εις το Μ.Τ.Π.Υ. συμμετοχή από 1ης Απριλίου 1923 τυγχάνει υποχρεωτική δι' άπαντας ανεξαιρέτως τους εν υπηρεσία τακτικούς και εκτάκτους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους, ως και τους επί μηνιαίω μισθώ ή μηνιαία αποζημιώσει εργάτας, της αρμοδιότητος των Πολιτικών Υπουργείων και της Βουλής”, στο άρθρο 15 με τίτλο “Υποχρεωτική συμμετοχή υπαλλήλων ειδικών κατηγοριών” ότι: “Συμμετέχουν υποχρεωτικώς του Μ.Τ.Π.Υ. υπαγόμενοι εις τας εκάστοτε ισχυούσας ως προς το Ταμείον τούτο διατάξεις δια τας εσφοράς,κρατήσεις, λοιπάς υποχρεώσεις και δικαιώματά των: α) Οι υπηρετούντες ή υπηρετήσαντες ως διοικητικοί υπάλληλοι εις τας Υπηρεσίας της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας Αθηνών, εξομοιούμενοι όσον αφορά εις την συμμετοχήν και τα δικαιώματά των επί του Μ.Τ.Π.Υ. καθ’ όλα προς τους εκπαιδευτικούς υπαλλήλους της αυτής Εταιρείας. β) Το μόνιμον ιδιωτικόν προσωπικόν της στρατιωτικής υπηρεσίας. γ) Οι μόνιμοι και προσωρινοί επί δοκιμασία υπάλληλοι του Κρατικού Εργοστασίου Αεροπλάνων. δ) Οι ανήκοντες εις το τακτικόν διδακτικόν προσωπικόν Ελληνικής υπηκοότητος του Κολλεγίου Αθηνών και της Αναργυρείου και Κοργιαλενείου Σχολής Σπετσών, εφ’ όσον η υπηρεσία Ταμείου κρατήσεις ως και εν γένει υποχρεώσεις και δικαιώματα των ανωτέρω έναντι του Ταμείου θέλουν καθορίζεσθαι βάσει του βαθμού και μισθού προς ον έκαστος τούτων έχει διαβαθμισθή. ε) Οι υπάλληλοι της Διευθύνσεως Ελέγχου και Εποπτείας Ατμοπλοϊκών Συγκοινωνιών, οι δυνάμει του α.ν. 1652/39 “περί τρόπου εκμεταλλεύσεως ατμοπλοϊκών Συγκοινωνιών” αποκτήσαντες την ιδιότητα του δημοσίου πολιτικού υπαλλήλου. στ) Οι εκ του προσωπικού των Ανακτόρων του Βασιλέως και του Διαδόχου δικαιούμενοι κατά τας διατάξεις του άρθρ. 1 παρ. 1 τον Α.Ν. 1635/39 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων περί απονομής στρατιωτικών και πολιτικών εν γένει συντάξεων” συντάξεως παρά του Δημοσίου. Ούτοι δικαιούνται ν’ αναγνωρίσουν και την τυχόν προγενεστέραν υπηρεσίαν των. ζ) Οι μόνιμοι πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι της Διευθύνσεως Δημοσίων Έργων Υπουργείου Εθνικής Αμύνης (Γενικόν Επιτελείον Αεροπορίας) και των λοιπών πολιτικών υπηρεσιών των υπαγομένων εις αυτό. η) Οι μόνιμοι πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι αρμοδιότητος Υπουργείου Εθνικής Αμύνης (Γεν. Επιτελείου Ναυτικού) ως και οι εκάστοτε υπαγόμενοι εις την αρμοδιότητα αυτού. Όσοι τυχόν εκ τούτων τυγχάνουν μέτοχοι του Μετοχικού Ταμείου Πολεμικού Ναυτικού εξακολουθούν μέχρι εξαντλήσεώς των όντες μέτοχοι τούτου, μη καθιστάμενοι μέτοχοι του Μ.Τ.Π.Υ. θ) Οι μόνιμοι υπάλληλοι του Ταμείου Ασφαλίσεως και Αρωγής Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος (ΤΑΚΕ). ι) Το τελούν κατά την ισχύν του β.δ. 172/69 εν ενεργεία και εφεξής διοριζόμενον διδακτικόν και διοικητικόν προσωπικόν των εν τω Κράτει λειτουργούντων Σχολείων των ανεγνωρισμένων ή αναγωριζομένων ως ισομίμων προς τα Δημόσια. ια) Το εν ενεργεία κατά την δημοσίευσιν του β.δ. 680/72 ή εφεξής διοριζόμενον ανώτερον και βοηθητικόν διδακτικόν προσωπικόν, ως και το διοικητικόν προσωπικόν των Ανωτάτων Βιομηχανικών Σχολών Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, πλην των ημερομισθίων και των επί συμβάσει, έχον την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, ως το προσωπικόν των άλλων ανωτάτων εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. ιβ) Το προσωπικόν του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (Κ.Ε.Π.Ε.). ιγ) Οι τακτικοί διοικητικοί υπάλληλοι του Βαρβακείου Ιδρύματος από του διορισμού των” και στο άρθρο 19 “Εξαιρέσεις εκ της ασφαλίσεως” τα εξής: “Εξαιρούνται της ασφαλίσεως παρά τω Μ.Τ.Π.Υ.: α. Οι κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του ν.δ. 67/1968 “περί λήψεως μέτρων δια την κάλυψιν των υγειονομικών αναγκών της υπαίθρου” υπηρετούντες την υποχρεωτικήν θητείαν των εις Νοσηλευτικά Ιδρύματα, Αγροτικά Ιατρεία, Υγειονομικούς Σταθμούς κ.λ.π. ιατροί. β) Οι άμισθοι πολιτικοί υπάλληλοι οι μετά την ισχύν του Δ/τος της 8ης Δεκεμβρίου 1934 διοριζόμενοι ή επαναδιοριζόμενοι, ως και οι εν υπηρεσία κατά την ισχύν του Δ/τος τούτου τελούντες και μη ασκήσαντες το της συμμετοχής αυτών δικαίωμα. γ. Οι από της ισχύος του Ν. 4448/1929 “περί Ταμείου Συντάξεων Νομικών” διορισθέντες και εφεξής διοριζόμενοι εις τινα των εν τη παρ. 1 του άρθρου [7] (Το νομοθετικό κείμενο αναφέρεται, από προφανή παραδρομή, στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4114/1960, αντί της παρ. 1 του άρθρου 7 του νόμου αυτού) του Ν. 4114/1960 θέσεων “περί του Κώδικος περί Ταμείου Νομικών” μη υποχρεούμενοι εις καταβολήν τινά. Οι από της ισχύος του Ν. 4114/60 διοριζόμενοι εις τας άνω θέσεις δύνανται να εξαιρεθώσι της παρά τω Ταμείω Συντάξεων Νομικών ασφαλίσεως δι’ αιτήσεώς των, υποβαλλομένης εντός έξ μηνών αφ’ ής απέκτησαν ιδιότητα συνεπαγομένην την ασφάλισιν παρά τω Ταμείω Συντάξεων Νομικών και συνοδευομένην υπό βεβαιώσεως περί συμμετοχής εις το Μ.Τ.Π.Υ., οπότε διατηρούν την παρά τούτω ασφάλισίν των.”

Επειδή, με τον Κανονισμό υπ’ αριθμ. 13/1970 “Περί των Ιεροκηρύκων της Εκκλησίας της Ελλάδος” της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (ΦΕΚ Α΄ 242), εκδοθέντα κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 36 παρ. 3 και 38 παρ. 1, 2, 3 και 4 του ν.δ. 126/1969 “περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος”, ρυθμίστηκε εκ νέου ο θεσμός των ιεροκηρύκων (βλ. προγενέστερο νόμο 4596/1930 “περί ιεροκηρύκων” (ΦΕΚ Α΄ 138) και νόμο ΨΜΖ΄/1878 “περί νομιμοποιήσεως της θέσεως των ιεροκηρύκων” (ΦΕΚ 81). Σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Κανονισμού, άγαμοι κληρικοί, πτυχιούχοι θεολογικής σχολής, διορίζονται σε θέσεις ιεροκηρύκων με σχετικές πράξεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου προκειμένου να υπηρετούν στις Ιερές Μητροπόλεις ως επίκουροι των Μητροπολιτών στο κήρυγμα του χριστιανικού λόγου και στην διδασκαλία των χριστιανών, έχοντας όμως ιδιότητα τακτικών υπαλλήλων της Εκκλησίας (δοκίμων κατά τον διορισμό τους και μονίμων ύστερα από διετή ευδόκιμη υπηρεσία) του νομικού προσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος και όχι των Μητροπόλεων, στις οποίες υπηρετούν από τον διορισμό ή την έκδοση μεταγενέστερης πράξης περί μετάθεσής τους (βλ. άρθρα 1, 2, 7, 8 και 10 του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 13/1970), μισθοδοτούμενων από τον Ο.Δ.Δ.Ε.Π. (Οργανισμός Διοικήσεως και Διαχειρίσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας) (άρθρο 24) και λαμβανόντων σύνταξη από το Δημόσιο, υπέρ του οποίου διενεργούνται οι σχετικές κρατήσεις επί των αποδοχών τους (άρθρο 22).

Επειδή, περαιτέρω, ο ν. 590/1977 περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Α΄ 146) ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 4 του Κεφαλαίου Α΄ ότι: “Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, αι ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών, αι Μοναί, η Αποστολική Διακονεία, ο ΟΔΕΠ, το ΤΑΚΕ, το Διορθόδοξον Κέντρον της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. …”, στο άρθρο 42 του Κεφαλαίου ΙΓ΄ (“ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ”) ότι: “1. Η Εκκλησία της Ελλάδος χρησιμοποιεί προς επιτέλεσιν του έργου αυτής εις τας πάσης φύσεως διακονίας έμμισθον και άμισθον προσωπικόν. Το προσωπικόν τούτο, πλην των εφημερίων και διακόνων, μισθοδοτείται υπό των οικείων Νομικών Προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος. 2. Τα προσόντα, η διαδικασία διορισμού, προαγωγής, μεταθέσεως, μετατάξεως, χορηγήσεως πάσης φύσεως αδειών, τα της πειθαρχικής διώξεως και χορηγήσεως ηθικών αμοιβών, τα των θέσεων, ως και παν έτερον ζήτημα αφορών εις την εν γένει υπηρεσιακήν κατάστασιν του υπαλληλικού προσωπικού της Εκκλησίας της Ελλάδος, των Ιερών Μητροπόλεων, των Ιερών ενοριακών ναών, του ΟΔΕΠ, της Αποστολικής Διακονίας, του Διορθοδόξου Κέντρου, των ιερών Μονών, ως και παντός ετέρου εκκλησιαστικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών του Κλήρου Οργανισμών, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 38 του παρόντος, ρυθμίζονται κατ’ αναλογίαν των διατάξεων του Κώδικος περί δημοσίων υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. δι’ αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. …”. Κατ’ επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 42 παρ. 2 του ν. 590/1977 εκδόθηκε ο υπ’ αριθ. 5/1978 Κανονισμός (Καν.) της Ιεράς Συνόδου (Ι.Σ.) της Εκκλησίας της Ελλάδος “Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων” (Α΄ 48), ο οποίος ορίζει τα εξής: Στο άρθρο “1. Σκοπός του παρόντος Κώδικος είναι η καθιέρωσις κανόνων διεπόντων την υπηρεσιακήν κατάστασιν των υπαλλήλων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου επί βάσεων ισότητος και δικαιοσύνης, η εξασφάλισις της ορθής επιλογής αυτών, η κατοχύρωσις της κατά το συμφέρον των νομικών τούτων προσώπων σταδιοδρομίας των και η επίτευξις της μεγίστης δυνατής αποδόσεως αυτών εν τη εργασία των. 2. Εις τας διατάξεις τού παρόντος υπάγονται πάντες οι τακτικοί, οι επί θητεία και οι μετακλητοί υπάλληλοι των ιερών Μητροπόλεων και λοιπών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου περιλαμβανομένων και των ασφαλιστικών του κλήρου οργανισμών ανεξαρτήτως της ιδιότητος αυτών ως κληρικών, μοναχών ή λαϊκών ως και οι υπό των αυτών νομικών προσώπων προσλαμβανόμενοι επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου κατά τας διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 103 τού Συντάγματος. Οι υπάλληλοι των γραφείων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, οι ιεροκήρυκες και οι υπάλληλοι των Ιερών μονών υπάγονται εις τον παρόντα κώδικα. Δεν υπάγονται όμως οι πρεσβύτεροι (προϊστάμενοι ή μη) ως και οι διάκονοι των ιερών ναών (ενοριακών ή μη), οι ιεροψάλται και το τυχόν υπάρχον έτερον βοηθητικόν ή υπηρετικόν προσωπικόν των ναών τούτων (χορωδοί, γραφείς, νεωκόροι, καθαρίστριαι). Δεν υπάγεται ωσαύτως το πάσης φύσεως προσωπικόν τής εκκλησιαστικής παιδείας. 3. …”. Σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 2, 27 παρ. 3 και 150 του Κανονισμού αυτού, όπως το άρθρο 150 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 12/1980 (ΦΕΚ Α΄ 272), οι ιεροκήρυκες είναι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις των γραφείων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, Κλάδου ΑΤ6 Ιεροκηρύκων, εξελίσσονται σε βαθμούς υπαλληλικής ιεραρχίας με εισαγωγικό τον 6ο και καταληκτικό τον 2ο, χαρακτηρίζονται ανώτεροι υπάλληλοι εφ’ όσον κατέχουν βαθμούς από τον 5ο μέχρι τον 2ο και υπάγονται για τα θέματα της υπηρεσιακής καταστάσεώς τους, ανάλογα με τον βαθμό τους, στην κρίση πενταμελούς ή τριμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου, τα οποία λειτουργούν στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο και συγκροτούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2 του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 5/1978.

Επειδή, σε μεταγενέστερο χρόνο, με τις διατάξεις των παρ. 1, 5 και 6 του άρθρου 25 του Ν. 817/1978 (ΦΕΚ Α΄ 170) ο νομοθέτης συνέστησε εβδομήντα (70) νέες θέσεις ιεροκηρύκων, προέβλεψε την κατανομή των θέσεων αυτών στις Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με έκδοση Π.Δ/τος και όρισε ότι τις θέσεις αυτές καταλαμβάνουν άγαμοι κληρικοί, πτυχιούχοι θεολογικής σχολής, οι οποίοι διορίζονται με πράξη του οικείου Μητροπολίτη και υπόκεινται σε ειδικό νομοθετικό καθεστώς μισθοδοσίας, υγειονομικής περίθαλψης και ασφάλισης, προβλέφθηκε δε ότι εγγράφονται ως μέτοχοι στο Ταμείο Αρωγής των υπαλλήλων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, υπέρ του οποίου γίνονται, από του διορισμού τους, οι νόμιμες κρατήσεις (βλ. άρθρο 5 ν.δ. 1398/1973, ΦΕΚ Α΄ 112). Μία από τις θέσεις αυτές κατανεμήθηκε στην Ιερά Μητρόπολη *** με το άρθρο μόνο του Π.Δ/τος 582/1980 (ΦΕΚ Α΄ 158). Τέλος, με το άρθρο 4 του ν. 1811/1988 (ΦΕΚ Α΄ 231). ορίστηκε ότι το Δημόσιο ανέλαβε τη μισθοδοσία των ιεροκηρύκων, οι οποίοι μισθοδοτούνταν από τον Ο.Δ.Ε.Π.

Επειδή, όπως έχει κριθεί, οι κληρικοί, ακόμη και όταν κατέχουν οργανικές θέσεις, όπως π.χ. θέσεις εφημερίων σε ιερούς ναούς, δεν είναι διοικητικοί υπάλληλοι κατά την έννοια των διατάξεων των παρ. 4 και 6 του άρθρου 103 του Συντάγματος και επομένως, δεν απολαύουν των εγγυήσεων μονιμότητας που καθιερώνονται για τους διοικητικούς υπαλλήλους με τις διατάξεις αυτές (βλ. ΣτΕ 825/1988 Ολομ.,2850/1988). Το ίδιο ισχύει και για τους κληρικούς οι οποίοι καταλαμβάνουν θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων, για τις οποίες ο νόμος απαιτεί τη συνδρομή της ιδιότητας του κληρικού, όπως ιδίως οι θέσεις ιεροκηρύκων (αγάμων κληρικών) της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και των Ιερών Μητροπόλεων, σύμφωνα με τις μνημονευθείσες διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 590/1977, του άρθρου 25 του ν. 817/1978 και του άρθρου 150 του Κανονισμού 5/1978 της Ι.Σ. Και τούτο, διότι η ιδιότητα του κληρικού είναι ασυμβίβαστη με την κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος μονιμότητα των διοικητικών υπαλλήλων και τις κατά το άρθρο αυτό σχετικές ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις, δεδομένου ότι η κατοχή και διατήρηση της ιδιότητας του κληρικού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άσκηση του θρησκευτικού λειτουργήματός του και την απορρέουσα από αυτό υποχρέωσή του να συμμορφώνεται προς τα καθήκοντα και τις επαγγελίες της ομολογίας του (πρβλ. ΣτΕ 4078/1979 Ολομ.). Η τυχόν παραβίαση της υποχρεώσεως αυτής συνεπάγεται την κατάγνωση κανονικών κυρώσεων (βλ. άρθρα 1 και 44 του ν. 590/1977, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 5383/1932 περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων, όπως ισχύει), οι οποίες μπορεί να φθάνουν μέχρι και την καθαίρεση του κληρικού από τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα, τούτο δε υπό ειδικούς ουσιαστικούς και διαδικαστικούς όρους, οι οποίοι ανάγονται στην εφαρμογή του άρθρου 3 του Συντάγματος (αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος από τους εν ενεργεία Μητροπολίτες, υποχρέωση αυτής «να τηρεί απαρασάλευτα [...] τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις») και είναι, ως εκ του περιεχομένου τους, ασύμβατοι προς τους αντίστοιχους όρους του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος για τους μόνιμους διοικητικούς υπαλλήλους. Συνεπώς, οι κληρικοί - εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, όπως ιδίως οι ιεροκήρυκες που υπάγονται στον Κανονισμό 5/1978, αλλά και οι ιεροκήρυκες του ν. 817/1978, επί των οποίων εφαρμόζεται αναλόγως ο Κανονισμός αυτός (βλ. ΣτΕ 2094/2002), δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μόνιμοι υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 103 παρ. 4 και 6 του Συντάγματος, σε αντίθεση προς τους λαϊκούς εκκλησιαστικούς υπαλλήλους (βλ. ΣτΕ 2480/2015 7μ., 131/2014, 1557/2005). Εξάλλου, εν όψει του γράμματος και του πνεύματος των παρατεθεισών ήδη διατάξεων, προκύπτει ότι κύριο έργο και ουσιώδης αποστολή των Ιεροκηρύκων είναι η επικουρία των Επισκόπων στο αμιγώς πνευματικό έργο του Κηρύγματος του Θείου Λόγου. Επομένως, οι ιεροκήρυκες, ως πνευματικοί πρωτίστως λειτουργοί της Εκκλησίας, δεν ανήκουν στην κατηγορία των (διοικητικών) υπάλληλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., για αυτόν άλλωστε τον λόγο έχει κριθεί ότι δεν δικαιούνται να συνυπολογίσουν, εάν αποκτήσουν την ιδιότητα του τακτικού πολιτικού υπαλλήλου, τυχόν προϋπηρεσία τους ως ιεροκηρύκων, στον υπό την ιδιότητα αυτή διανυθέντα χρόνο υπηρεσίας τους για την χορήγηση χρονοεπιδόματος (βλ. σχετ. ΣτΕ 491/1993).

Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο προσφεύγων, Μητροπολίτης ***, υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ιερά Μητρόπολη *** από τις 10.4.1979 έως τις ***, ημερομηνία κατά την οποία έγινε αποδεκτή η παραίτησή του από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, λόγω εκλογής αυτού στην ανωτέρω θέση του Μητροπολίτη (βλ. σχ. το από *** προσκομιζόμενο από το καθ’ ου πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος). Κατόπιν της παραίτησής του, ο προσφεύγων υπέβαλε προς το καθ’ ου η προσφυγή Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων, υπέρ του οποίου διενεργούνταν κρατήσεις στον καταβαλλόμενο μισθό του ως ιεροκήρυκα (βλ. την ***/*** βεβαίωση του Μητροπολίτη ****), την ***/5.4.2013 αίτηση, με την οποία ζήτησε την επιστροφή όλων των διενεργηθεισών επί των αποδοχών του κρατήσεων υπέρ του Μ.Τ.Π.Υ. Επί της ανωτέρω αίτησης, το καθ’ ου Ταμείο εξέδωσε την ***/***/15.7.2013 (προσβαλλόμενη) πράξη, με την οποία απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος, με την αιτιολογία ότι η παρακράτηση των υπέρ του Μ.Τ.Π.Υ. κρατήσεων αποτελούσε νόμιμη υποχρέωση όλων των εν ενεργεία τακτικών δημοσίων υπαλλήλων, όπως ο προσφεύγων, κατά συνέπεια δεν είχαν καταβληθεί αχρεώστητα και δεν υφίσταται δικαίωμα επιστροφής αυτών.

Επειδή με την κρινόμενη προσφυγή και το νομίμως κατατεθέν στις 8.6.2018 υπόμνημά του, ο προσφεύγων στρέφεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης του καθ’ ου, ζητώντας την ακύρωσή της, προβάλλοντας, αφενός μεν ότι οι ιεροκήρυκες της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν είναι μέτοχοι του Μ.Τ.Π.Υ., σύμφωνα με τις καταστατικές του Ταμείου διατάξεις και συνεπώς οι κρατήσεις επί των αποδοχών του έγιναν αχρεωστήτως, αφετέρου δε ότι η απαγόρευση επιστροφής των διενεργηθεισών κρατήσεων στους μετόχους του καθ’ ου οι οποίοι δεν θεμελιώνουν δικαίωμα λήψης μερίσματος αντιβαίνει στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αντίθετα το καθ’ ου, με το 24880/4038/7.5.2018 έγγραφο απόψεών του ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης προσφυγής ως αβάσιμης.

Επειδή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Μέτοχοι του Μ.Τ.Π.Υ είναι υποχρεωτικώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 του κωδικοποιητικού των περί του καθ’ ου Ταμείου διατάξεων π.δ. 422/1981 (άρθρο 1 παρ. 1 ν.δ. 12.2 - 1.3.1923), η οποία είναι σε κάθε περίπτωση στενώς ερμηνευτέα, ως διάταξη κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας η οποία συνεπάγεται οικονομικές υποχρεώσεις και αντίστοιχα δικαιώματα, οι δημόσιοι τακτικοί πολιτικοί (σε αντίθεση με τους στρατιωτικούς) υπάλληλοι των Υπουργείων και της Βουλής. Περαιτέρω, άλλες κατηγορίες υπαλλήλων ν.π.δ.δ., μεταξύ των οποίων και οι τακτικοί υπάλληλοι του Ταμείου Ασφαλίσεως και Αρωγής Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος (ΤΑΚΕ), κατέστησαν επίσης υποχρεωτικώς μέτοχοι του Μ.Τ.Π.Υ. με ειδικούς νόμους,. Ωστόσο, ο προσφεύγων, πρώην ιεροκήρυκας (εκκλησιαστικός υπάλληλος - ιερέας) του ν.π.δ.δ. της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν ήταν κατά την υπηρεσία του αυτή δημόσιος πολιτικός υπάλληλος Υπουργείου ή ν.π.δ.δ., οι υπάλληλοι του οποίου είναι υποχρεωτικώς μέτοχοι του Μ.Τ.Π.Υ. Συνεπώς, δεν είχε υποχρέωση καταβολής εισφορών προς το καθ’ ου Ταμείο κατά το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του αυτής, ήτοι από τις 10.4.1979 έως 6.11.2012 και η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία απορρίφθηκε η 37635/5.4.2013 αίτηση του προσφεύγοντος για επιστροφή των εκ μέρους του αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών έσφαλε κατά το μέρος της αυτό, σύμφωνα με τον βάσιμο σχετικό λόγο της προσφυγής, ενώ παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων.

Επειδή, περαιτέρω, το π.δ. 422/1981 ορίζει στο άρθρο 71 παρ. 2 (η διάταξη του οποίου είναι εν προκειμένω εφαρμοστέα, πρβλ. ΔΕφΑθ 3846/2004) ότι: “Πάσα απαίτησις μετόχου ή της οικογενείας αυτού ή και οιουδήποτε τρίτου, είτε λόγω καταβολής πλέον του κεκανονισμένου ποσού, είτε λόγω αποδόσεως οιωνδήποτε καταθέσεων, είτε λόγω παρακαταθήκης, είτε και εξ οιασδήποτε άλλης αιτίας, παραγράφεται υπέρ του Ταμείου μετά δύο έτη, αφ’ ης κατέστη απαιτητή”. Εξάλλου, το άρθρο 269 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι “Την παραγραφή διακόπτει η υποβολή σε διαιτησία ή σε διοικητική αρχή ή σε διοικητικό δικαστήριο ή σε άλλο ειδικό δικαστήριο της διαφοράς που αναφέρεται στην αξίωση. Οι διατάξεις των άρθρων 261 έως 263 και 267 έως 268 εφαρμόζονται αναλόγως”. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι προκειμένου περί απαιτήσεως προς επιστροφήν αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, η υποβολή σχετικής αιτήσεως εκ μέρους του καταβαλόντος προς το ν.π.δ.δ. ή άλλη αρμόδια αρχή, διακόπτει την παραγραφή της αξιώσεως και αν ακόμη ο νόμος δεν προβλέπει ειδικώς περί τέτοιας αίτησης (πρβλ. ΣτΕ 519/1989).

Επειδή, η αξίωση του προσφεύγοντος προς επιστροφή ως αχρεωστήτως καταβληθεισών των σχετικών κρατήσεων, που έγιναν απαιτητές από 10.4.1979 έως 4.4.2011 έχουν υποκύψει στη διετή παραγραφή που προβλέπει η εφαρμοζόμενη εν προκειμένω διάταξη του ως άνω κωδικοποιητικού διατάγματος του καθ’ ου Ταμείου, καθ’ όσον από τότε που γεννήθηκε η αξίωση αυτή και ήταν δικαστικώς επιδιώξιμη μέχρι την υποβολή της προαναφερόμενης ***/5.4.2013 αίτησής του είχε παρέλθει διετία.

Επειδή, κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή, να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη πράξη και να επιστραφούν στον προσφεύγοντα οι αχρεωστήτως καταβληθείσες εισφορές οι οποίες παρακρατήθηκαν από τον μισθό του ως ιεροκήρυκα, μόνον όμως κατά το χρονικό διάστημα από 5.4.2011 έως ****, σύμφωνα με την ***/5.4.2013 αίτησή του. Τέλος, πρέπει να επιστραφεί στον προσφεύγοντα το υπέρτερο παράβολο, ύψους 75 ευρώ, καθώς και το ήμισυ του νόμιμου, ύψους 12 ευρώ (άρθρο 277 παρ. 9 ΚΔΔ) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΔΔ).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ


Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.
Ακυρώνει την 70449/25121/15.7.2013 πράξη του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων.
Διατάσσει την επιστροφή στον προσφεύγοντα των αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών υπέρ του καθ’ ου Ταμείου, οι οποίες παρακρατήθηκαν από τον μισθό του ως ιεροκήρυκα, κατά το χρονικό διάστημα από 5.4.2011 έως ***.
Διατάσσει την επιστροφή στον προσφεύγοντα του υπέρτερου παραβόλου, ύψους 75 ευρώ, καθώς και το ήμισυ του νόμιμου, ήτοι 12 ευρώ.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 16.10.2018 και η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της …

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ  

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.