ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΔΕφΑθ 1681/2019
Αριθμός Απόφασης : 1681
'Ετος : 2019
Δικαστήριο : Διοικητικό Εφετείο Αθηνών


Αριθμός απόφασης:1681/2019

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 4ο Τριμελές


Αποτελούμενο από τις: Μαρία Καλαϊτζή, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Λουκία Σκουρολιάκου, Ελεάνα Λεοντάρη (Εισηγήτρια), Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και Γραμματέα την Ευτυχία Σιδερή, δικαστική υπάλληλο,

σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε  δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2019 για να δικάσει την με αριθμό καταχώρησης ΠΡ412/15.2.2018 προσφυγή,

τ ο υ  νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Ιασίου αρ. 1) και παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο ***,

κ α τ ά  του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και παραστάθηκε με το Δικαστικό Πληρεξούσιο του Ν.Σ.Κ. Γεώργιο Καφίρη, σύμφωνα με τη με ημερομηνία κατάθεσης 1.3.2019 δήλωση, κατ΄ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ..

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Η  κ ρ ί σ η  τ ο υ  ε ί ν α ι  η  ε ξ ή ς :

1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου [άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ Α΄ 31), σε συνδυασμό με το άρθρο 285 παρ. 2 περ. ζ΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 ΦΕΚ Α΄ 97) πρβλ. ΣτΕ 33/2009], ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 856/24.1.2018 απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Με την εν λόγω απόφαση απορρίφθηκε η 38163/26.9.2017 ενδικοφανής προσφυγή (άρθρου 63 του ν. 4174/2013), την οποία η προσφεύγουσα Εκκλησία της Ελλάδος άσκησε κατά της από 27.8.2017 (με αριθ. ειδοποίησης 2193 και αριθ. χρηματικού καταλόγου 1/1981-1104) πράξης διοικητικού προσδιορισμού ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α) του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Δ΄ Αθηνών, έτους 2017, που εκδόθηκε βάσει της 502193 σχετικής δήλωσης, με την οποία κλήθηκε να καταβάλει συνολικά ποσό ΕΝ.Φ.Ι.Α, ύψους ***  ευρώ.

2. Επειδή, στο νόμο 4223/2013 «Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 287) προβλέπονται στα άρθρα 1 έως 3 αυτού, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρο 1. Αντικείμενο του φόρου. 1. Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στα δικαιώματα της παραγράφου 2 του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. 2. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται στα εμπράγματα δικαιώματα της πλήρους κυριότητας, της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης και της επιφάνειας επί του ακινήτου. …3. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. ισούται με το άθροισμα του κύριου φόρου επί του κάθε ακινήτου και του συμπληρωματικού φόρου επί της συνολικής αξίας των δικαιωμάτων επί των ακινήτων του υποκειμένου στο φόρο. 4. Τα δικαιώματα επί των οποίων επιβάλλεται ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. ετησίως είναι αυτά που υπάρχουν την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, ανεξάρτητα από μεταβολές που τυχόν επέρχονται κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και ανεξάρτητα από τη μεταγραφή του τίτλου κτήσης. 5. Για τον καθορισμό του ΕΝ.Φ.Ι.Α. λαμβάνεται υπόψη η πραγματική κατάσταση του ακινήτου.…Άρθρο 2. Υποκείμενο του φόρου. 1. Υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α. είναι κάθε πρόσωπο ή οντότητα του άρθρου 1, ανάλογα με το δικαίωμα και το ποσοστό του, και ειδικότερα: α) Αυτός που αποκτά δικαίωμα σε ακίνητο από οποιαδήποτε αιτία, από την ημερομηνία σύνταξης του οριστικού συμβολαίου κτήσης ή από την ημερομηνία τελεσιδικίας της δικαστικής απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται δικαίωμα ή καταδικάζεται ο δικαιοπάροχος σε δήλωση βουλήσεως…. 8. Για την εφαρμογή του ΕΝ.ΦΙ.Α. ακίνητα που δεν ιδιοχρησιμοποιούνται από το υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α θεωρούνται αυτά τα οποία εκμισθώνονται ή παραχωρούνται καθ` οιονδήποτε τρόπο σε τρίτο. Τα ακίνητα που δεν εμπίπτουν στο προηγούμενο εδάφιο θεωρούνται ιδιοχρησιμοποιούμενα.…Άρθρο 3. Απαλλαγές από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. 1. Απαλλάσσονται από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. τα δικαιώματα στα ακίνητα που ανήκουν: α)… δ) Σε Ν.Π.Δ.Δ. που δεν εντάσσονται στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και ιδιοχρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση μορφωτικού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού, αθλητικού, θρησκευτικού, φιλανθρωπικού και κοινωφελούς σκοπού ή παραχωρούνται δωρεάν στο Δημόσιο.…στ) α) Σε νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες των γνωστών θρησκειών και δογμάτων κατά την παρ. 2 του άρθρου 13 του Συντάγματος και ιδιοχρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση του λατρευτικού, θρησκευτικού και κοινωφελούς έργου τους. στ) (β) Στις υποκείμενες στο ειδικό συνταγματικό καθεστώς Ιερές Μονές του Αγίου Όρους, κείμενα εντός ή εκτός αυτού». Το Σύνταγμα ορίζει, εξάλλου, στο άρθρο 4 ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. …5. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», στο άρθρο 105, με τίτλο «Ειδικό καθεστώς του Αγίου Όρους», ότι «1. Η χερσόνησος του Άθω, από τη Μεγάλη Βίγλα και πέρα, η οποία αποτελεί την περιοχή του Αγίου Όρους, είναι, σύμφωνα με το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του, αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού Κράτους, του οποίου η κυριαρχία πάνω σ’αυτό παραμένει άθικτη. Από πνευματική άποψη το Άγιο Όρος διατελεί υπό την άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. …2. Το Άγιο Όρος διοικείται, σύμφωνα με το καθεστώς του, από τις είκοσι Ιερές Μονές του, μεταξύ των οποίων είναι κατανεμημένη ολόκληρη η χερσόνησος του Άθω, το έδαφος της οποίας είναι αναπαλλοτρίωτο. ... 3…. 4. Η ακριβής τήρηση των αγιορειτικών καθεστώτων τελεί ως προς το πνευματικό μέρος υπό την ανώτατη εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ως προς το διοικητικό μέρος υπό την εποπτεία του Κράτους, …. . 5.…Με νόμο…καθορίζονται…τα τελωνειακά και φορολογικά πλεονεκτήματα του Αγίου Όρους». Από τις παραπάνω διατάξεις του ν. 4223/2013 και, ιδίως, του άρθρου 3 αυτού, συνάγεται ότι από τον ένδικο φόρο ιδιοκτησίας απαλλάσσονται τα ακίνητα μιας συγκεκριμένης κατηγορίας όλων των Ιερών Μονών της χώρας, εκείνα τα οποία ιδιοχρησιμοποιούνται από αυτές αποκλειστικά για την εκπλήρωση του λατρευτικού, θρησκευτικού και κοινωφελούς έργου τους. Ως προς τα λοιπά ακίνητα των Ιερών Μονών, που δεν ιδιοχρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση των ανωτέρω έργων, η επίμαχη διάταξη απαλλάσσει από τον ένδικο φόρο μόνον εκείνα που ανήκουν στις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους, οι οποίες υπόκεινται στο ειδικό συνταγματικό καθεστώς του άρθρου 105 του Συντάγματος, είτε αυτά κείνται εντός είτε εκτός του Αγίου Όρους, όχι όμως και τα ακίνητα των λοιπών Ιερών Μονών της χώρας

3. Επειδή, εξάλλου, με το ν.δ. 126/1969 (ΦΕΚ Α΄ 27) καταργήθηκε ο «Οργανισμός Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας (Ο.Δ.Ε.Π.)», που είχε συσταθεί με τον κωδ. νόμο 4684 (π.δ. της 22.9.1931, ΦΕΚ Α΄ 328), σε όλα δε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτού υπεισήλθε, ως καθολικός διάδοχος, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό το όνομα «Οργανισμός Διοικήσεως και Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας (Ο.Δ.Δ.Ε.Π.)», που συστάθηκε με το άρθρο 42 του αυτού νομ. δ/τος (ΣτΕ 2195/1981). Μεταγενεστέρως, με το άρθρο 46 παρ. 5 του ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος» ορίσθηκε ότι ο Οργανισμός Διοικήσεως και Διαχειρίσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας «Ο.Δ.Δ.Ε.Π.» φέρει εφεξής την επωνυμία «Οργανισμός Διοικήσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας» (ΟΔΕΠ). Ακολούθως, ο Οργανισμός Διοικήσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ), καταργήθηκε δυνάμει του άρθρου 3 παρ. 1 της Σύμβασης μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Ελληνικού Δημοσίου που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1811/1988 (ΦΕΚ Α΄ 231), η ακίνητη δε και κινητή περιουσία που ανήκε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στον καταργηθέντα Οργανισμό περιήλθε αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 της ιδίας πιο πάνω κυρωθείσης νομοθετικής σύμβασης στην Εκκλησία της Ελλάδος (ΣτΕ 3513/1991, 2474/2009 πρβλ. ΣτΕ3646/1989). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος «Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, αι ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών, αι Μοναί, η Αποστολική Διακονία, ο ΟΔΕΠ, το ΤΑΚΕ, το Διορθόδοξον Κέντρον της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. …» ενώ, κατά το άρθρο 39 αυτού «1. Η Ιερά Μονή είναι θρησκευτικόν καθίδρυμα διά την άσκησιν των εν αυτή εγκαταβιούντων ανδρών ή γυναικών, συμφώνως προς τας μοναχικάς επαγγελίας και τους περί μοναχικού βίου ιερούς Κανόνας και παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. 2. Εν τη Εκκλησία της Ελλάδος λειτουργούν Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό την πνευματικήν εποπτείαν του επιχωρίου Αρχιερέως, και Συνοδικαί Σταυροπηγιακαί Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό την πνευματικήν εποπτείαν της Δ.Ι.Σ...».

4. Επειδή, με το άρθρο 104 του Συντάγματος του έτους 1952, είχε επιτραπεί, για μία τριετία, προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και μικρών κτηνοτρόφων, η κατά παρέκκλιση του άρθρου 17 του Συντάγματος αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών, μεταξύ δε αυτών, αγρών, δασωδών εκτάσεων και βοσκοτόπων που ανήκαν στην εκκλησιαστική περιουσία, των οποίων η κατά την παραπάνω μεταβατική συνταγματική διάταξη απαλλοτρίωση ή αναγκαστική μίσθωση θα ρυθμιζόταν βάσει νόμου που θα εκδίδονταν εφάπαξ. Κατά την πιο πάνω συνταγματική διάταξη «η αποζημίωσις ορίζεται» «ουδέποτε μικροτέρα του ενός τρίτου της αξίας του απαλλοτριουμένου κτήματος κατά τον χρόνον της καταλήψεως και καταβάλλεται πρό ή μετ’ αυτήν είτε κατά δόσεις είτε εις χρεόγραφα, ως νόμος θέλει ορίσει». Σε εκτέλεση των μνημονευόμενων διατάξεων εκδόθηκε το ν.δ. 2185/1952 «περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κτημάτων προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών» (ΦΕΚ Α΄ 217/15.8.1952) και, όπως προβλέφθηκε ειδικά στα άρθρα 36 και 37 αυτού, καταρτίσθηκε μεταξύ του Δημοσίου και της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, «ενεργούσης δια του Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής περιουσίας (Ο.Δ.Ε.Π.)» η από 18.9.1952 Σύμβαση, που κυρώθηκε με το από 26.9/8.10.1952 β.δ/μα (ΦΕΚ Α΄ 289). Με την εν λόγω σύμβαση παραχωρήθηκαν, έναντι ανταλλάγματος, προς το Ελληνικό Δημόσιο (Υπουργείο Γεωργίας), για την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων, καλλιεργούμενες ή καλλιεργήσιμες εκτάσεις (αγροί, βοσκότοποι κ.λ.π.), ανήκουσες στην εκκλησιαστική εν γένει περιουσία, οι οποίες προσδιορίζονται κατ΄ έκταση, είδος, τοποθεσία ή περιφέρεια στους συνημμένους στη Σύμβαση αυτή πίνακες. Για τις παραχωρούμενες κατά τα προαναφερόμενα εκτάσεις ορίσθηκε στο μεν άρθρο 36 παρ. 3 του ν.δ. 2185/1952 ότι από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης του πιο πάνω κυρωτικού της Σύμβασης β.δ/τος, η Εκκλησία της Ελλάδος αποξενώνεται οριστικά από την κυριότητα αυτών, το δε Δημόσιο καθίσταται έκτοτε, αυτοδικαίως, κύριος και νομέας των ακινήτων τούτων, ενώ στο άρθρο 37 παρ 9 του ιδίου ν.δ./τος ότι το Δημόσιο θα καταβάλει κατ’ αποκοπήν τίμημα, ίσο προς το 1/3 της αξίας αυτών κατά τον χρόνο της υπογραφής της Σύμβασης, θα εξοφληθεί δε τούτο κατά ένα μέρος σε μετρητά και κατά το υπόλοιπο δια παραχώρησης προς την Εκκλησία (Ο.Δ.Ε.Π.) αστικών ακινήτων του Δημοσίου στην τρέχουσα αυτών αξία, όπως ειδικότερα ορίζεται στην Σύμβαση, στην οποία επισυνάπτονται πίνακες των εν λόγω αστικών ακινήτων. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 της παραπάνω σύμβασης «από της εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύσεως του κυρωτικού της παρούσης Συμβάσεως Βασιλικού Διατάγματος το Δημόσιον αποξενούται οριστικώς παντός δικαιώματος αυτού επί των εις τους ανωτέρω πίνακας διαλαμβανομένων αστικών ακινήτων του, άτινα από της αυτής χρονολογίας…μεθίστανται αυτοδικαίως και άνευ ετέρας τινός διατυπώσεως εις την πλήρη κυριότητα του Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας (Ο.Δ.Ε.Π.)». Εξάλλου, στο άρθρο 37 παρ. 14 του ν.δ/τος 2185/1952, ορίστηκε ότι οι συμβάσεις παραχώρησης των πιο πάνω αστικών ακινήτων προς την Εκκλησία απαλλάσσονται του φόρου μεταβίβασης ακινήτων, των τελών χαρτοσήμου και τελών τυχόν γινομένης μεταγραφής και παντός άλλου φόρου, τέλους, εισφοράς ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου ή οιουδήποτε τρίτου. 

5. Επειδή, με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 104 του Συντάγματος 1952 θεσπίσθηκε προς διευκόλυνση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης εδαφών για την αποκατάσταση ακτημόνων σοβαρή παρέκκλιση από τους ορισμούς του άρθρου 17 περί προστασίας της ιδιοκτησίας του ιδίου Συντάγματος και, ειδικότερα, επετράπη επί τριετία η αναγκαστική απαλλοτρίωση κτημάτων έναντι αποζημίωσης, η οποία μπορούσε να περιορισθεί μέχρι του ενός τρίτου της αξίας του απαλλοτριουμένου κτήματος κατά τον χρόνο της κατάληψης και θα καταβαλλόταν πριν ή μετά την κατάληψη είτε σε δόσεις είτε σε χρεόγραφα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο νόμο. Το ν.δ. 2185/1952 που εκδόθηκε σε εκτέλεση της πιο πάνω συνταγματικής διάταξης προέβλεψε, ειδικώς για τα κτήματα της εκκλησιαστικής περιουσίας, τη σύναψη μεταξύ του Δημοσίου και της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος σύμβασης εξαγοράς εκτάσεων, που ανήκαν στην εκκλησιαστική περιουσία, έναντι κατ’ αποκοπήν τιμήματος ίσου προς το 1/3 της αξίας των παραχωρουμένων στο Δημόσιο εκτάσεων, που θα εξοφλούνταν κατά ένα μέρος σε μετρητά και κατά το υπόλοιπο με παραχώρηση προς την Εκκλησία (ΟΔΕΠ) αστικών ακινήτων στην τρέχουσα αξία αυτών. Με την από 18.9.1952 σύμβαση που επακολούθησε, η οποία κυρώθηκε με το β.δ. της 26.9/8.10.1952 - από τη δημοσίευση του οποίου, άλλωστε, στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης η Εκκλησία της Ελλάδος αποξενώθηκε οριστικά από την κυριότητα των παραχωρούμενων εκτάσεων, το δε Δημόσιο κατέστη έκτοτε, αυτοδικαίως, κύριος και νομέας αυτών- καθορίσθηκε το οφειλόμενο τίμημα, το μέρος αυτού που θα καταβαλλόταν τοις μετρητοίς καθώς και τα συγκεκριμένα αστικά ακίνητα του Δημοσίου, με την παραχώρηση των οποίων θα εξοφλούνταν το υπόλοιπο τίμημα και τα οποία, από την ίδια πιο πάνω χρονολογία (δημοσίευση στο ΦΕΚ του κυρωτικού της Σύμβασης β.δ/τος), περιήλθαν αυτοδικαίως στην πλήρη κυριότητα της Εκκλησίας. Περαιτέρω, με το άρθρο 117 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος ορίσθηκε ότι «οι νόμοι που εκδόθηκαν έως την 21.4.1967 κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 104 του Συντάγματος της 1ης Ιανουαρίου 1952, θεωρούνται ότι δεν είναι αντίθετοι προς το παρόν Σύνταγμα και διατηρούνται σε ισχύ». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής συνταγματικής διάταξης σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις των παραπάνω εκτελεστικών του άρθρου 104 του Συντάγματος του 1952 νομοθετημάτων, οι παρεκκλίσεις της εν λόγω νομοθεσίας από το άρθρο 17 (όπως το μειωμένο τίμημα ή/και ο χρόνος καταβολής), υπό τις οποίες έλαβαν χώρα οι κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 104 του Συντάγματος του 1952 επεμβάσεις στην ιδιοκτησία, εξακολουθούν και υπό το ισχύον Σύνταγμα να θεωρούνται ισχυρές. Αντίθετα το άρθρο 117 παρ. 1 του Συντάγματος δεν διατήρησε ούτε πολύ περισσότερο επανέφερε σε ισχύ ρυθμίσεις των μνημονευόμενων νομοθετημάτων που δεν συνιστούσαν παρεκκλίσεις από το άρθρο 17 περί προστασίας της ιδιοκτησίας, όπως οι φορολογικές ατέλειες και απαλλαγές που παρασχέθηκαν με το άρθρο 37 παρ. 14 του ν.δ. 2185/1952, οι οποίες, άλλωστε, όπως προκύπτει τόσο από τις διατάξεις του ν.δ. 2185/1952 όσο και της προαναφερόμενης σύμβασης του 1952, δεν απετέλεσαν μέρος του μειωμένου -στο 1/3 της αξίας των εξαγορασθέντων από το Δημόσιο εκκλησιαστικών κτημάτων- τιμήματος που ορίσθηκε ως οφειλόμενο στην Εκκλησία. (πρβλ. ΣτΕ 1731 -1732- 1733/2018).

6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Σε βάρος της προσφεύγουσας εκδόθηκε βάσει της 502193 δήλωσης ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) που υπέβαλε, με την οποία δήλωσε τα ακίνητα που κατείχε την 1.1.2017, η από 27.8.2017 (με αριθ. ειδοποίησης 2193 και αριθ. χρηματικού καταλόγου 1/1981-1104) πράξη διοικητικού προσδιορισμού ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α) του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Δ΄ Αθηνών, για το έτος 2017, με την οποία κλήθηκε να καταβάλει κύριο και συμπληρωματικό φόρο, συνολικού ύψους *** ευρώ. Κατά της πράξης αυτής η προσφεύγουσα άσκησε την 38163/26.9.2017 ενδικοφανή προσφυγή του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας). Η εν λόγω προσφυγή απορρίφθηκε με την 856/21.1.2018 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), κατά της οποίας ασκήθηκε, στις 15.2.2018, ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών η κρινόμενη προσφυγή, με την οποία καθώς και με το από 8.3.2019 υπόμνημα που κατατέθηκε, η προσφεύγουσα ζητά την ακύρωση αυτής, για τους λόγους που προβάλλει. Εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο με την έκθεση των απόψεων του Προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Νομικών Θεμάτων της ΑΑΔΕ ζητά την απόρριψη της προσφυγής ως αβάσιμης. 

7. Επειδή, η προσφεύγουσα, ειδικότερα, υποστηρίζει ότι από 13.10.1988, που δημοσιεύτηκε ο ν. 1811/1988 (ΦΕΚ Α' 231/13.10.1988) καθώς και με το άρθρο 3 παρ. 2 της από 11.5.1988 Σύμβασης της Εκκλησίας και του Δημοσίου, που κυρώθηκε µε το άρθρο πρώτο του ιδίου νόμου, κατέστη οιονεί καθολικός διάδοχος του Ο.Δ.Ε.Π. («Οργανισμός Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας») ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις διοίκησης και διαχείρισης των ακινήτων των Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος που είχαν περιέλθει σε αυτόν (Ο.Δ.Ε.Π.) κατά διοίκηση και διαχείριση, δυνάμει προεδρικών διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί σε εκτέλεση του άρθρου 8 του ν. 4684/1930 (ΦΕΚ Α' 150), µε τα οποία προσδιορίστηκε και διαχωρίστηκε η περιουσία κάθε υφιστάμενης τότε Ιεράς Μονής, (βλ. σχετ. πίνακες που περιλαμβάνονται στα οικεία ΦΕΚ) σε «διατηρούμενη» (που είναι απαραίτητη για τη διαβίωση των μοναχών κάθε Μονής) και «ρευστοποιητέα», η οποία από τη δημοσίευση κάθε διατάγματος διαχωρισμού της περιουσίας κάθε Μονής είχε περιέλθει στον Ο.Δ.Ε.Π. Κατά συνέπεια, η Εκκλησία της Ελλάδος βαρύνεται µε την υποχρέωση καταβολής του ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα ακίνητα των εν λόγω Ιερών Μονών και συγκεκριμένα, των Ζωοδόχου Πηγής Άνδρου, Ασωμάτων Πετράκη, Πεντέλης (Μετόχι Κλειστών), Θεοτόκου Πεντέλης, Αγίας Λαύρας, Πλατυτέρας Κερκύρας, Αγίου Διονυσίου Στροφάδων, Μεταμορφώσεως Σωτήρος Φλαμουρίου – Σουρβιάς, Προφήτου Ηλίου, Πεφανερωµένης, Ευαγγελισμού Σκιάθου, Δημιόβης Μεσσηνίας, Δηµιόβης και μετοχίου Βελανιδιάς και Βουλκάνου, που ορίστηκαν ως ρευστοποιητέα περιουσία τους, τα οποία και περιλαμβάνονται (οικόπεδα- κτίσματα και γήπεδα) στη δήλωση Ε9 του έτους 2017 που υπέβαλε, όπως αναλυτικά αναφέρονται στο δικόγραφο της προσφυγής με την παράθεση των αριθμών ταυτότητας αυτών, στα οποία αναλογεί, κατά τους υπολογισμούς της, κύριος φόρος *** ευρώ. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η παραπάνω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4223/2013, κατά το μέρος που δεν απαλλάσσει από την επιβολή ΕΝ.Φ.Ι.Α όλα τα ακίνητα κυριότητας των Ιερών Μονών που έχει υπό την διοίκηση και διαχείρισή της, δηλαδή και εκείνα τα οποία δεν ιδιοχρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση του λατρευτικού, θρησκευτικού και κοινωφελούς έργου της, όπως αντιθέτως προβλέπει για τα ακίνητα των Ιερών Μονών του Αγίου ΄Όρους, τα οποία απαλλάσσει του φόρου ακόμη και αν ευρίσκονται εκτός του αυτοδιοίκητου εδάφους του Αγίου Όρους και δεν ιδιοχρησιμοποιούνται για τα πιο πάνω έργα, αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας, ενώ αντιβαίνει και στις ευρωπαϊκές αρχές της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 9 ΕΣΔΑ) και της προστασίας της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ), σε συνδυασμό µε την αρχή της μη διάκρισης (άρθρο 14 ΕΣΔΑ). Ειδικότερα, η προσφεύγουσα, χωρίς να αμφισβητεί ότι η απαλλαγή των ακινήτων των αγιορειτικών μονών, στην έκταση που καθιερώνεται, είναι γενικά σύμφωνη με το Σύνταγμα, ισχυρίζεται, ότι η εν λόγω απαλλαγή συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος των λοιπών Ιερών Μονών της χώρας, χωρίς να ασκεί, κατά την άποψή της, εν προκειμένω, ως προς τη φοροδοτική τους ικανότητα, επιρροή το γεγονός ότι αυτές δεν υπάγονται πνευματικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο όπως οι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους (άρθρο 105 παρ. 1 εδαφ. 2 Συντάγματος), αλλά στον οικείο Μητροπολίτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (άρθρο 39 παρ. 6 του ν. 590/1977), καθώς, όπως υποστηρίζει, πρόκειται για μοναστηριακά ακίνητα που τελούν σε όμοιες συνθήκες, δηλαδή βρίσκονται εκτός Αγίου Όρους αλλά εντός της ελληνικής επικράτειας και επομένως, πρέπει να ισχύσει και γι’ αυτές για λόγους ισότιμης φορολογικής μεταχείρισης μεταξύ νομικών προσώπων της ίδιας κατηγορίας (εκκλησιαστικών – θρησκευτικών) και ίσης προστασίας της περιουσίας τους. Τούτο δε ενόψει του ότι, όπως προβάλλεται, η επίμαχη απαλλαγή δεν έχει χορηγηθεί υπέρ των Μονών του Αγίου Όρους σε εκτέλεση της ειδικής γι’ αυτές διάταξης της παραγράφου 5 του άρθρου 105 του Συντάγματος, αλλά προκειμένου να διευκολυνθεί η θρησκευτική αποστολή και η κρατική προστασία στα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 13 του Συντάγματος που κατοχυρώνουν τη θρησκευτική ελευθερία και, κυρίως, τα άρθρα 9 και 11 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν, αντίστοιχα, το δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας και το δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν, διότι, ανεξάρτητα από το ζήτημα της συνταγματικότητας της επίμαχης ρύθμισης -η οποία, άλλωστε, κατά τα αναφερόμενα και στην εισηγητική έκθεση του νόμου, δικαιολογείται από το ιδιαίτερο συνταγματικό καθεστώς των Μονών του Αγίου Όρους- εφόσον ο γενικός κανόνας που τίθεται από τον νομοθέτη είναι ότι στον ένδικο φόρο υπόκεινται τα ακίνητα όλων των Ιερών Μονών της χώρας, τα οποία δεν ιδιοχρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση του λατρευτικού, θρησκευτικού και κοινωφελούς έργου τους, με μοναδική εξαίρεση αυτή των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, ενδεχόμενη αντισυνταγματικότητα της τελευταίας αυτής εξαιρετικής φορολογικής ρύθμισης δεν θα μπορούσε πάντως κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας να επεκταθεί και στις προαναφερόμενες Ιερές Μονές των οποίων την ακίνητη περιουσία διοικεί και διαχειρίζεται η Εκκλησία της Ελλάδος, ούτε σε άλλες γενικές ή ειδικές κατηγορίες θρησκευτικών καθιδρυμάτων, τα οποία ούτε κατά το γράμμα ούτε κατά το πνεύμα της διέπει η ρύθμιση αυτή (πρβλ. ΣτΕ 2318/2018 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 2837/2015, 409/2012 1580/2010 Ολομ. 13323/2000 Ολομ.), διότι και υπό την εκδοχή ότι συντρέχει αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων, τούτο θα είχε ως μόνη συνέπεια ότι η θεσπιζόμενη εξαίρεση υπέρ των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους είναι ανίσχυρη, χωρίς όμως να θίγεται το κύρος του κανόνα στον οποίο εμπίπτει η προσφεύγουσα (πρβλ. 4801/2012 επτ. 4027/1998 Ολομ.), ενόψει μάλιστα και της πάγιας νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία διατάξεις που θεσπίζουν φορολογικές απαλλαγές, όπως η επίμαχη διάταξη της περ. στ (β) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4223/2013 είναι στενά ερμηνευτέες και δεν επιδέχονται ανάλογης ερμηνείας ή επεκτατικής εφαρμογής (πρβλ. ΣτΕ 3466/2012, 2993/2001, 3989/1995 επταμ., κ.α.). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, δεν στοιχειοθετείται άνιση και δυσμενής διάκριση σε βάρος των εν λόγω Ιερών Μονών των οποίων την ακίνητη περιουσία διοικεί και διαχειρίζεται η Εκκλησία της Ελλάδος σε σχέση με τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους, δεδομένου ότι οι τελευταίες τελούν υπό διαφορετικό συνταγματικό καθεστώς στο οποίο ρητώς αναφέρεται η επίμαχη διάταξη και διέπονται από ιδιαίτερη νομοθεσία, τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους (ν.δ/γμα της 16ης Σεπτεμβρίου 1926, Α΄ 309). Τέλος, αβάσιμα προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ισότητας κατ’ επίκληση των παραπάνω διατάξεων της Ε.Σ.Δ.Α., αφενός μεν διότι η επίμαχη απαλλαγή στηρίζεται στο ειδικό για τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους προστατευτικό καθεστώς του άρθρου 105 του Συντάγματος, στο οποίο ρητώς αναφέρεται τόσο η εισάγουσα την εξαίρεση επίμαχη διάταξη όσο και η επ’ αυτής εισηγητική έκθεση του ν. 4223/2013 και, αφετέρου, διότι οι ελευθερίες που κατοχυρώνονται από τα ανωτέρω άρθρα 9 και 11 της Ε.Σ.Δ.Α. δεν συνεπάγονται την απαλλαγή οποιουδήποτε από τις γενικές υποχρεώσεις του προς το Κράτος (πρβλ. ΣτΕ 2837/2015), ενώ και τα ακίνητα που αφορά η φορολογική εξαίρεση της οποίας ζητείται η επέκταση δεν αφορούν τα αντικείμενα που προορίζονται για τη λατρεία του Θεού και, κατά συνέπεια, δεν τίθεται ζήτημα παρέμβασης στην άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της θρησκείας (πρβλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 9-12-1994 Ιερές Μονές κατά Ελληνικού Δημοσίου, σκ. 87).

8. Επειδή, ακολούθως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι με το ν.δ. 2185/1952 «Περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως κτημάτων προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων» (ΦΕΚ Α 217/15.8.1952) - που εκδόθηκε σε εκτέλεση του άρθρου 104 του Συντάγματος 1952, το οποίο, κατά παρέκκλιση της γενικής περί προστασίας της ιδιοκτησίας διάταξης του άρθρου 17 του ιδίου Συντάγματος, επέτρεψε για μία τριετία από την έναρξη ισχύος του την αναγκαστική απαλλοτρίωση ορισμένων κατηγοριών αγροτικών κτημάτων - προβλέφθηκε ότι με σύμβαση που θα καταρτιστεί ανάμεσα στο Ελληνικό Δημόσιο και τον Οργανισμό Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας, η οποία θα κυρωθεί με βασιλικό διάταγμα, θα παραχωρηθούν προς το Δημόσιο εκτάσεις (καλλιεργούμενες, καλλιεργήσιμες δασώδεις και κτηνοτροφικές), που ανήκουν στην Εκκλησιαστική περιουσία προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και μικρών κτηνοτρόφων (άρθρο 36) έναντι ανταλλάγματος ίσου με το 1/3 της αξίας των παραχωρούμενων ακινήτων της. Για την εξόφληση ενός μέρους του συνολικού τιμήματος ορίστηκε η παραχώρηση κατά πλήρη κυριότητα (άρθρο 37) στην Εκκλησία της Ελλάδος αστικών ακινήτων του Δημοσίου, που θα καθοριστούν ειδικότερα με τη σύμβαση. Στη συνέχεια, με το από 26.9/8.10.1952 β.δ. κυρώθηκε η από 18.9.1952 σύμβαση ανάμεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος και στο Δημόσιο, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α 289/1952 μαζί με τους αναλυτικούς πίνακες, μεταξύ άλλων, των παραχωρουμένων προς την Εκκλησία 164 αστικών ακινήτων του Δημοσίου (Πίνακας Δος). Ενόψει, δε, περαιτέρω, του γεγονότος ότι αρκετά από τα αναγραφόμενα στον Πίνακα Δ' της Σύμβασης 164 αστικά ακίνητα του Δημοσίου, που επρόκειτο να λάβει η Εκκλησία της Ελλάδος ως αποζημίωση αποδείχθηκε ότι δεν ανήκαν σ΄ αυτό ή δεν ήταν οικοδομήσιμα, έγιναν τροποποιητικές συμβάσεις μεταξύ της Εκκλησίας και του Δημοσίου και συγκεκριμένα οι από 30.6.1956, 13.8.1958, 4.10.1967 και 27.12.1968, που κυρώθηκαν αντίστοιχα με τα από 1.8.1956 β.δ. (ΦΕΚ Α' 228/9.10.1956), 24.9.1958 β.δ. (ΦΕΚ Α' 172/20.10.1958), 4.11.1967 β.δ. (ΦΕΚ Α' 198/11.11.1967) και το 524/21.7.1969 β.δ. (ΦΕΚ Α' 161/18.8.1969), με τις οποίες δόθηκαν άλλα ακίνητα ως αποζημίωση σε είδος στην Εκκλησία της Ελλάδος. Κατά συνέπεια, υποστηρίζει ότι η πιο πάνω αναγκαστική σύμβαση εξαγοράς της 18.9.1952, που συνάφθηκε δυνάμει νομοθετημένης υποχρέωσης της Εκκλησίας της Ελλάδος (άρθρα 36-37 του Ν.Δ. 2185/1952) σε εκτέλεση του άρθρου 104 του Συντάγματος 1952 μαζί µε τις τροποποιητικές της συμβάσεις αποτελούν µία ex lege ειδική μορφή αναγκαστικής εκποίησης - απαλλοτρίωσης μοναστηριακών ακινήτων και ως εκ τούτου, ισχυρίζεται ότι τα αστικά ακίνητα, τα οποία της δόθηκαν ως μειωμένη αποζημίωση «σε είδος» (μερική αποζημίωση του 1/3 της αξίας των κτημάτων που παραχώρησε στο Δημόσιο) πρέπει να τύχουν της προστασίας του άρθρου 17 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος σύμφωνα με την οποία «4...Η αποζημίωση δεν υπόκειται ως αποζημίωση σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος.». Επομένως, για το λόγο αυτό, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν υπάγονται σε ΕΝ.Φ.Ι.Α. 278 ακίνητα της δήλωσης Ε9, που υπέβαλε για το έτος 2017, όπως αναλυτικά αναφέρονται στο δικόγραφο της προσφυγής με την παράθεση των αριθμών ταυτότητας αυτών, στα οποία αναλογεί, κατά τους υπολογισμούς της, κύριος φόρος *** ευρώ και προέρχονται από τις προαναφερόμενες συμβάσεις. Όμως, εφόσον η επικαλούμενη από την προσφεύγουσα «απαλλοτρίωση» των ακινήτων αυτής συντελέστηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 2185/1952 σε εκτέλεση του άρθρου 104 του Συντάγματος 1952, με την δημοσίευση στο ΦΕΚ του 26.9/8.10.1952 β.δ/ματος, με το οποίο κυρώθηκε η από 18.9.1952 σύμβαση ανάμεσα στην ίδια και στο Δημόσιο, δηλαδή υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1952, το οποίο στο άρθρο 17 περί προστασίας της ιδιοκτησίας δεν προέβλεπε διάταξη ανάλογη με εκείνη της παρ. 4 του αντίστοιχου άρθρου 17 του ισχύοντος Συντάγματος, ανεξαρτήτως άλλου, η τελευταία αυτή διάταξη δεν μπορεί για τον παραπάνω λόγο να τύχει, εν προκειμένω, εφαρμογής (πρβλ. ΑΠ 35/2007 Ολομ.), ενόψει δε περαιτέρω και των όσων έχουν προεκτεθεί στη πέμπτη σκέψη της παρούσας, ο παραπάνω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

9. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση ορίζει ότι: «1. Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους είσπραξής τους κατ’ εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως, εφ’ όσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών. Ως εκ τούτου, επιβολή φορολογικής υποχρέωσης που συνιστά υπερβολικό βάρος για τα πρόσωπα που βαρύνονται με αυτήν ή κλονίζει ριζικά την οικονομική τους κατάσταση αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (βλ ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985, Svenska κατά Σουηδίας, αριθμ. 11036/84, απόφαση της 14.12.1988, Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995, Ricardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ.15117/89). Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η υποχρέωση που γεννάται από την επιβολή του ένδικου φόρου σε βάρος της Εκκλησίας της Ελλάδος αφενός για τα ακίνητα των παραπάνω Ιερών Μονών αφετέρου για τα αστικά ακίνητα που έλαβε ως αντάλλαγμα βάσει των διατάξεων του ν. 2185/1952 για την εξαγορά εκτάσεων που της ανήκαν, ενόψει μάλιστα και του, κατά τα προβαλλόμενα, ύψους αυτών (*** και *** ευρώ), δεν οδηγεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, στη δημιουργία υπέρμετρου βάρους, ικανού να κλονίσει τη μεγάλη περιουσιακή κατάσταση της προσφεύγουσας ή να εξαντλήσει την αξία των ακινήτων επί της πραγματικής κατάστασης των οποίων επιβάλλεται, ώστε να αναιρείται κατά τρόπο προφανή η σχέση αναλογικότητας που επιβάλλεται να υπάρχει, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη ανάμεσα στους επιδιωκόμενους με την προσβαλλόμενη ρύθμιση σκοπούς και το επιβαλλόμενο με αυτήν βάρος (πρβλ. ΣτΕ1972/2012 Ολομ., 2564/2015 Ολομ., 3564/2015). Επομένως, ο αντίθετος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. 

10. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, εφόσον δεν προβάλλεται άλλη αμφισβήτηση, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί, ενώ, κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων, το προσφεύγον ν.π.δ.δ. πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Διοικ.Δ.).

 ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την προσφυγή.
Απαλλάσσει την Εκκλησία της Ελλάδος από τα δικαστικά έξοδα.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2019 και δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 18 Απριλίου 2019. 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΪΤΖΗ ΕΛΕΑΝΑ ΛΕΟΝΤΑΡΗ
 

 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 ΕΥΤΥΧΙΑ ΣΙΔΕΡΗ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.