ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
Άρειος Πάγος 6/2020
Αριθμός Απόφασης : 6
'Ετος : 2020
Δικαστήριο : Άρειος Πάγος


Αριθμός 6/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Αναστασία Περιστεράκη, Λάμπρο Καρέλο, Ανθή Γκάμαρη-Εισηγήτρια και Ζαμπέτα Στράτα, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 18η Σεπτεμβρίου 2019 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την ***, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ 

Του αναιρεσίβλητου: Του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία " Ιερά Μονή***", που εδρεύει στο ***, νομίμως εκπροσωπούμενο, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ***, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. .

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-9-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 122/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 167/2017 του τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 15-12-2017 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη από 15-12-2017 αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η 167/2017 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με αυτήν έγινε δεκτή έως κατ' ουσίαν βάσιμη, η στρεφόμενη κατά του αναιρεσείοντος αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου (δάσους 13.852 στρεμμάτων) της αναιρεσίβλητης ως προς α) την προστεθείσα με δικόγραφο κλήσης επικουρική βάση της, με νόμιμο τίτλο κτήσης κυριότητας στηριζόμενο στο διαχωριστικό διάταγμα του έτους 1933 που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 4684/1930, όπως περαιτέρω τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε και β) την επίσης επικουρική βάση της με νόμιμο τίτλο κτήσης κυριότητας το από 26-9-1952 βασιλικό διάταγμα που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του νδ 2185/1952 που κύρωσε την από 18-9-1952 σύμβαση μεταξύ εκκλησίας της Ελλάδας και του δημοσίου και τους εμπεριεχόμενους σ' αυτήν πίνακες, αφού δέχθηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμη (ως προς τις εν λόγω βάσεις που ενδιαφέρουν) την έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της εκκληθείσας πρωτοβάθμιας απόφασης που είχε απορρίψει τις βάσεις αυτές ως απαράδεκτη και μη νόμιμη αντίστοιχα, και εξαφάνισε την τελευταία. Τίτλους εκ του νόμου για τα κτήματα των Ιερών Μονών αποτελούν και τα Διαχωριστικά Διατάγματα της μοναστηριακής περιουσίας, που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 4684/1930, όπως τροποποιήθηκε με τους ν. 5141/1931, 5256/1931 και κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. της 14/22-4-1931 και χωρίς να απαιτείται μεταγραφή των εν λόγω Διαχωριστικών Διαταγμάτων, διότι αυτά αποκτούν με τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την απαιτούμενη από τις διατάξεις της μεταγραφής δημοσιότητα. Ειδικότερα, τα διαχωριστικά αυτά διατάγματα συνιστούν ex lege τίτλο κυριότητας υπέρ της αναφερόμενης σ' αυτά Μονής, μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, διότι η διαπίστωση της κυριότητας επί της Μονής έγινε αυθεντικά από τον ίδιο το νομοθέτη. Γι' αυτό ισχύουν erga omnes και όχι μόνο απέναντι του Ελληνικού Δημοσίου, δεν αφορούν δε σύμβαση μεταξύ της Εκκλησίας και του Δημοσίου. Έτσι, κατ' εξουσιοδότηση του νομοθέτη κατ' αρχή καταγράφηκε η ανήκουσα σε κάθε Ιερά Μονή ακίνητη περιουσία και στη συνέχεια έγινε ο διαχωρισμός, που αναγκαστικά προϋπέθετε τον προσδιορισμό της ανήκουσας σε κάθε Μονή περιουσίας, δεδομένου ότι η Πολιτεία με τη νομοθετική αυθεντία της διαπίστωσε την προϋπάρχουσα κυριότητα κάθε Μονής, που είχε αποκτηθεί στο παρελθόν (ΑΠ 8/2019ΑΠ 473/2015,ΑΠ 1338/2010. Εξάλλου, το άρθρο 51 παρ. 7 του ν. 4301/2014 ορίζει 7. " Τα εκδοθέντα κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 4684/1930 (ΑΊ 50), όπως κωδικοποιήθηκε με το προεδρικό διάταγμα της 14/22-4-1931 (Α'328) διαχωριστικά διατάγματα και οι Πίνακες Α-Ε της Σύμβασης της 18-9-1952 (βασιλικό διάταγμα της 26-9-1952,Α"189), όπως τροποποιήθηκε με την από 27-12-1968 Σύμβαση (ΑΊ61) συνιστούν νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας και αποτελούν πλήρη απόδειξη των εμπραγμάτων δικαιωμάτων των Ιερών Μονών και του Δημοσίου έναντι παντός τρίτου, χωρίς να απαιτείται η μεταγραφή τους στα οικεία βιβλία μεταγραφών ή καταχώριση στα κτηματολογικά βιβλία". Περαιτέρω, για να είναι ορισμένος ο από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, με τον οποίον αποδίδεται στο δικαστήριο ουσίας παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 118 αρ.4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ιδίου Κώδικα, πρέπει να καθορίζονται , μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε, το αποδιδόμενο νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, και εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση η ελάσσων πρόταση του νομικού του συλλογισμού, δηλαδή( τα πραγματικά γεγονότα (με πληρότητα και όχι επιλεκτικά και αποσπασματικά) που αυτό δέχθηκε υπό τα οποία και συντελέσθηκε η προσβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 28/1998, ΟλΑΠ 32/1996). Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο δεχόμενο την επικουρική βάση της αγωγής (υπό στοιχείο α), στηριζόμενη στο διαχωριστικό διάταγμα του έτους 1933, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη} ήτοι του άρθρου 51 παρ. 7 του Ν. 4301/2014, του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 4684/1930 όπως τροποποιήθηκε με τους ν. 5141/1931,5256/1931 και κωδικοποιήθηκε με το Π/Δ της 14/22-4-1931, λόγω του χαρακτήρα του επίδικου ως δάσους και λόγω του ότι τούτο τελούσε από ετών σε επιδικία που συνεχίζεται και εξαιρείται έτσι από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, καθώς επίσης εσφαλμένα έλαβε υπόψη για τα άνω θέματα γνωμοδότηση των αναφερόμενων καθηγητών ως προς την ερμηνεία των διατάξεων αυτών. Ο λόγος αυτός είναι, προεχόντως, απαράδεκτος ως αόριστος, καθόσον, εκτός από την ανάλυση των παραπάνω διατάξεων με την αποδιδόμενη, κατά το αναιρεσίβλητο, ερμηνεία αυτών, ουδόλως διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης υπό τις οποίες συντελέστηκε η παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Στην περίπτωση που το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες και με τους λόγους της αναίρεσης πλήττεται η μια μόνον από αυτές, οι πιο πάνω λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, αφού οι μη πληττόμενες αιτιολογίες στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που με τους λόγους αναίρεσης πλήττονται όλες οι αιτιολογίες, αλλά η προσβολή της μιας από αυτές δεν τελεσφορεί (Ολ ΑΠ 25/2003).Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο δεχόμενο την επικουρική βάση της αγωγής (υπό στοιχείο β), με νόμιμο τίτλο κυριότητας το από 26-9-1952 β..δια/μα που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του νδ 2185/1952 που κύρωσε την από 18-9-1952 σύμβαση μεταξύ εκκλησίας της Ελλάδας και του Δημοσίου και τους εμπεριεχόμενους σ' αυτήν πίνακες, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εν λόγω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων λόγω του χαρακτήρα του επίδικου ως δάσους και λόγω του ότι τούτο τελούσε από ετών σε επιδικία που συνεχίζεται και εξαιρείται έτσι από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως αλυσιτελής, αφού, η πιο πάνω επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης περί του ότι η αναιρεσίβλητη κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου με βάση το διαχωριστικό διάταγμα τού έτους 1933, που θεμελιώνει την προστεθείσα με δικόγραφο κλήσης επικουρική βάση της αγωγής, δεν πλήττεται επιτυχώς με λόγο αναίρεσης και στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αναιρεσείον, ως ηττηθείς διάδικος, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το σχετικό αίτημά της (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένη κατά τα άρθρα 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 Εισ.Ν.Κ.ΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987 και 2 της ΥΑ 134423/1992 (Οικονομικών και Δικαιοσύνης).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει την από 15-12-2017 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 167/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Νοεμβρίου 2019.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Ιανουαρίου 2020. 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.