ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΣτΕ 944/2020
Αριθμός Απόφασης : 944
'Ετος : 2020
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολομέλεια)


Αριθμός 944/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2020, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Πρόεδρος, Σπ. Χρυσικοπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Ε. Νίκα, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μ.-Ελ. Κωνσταντινίδου, Μ. Γκορτζολίδου, Σπ. Μαρκάτης, Α. Καλογεροπούλου, Ο. Ζύγουρα, Θ. Αραβάνης, Π. Μπραΐμη, Σ. Βιτάλη, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Χρ. Ντουχάνης, Β. Πλαπούτα, Ι. Σύμπλης, Κ. Κονιδιτσιώτου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Ι. Σπερελάκης, Χρ. Σιταρά, Αγ. Σδράκα, Χρ. Λιάκουρας, Ιφ. Αργυράκη, Ν. Σκαρβέλης, Β. Ανδρουλάκης, Στ. Κτιστάκη, Ε. Σκούρα, Σύμβουλοι, Μ.-Α. Τσακάλη, Δ. Τομαράς, Γ. Φλίγγου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Χρ. Σιταρά και Αγ. Σδράκα καθώς και ο Πάρεδρος Δ. Τομαράς, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

Για να δικάσει την από 2 Δεκεμβρίου 2019 αίτηση:

των: 1. Σωματείου με την επωνυμία «Πανελλήνιος Ορθόδοξος Ένωσις, Π.Ο.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (***), 2. ***, κατοίκου *** Αττικής (.) και 3. ***, κατοίκου *** (.), οι οποίοι παρέστησαν με τη δικηγόρο *** (Α.Μ. ***), που την διόρισαν με πληρεξούσιο,

κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος, που εδρεύει στην Αθήνα (Ιωάννου Γενναδίου 14), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Θεόδωρο Παπαγεωργίου (Α.Μ. 24288), που τον διόρισε με απόφασή της η Ιερά Σύνοδος.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 11ης Δεκεμβρίου 2019 πράξης της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. α΄ και γ΄, 20 και 21 του π.δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί, άλλως να αναγνωρισθεί το ανυπόστατο της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που ελήφθη στην από 12.10.2019 έκτακτη συνεδρίασή της, περί αναγνωρίσεως ως Κανονικής της χορηγήσεως Αυτοκεφάλου Εκκλησιαστικού Καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας και κάθε άλλη σχετική πράξη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Β. Ανδρουλάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία των αιτούντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της καθ' ης Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη εξ αποστάσεως, με τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων,  κ α ι


Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο

1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (Κωδικός Πληρωμής Ηλεκτρονικού Παραβόλου 310903833950 0131 0093/2-12-2019), ζητείται η ακύρωση, άλλως η αναγνώριση του ανυπόστατου, της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που ελήφθη στην από 12-10-2019 έκτακτη συνεδρίασή της, με την οποία, κατ’ αποδοχήν της από 28-8-2019 αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, αναγνωρίσθηκε «… το κανονικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την παραχώρηση του Αυτοκεφάλου, καθώς και το προνόμιο του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος να χειρισθεί περαιτέρω το ζήτημα της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας της Ουκρανίας …». Περαιτέρω, ζητείται η ακύρωση κάθε συναφούς πράξεως, ως τέτοια δε κατονομάζεται στο δικόγραφο της ένδικης αιτήσεως το 4751/21-10-2019 Ειρηνικό Γράμμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος προς τον αναγνωρισθέντα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας, κ. Επιφάνιο.

2. Επειδή, στο άρθρο 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας … υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού∙ τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ΄ (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928. 2. …». Εξ άλλου, στο άρθρο 13 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. H ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. ... 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. ...». Περαιτέρω, στον κατά τα ανωτέρω μνημονευόμενο στο Σύνταγμα από 29-6-1850 Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, με τον οποίο ανακηρύχθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως αυτοκέφαλη η Εκκλησία της Ελλάδος ορίζεται ότι: «Ίνα δε η κανονική ενότης πρός τε την εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλην Εκκλησίαν και προς τας λοιπάς Ορθοδόξους του Χριστού Εκκλησίας διατηρήται κατά τους θείους και ιερούς κανόνας και τα πατροπαράδοτα έθιμα της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, οφείλει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος μνημονεύειν εν τοις ιεροίς Διπτύχοις τού τε κατά καιρόν Οικουμενικού Πατριάρχου και των λοιπών τριών Πατριαρχών κατά τάξιν, καθώς και πάσης Επισκοπής Ορθοδόξων... Κατά δε τας κανονικάς και πατροπαραδότους διατυπώσεις, ο Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου αναγορευόμενος οφείλει επιστέλλειν τα αναγκαία συνοδικά γράμματα πρός τε τον Οικουμενικόν και προς τους λοιπούς Πατριάρχας, καθώς και ούτοι αναγορευόμενοι το αυτό ποιήσουσιν». Τέλος, στην παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 590/1977 (Α΄ 146) ορίζεται ότι: «Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, αι ενορίαι …, είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου».

3. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί (πρβ. Σ.τ.Ε. 2518/2018 επταμ., 1999/2018 επταμ., σκ. 12, 2576/2017, 510/2015 επταμ., 4595/2014, 3003/2014 Ολομ., 34/2009, 736/2005 επταμ., σκ. 14, 2031/2004, 1198/1992 επταμ., 2154/1988 επταμ., 1571/1985 Ολομ., 3619/1982 επταμ., 866/1981 επταμ., 2635/1980 Ολομ., 1548/1974 Ολομ., 1456/1961 Ολομ., 297/1942 Ολομ., 491/1940 Ολομ., 936/1938 Ολομ.), η Εκκλησία της Ελλάδος άλλοτε μεν ενεργεί δια των οργάνων της, όπως είναι η Ιερά Σύνοδος, εκδίδουσα εκτελεστές διοικητικές πράξεις, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α´ 8), υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενώ άλλοτε ενεργεί, δια των αυτών οργάνων της, ως καθαρώς πνευματικός οργανισμός, εφαρμόζοντας κανόνες του κανονικού και όχι του πολιτειακού δικαίου, των πράξεών της αναγομένων, στην περίπτωση αυτή, στην εσωτερική ζωή αυτής και ένεκα τούτου μη υποκειμένων στον ακυρωτικό έλεγχο.

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, με την 1119 από 24-12-2018 επιστολή του (αρ. πρωτ. της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος 5929/31-12-2018) ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης, κ. Βαρθολομαίος γνωστοποίησε στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ. Ιερώνυμο την απόφαση αυτού και της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως περί ανακηρύξεως, με Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, της Εκκλησίας της Ουκρανίας ως αυτοκέφαλης και αυτοδιοίκητης, κατόπιν αιτημάτων των αποκατασταθέντων ιεραρχών αυτής και της ουκρανικής πολιτείας, καθώς και ότι ο Προκαθήμενος της ως άνω Εκκλησίας, Μητροπολίτης κ. Επιφάνιος, ο οποίος αναδείχθηκε από τη συγκληθείσα εκτάκτως, στις 15-12-2018, στο Κίεβο Κληρικολαϊκή Σύνοδο, αναγνωρίζεται ως ο «Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας». Με την αυτή επιστολή ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι η Εκκλησία της Ελλάδος «γνωρίζουσα επαρκώς την διαχρονικώς εξ Ουκρανίας εκπεφρασμένην βούλησιν, άμα δε και την αποκλειστικήν ευθύνην και προνομίαν της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως προς θεραπείαν πάντων των εκκλησιαστικών ζητημάτων υπερορίως, θα συνταυτισθή προς τα διαγενόμενα και ότι εν τοις εφ’ εξής και παρ’ Αυτή και παρά τω Ορθοδόξω ποιμνίω Υμών θα επιγιγνώσκηται Αυτοκέφαλος και εσωτερικώς αυτοδιοίκητος η Αγιωτάτη Ορθόδοξος Εκκλησία της Ουκρανίας, του ονόματος εν τοις Ιεροίς Διπτύχοις αμέσως μετά το όνομα του Μακαριωτάτου Προκαθημένου Τσεχίας και Σλοβακίας. ...». Ακολούθως, με τον 8ο Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, ο οποίος υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη στις 6 Ιανουαρίου 2019 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και δώδεκα μέλη της περί Αυτόν Πατριαρχικής Συνόδου (Επίσκοποι Βρυούλων, Ιταλίας και Μελίτης, Γερμανίας, Τρανουπόλεως, Νέας Ιερσέης, Ρόδου, Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Κορέας, Σιγκαπούρης, Αυστρίας, Σύμης και Σικάγου), χορηγήθηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό καθεστώς και ανακηρύχθηκε αυτή αυτοκέφαλη, ανεξάρτητη και αυτοδιοίκητη, με τον ίδιο δε Τόμο καθορίσθηκαν, ειδικότερα, οι όροι της κατά τα άνω χορηγήσεως. Με την 952/414/5-3-2019 εντολή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών παραπέμφθηκε στις Συνοδικές Επιτροπές της Εκκλησίας επί των Δογματικών και Νομοκανονικών και επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών ζητημάτων η από κοινού μελέτη του θέματος της αναγνωρίσεως του αυτοκεφάλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, προκειμένου αυτές να εισηγηθούν σχετικώς περί αυτού στην Ιερά Σύνοδο. Οι Επιτροπές κατέληξαν στο Ν.Κ. 389/30-5-2019 κοινό πόρισμα, με το οποίο «θεωρήσαντες το θέμα της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας εξ επόψεως κανονικής ου μην αλλά και νομικής ...» εισηγήθηκαν «ότι ουδέν το κωλύον την αναγνώρισιν του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ουκρανίας και την απόλυτον εναρμόνισιν και συμπόρευσιν της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου». Στο πόρισμα αυτό οι ανωτέρω Συνοδικές Επιτροπές κατέληξαν, αφού δέχθηκαν, μεταξύ άλλων, ότι: «το Οικουμενικόν Πατριαρχείον έχει το κανονικόν προνόμιον αυτό μόνον να ανακηρύσσει το αυτοκέφαλον των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών …». Το κοινό αυτό πόρισμα, καθώς και το υπογραφόμενο από τον Μητροπολίτη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου Δαμασκηνό, «Εισηγητικό σημείωμα για το ουκρανικό ζήτημα» αναγνώσθηκαν, κατά τη συνεδρίαση της 28-8-2019 της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κατά την εν λόγω συνεδρίαση έγινε εκτενής συζήτηση μεταξύ των μελών, ύστερα από την οποία η Δ.Ι.Σ. αναγνώρισε «Το κανονικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχου για την παραχώρηση του Αυτοκεφάλου, καθώς και το προνόμιο του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος να χειρισθεί περαιτέρω το ζήτημα της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας της Ουκρανίας», του προνομίου συνιστάμενου στην εγγραφή στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος του προκαθημένου της νέας αυτοκέφαλης Εκκλησίας και την αποστολή προς αυτόν εκ μέρους του προκαθημένου της Ελληνικής Εκκλησίας του λεγομένου Ειρηνικού Γράμματος, με το οποίο ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών απευθύνει στον Μητροπολίτη Κιέβου τα συγχαρητήρια της Ελληνικής Εκκλησίας για την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας και την ανάληψη των καθηκόντων του. Ακολούθως, με την 4525/2112/7-10-2019 Πράξη του Προέδρου της Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αρχιεπισκόπου Αθηνών προσκλήθηκαν, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 του ν. 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α´ 146), οι Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος σε έκτακτη συνέλευση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, στις 12-10-2019, με πέμπτο θέμα της ημερήσιας διάταξης: «Εισήγησις του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμου με θέμα: Ενημέρωσις περί του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ουκρανίας» και 6ο: «Συζήτησις επί της ως άνω Εισηγήσεως». Μετά τον διάλογο και τις τοποθετήσεις των Ιεραρχών επί του ζητήματος, ορισμένοι εκ των οποίων εξέφρασαν τον προβληματισμό τους για τη σκοπιμότητα της αναγνωρίσεως από την Ιερά Σύνοδο της χορηγήσεως του αυτοκέφαλου καθεστώτος στην Ουκρανική Εκκλησία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και των συνεπειών που αυτή θα δημιουργούσε, «… η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποδέχεται την απόφαση της παρελθούσης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου [εννοεί της 28ης-8-2019] και την εισήγηση του Προέδρου Αυτής Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών ..., ήτοι αναγνωρίζει το "κανονικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την παραχώρηση του Αυτοκεφάλου, καθώς και το προνόμιο του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος να χειρισθεί περαιτέρω το ζήτημα της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας της Ουκρανίας" ...», ενώ επτά κατονομαζόμενοι Μητροπολίτες ζήτησαν την αναβολή λήψεως σχετικής αποφάσεως. Τέλος, επακολούθησε το 4751/2219 από 21-10-2019 Ειρηνικό Γράμμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών προς τον Μητροπολίτη Κιέβου, κ. Επιφάνιο, με αποτέλεσμα την έναρξη της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των δύο Ορθόδοξων Εκκλησιών της Ουκρανίας και της Ελλάδας, με αμοιβαία μνημόνευση των προκαθημένων των Εκκλησιών και εγγραφή στα εκκλησιαστικά Δίπτυχα. Με την ένδικη αίτηση ακυρώσεως ζητείται η ακύρωση της από 12-10-2019 πράξεως της Ι.Σ.Ι. καθώς και του από 21-10-2019 Ειρηνικού Γράμματος.

5. Επειδή, η προσβαλλόμενη πράξη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, με την οποία, κατά τα αμέσως ανωτέρω, έγινε αποδεκτή η απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και η εισήγηση του Προέδρου της, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, και αναγνωρίστηκε το, κατά το κανονικό δίκαιο, δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη ως προς την παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος, καθώς και το προνόμιο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών να χειριστεί περαιτέρω το ζήτημα της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας της Ουκρανίας, αφορά εσωτερικό εκκλησιαστικό ζήτημα σχετικό με την διάρθρωση της καθόλου Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και τις διορθόδοξες σχέσεις, δηλαδή τις σχέσεις των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών μεταξύ τους και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται αποκλειστικά από το κανονικό δίκαιο - γραπτό (17ος κανόνας της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου και 38ος της εν Τρούλλω Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου) και εθιμικό - και όχι από πολιτειακούς κανόνες, οι οποίοι ουδέν προβλέπουν επί των ζητημάτων αυτών, δεν συνεπάγεται δε έννομες συνέπειες στην κατάσταση και τις αρμοδιότητες πολιτειακών οργάνων. Με το ως άνω περιεχόμενο, η προσβαλλόμενη πράξη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, καθώς και το θεωρούμενο ως συμπροσβαλλόμενο, από 21-10-2019 Ειρηνικό Γράμμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών προς τον Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κο Επιφάνιο, που αναφέρονται σε ζήτημα το οποίο δεν ρυθμίζεται από το πολιτειακό, αλλά αποκλειστικά από το κανονικό δίκαιο, δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις εκκλησιαστικής αρχής αλλά πράξεις με πνευματικό αμιγώς χαρακτήρα, και συνεπώς απαραδέκτως προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εξ άλλου, ο χαρακτήρας των προσβαλλομένων πράξεων ως μη εκτελεστών διοικητικών πράξεων δεν μεταβάλλεται από τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως, σύμφωνα με τους οποίους, κατά παράβαση των προβλεπομένων στα άρθρα 19 παρ. 1 και 23 παρ. 5 του Κανονισμού 1/1977 «Περί εργασιών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α΄ 275), σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στο άρθρο 15 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45), αφ' ενός μεν κατά την έκτακτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της 12ης-10-2019 δεν διεξήχθη κανενός τύπου ψηφοφορία για την λήψη της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αφ' ετέρου δε τα πρακτικά της ως άνω συνεδριάσεως δεν υπογράφονται από όλους τους μετασχόντες στην συνεδρίαση Ιεράρχες αλλά από μόνο τον πρόεδρο αυτής, Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, και τούτο διότι, ανεξαρτήτως της βασιμότητας του προβαλλομένου λόγου, στην προκειμένη περίπτωση, ο χαρακτήρας της πράξεως ως εκτελεστής ή μη δεν εξαρτάται από τη νομιμότητα της διαδικασίας που τηρήθηκε για την έκδοσή της, δοθέντος κατά το ρυθμιστικό της μέρος, από το οποίο αποκλειστικώς κρίνεται η εκτελεστότητά της, η πράξη αυτή ανάγεται σε ζήτημα αμιγώς εκκλησιαστικής τάξεως το οποίο έχει αποκλειστικώς εκκλησιολογικής τάξεως συνέπειες (εγγραφή του προκαθημένου της Εκκλησίας της Ουκρανίας στα δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος και μνημόνευσή του κατά την Θεία Λειτουργία), τυχόν δε ακύρωσή της δεν επιφέρει έννομες συνέπειες από την άποψη του πολιτειακού δικαίου (πρβ. Σ.τ.Ε. 2154/1988 επταμ., 2635/1980 Ολομ.). Τέλος, σε αντίθεση με τα προβαλλόμενα με την ένδικη αίτηση, ο χαρακτήρας της ως άνω πράξεως, δεν επηρεάζεται ούτε από τα προβλεπόμενα στην περίπτωση α´ του άρθρου 4 του ν. 590/1997 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α´ 146), σύμφωνα με την οποία (περίπτωση), η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, μεταξύ άλλων: «Μεριμνά ... δια την ενότητα της Πίστεως, ως και δια την εκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των λοιπών Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και ρυθμίζει τας σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά των ετεροδόξων» και τούτο διότι, εν πάση περιπτώσει, η απονεμόμενη από τον τυπικό νόμο αυτή αρμοδιότητα στην Ιερά Σύνοδο δεν προδικάζει τον χαρακτήρα των πράξεων δια των οποίων αυτή ασκείται ως εκτελεστών ή όχι, ζήτημα που διέπεται από τις ανωτέρω στην τρίτη σκέψη εκτεθείσες προϋποθέσεις.

6. Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Δ ι ά  τ α ύ τ α

Απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως,
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και
Επιβάλλει εις βάρος των αιτούντων την δικαστική δαπάνη της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στις 24 Απριλίου 2020 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Μαΐου του ίδιου έτους.

Ο Πρόεδρος      Η Γραμματέας

Αθ. Ράντος        Ελ. Γκίκα

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.