ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΣτΕ 942/2020
Αριθμός Απόφασης : 942
'Ετος : 2020
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολομέλεια)


Αριθμός 942/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Π. Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Σπ. Μαρκάτης, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Α. Χλαμπέα, Μ. Πικραμένος, Π. Μπραΐμη, Χρ. Ντουχάνης, Ελ. Παπαδημητρίου, Κ. Νικολάου, Ι. Σύμπλης, Κ. Κονιδιτσιώτου, Α. Μίντζια, Ρ. Γιαννουλάτου, Χ. Σιταρά, Μ. Τριπολιτσιώτη, Σύμβουλοι, Μ. Αθανασοπούλου, Ελ. Μουργιά, Γ. Ζιάμος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Α. Μίντζια και Μ. Τριπολιτσιώτη καθώς και η Πάρεδρος Μ. Αθανασοπούλου, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

Για να δικάσει την από 13 Νοεμβρίου 2017 αίτηση:

των: 1) Σωματείου με την επωνυμία «Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη», που εδρεύει στην Αθήνα (Βαλτετσίου 16), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο *** (Α.Μ. ***), που τον διόρισε στο ακροατήριο η Πρόεδρος του Σωματείου ***, 2) ***, κατοίκου Αθηνών (***), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο ***, που τον διόρισε στο ακροατήριο, 3) ***, κατοίκων Θεσσαλονίκης (***), ατομικά και ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους ***, οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ιωάννη Ιωαννίδη, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με τους: 1) ***, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και 2) ***, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

και κατά της παρεμβαίνουσας Εκκλησίας της Ελλάδος, που εδρεύει στην Αθήνα (Ιασίου 1 και Ιω. Γενναδίου 14), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Θεόδωρο Παπαγεωργίου (Α.Μ. 24288), που τον διόρισε με εντολή και εξουσιοδότηση της Ιεράς Συνόδου.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με μείζονα σύνθεση, κατόπιν της από 4ης Μαΐου 2018 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της όλως εξαιρετικής σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, 20 και 21 του π.δ. 18/1989 και 8 παρ. 4 και 5 του ν. 4205/2013.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί το υπ’ αριθμ. 79/2017 Προεδρικό Διάταγμα του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Α΄ 109/1.8.2017).

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Π. Μπραΐμη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της παρεμβαίνουσας Εκκλησίας της Ελλάδος και τους αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου  κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο

1. Επειδή, ο Σύμβουλος της Επικρατείας Κωνσταντίνος Νικολάου, τακτικό μέλος της συνθέσεως που εκδίκασε την κρινόμενη αίτηση, αποχώρησε από την Υπηρεσία από 1.7.2019 λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας (βλ. το περί διαπιστώσεως της εν λόγω αποχωρήσεως π.δ. της 8.8.2019, Γ΄ 1513/31.8.2019). Κατόπιν αυτού, ελλείποντος, κατά την έννοια του άρθρου 26 παρ. 2 (με την οποία παρ. 2 προστέθηκαν τέσσερα εδάφια στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 8 του π.δ. 18/1989, Α΄ 8) του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), του ανωτέρω τακτικού μέλους της συνθέσεως, λαμβάνει μέρος ως τακτικό μέλος η Σύμβουλος Α. Μίντζια, αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της συνθέσεως. Εξάλλου, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 26 του ν. 3719/2008, του Συμβούλου Ι. Σύμπλη, τακτικού μέλους της συνθέσεως που εκδίκασε την κρινόμενη υπόθεση, λαμβάνει μέρος στη διάσκεψη αντ’ αυτού ως τακτικό μέλος η Σύμβουλος Μ. Τριπολιτσιώτη (βλ. Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας του Δικαστηρίου 170/2019).

2. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (174213202958 0112 0043/2017 κωδικός ηλεκτρονικού παραβόλου).

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 16.4.2018 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση του 79/2017 προεδρικού διατάγματος με τίτλο «Οργάνωση και λειτουργία νηπιαγωγείων και δημοτικών σχολείων» (Α΄ 109), καθ’ ο μέρος με το άρθρο 18 παρ. Α1 και Β1 αυτού προβλέπεται η τέλεση κοινής προσευχής μαθητών και εκπαιδευτικών πριν την έναρξη των μαθημάτων τόσο για τα νηπιαγωγεία όσο και για τα δημοτικά σχολεία, καθώς επίσης και καθ' ο μέρος με το άρθρο 3 παρ. 3 αυτού προβλέπεται η δυνατότητα εκκλησιασμού των μαθητών των νηπιαγωγείων και των δημοτικών σχολείων στο πλαίσιο συγκεκριμένων εορτών.

4. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με μείζονα σύνθεση, κατόπιν της από 4.5.2018 πράξεως του Προέδρου του, λόγω της όλως εξαιρετικής σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, 20 και 21 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) και 8 παρ. 4 και 5 του ν. 4205/2013 (Α΄ 242).

5. Επειδή, υπέρ του κύρους του προσβαλλόμενου διατάγματος παρεμβαίνει το Ν.Π.Δ.Δ «Εκκλησία της Ελλάδος».

6. Επειδή, το πρώτο αιτούν σωματείο αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το καταστατικό του, «στη διασφάλιση της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως [...] θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων ...» (άρθρο 2 παρ. 1). Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλει ότι, δυνάμει των σκοπών του καταστατικού του, έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή της, διότι στο προσβαλλόμενο διάταγμα περιλαμβάνονται διατάξεις που θίγουν τη θρησκευτική ελευθερία και θέτουν ζητήματα ίσης μεταχειρίσεως λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων για αόριστο κύκλο προσώπων εντός της ελληνικής επικράτειας. Ενόψει του ως άνω σκοπού του, παραδεκτώς ασκεί την υπό κρίση αίτηση το εν λόγω σωματείο (πρβ. ΣτΕ 350/2011 7μ. για το παραδεκτό παρεμβάσεως του ίδιου σωματείου), τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα από το Δημόσιο είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

7. Επειδή, ο δεύτερος αιτών, όπως προκύπτει από τα δικαιολογητικά που έχει προσκομίσει προαποδεικτικώς (βλ. την 35/18.04.2018 βεβαίωση Δημοτικού Σχολείου Αθηνών ότι εργάζεται ως μόνιμος εκπαιδευτικός με οργανική θέση στο ως άνω Δημοτικό σχολείο καθώς και ενημερωτικό σημείωμα μηνιαίων αποδοχών για τον μήνα Μάιο του έτους 2018), είναι δάσκαλος σε δημοτικό σχολείο. Με την κρινόμενη αίτηση, όπως αναπτύσσεται με το από 4.10.2018 υπόμνημα, το οποίο κατατέθηκε εντός της προθεσμίας που τάχθηκε από το Δικαστήριο, ο αιτών προβάλλει ότι από τις προσβαλλόμενες ρυθμίσεις του προεδρικού διατάγματος, που προβλέπουν συμμετοχή των εκπαιδευτικών στην πρωινή προσευχή και τον εκκλησιασμό των μαθητών, πλήσσεται άμεσα η ελευθερία της θρησκευτικής του συνείδησης κατά την εκπλήρωση των εκπαιδευτικών του καθηκόντων, διότι καλείται, συμμετέχοντας και ο ίδιος, να οργανώσει μία ακραιφνή θρησκευτική λατρευτική εκδήλωση, όπως είναι η προσευχή, ή να αποφασίσει για τη συμμετοχή του ίδιου και των μαθητών του σε μια επίσης λατρευτική εκδήλωση, όπως είναι ο εκκλησιασμός, για ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα και για λογαριασμό ανήλικων μαθητών, πράττοντας με τον τρόπο αυτόν και ο ίδιος, χωρίς τη βούλησή του, από θέση εξουσίας, δογματική κατήχηση σε βάρος των ανήλικων μαθητών του. Ενόψει αυτών, παραδεκτώς ασκεί την υπό κρίση αίτηση και ο δεύτερος αιτών, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων από το Δημόσιο.

8. Επειδή, οι υπό στοιχ. 3 του δικογράφου αιτούντες, γονείς μαθητών Δημοτικού, όπως προκύπτει από τα προαποδεικτικώς προσκομισθέντα σχετικά δικαιολογητικά (βλ. το από 19.4.2018 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Θεσσαλονίκης και τις . και ./19.4.2018 βεβαιώσεις φοίτησης από Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης των τέκνων των αιτούντων), προβάλλουν ότι με τις προσβαλλόμενες ρυθμίσεις του διατάγματος πλήττεται το δικαίωμα θρησκευτικής ελευθερίας και θρησκευτικής ισότητας των τέκνων τους, διότι εξαναγκάζονται σε συμμετοχή σε θρησκευτικές πρακτικές εντός του δημόσιου σχολείου είτε σε άρνηση συμμετοχής σε αυτές με αποτέλεσμα τον διαχωρισμό ή και τον στιγματισμό τους από τους συμμαθητές τους και τους εκπαιδευτικούς. Περαιτέρω, προβάλλουν ότι πλήττεται το δικαίωμα των ιδίων στη θρησκευτική ελευθερία και τη θρησκευτική ισότητα, δεδομένου ότι, προκειμένου να απαλλαγούν τα τέκνα τους από τις πρακτικές αυτές, οδηγούνται αναγκαία σε δήλωση των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Ενόψει αυτών, οι ανωτέρω αιτούντες με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση τόσο ατομικά όσο και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους (βλ. ΣτΕ 926/2018 Ολομ.,1750/2019 Ολομ. σε μείζονα σύνθεση).

9. Eπειδή, κατόπιν των ανωτέρω, όλοι οι αιτούντες ασκούν με έννομο συμφέρον την κρινόμενη αίτηση, κατά τα ήδη εκτεθέντα, παραδεκτώς δε ομοδικούν, εφόσον προσβάλλουν τις ίδιες διατάξεις του διατάγματος και προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση. Μειοψήφησαν ως προς την ομοδικία οι Σύμβουλοι Ε. Νίκα, Σπ. Μαρκάτης και Μιχ. Πικραμένος, κατά τη γνώμη των οποίων οι αιτούντες- ήτοι το σωματείο, ο εκπαιδευτικός και οι γονείς μαθητών δημοτικού σχολείου- επικαλούνται διαφορετική πραγματική βάση και επομένως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της ομοδικίας που επιβάλλουν για την άσκηση κοινού ενδίκου βοηθήματος να προβάλλονται κοινοί για όλους λόγοι οι οποίοι να στηρίζονται στην αυτή νομική και πραγματική βάση. Κατόπιν τούτου είναι εφαρμοστέο το άρθρο 45 παρ. 6 του π.δ. 18/1989 (που προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 9 του ν. 3226/2004), επί τη βάσει του οποίου πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση για το πρώτο αιτούν σωματείο και να διαταχθεί χωρισμός δικογράφου ως προς τους λοιπούς αιτούντες.

10. Επειδή, η Εκκλησία της Ελλάδος, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Καταστατικού της Χάρτη (ν. 590/1977, Α΄ 146), «συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα της χριστιανικής αγωγής της νεότητος». Βάσει της διατάξεως αυτής, στην οποία στηρίζει το έννομο συμφέρον της, η Εκκλησία της Ελλάδος παραδεκτώς παρεμβαίνει στη δίκη υπέρ του κύρους του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος επιδιώκοντας να διασφαλίσει την τήρησή του όσον αφορά τον ορθόδοξο εκκλησιασμό των μαθητών, επ' ευκαιρία χριστιανικών εορτών, και την τέλεση της πρωινής προσευχής στα δημόσια σχολεία προσχολικής αγωγής (νηπιαγωγεία) και πρωτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (δημοτικά).

11. Επειδή, το προσβαλλόμενο διάταγμα, το οποίο έχει κανονιστικό χαρακτήρα, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 1.8.2017. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14.11.2017, ασκείται εμπροθέσμως, δεδομένης της αναστολής της προθεσμίας ασκήσεώς της μέχρι και τις 15.9.2017 λόγω των δικαστικών διακοπών.

12. Επειδή, στην αρχή του ισχύοντος Συντάγματος γίνεται επίκληση της Αγίας Τριάδος («Eις τo όνoμα της Aγίας και Oμooυσίoυ και Aδιαιρέτoυ Tριάδoς»), στο δε άρθρο 2 παρ. 1, το οποίο εντάσσεται στο Τμήμα Α΄ του Μέρους Πρώτου αυτού, ορίζεται ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Εν συνεχεία, στο άρθρο 3, το οποίο εντάσσεται στο Τμήμα Β΄ αυτού (με τίτλο: «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας») του Μέρους Πρώτου του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «1. Eπικρατoύσα θρησκεία στην Eλλάδα είναι η θρησκεία της Aνατoλικής Oρθόδoξης Eκκλησίας τoυ Xριστoύ. H Oρθόδoξη Eκκλησία της Eλλάδας, πoυ γνωρίζει κεφαλή της τoν Kύριo ημών Iησoύ Xριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δoγματικά με τη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινoύπoλης και με κάθε άλλη oμόδoξη Eκκλησία τoυ Xριστoύ· τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τoυς ιερoύς απoστoλικoύς και συνoδικoύς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Eίναι αυτoκέφαλη, διoικείται από την Iερά Σύνoδo των εν ενεργεία Aρχιερέων και από τη Διαρκή Iερά Σύνoδo πoυ πρoέρχεται από αυτή και συγκρoτείται όπως oρίζει ο Kαταστατικός Xάρτης της Eκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων τoυ Πατριαρχικoύ Tόμoυ της κθ΄ (29) Ioυνίoυ 1850 και της Συνoδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίoυ 1928. 2. To εκκλησιαστικό καθεστώς πoυ υπάρχει σε oρισμένες περιoχές τoυ Kράτoυς δεν αντίκειται στις διατάξεις της πρoηγoύμενης παραγράφoυ. 3. To κείμενo της Aγίας Γραφής τηρείται αναλλoίωτo. H επίσημη μετάφρασή τoυ σε άλλo γλωσσικό τύπo απαγoρεύεται χωρίς την έγκριση της Aυτoκέφαλης Eκκλησίας της Eλλάδας και της Mεγάλης τoυ Xριστoύ Eκκλησίας στην Kωνσταντινoύπoλη». Περαιτέρω, στο Μέρος Δεύτερο του Συντάγματος με τίτλο: «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα» ορίζεται, στο μεν άρθρο 5 αυτού, ότι: «1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. 2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο … 3. … 4. … 5. ...», στο δε άρθρο 13 αυτού ορίζεται ότι: «1. H ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. H απόλαυση των ατoμικών και πoλιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεπoιθήσεις καθενός. 2. Kάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελoύνται ανεμπόδιστα υπό την πρoστασία των νόμων. H άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να πρoσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. O πρoσηλυτισμός απαγoρεύεται. 3. ... 4. Kανένας δεν μπoρεί, εξαιτίας των θρησκευτικών τoυ πεπoιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υπoχρεώσεων πρoς τo Kράτoς ή να αρνηθεί να συμμoρφωθεί πρoς τoυς νόμoυς. 5. ...». Σύμφωνα δε με το άρθρο 14 παρ. 3, επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η κατάσχεση εφημερίδων ή άλλων εντύπων, μεταξύ άλλων για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας. Εξάλλου, στο άρθρο 16 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. ... 2. H παιδεία απoτελεί βασική απoστoλή τoυ Kράτoυς και έχει σκoπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τoυς σε ελεύθερoυς και υπεύθυνoυς πoλίτες. 3. Tα έτη υπoχρεωτικής φoίτησης δεν μπoρεί να είναι λιγότερα από εννέα. 4. … 5. …», στο δε άρθρο 21 αυτού ορίζεται ότι: «1. Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους …. και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. … 3. … 4. … 5. ... 6. ... 7. …». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 110 (παρ. 1) δεν υπόκεινται, μεταξύ άλλων, σε αναθεώρηση και οι ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 13 παρ. 1 αυτού.

13. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε το πρώτον με τον νόμο 2329/1953 (Α΄ 68) και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), εγγυάται, στην παρ. 1, την ελευθερία της θρησκείας ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπονται οι περιορισμοί του δικαιώματος αυτού. Ειδικότερα το άρθρο 9 ορίζει ότι: «1. Πάν πρόσωπο δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων». Ακολούθως, στο άρθρο 14 αυτής ορίζεται ότι: «Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως». Εξάλλου, το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εκπαίδευση, ορίζει δε ειδικότερα ότι: «Ουδείς δύναται να στερηθή του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Πάν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ' αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσι την μόρφωσιν και την εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις».

14. Επειδή, όπως κρίθηκε με τις 1749, 1750/2019 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου σε μείζονα σύνθεση, η περιεχόμενη στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος αναφορά ως «επικρατούσης» στην Ελλάδα της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού -όπως, άλλωστε, και η επίκληση στην κεφαλίδα του Συντάγματος της «Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»- συναρτάται με τον καίριο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, ιδίως κατά την προηγηθείσα της εθνικής ανεξαρτησίας χρονική περίοδο της τουρκοκρατίας, αποτελεί δε και την, κατά την αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη, διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι την θρησκεία αυτήν πρεσβεύει η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως, ενδεικτικώς, η καθιέρωση χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποία αναγορεύει την παιδεία ως βασική αποστολή του Κράτους, συγκαταλέγει μεταξύ των σκοπών της την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων. Η έννοια της «εθνικής» και της «θρησκευτικής» συνείδησης κατά την εν λόγω συνταγματική διάταξη, είναι, ενόψει και της χρήσεως οριστικού άρθρου, συγκεκριμένη και δεν αφορά σε οποιοδήποτε έθνος και σε οποιοδήποτε θρήσκευμα. Ειδικότερα, ως ανάπτυξη της «εθνικής» συνείδησης νοείται ευλόγως, εφ' όσον το ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό Κράτος, η ανάπτυξη της ελληνικής -και όχι άλλης- εθνικής συνείδησης, ως ανάπτυξη δε της «θρησκευτικής» συνείδησης νοείται, για την πλειοψηφία, βεβαίως, των Ελλήνων πολιτών που ασπάζονται το δόγμα αυτό, η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ., 2176/1998 7μ., 3356/1995), ενόψει του ότι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χαρακτηριζόμενη ως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα», αναγνωρίζεται από τον συνταγματικό νομοθέτη, όπως προεκτέθηκε, ως η θρησκεία της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Στην ανάπτυξη, άλλωστε, θρησκευτικής συνείδησης των ελληνοπαίδων σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας αποβλέπουν και οι γονείς τους, αντλώντας από την διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος, το δικαίωμα, που κατοχυρώνεται ευθέως και από το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (Π.Π.Π.) της Συμβάσεως της ΕΣΔΑ, να «εξασφαλίζουν» την μόρφωση και εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ., 2176/1998 7μ., 3356/1995). Περαιτέρω, δοθέντος ότι η θρησκευτική συνείδηση γεννάται και διαμορφώνεται σταδιακά, πριν ακόμη από την έναρξη του σχολικού βίου, στο πλαίσιο της οικογένειας (η οποία, ως «θεμέλιο της συντηρήσεως και προαγωγής του Έθνους» τελεί -όπως και η παιδική ηλικία- υπό την προστασία του Κράτους, κατά το άρθρο 21 του Συντάγματος), από τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 αυτού και του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ συνάγεται ότι ως «ανάπτυξη» της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνείδησης κατά τα ανωτέρω νοείται η εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών με τη διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ως εκ τούτου δε αφορά αποκλειστικά τους μαθητές, οι οποίοι, ανήκοντες στην κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ.). Το κυριότερο μέσο, με το οποίο -εκτός άλλων (προσευχή, εκκλησιασμός)- υπηρετείται ο ανωτέρω συνταγματικός σκοπός είναι η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. Περαιτέρω, με τις ως άνω αποφάσεις της Ολομελείας κρίθηκε ότι το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και ότι η διδασκαλία των ανωτέρω στοιχείων είναι συμβατή με την, καθιερούμενη στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, απαραβίαστη θρησκευτική ελευθερία, διότι δεν συνιστά επιβολή πίστεως προς την επικρατούσα θρησκεία, αφού το μάθημα αυτό, μέσω του οποίου πραγματώνεται ως σκοπός της παιδείας η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» υπό το προεκτεθέν κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος περιεχόμενο (ήτοι η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης), απευθύνεται αποκλειστικά, ως εκ του ανωτέρω περιεχομένου του, στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετερόδοξους, αλλόθρησκους ή άθεους μαθητές. Τούτο δε ενόψει και του ότι οι τελευταίοι, απολαύοντες της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται ως απαραβίαστη με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, έχουν ευθέως βάσει της συνταγματικής αυτής διατάξεως δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, εφ' όσον οι γονείς τους, ή οι ίδιοι αν είναι ενήλικοι, υποβάλουν δήλωση ότι δεν επιθυμούν, για λόγους θρησκευτικής συνείδησης, να παρακολουθήσουν τα τέκνα τους τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών που έχει το προεκτεθέν περιεχόμενο. Η δήλωση, εξάλλου, που θα μπορούσε να έχει το εξής περιεχόμενο: «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών», δεν παραβιάζει τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, εφ' όσον γίνεται χάριν απαλλαγής των μαθητών αυτών από την, επιβαλλόμενη κατ’ αρχήν από το Σύνταγμα και το νόμο, υποχρέωση παρακολουθήσεως του μαθήματος αυτού [πρβ. σε σχέση με την ΕΣΔΑ την απόφαση του ΕΔΔΑ της 26.9.2007 Folgero και λοιποί κατά Νορβηγίας (αρ. προσφυγής 15472/02), σκ. 96-102 καθώς και την απόφαση του ΕΔΔΑ της 31.10.2019 Παπαγεωργίου και λοιποί κατά Ελλάδος (αρ. προσφυγών 4762 και 6140/18), σκ. 81-89].

15. Επειδή, από τα κριθέντα με τις ως άνω αποφάσεις του Δικαστηρίου παρέπεται ότι η προσευχή και ο εκκλησιασμός στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας [που χρονολογούνται από το έτος 1836 (βλ. άρθρα 14 και 76 του β.δ. της 31.12.1836 “Περί του κανονισμού των ελληνικών σχολείων και γυμνασίων”, ΦΕΚ 87/31.12.1836)] συνιστούν, όπως και η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, αναγκαία μέσα, με τα οποία υπηρετείται ο συνταγματικός σκοπός της αναπτύξεως της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, κατά τα ήδη εκτεθέντα, δηλαδή της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης. Ως εκ τούτου απευθύνονται αποκλειστικά στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετερόδοξους, αλλόθρησκους ή άθεους μαθητές. Οι τελευταίοι, απολαύοντες της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται ως απαραβίαστη με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, έχουν ευθέως βάσει της συνταγματικής αυτής διατάξεως δικαίωμα απαλλαγής από την προσευχή και τον εκκλησιασμό, χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, εφ' όσον οι γονείς τους υποβάλουν δήλωση, ομοίου περιεχομένου με την παρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη, ότι δεν επιθυμούν, για λόγους θρησκευτικής συνείδησης, να συμμετέχουν τα τέκνα τους στην προσευχή και τον εκκλησιασμό. Ο Σύμβουλος Σπ. Μαρκάτης διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Κατά την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, μεταξύ των σκοπών, στους οποίους αποβλέπει ο συνταγματικός νομοθέτης αναγνωρίζοντας την παιδεία ως βασική αποστολή του Κράτους, ρητώς συγκαταλέγεται η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των ελλήνων μαθητών οι οποίοι εισέρχονται στον σχολικό βίο με ήδη διαμορφωμένη συνείδηση του θείου, απότοκη των βιωμάτων τους από το οικογενειακό περιβάλλον, όπως αυτά αναπτύσσονται σε συνθήκες πλήρους θρησκευτικής ελευθερίας προστατευόμενης από το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος. Η διάταξη αυτή επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να διαμορφώνει σχολικό πρόγραμμα, κατάλληλο για τον σκοπό αυτό, όχι μόνο για τους έλληνες μαθητές που πρεσβεύουν το δόγμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού και αποτελούν την μεγάλη πλειοψηφία, αλλά και για τους έλληνες μαθητές που πρεσβεύουν άλλα δόγματα της χριστιανικής πίστεως ή άλλες θρησκείες στην περίπτωση που η εκπαίδευση παρέχεται σε περιοχές όπου ευδιάκριτο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού πρεσβεύει τα δόγματα αυτά ή τις άλλες θρησκείες. Εξ ουδεμιάς λογικής ερμηνείας των διατάξεων του Συντάγματος προκύπτει ότι ως θρησκευτική συνείδηση, της οποίας η ανάπτυξη τίθεται ως σκοπός της παιδείας των Ελλήνων, νοείται μόνο η ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση για τον λόγο ότι αυτή επικρατεί στο μεγαλύτερο, έστω και συντριπτικά, μέρος του ελληνικού πληθυσμού και ότι η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να νομοθετεί, καταρτίζοντας σχολικό πρόγραμμα, κατά διάκριση των Ελλήνων αναλόγως των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Καθ’όσον, πάντως, αφορά τους ελληνορθόδοξους χριστιανούς μαθητές, το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να περιλάβει στο σχολικό πρόγραμμα προσευχή και εκκλησιασμό τους, εφ’όσον κρίνει ότι αυτές οι λατρευτικές εκδηλώσεις συντελούν στην ανάπτυξη της θρησκευτικής τους συνειδήσεως, υπό την εξυπακουόμενη, εκ του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος, προϋπόθεση της διασφαλίσεως δικαιώματος απαλλαγής των μη επιθυμούντων, για λόγους δικής τους θρησκευτικής συνειδήσεως, να προσεύχονται και να εκκλησιάζονται και της ασκήσεως του δικαιώματος αυτού χωρίς κίνδυνο αποκαλύψεως των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Θ. Αραβάνης και Μιχ. Πικραμένος. Ειδικότερα, κατά τη γνώμη του Συμβούλου Θ. Αραβάνη, όπως έχει κριθεί (ΣΕ 2280-2285/2001 πλήρ. Ολομ., 1759-60/2019 Ολομ.), με τις διατάξεις του άρθ. 13 παρ. 1 Συντ., οι οποίες είναι θεμελιώδεις, ως μη υποκείμενες σε αναθεώρηση (άρθ. 110 παρ. 1), προστατεύεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως (εδ. α΄), η οποία είναι ιδιαίτερη έκφανση του δικαιώματος της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας (άρθρ. 5 Συντ.) και συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα του καθενός να πρεσβεύει το θρήσκευμα ή το δόγμα της εκλογής του ή να μην ακολουθεί κανένα θρήσκευμα ή να είναι άθεος (ΣΕ 194/1987). Το β΄ εδάφιο της ίδιας διατάξεως κατοχυρώνει την θρησκευτική ισότητα, έκφραση της οποίας είναι το δικαίωμα του καθενός να απολαύει, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, το σύνολο των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη, τόσο ατομικών και πολιτικών όσο κοινωνικών, όπως το δικαίωμα της παιδείας. Η κατά τα άνω κατοχυρούμενη ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, με την οποία προστατεύεται προεχόντως το ενδιάθετο φρόνημα του ατόμου αναφορικά με το θείο από κάθε κρατική επέμβαση, είναι απαραβίαστη και υπόκειται μόνο στους περιορισμούς της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, περιλαμβάνει δε, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, ενώ η ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ειδικότερη μορφή της οποίας αποτελεί η άσκηση της λατρείας, υπόκειται επί πλέον στους περιορισμούς που επιβάλλονται από τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Επομένως, κανένας (άρα ούτε οι μαθητές ή οι γονείς των, βλ. ΕΔΔΑ 16.10.2010, Grzelak, σκ. 87, 92, 100) δεν μπορεί να εξαναγκασθεί, με οποιονδήποτε τρόπο, να αποκαλύψει, αμέσως ή εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του (σκ. 9-10). η οποία όμως γίνεται με πρωτοβουλία του και για την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως η ίδρυση ναού ή ευκτηρίου οίκου, η ίδρυση σωματείου θρησκευτικού χαρακτήρα κ.λπ. Αντίθετη ερμηνεία θα προσέβαλλε τη θρησκευτική ελευθερία, υπό την αρνητική της έκφανση, όσων δεν θα επιθυμούσαν να εκδηλώσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις με αυτόν τον τρόπο, αναιρώντας παράλληλα και τη θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, όσον αφορά την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος, που επιβάλλεται από το άρθρο 13 του Συντάγματος (ΣΕ 2280-2285/2001 πλήρ. Ολομ., 1759-60/2019 Ολομ.). Το άρθρο 3 Συντ., το οποίο αφορά τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας και υπόκειται σε αναθεώρηση, αναφέρεται απλώς στο πραγματικό γεγονός ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού ασπάζεται το θρήσκευμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, περιλαμβανόμενο δε στα ελληνικά συντάγματα από την Επανάσταση και εξής ετέθη και στο Σύνταγμα του 1975 κυρίως για λόγους ιστορικούς (βλ. Πρακτ. Ολομ. Συντ., σ. 402). Η διάταξη αυτή έχει περιορισμένο κανονιστικό περιεχόμενο, συναπτόμενο ιδίως με τον καθορισμό επίσημων θρησκευτικών αργιών (βλ. ΣΕ 100/2017 Ολομ.) κ.λπ., και δεν επηρεάζει την άσκηση του ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, ούτε εισάγει προνομιακή μεταχείριση υπέρ των Ορθοδόξων Χριστιανών κατά την άσκησή του (βλ. και ΕΔΔΑ 10.1.2017, Osmanoğlu, σκ. 84, 26.4.2016, Doğan, σκ. 104, 18.12.1996, Βαλσάμης σκ. 27 κ.ά.). Τούτο άλλωστε θα αντέβαινε και στο άρθ. 13 παρ. 1, που επιβάλλει την ίση μεταχείριση στην απόλαυση και των ατομικών κ.λπ. δικαιωμάτων ανεξάρτητα από θρησκευτικές πεποιθήσεις (ΣΕ 2280-2285/2001 πλ. Ολομ., σκ. 10). Ομοίως δεν ασκεί επιρροή η επίκληση της Αγίας Τριάδος στην προμετωπίδα του Συντάγματος, η οποία τέθηκε ομοίως για ιστορικούς λόγους και έχει περιορισμένη κανονιστική ισχύ, αντίστοιχη με αυτή του άρθρου 3 παρ. 1 (πρβλ. απόφαση της 26.9.1990 του Ομοσπ. Δικαστηρίου της Ελβετίας, BGE 116 Ia S 252, 258, σκ. 5). Εξ άλλου, όπως κρίνει παγίως το ΕΔΔΑ, η ελευθερία της σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας (άρθ. 9 παρ. 1 της ΕΣΔΑ), είναι ένα από τα θεμέλια μιας «δημοκρατικής κοινωνίας». Όσον αφορά την θρησκευτική της διάσταση, «είναι ένα από τα ζωτικότερα στοιχεία που συνιστούν την ταυτότητα των πιστών και την αντίληψή τους για τη ζωή, αλλά είναι επίσης ένα πολύτιμο στοιχείο για τους άθεους, τους αγνωστικιστές, τους σκεπτικιστές και τους αδιάφορους. Είναι προϊόν του πλουραλισμού, ο οποίος κατακτήθηκε ακριβά ανά τους αιώνες, που δεν μπορεί να διαχωρισθεί από μια τέτοια κοινωνία. Η ελευθερία αυτή συνεπάγεται, ιδίως, την ελευθερία ενός προσώπου να ασπάζεται ή όχι μία θρησκεία και την ελευθερία να ασκεί ή όχι τα θρησκευτικά του καθήκοντα» (ΕΔΔΑ 25.3.1993, Κοκκινάκης κατά Ελλάδος, σκ. 31, 18.2.1999, Buscarini κατά Αγίου Μαρίνου, σκ. 34, 3.10.2010, Π.Δ. κατά Ελλάδος, σκ. 76, κ.ά.), καθώς και να αλλάξει θρησκευτικές πεποιθήσεις συν τω χρόνω (προαναφ. ΕΔΔΑ Grzelak σκ. 93). Περαιτέρω, κατά το άρθ. 16 παρ. 2 Συντ., ως «ανάπτυξη εθνικής συνείδησης» νοείται η συνειδητοποίηση της συμμετοχής στην εθνική κοινότητα που προσδιορίζεται διαχρονικά ως ελληνική, με κριτήρια προεχόντως πολιτιστικά. Ο όρος «θρησκευτική συνείδηση», αυτόθι, παραπέμπει στον ταυτόσημο όρο του άρθ. 13 παρ. 1 Συντ., και όχι στον διαφορετικό όρο «επικρατούσα θρησκεία» του άρθ. 3 Συντ., διότι αν αυτό ήθελε το Σύνταγμα θα το όριζε ρητά. Ως «ανάπτυξη» δε θρησκευτικής συνείδησης νοείται η εξοικείωση των μαθητών με το θρησκευτικό φαινόμενο στην ιστορική του πορεία και στη σύγχρονη πραγματικότητα, με έμφαση βέβαια στην παρουσίαση των διδαγμάτων και των αρχών της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή της “επικρατούσας” θρησκείας με την ανωτέρω έννοια. Σημαίνει δε την εσωτερική και μη υποκείμενη σε εξωτερική χειραγώγηση στάση του μαθητή αναφορικά με το θείο, και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα του μαθητή, ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά του (βλ. ΕΔΔΑ 11.9.2006, Konrad), να ασπάζεται ή όχι συγκεκριμένο θρήσκευμα, να αλλάξει θρήσκευμα ή να είναι άθρησκος. Συνεπώς η ανάπτυξη «εθνικής συνείδησης» κατά το Σύνταγμα δεν εξαρτάται από την καλλιέργεια «θρησκευτικής συνείδησης» ούτε από την πίστη σε συγκεκριμένο θρήσκευμα, διότι (ελληνική) εθνική συνείδηση μπορεί απολύτως να έχουν και όσοι ασπάζονται διαφορετικό ή δεν ασπάζονται κανένα θρήσκευμα. Η άποψη αυτή ενισχύεται και εκ του ότι το ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού ως στοιχείου της παιδείας (άρθ. 16 Συντ. 1952, 17 Συντ. 1968, 1973) εγκαταλείφθηκε σαφώς από το Συντ. 1975. Εξ άλλου, το άρθ. 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ στην 1η φράση κατοχυρώνει το δικαίωμα παντός προσώπου στην εκπαίδευση, στην δε 2η φράση το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν την εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους. Όπως έχει κριθεί, η ανωτέρω 2η φράση «πρέπει να αναγιγνώσκεται υπό το φώς όχι μόνο της πρώτης φράσης …, αλλά επίσης, ιδίως, του άρθ. 9 της Συμβάσεως το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας, περιλαμβανομένης της μη προσχώρησης σε κάποια θρησκεία, και επιβάλλει στα συμβαλλόμενα κράτη ένα καθήκον “ουδετερότητας και αμεροληψίας”» (ΕΔΔΑ 18.3.2011 Lautsi κλπ (ευρ. σύνθ.), σκ. 60 κ.ά.). Κατ’ ακολουθίαν, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 13 παρ. 1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος και 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ [βλ. και άρθ. 18 παρ. 1-3 του Δ/νούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), ν. 2462/1997 (Α΄ 25), και 3 παρ. 1, 12 παρ. 1-2, 14 παρ. 1-3 της Δ/νούς Συμβάσεως για τα δικαιώματα του παιδιού (ΔΣΔΠ), ν. 2101/1992 (Α΄ 192)], συνάγεται ότι υποκείμενο του δικαιώματος της παιδείας και της εκπαίδευσης είναι τόσο οι Έλληνες, ήτοι οι κεκτημένοι την ελληνική ιθαγένεια (βλ. ΣΕ 3317/2014 Ολομ.), όσο και οι νομίμως ευρισκόμενοι στην Ελλάδα αλλοδαποί, στο πλαίσιο των υπαρχουσών εκπαιδευτικών δομών και των διατιθέμενων μέσων (ΕΔΔΑ 23.7.1968, Affaire linguistique Belge, σκ. Β.3). Ειδικότερα, η κατ’ άρθ. 16 παρ. 2 Συντ. «ανάπτυξη» θρησκευτικής συνειδήσεως επιτυγχάνεται μέσω της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια βάσει του οικείου προγράμματος σπουδών. Για τη διαμόρφωση του εν λόγω προγράμματος και την επιλογή της διδακτέας ύλης, που αποτελούν αμιγώς κρατικές αρμοδιότητες, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η ευχέρεια αυτή οριοθετείται από τις μνημονευθείσες αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις που καθορίζουν τους σκοπούς της εκπαίδευσης, μεταξύ των οποίων προέχων είναι η «διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών» που προϋποθέτει την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και τη σφαιρική προσέγγιση της διδακτέας ύλης, και κατοχυρώνουν την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, φορέας του οποίου είναι αυτοτελώς και το παιδί, το οποίο δικαιούται να ανήκει ή όχι σε ένα θρήσκευμα και να πιστεύει ή να μην πιστεύει (ΕΔΔΑ 31.10.2019, Παπαγεωργίου, σκ. 6, 39), καθώς και το δικαίωμα του παιδιού στην πληροφόρηση (ΕΔΔΑ 7.12.1976, Kjeldsen σκ. 52), παράλληλα δε κατοχυρώνουν και το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν την θρησκευτική και ηθική αγωγή των παιδιών τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους. Πάντως οι εν λόγω διατάξεις δεν παρέχουν στους γονείς δικαίωμα να αξιώνουν από το Κράτος την οργάνωση διδασκαλίας συγκεκριμένου περιεχομένου (ΕΔΔΑ 10.1.2017, Osmanoğlu, σκ. 92-95, 18.3.2011 Lautsi κλπ (Ευρ. Σύνθ.) σκ. 60, 72). Σε περίπτωση δε συγκρούσεως του συμφέροντος του παιδιού και των πεποιθήσεων των γονέων υπερτερεί το συμφέρον του παιδιού (Osmanoğlu, σκ. 95, 97, 105, 27.4.1999 Martins Casimiro (παραδ.), 18.12.1996 Βαλσάμης σκ. 37, 18.12.1986, Johnston, σκ. 63, 30.11.2004 Bulski, Kjeldsen σκ. 54). Από αυτά παρέπεται ότι το Κράτος κατά τη διαμόρφωση του σχολικού προγράμματος, περιλαμβανομένου του μαθήματος των θρησκευτικών, που απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές και όχι μόνο στους ορθόδοξους χριστιανούς, τους οποίους άλλωστε δεν μπορεί να εντοπίσει, δεν επιτρέπεται να επιβάλλει συγκεκριμένη κοσμοθεωρία ως την μόνη αποδεκτή ή αληθινή, αλλά οφείλει, τηρώντας την αρχή της ουδετερότητας και της αμεροληψίας (προαναφ. Lautsi σκ. 60, 72, 10.11.2005 Leyla Sahin, σκ. 107, Παπαγεωργίου σκ. 39), να δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε οι μαθητές να διαμορφώσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους και να επιλέξουν κριτικά την κοσμοαντίληψη της αρεσκείας τους. Ειδικότερα, το πρόγραμμα θρησκευτικής εκπαίδευσης μπορεί μεν να περιλαμβάνει “πληροφορίες ή γνώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα”, πλην η μετάδοση των γνώσεων αυτών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν την επικρατούσα θρησκεία, πρέπει να είναι “αντικειμενική, κριτική και πλουραλιστική” και “να μην επιδιώκει κατηχητικό σκοπό” [ΕΔΔΑ προαναφ. Kjeldsen σκ. 53, 29.6.2007 Folgerø σκ. 84, Grzelak σκ. 104, Osmanoglu σκ. 91, βλ. και Σύσταση 1720/2005 της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης ως και κατευθυντήριες γραμμές του Τολέδο (2007) που υιοθέτησε ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ)]. Εν όψει τούτων, κατά το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις που προαναφέρθηκαν ο νομοθέτης απαγορεύεται να προσδώσει κατηχητικό χαρακτήρα, διότι τούτο θα ισοδυναμούσε όχι με “ανάπτυξη” θρησκευτικής συνείδησης με την εκτεθείσα έννοια, αλλά με “επιβολή” θρησκευτικής συνείδησης συγκεκριμένου περιεχομένου, όπερ αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης από το Κράτος και αποστερεί από τον μαθητή το δικαίωμα να επιλέξει και να διαμορφώσει κριτικά ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητάς του και της αντίληψής του για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Και ναι μεν οι κείμενες διατάξεις παρέχουν τη δυνατότητα απαλλαγής του μαθητή από μάθημα που αντίκειται στις θρησκευτικές πεποιθήσεις αυτού ή των γονέων του (υπό την προϋπόθεση ότι με τη σχετική αίτηση ο ενδιαφερόμενος δεν υποχρεώνεται να δηλώσει αμέσως ή εμμέσως ότι έχει ή δεν έχει θρησκευτικές πεποιθήσεις, προαναφ. απόφ. Grzelak 92-100 κ.ά.), πλην η άσκηση της δυνατότητας αυτής αποτελεί έσχατο μέτρο διότι, όταν ιδίως δεν προβλέπεται εναλλακτικό μάθημα, όπως στην Ελλάδα, ο μαθητής αποστερείται της θρησκευτικής εκπαίδευσης κατά παράβαση του άρθ. 16 παρ. 2 Συντ., ενώ η απαλλαγή, εν όψει του έντονα ορθόδοξου χαρακτήρα του μαθήματος, ισοδυναμεί με αρνητική δήλωση θρησκευτικών πεποιθήσεων (πρβλ. ΕΔΔΑ 2.2.2010, Sinan Isik σκ. 51, Folgerø σκ. 98, 9.10.2007 Zengin σκ. 71-16), δημιουργεί στεγανά μεταξύ των μαθητών και ενισχύει το αίσθημα του αποκλεισμού εις βάρος του ομαδικού πνεύματος που πρέπει να καλλιεργεί το σχολείο, της ενσωμάτωσης στο σχολικό περιβάλλον και της κοινωνικοποίησης του παιδιού (ΕΔΔΑ Osmanoglu, σκ. 96, 103). Ακριβώς δε αυτόν το σκοπό υπηρετεί ένα μάθημα θρησκευτικών πολυφωνικό και αξιολογικά ουδέτερο (βλ. ΕΔΔΑ (επί του παραδεκτού) 6.10.2009 Appel-Irrgang). Οίκοθεν εξ άλλου νοείται ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να συμπληρώσουν τις γνώσεις και τη θρησκευτική τους αγωγή εκτός του σχολείου, όπως στην οικογενειακή εστία ή στο κατηχητικό (προαναφ. αποφ. Folgerø, σκ. 88-89, Kjeldsen, σκ. 50-54, Konrad κ.ά.). Συνεπώς, κατά την αυτή γνώμη, δύναται ο νομοθέτης, κατά τη σχετική ευχέρεια που του παρέχει το Σύνταγμα, να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών θρησκειολογικό περιεχόμενο, με την κατάλληλη έμφαση στην ιστορία, το ρόλο και τις αρχές της επικρατούσας θρησκείας, και να το εμπλουτίσει με στοιχεία λογοτεχνικά, κοινωνιολογικά, λαογραφικά, φιλοσοφικά καθώς και ιστορίας της Τέχνης, για την οποία η θρησκευτικότητα αποτέλεσε ανέκαθεν σημαντική πηγή έμπνευσης. Το περιεχόμενο μάλιστα αυτό ανταποκρίνεται πληρέστερα προς τις επιταγές που απορρέουν από τα άρθρα 5 παρ. 1, 13 παρ. 1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος και τις διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που προαναφέρθηκαν (ΠΕ 347/2002). Η αντίθετη άποψη, κατά την οποία το παιδί πρέπει να περιμένει την ενηλικίωση για να αναπτύξει κριτική σκέψη και να επιλέξει ή να αλλάξει θρησκευτικές πεποιθήσεις, αφού εν τω μεταξύ έχει υποστεί εντατική κατήχηση στους κόλπους της οικογένειας και της εκπαίδευσης, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας, δεν προσήκει σε σύστημα εκπαίδευσης που προετοιμάζει «ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες» και δεν ευρίσκει κανένα έρεισμα στις ανωτέρω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις. Καθ’ όσον αφορά τον εκκλησιασμό και την κοινή προσευχή των μαθητών, οι λατρευτικές αυτές εκδηλώσεις αποτελούν εξωτερίκευση θρησκευτικών πεποιθήσεων και υπάγονται στα άρθρα 13 παράγρ. 2 του Συντάγματος και 9 παράγρ. 2 της ΕΣΔΑ. Επομένως, η συμμετοχή στις εν λόγω εκδηλώσεις, και υπό την εκδοχή ακόμη ότι αυτές είναι ανεκτές σε σύγχρονο σύστημα εκπαίδευσης με τα χαρακτηριστικά που επιβάλλουν οι ανωτέρω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις, πάντως μόνο ως προαιρετική νοείται, σε καμία δε περίπτωση ως υποχρεωτική [βλ. αποφάσεις BVerG 16.10.1979, BvR 647/70 και 7/74 του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας και 1388/2017 του ιταλικού Συμβουλίου της Επικρατείας, πρβλ. αποφάσεις Engel v. Vitale, 370 U.S. 421 (1962), Abington School District v. Schrempp, 374 U.S. 203 (1963), Lemon v. Kurtzman, 403 U.S. 602 (1971) κ.ά. του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Η.Π.Α.].Κατά τη γνώμη δε του Συμβούλου Μιχ. Πικραμένου, το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος που αναγορεύει την παιδεία σε βασική αποστολή του κράτους και έχει ως πρωταρχικό σκοπό τη διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών και την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης, πρέπει να ερμηνευθεί συστηματικά σε συνδυασμό με τις ακόλουθες, μη αναθεωρητέες κατά το άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος, διατάξεις: α) του άρθρου 13 παρ. 1 που καθιερώνει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και ειδικότερα στο μεν πρώτο εδάφιο το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης στο δε δεύτερο εδάφιο την αρχή της θρησκευτικής ισότητας, έκφραση της οποίας είναι το δικαίωμα καθενός να απολαύει, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, το σύνολο των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη μεταξύ των οποίων το δικαίωμα στην παιδεία. Σύμφωνα με την αρχή της θρησκευτικής ισότητας απαγορεύεται η θέσπιση προνομίων υπέρ προσώπων που πρεσβεύουν συγκεκριμένες θρησκευτικές αντιλήψεις και επομένως απαγορεύεται, μεταξύ άλλων, η προνομιακή μεταχείριση των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού, β) του άρθρου 5 παρ.1 που κατοχυρώνει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, γ) του άρθρου 2 παρ. 1 που ορίζει ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, δ) του άρθρου 1 παρ.1 και 2 που καθιερώνει τη δημοκρατική αρχή. Εντός του ως άνω συνταγματικού πλαισίου ο βασικός προσανατολισμός της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος είναι η διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών που ενστερνίζονται την αντίληψη ότι είναι αφενός άτομα τα οποία ασκούν τα δικαιώματά τους, μέσα σε ένα περιβάλλον ελευθερίας και ισότητας που συνιστούν θεμέλια της δημοκρατίας, και αφετέρου μέλη μιας ανοιχτής και πλουραλιστικής κοινωνίας που κατανοούν και σέβονται τα δικαιώματα των άλλων. Επί τη βάσει των ανωτέρω, το άρθρο 16 παρ.2 του Συντάγματος, κατά το μέρος που θέτει ως σκοπό της παιδείας την ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης, η οποία είναι διαφορετική από την εθνική ελληνική συνείδηση (η ανάπτυξη της οποίας καθιερώνεται επίσης στο άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος) που μπορεί να έχουν πρόσωπα διαφορετικών θρησκειών ή άθεοι, επιτάσσει θρησκειολογικό προσανατολισμό της θρησκευτικής εκπαίδευσης δεδομένου ότι ως θρησκευτική συνείδηση νοείται το ενδιάθετο φρόνημα του ανθρώπου σχετικά με τη φυσική ή μεταφυσική θεώρηση του κόσμου σε αναφορά ιδίως με το “θείο”, το δε περιεχόμενο της θρησκευτικής συνείδησης μπορεί να είναι σε ότι αφορά το “θείο”, είτε θετικό-μορφοποιημένο ή μη σε ορισμένο θρήσκευμα- είτε αρνητικό. Επομένως, κατά το Σύνταγμα ο σκοπός της παιδείας, κατά το μέρος που αναφέρεται στην ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης, αφορά όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, και δεν απευθύνεται μόνο στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Στο μάθημα των θρησκευτικών με θρησκειολογικό προσανατολισμό επιδιώκεται ιδίως : α) η γνώση της ιστορίας και των βασικών αρχών των σημαντικότερων θρησκειών και του αθεϊσμού, β) η απόκτηση από τους μαθητές των απαραίτητων γνώσεων και ικανοτήτων ώστε να μπορούν να αντιπαρατεθούν τόσο στο θρησκευτικό φανατισμό όσο και στις διακρίσεις εις βάρος εκείνων που πρεσβεύουν άλλες θρησκείες ή είναι άθεοι, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου φιλοσοφικού, ανθρωπολογικού και θρησκευτικού προβληματισμού που καλλιεργεί την κριτική αυτογνωσία και τον σεβασμό προς τον άλλο. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ενταχθεί και το άρθρο 3 παρ. 1 της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού, κυρωθείσας με το ν. 2101/1992, το οποίο ορίζει ότι σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού, η ρύθμιση δε αυτή καθιερώνει υποχρέωση της πολιτείας να μεριμνά για τα παιδιά με τη διαμόρφωση συνθηκών που εγγυώνται, μεταξύ άλλων, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και την ένταξή τους στην κοινωνική ζωή με τα αναγκαία εφόδια που απαιτούν οι σύγχρονες εξελίξεις. Εξάλλου, η θρησκειολογική εκπαίδευση δεν είναι αντίθετη προς το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ως επικρατούσα θρησκεία αυτή της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, διότι στο πλαίσιο του μαθήματος αποδίδεται σε αυτήν ιδιαίτερη τιμή και σεβασμός, ενώ της δίδεται η ευκαιρία να δοκιμαστεί στο πεδίο της διαμόρφωσης της συνείδησης του νέου ανθρώπου συγκρινόμενη με τις άλλες θρησκείες και την αθεΐα δείχνοντας τη δύναμη και τον πλούτο των αρχών και των ιδεών της. Υπό αυτό το περιεχόμενο το μάθημα των θρησκευτικών υπηρετεί τον σκοπό της παιδείας, που είναι η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και του αναστοχασμού, ο διάλογος, ο σεβασμός προς τους άλλους, και, τελικά, η διάπλαση ελευθέρων και υπεύθυνων πολιτών που έχουν μαθητεύσει σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς την επιβολή ιδεολογικών κατευθύνσεων αλλά υπό συνθήκες ελευθερίας που πραγματώνουν το δικαίωμα αυτοκαθορισμού κάθε πολίτη και ενισχύουν το αίσθημα της ευθύνης του απέναντι στους άλλους. Ο προσανατολισμός αυτός της θρησκευτικής εκπαίδευσης δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 9 παρ. 1 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας ως ένα από τα θεμέλια μιας «δημοκρατικής κοινωνίας» (ΕΔΔΑ της 3.10.2010, Π.Δ. κατά Ελλάδος, σκ. 76, της 25.3.1993, Κοκκινάκης κατά Ελλάδος, σκ. 31, της 18.2.1999, Buscarini κατά Αγίου Μαρίνου, σκ. 34 κ.ά.), διότι δεν επιβάλλει συγκεκριμένη κοσμοθεωρία ως την μόνη αποδεκτή ή αληθινή, αλλά τηρεί την αρχή της ουδετερότητας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε οι μαθητές να διαμορφώσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους και να επιλέξουν κριτικά την κοσμοαντίληψη της αρεσκείας τους, το δε περιεχόμενο του μαθήματος είναι αντικειμενικό, κριτικό και πλουραλιστικό χωρίς να επιδιώκει κατηχητικό σκοπό (ΕΔΔΑ 7.12.1976, Kjeldsen σκ. 53, 29.6.2007, Folgero σκ. 84).Οι ως άνω θέσεις για τον θρησκειολογικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης αποτυπώνονται και στις Συστάσεις της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης που καταδεικνύουν τις γενικότερες τάσεις στην Ευρώπη. Ειδικότερα, στη Σύσταση 1720/2005 με τίτλο “Θρησκεία και Εκπαίδευση” προτείνονται ορισμένα κριτήρια επί τη βάσει των οποίων πρέπει να διαμορφώνεται η θρησκευτική εκπαίδευση από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, όπως είναι: α) η ενθάρρυνση των μαθητών να ανακαλύπτουν τις θρησκείες των άλλων χωρών, β) η αντιμετώπιση με αμεροληψία της ιστορίας των σημαντικότερων θρησκειών καθώς και του αθεϊσμού, γ) ο εφοδιασμός των μαθητών με τις απαραίτητες ικανότητες ώστε να μπορούν να αντιπαρατίθενται με αυτοπεποίθηση στις απόψεις του θρησκευτικού φανατισμού. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η Σύσταση 1804/2007 στην οποία τονίζεται ότι το κράτος δεν πρέπει να επιτρέπει τη διάδοση θρησκευτικών αντιλήψεων οι οποίες αν εφαρμοστούν στην πράξη παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ στην ίδια Σύσταση επισημαίνεται ότι διαφέρει η γνώση των θρησκειών από την πίστη και την εφαρμογή των τρόπων λατρείας μιας θρησκείας. Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι κατευθυντήριες γραμμές του Τολέδο (2007) όπου ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη προτρέπει τα κράτη να αναπτύξουν πολιτικές που σέβονται τις πολιτιστικές διαφορές και βοηθούν στην πρόσληψη των διακρίσεων κατά των χριστιανών, εβραίων, μουσουλμάνων και μελών άλλων θρησκειών. Η γνώση των θρησκειών και των θρησκευτικών πεποιθήσεων αποτελούν ουσιαστικό μέρος της ποιοτικής εκπαίδευσης που είναι απαραίτητη για την κατανόηση της ιστορίας, της λογοτεχνίας και του πολιτισμού Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι ο θρησκειολογικός προσανατολισμός της θρησκευτικής εκπαίδευσης επιτάσσει να μην εντάσσονται η προσευχή και ο εκκλησιασμός στην εκπαιδευτική διαδικασία, διότι τέτοιες ρυθμίσεις αντιστρατεύονται το σκοπό της παιδείας στο φιλελεύθερο και δημοκρατικό πολίτευμα που καθιερώνει το Σύνταγμα, ο οποίος έγκειται, κατά τα προαναφερθέντα, στη διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών που έχουν μαθητεύσει σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς την κρατική επιβολή απόψεων και καταναγκασμούς, αλλά υπό συνθήκες ελευθερίας που επιτρέπουν τον αυτοκαθορισμό κάθε πολίτη. Στο πλαίσιο της θρησκειολογικής εκπαίδευσης δεν υφίσταται ζήτημα απαλλαγής μαθητών διότι δεν είναι συμβατό με το Σύνταγμα και τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, η εκπαίδευση να απευθύνεται μόνο σε κατηγορία μαθητών (ορθόδοξων χριστιανών) και έτσι να εξαιρούνται κατηγορίες μαθητών από το οριζόμενο πρόγραμμα, με συνέπεια να διασπάται η ενότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και να περιορίζεται η εμβέλειά της στο κρίσιμο πεδίο της γνώσης των θρησκειών. Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος, σε συνδυασμό και με τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα έχει ως θεμελιώδη στόχευση την ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητών και ως εκ τούτου διακρίνεται για τον καθολικό χαρακτήρα του, υπηρετώντας τις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας. Με τα δεδομένα αυτά το προσβαλλόμενο π.δ. 79/2017 κατά το μέρος που με το άρθρο 18 παρ. Α1 και Β1 προβλέπει την τέλεση κοινής προσευχής μαθητών και εκπαιδευτικών πριν την έναρξη των μαθημάτων τόσο για τα νηπιαγωγεία όσο και για τα δημοτικά σχολεία, καθώς επίσης και κατά το μέρος που με το άρθρο 3 παρ. 3 προβλέπει τη δυνατότητα εκκλησιασμού των μαθητών των νηπιαγωγείων και των δημοτικών σχολείων στο πλαίσιο συγκεκριμένων εορτών, αντίκειται στο άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος.

16. Επειδή, με το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων των άρθρων 9 παρ. 3 και 11 παρ. 4 του ν. 1566/1985, ρυθμίζεται η οργάνωση και λειτουργία των νηπιαγωγείων και των δημοτικών σχολείων της χώρας, ενώ με το άρθρο 21 αυτού προβλέπεται ότι από τη δημοσίευσή του (1.8.2017, η οποία συμπίπτει με την έναρξη ισχύος του) παύουν να ισχύουν τα προεδρικά διατάγματα 200/1998 και 201/1998. Ειδικότερα, στο άρθρο 3 αυτού, τιτλοφορούμενο «Διακοπές, Αργίες και Εορταστικές Εκδηλώσεις», ορίζεται ότι: «1. Τα νηπιαγωγεία και τα δημοτικά σχολεία δεν λειτουργούν τις ακόλουθες ημέρες και περιόδους: α) τα Σάββατα και τις Κυριακές, β) την 28η Οκτωβρίου (εθνική εορτή), γ) από 24 Δεκεμβρίου μέχρι και 7 Ιανουαρίου (διακοπές Χριστουγέννων), δ) την Καθαρά Δευτέρα, ε) την 25η Μαρτίου (εθνική εορτή), στ) από τη Μ. Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή της Διακαινησίμου (διακοπές Πάσχα), η) την 1η Μαΐου, θ) την εορτή του Αγίου Πνεύματος, ι) από 22 Ιουνίου μέχρι και 31 Αυγούστου (θερινές διακοπές) και ια) την ημέρα της εορτής του Πολιούχου της έδρας του σχολείου και την ημέρα της τοπικής εθνικής εορτής. 2. Εορταστικές εκδηλώσεις στα νηπιαγωγεία και τα δημοτικά σχολεία πραγματοποιούνται: α) στις 27 Οκτωβρίου για την επέτειο της εθνικής εορτής της 28ης Οκτωβρίου, ημέρα κατά την οποία τιμάται και η ελληνική σημαία. Σε περίπτωση που η 28η Οκτωβρίου είναι Κυριακή ή Δευτέρα, οι εκδηλώσεις γίνονται την προηγούμενη Παρασκευή, β) στις 24 Μαρτίου για την επέτειο της εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου. Σε περίπτωση που η 25η Μαρτίου είναι Κυριακή ή Δευτέρα, οι εκδηλώσεις γίνονται την προηγούμενη Παρασκευή, γ) στις 17 Νοεμβρίου για την επέτειο του Πολυτεχνείου, τον αντιδικτατορικό αγώνα και την Εθνική Αντίσταση. Όταν η 17η Νοεμβρίου είναι Σάββατο ή Κυριακή, οι εορταστικές εκδηλώσεις πραγματοποιούνται την προηγούμενη Παρασκευή, δ) στις 30 Ιανουαρίου, εορτή των Τριών Ιεραρχών. Σε περίπτωση που η 30η Ιανουαρίου είναι Σάββατο ή Κυριακή, οι εορταστικές εκδηλώσεις λαμβάνουν χώρα την προηγούμενη Παρασκευή. 3. Επ’ ευκαιρία των εορτών του παρόντος άρθρου δύναται να πραγματοποιείται εκκλησιασμός κατά την κρίση του Συλλόγου Διδασκόντων και εφόσον οι συνθήκες το επιτρέπουν. 4.[…].», και στο άρθρο 18, τιτλοφορούμενο «Έναρξη Ημερήσιου Προγράμματος, Προσέλευση-Αποχώρηση μαθητών, Ασφάλεια μαθητών», ορίζονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Α. Νηπιαγωγεία 1. Το καθημερινό ημερήσιο σχολικό πρόγραμμα αρχίζει με την προσέλευση των νηπίων-προνηπίων στο χώρο του σχολείου την ώρα που προβλέπεται στο ΕΩΠ…. Πριν από την έναρξη των μαθημάτων πραγματοποιείται κοινή προσευχή των νηπίων-προνηπίων και του διδακτικού προσωπικού. Η συμμετοχή των μαθητών άλλου δόγματος στην κοινή προσευχή δεν είναι υποχρεωτική…. Β. Δημοτικά 1. Το καθημερινό ημερήσιο σχολικό πρόγραμμα αρχίζει με την προσέλευση των μαθητών στο χώρο του σχολείου την ώρα που προβλέπεται στο ΕΩΠ…. Πριν από την έναρξη των μαθημάτων πραγματοποιείται κοινή προσευχή των μαθητών και του διδακτικού προσωπικού στο προαύλιο του σχολείου με ευθύνη των εκπαιδευτικών που εφημερεύουν. Η συμμετοχή των μαθητών άλλου δόγματος στην κοινή προσευχή δεν είναι υποχρεωτική. Ο Διευθυντής του σχολείου ή ο αναπληρωτής του ή διδάσκων εκπροσωπώντας τον Σύλλογο Διδασκόντων προβαίνει σε πιθανές ανακοινώσεις – οδηγίες που αφορούν στην εύρυθμη λειτουργία του σχολείου και στη μαθητική ζωή της συγκεκριμένης μέρας ή και σε γενικότερα θέματα….».

17. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω, νομίμως προβλέπεται, κατ’ αρχήν, στο προσβαλλόμενο διάταγμα, ο εκκλησιασμός και η πρωινή προσευχή των μαθητών των νηπιαγωγείων και των δημοτικών σχολείων, τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατά παράβαση όμως της συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 13 παρ. 1 και των άρθρων 9 της ΕΣΔΑ και 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ δεν προβλέπεται στο άρθρο 3 του προσβαλλόμενου διατάγματος η δυνατότητα απαλλαγής από τον εκκλησιασμό μαθητών νηπιαγωγείων και δημοτικών σχολείων για λόγους θρησκευτικής συνείδησης κατόπιν δηλώσεως των γονέων τους, κατά τα ήδη εκτεθέντα. Κατά παράβαση δε των ίδιων διατάξεων στο άρθρο 18 του προσβαλλόμενου διατάγματος, και ειδικότερα στις παραγράφους Α1 για τα νηπιαγωγεία και Β1 για το δημοτικό, προβλέπεται η δυνατότητα απαλλαγής από την πρωινή προσευχή μόνο των μαθητών άλλου δόγματος και όχι και άλλων μαθητών (άλλου θρησκεύματος, άθεων, αγνωστικιστών) που έχουν λόγους θρησκευτικής συνείδησης για απαλλαγή, όπως προεκτέθηκε. Για τους λόγους αυτούς, βασίμως προβαλλόμενους, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί, κατά τα προεκτεθέντα, η παράλειψη του προσβαλλόμενου διατάγματος να προβλέψει τη δυνατότητα απαλλαγής από τον εκκλησιασμό και την πρωινή προσευχή των νηπίων και των μαθητών των δημοτικών σχολείων για λόγους θρησκευτικής συνείδησης. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Θ. Αραβάνης και Μιχ. Πικραμένος, κατά τη γνώμη των οποίων η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν όλω δεκτή και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες διατάξεις του διατάγματος κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση, για τους εκτεθέντες στις αντίστοιχες μειοψηφούσες γνώμες λόγους που παρατίθενται στη σκέψη 15. Κατά την ειδικότερη γνώμη του Συμβούλου Μιχ. Πικραμένου οι διατάξεις του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος των άρθρων 18 παρ. Α1 και Β1 που προβλέπουν την τέλεση κοινής προσευχής μαθητών και εκπαιδευτικών πριν την έναρξη των μαθημάτων τόσο για τα νηπιαγωγεία όσο και για τα δημοτικά σχολεία, καθώς επίσης και του άρθρου 3 παρ. 3 που προβλέπουν τη δυνατότητα εκκλησιασμού των μαθητών των νηπιαγωγείων και των δημοτικών σχολείων στο πλαίσιο συγκεκριμένων εορτών, πρέπει να ακυρωθούν, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση, διότι, κατά τα εκτεθέντα στην μειοψηφούσα γνώμη στη σκέψη 15, αντίκεινται στο άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος.

18. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, να γίνει εν μέρει δεκτή και να απορριφθεί, κατά τούτο, η παρέμβαση της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση και να γίνει δεκτή η παρέμβαση.

19. Επειδή, λόγω της εν μέρει αποδοχής και της εν μέρει απορρίψεως της αιτήσεως πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Δ ι ά  τ α ύ τ α

Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Ακυρώνει εν μέρει το π.δ. 79/2017, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό.
Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά.
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου.
Απορρίπτει εν μέρει την παρέμβαση.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2019

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας

Αθ. Ράντος                                Ελ. Γκίκα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Μαΐου 2020.

Ο Πρόεδρος      Η Γραμματέας

Αθ. Ράντος        Ελ. Γκίκα

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.