ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 1947/2010
Αριθμός Απόφασης : 1947
'Ετος : 2010
Δικαστήριο : Διοικητικό Εφετείο Αθηνών


1947/2010
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 9ο Τριμελές


Αποτελούμενο από τους: Μαρία Μπάσμπα, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Βρυσηΐδα Μακρή και Θωμά Ματζόγλου (Εισηγητή), Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Μαρία Αλεξανδράκη, δικαστική υπάλληλο

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Φεβρουαρίου 2010, για να δικάσει την από 26 Αυγούστου 2009 (αριθμ. Καταχ. ΑΒΕΜ ***/***2009) έφεση,

του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αγίας Φιλοθέης, αριθμός 21 και παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο ***, σύμφωνα με την από 3/2/2010 έγγραφη δήλωσή της (άρθρο 133, παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.), την οποία κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου.

κατά της ***, κατοίκου ***, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσιά της δικηγόρο ***.

Το Δικαστήριο, άκουσε τη διάδικο που παραστάθηκε και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά,

Μ ε λ έ τ η σ ε  τη δικογραφία και

Σ κ έ φ τ η κ ε  σύμφωνα με το νόμο.


1. Με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου (άρθρα 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998 και 285 παρ. 2 περ. ζ΄ του Κ.Δ.Δ.), παραδεκτώς ζητείται η εξαφάνιση της 15773/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση έγινε δεκτή αγωγή της εφεσίβλητης, με την οποία είχε ζητήσει να υποχρεωθεί το εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. να της καταβάλει το ποσόν των 4.224.000 δραχμών ή 12.396,18 Ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από 4/3/2000, το οποίο αντιστοιχεί στο προβλεπόμενο από την παραγρ. 1 του άρθρου 1 ν. 103/1975 εφάπαξ χρηματικό βοήθημα.

2. Στο άρθρο 1 (παρ. 1) του ν. 103/1975 «Περί καταβολής εφάπαξ χρηματικού βοηθήματος εις τους εκ της υπηρεσίας αποχωρούντες λόγω συνταξιοδοτήσεως υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ. απάσης της Χώρας» (ΦΕΚ 167 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 2079/1992 (ΦΕΚ 142 Α΄) ορίζεται ότι: «Στους τακτικούς υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ., που δεν υπάγονται στην ασφάλιση του Ταμείου Προνοίας ή κλάδου Πρόνοιας ή στον Α. Ν. 513/1968 (ΦΕΚ 186 Α) «Περί καταβολής αποζημιώσεως εις τους εκ της υπηρεσίας αποχωρούντας λόγω συνταξιοδοτήσεως υπαλλήλους ΝΠΔΔ αρμοδιότητας Υπουργείου Γεωργίας» που αποχωρούν ή απολύονται από την υπηρεσία και δικαιούνται σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας, καταβάλλεται από τα νομικά πρόσωπα από τα οποία αποχωρούν ή απολύονται αυτοί, αναλόγως των ετών της υπηρεσίας τους, εφάπαξ χρηματικό βοήθημα υπολογιζόμενο επί των τακτικών αποδοχών τους κατά τον εξής τρόπο: …». Εξάλλου, με το ν. 1476/1984 (ΦΕΚ 136 Α΄) προβλέφθηκε ο διορισμός και η υπηρεσιακή τακτοποίηση σε θέσεις μονίμων υπαλλήλων του προσωπικού του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, το οποίο υπηρετεί μέχρι τότε με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (άρθρου 1-3), και ορίστηκε, με το άρθρο 3 παρ. 8, όπως η διάταξη αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 18 εδάφιο τελευταίο του ν. 1539/1985 (ΦΕΚ 64 Α΄), ότι ο χρόνος πραγματικής υπηρεσίας ο διανυθείς από, τους μονιμοποιημένους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αναγνωρίζεται ως συντάξιμος στα οικεία Ταμεία επικουρικής ασφαλίσεως και Προνοίας, στα οποία ασφαλίζονται οι μόνιμοι υπάλληλοι, επί εξαγορά, κατά τις οικείες διατάξεις εκάστου Ταμείου και ότι οι μονιμοποιούμενοι στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου των οποίων το προσωπικό ασφαλίζεται με εφάπαξ βοήθημα βάσει του ν. 103/1975 υποχρεούνται στην καταβολή των αναλόγων εισφορών για ολόκληρο τον μέχρι της μονιμοποιήσεως τους διανυθέντα χρόνο υπηρεσίας. Επίσης, με το άρθρο 13 του ν. 1813/1988 (ΦΕΚ Α΄ 243) ορίζεται ότι: «1. Στο τέλος του άρθρου 84 του Κώδικα Πολιτικών κα Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθενται παράγραφοι 7 και 8 ως εξής: 7. Οι με σύμβαση υπάλληλοι του Δημοσίου που υπηρετούσαν κατά την έναρξη ισχύος του ν. 1476/1984 (ΦΕΚ Α΄ 136) και είχαν υπαχθεί στις διατάξεις του Ν.Δ. 874/1971 (ΦΕΚ Α΄ 81) μπορούν να επιλέξουν τη συνταξιοδότησή τους από το Ι.Κ.Α. ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης αντί της συνταξιοδότησης τους από το Δημόσιο. Οι με συμβάσεις υπάλληλοι του Δημοσίου … Οι διατάξεις των προηγουμένων εδαφίων έχουν εφαρμογή και για όσους από τους υπαλλήλους αυτούς έχουν μονιμοποιηθεί με τις διατάξεις του Ν. 1476/1974 ή άλλου νόμου που παραπέμπει στις διατάξεις αυτές, εφ' όσον όμως υπηρετούν και η μονιμοποίηση έγινε μέχρι 31.12.1987. Όσοι επιλέξουν τη συνταξιοδότησή τους…», ενώ με το άρθρο 9 παράγραφος 7 του ν. 1902/1990 (φ. Α΄ 138) αντικαταστάθηκαν τα τρίτο και τέταρτο εδάφια της προαναφερόμενης παραγράφου 7 του άρθρου 84 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, ως εξής: «Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων έχουν εφαρμογή και για όσους από τους υπαλλήλους αυτούς έχουν μονιμοποιηθεί με τις διατάξεις του Ν. 1476/1984 (ΦΕΚ 136) ή του Ν. 1540/1985 (ΦΕΚ Α΄ 67) ή άλλου νόμου που παραπέμπει στις διατάξεις τους, με την προϋπόθεση ότι, στην τελευταία αυτήν περίπτωση, η μονιμοποίηση έγινε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1990. Όσοι επιλέξουν την συνταξιοδότησή τους …». Περαιτέρω, στο άρθρο 9 παρ. 7 του ν. 2335/1995 (ΦΕΚ Α΄ 185) ορίζεται ότι: «7. Οι μόνιμοι υπάλληλοι των Ν.Π.Δ.Δ., οι οποίοι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του Ν. 1583/1985 και του άρθρου 13 του Ν. 1813/1988, επέλεξαν και διατήρησαν το προ της μονιμοποίησής τους ασφαλιστικό καθεστώς, υπάγονται υποχρεωτικά από την πρώτη του επόμενου από τη δημοσίευση του παρόντος στο καθεστώς του Ν. 103/1975 (ΦΕΚ Α΄ 167) για τη λήψη εφάπαξ βοηθήματος κατά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης, εφόσον δεν είχαν υπαχθεί στην ασφάλιση άλλου φορέα ή κλάδου ή λογαριασμού πρόνοιας. Όλος ο χρόνος της υπηρεσίας τους, από την ημερομηνία του αρχικού διορισμού τους και όχι πριν από την 1.10.1975 (ημερομηνία έναρξης καταβολής εισφορών) και μέχρι της υπαγωγής τους στο καθεστώς του Ν. 103/1975, μπορεί να αναγνωρισθεί και εξαγορασθεί με τις αποδοχές του μήνα υποβολής της σχετικής αίτησης σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 15 του Ν. 2079/1992»…». Τέλος, στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του Κώδικα Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων (κανονισμός 5/1978 ΦΕΚ 48 Α) ορίζεται ότι: «…2. Οι υπάλληλοι των γραφείων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, οι ιεροκήρυκες και οι υπάλληλοι των Ιερών μονών υπάγονται εις τον παρόντα κώδικα, δεν υπάγονται όμως οι πρεσβύτεροι (προϊστάμενοι ή μη) ως και οι διάκονοι των Ιερών ναών (ενοριακών ή μη), οι Ιεροψάλται και το τυχόν υπάρχον έτερον βοηθητικόν ή υπηρεσιακόν προσωπικόν των ναών τούτων (χορωδοί, γραφείς, νεωκόροι, καθαρίστριαι)…».

3. Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων συνάγεται ότι, το προσωπικό των Ν.Π.Δ.Δ., μεταξύ των οποίων και οι καθαρίστριες των εκκλησιαστικών νπδδ, το οποίο προσλήφθηκε με σχέση εργασίας ιδιωτικού δι-καίου αορίστου χρόνου και μονιμοποιήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1476/1984, επέλεξε δε και διατήρησε το προ της μονιμοποίησής του ασφαλιστικό καθεστώς, υπάγεται μετά τη μονιμοποίησή του αυτή, αφού η σχέση του μετατράπηκε σε δημοσίου δικαίου, υποχρεωτικά στο καθεστώς του ν. 103/1975 για τη λήψη εφάπαξ βοηθήματος, κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης, εφόσον δεν είναι ασφαλισμένο σε άλλο φορέα ή κλάδο ή λογαριασμό πρόνοιας, ούτε δικαιούται άλλης αποζημιώσεως ή εφάπαξ παροχής. (βλ. εισηγητική έκθεση του ν. 2335/1995 άρθρο 9 παρ. 7). Εξάλλου, το μονιμοποιούμενο με το ν. 1476/1984 προσωπικό δεν δικαιούται αποζημίωσης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 55 του π.δ. 410/19888,διότι κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία δεν τελεί πλέον σε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (βλ. ΣτΕ 3219/1991 και 767/1992).

4. Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 17/7-1-1981 απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, η εφεσίβλητη προσλήφθηκε από το εκκαλούν νομικό πρόσωπο ως καθαρίστρια των γραφείων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, από 16-1-1981. Στη συνέχεια, με την 2069/29-8-1985 απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών η εφεσίβλητη εντάχθηκε σε οργανική θέση μονίμου υπάλληλου του κλάδου ΥΕ Καθαρισμού – Βοηθητικών Εργασιών με την ίδια ειδικότητα, με βάση τις διατάξεις του ν. 1476/1984, ενώ με δήλωσή της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του ν. 1583/1985 επέλεξε το συνταξιοδοτικό καθεστώς που είχε πριν την μονιμοποίησή της, αυτό δηλαδή της κοινής ασφαλισμένης του Ι.Κ.Α. υπηρέτησε δε στο εκκαλούν μέχρι την 4.3.2000, οπότε παραιτήθηκε προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί. Ακολούθως, με την 2851/5-7-2000 απόφαση του Διευθυντή του Υποκ/τος ΙΚΑ Αγ. Αναργύρων απονεμήθηκε σύνταξη γήρατος στην εφεσίβλητη από 10-3-2000. Με την ένδικη αγωγή, η εφεσίβλητη ζήτησε να υποχρεωθεί το εκκαλούν νομικό πρόσωπο να της καταβάλει το ποσό των 4.224.000 δραχμών, που αφορά το εφάπαξ χρηματικό βοήθημα που δικαιούται σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του Ν. 103/1975, το οποίο ισχυρίστηκε ότι αρνείται να της καταβάλει το εκκαλούν μετά την συνταξιοδότησή της. Το εκκαλούν νομικό πρόσωπο ζήτησε την απόρριψη της αγωγής, ισχυρίστηκε δε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν εφαρμόζεται ο ν. 103/1975 καθώς η εφεσίβλητη διέπεται από τον Κώδικα Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων με αριθμό 5/1978, ότι ο ν. 103/1975 έχει καταργηθεί με το άρθρο 60 παρ. 2 του ν. 993/1979 και ότι όλοι οι υπάλληλοι των Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου δεν υπάγονται από 21-12-1979, ημερομηνία έναρξης ισχύος του άρθρου 49 του ν. 993/1979, στο καθεστώς του ν. 103/1975, τέλος δε ότι η εφεσίβλητη δεν δικαιούται του εφάπαξ βοηθήματος αφού στην περίπτωσή της δεν έχει πραγματοποιηθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 του Ν. 103/1975 κράτηση που ανέρχεται σε ποσοστό 4% επί των αποδοχών της. Με την 13020/2003 προδικαστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οι ανωτέρω ισχυρισμοί απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι, κρίθηκε δε ότι η εφεσίβλητη υπάγεται στο καθεστώς των διατάξεων του ν. 103/1975 για χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος. Περαιτέρω, επειδή από τα στοιχεία του φακέλου δεν προέκυπταν οι αποδοχές της εφεσίβλητης για τον υπολογισμό του ποσού που αυτή δικαιούται να λάβει ούτε είχε συνταχθεί πράξη υπολογισμού του ποσού από το εκκαλούν, με την ως άνω απόφαση υποχρεώθηκε το τελευταίο να προσκομίσει σχετική πράξη. Σε εκτέλεση της προδικαστικής απόφασης προσκομίστηκε το 1747/7-5-2004 έγγραφο του εκκαλούντος, σύμφωνα με το οποίο το, κατά τις διατάξεις του ν. 103/1975, εφάπαξ βοήθημα ανέρχεται στο ποσό των 12.825,92 ευρώ. Κατόπιν τούτου, με την εκκαλουμένη απόφαση υποχρεώθηκε το εκκαλούν να καταβάλλει στην εφεσίβλητη το αιτηθέν ποσό των 12.396,18 ευρώ, με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο, από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

5. Ήδη, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση έσφαλε και δεν εφήρμοσε ορθά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 103/1975, όσον αφορά εις τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους. Ειδικότερα, υποστηρίζει το εκκαλούν ότι οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, διέπονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 2 του ν. 590/1977, από τον 5/1978 Κανονισμό «Περί του Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων», ο οποίος ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των. Εν όψει τούτου, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 103/1975, πέραν του ότι έχει καταργηθεί, δεν μπορεί, και εάν υποτεθεί ότι ισχύει, να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση, γιατί προσκρούει στις, μεταγενέστερες διατάξεις του ως άνω Κανονισμού. Ο λόγος όμως αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, αφού σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ως άνω Κώδικα, στις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα δεν υπάγεται το βοηθητικό ή υπηρεσιακό προσωπικό των Ιερών Ναών, μεταξύ των οποίων και οι καθαρίστριες.

6. Εξάλλου, προβάλλεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν έλαβε υπ' όψιν ότι ο ν. 103/1975 έχει σιωπηρώς καταργηθεί μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 993/1979, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 2 του νόμου τούτου. Ως εκ τούτου, όλοι οι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάλληλοι των Ν.Π.Δ.Δ., έπαυσαν να υπάγονται από της ισχύος του άρθρου 49 του Ν. 993/1979 (21-12-1979) στο καθεστώς του ν. 103/1975. Εξ άλλου, υποστηρίζει το εκκαλούν, η προβλεπόμενη αποζημίωση από το άρθρο 49 του άνω ν. 993/1979, για τους επί συμβάσει υπαλλήλους του Ν.Π.Δ.Δ., και πάλι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην εφεσίβλητη δεδομένου ότι αυτή ανήκει στο βοηθητικό προσωπικό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και εξαιρείται από την προβλεπόμενη αποζημίωση (άρθρο 49 παρ. 7 ν. 993/1979). Ο λόγος όμως αυτός, ανεξαρτήτως της βασιμότητάς του, προβάλλεται αλυσιτελώς και πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον ο ν. 993/1979 αναφέρεται στο προσωπικό που εργάζεται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ενώ η σχέση εργασίας της εφεσίβλητης από το έτος 1985 έχει μετατραπεί σε δημοσίου δικαίου.

7. Τέλος, προβάλλεται ότι έσφαλε στην κρίση της η εκκαλουμένη απόφαση, καθόσον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 του ν. 103/1975 κράτηση του 4% επί των αποδοχών ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, και τούτο γιατί ο ως άνω νόμος δεν εφαρμόσθη-κε επί των Εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, αφού δεν εκδόθηκε ο προβλεπόμενος Κανονισμός από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, σύμφωνα με την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 42 παρ. 2 του ν. 590/1977. Και ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού το εκκαλούν όφειλε να προβεί στη σχετική κράτηση, ενόψει της κατά τα ανωτέρω υπαγωγής της εφεσίβλητης στις διατάξεις του ν. 103/1975, σε κάθε δε περίπτωση, η παρακράτηση του προβλεπόμενου ποσοστού μπορεί να γίνει κατά την είσπραξη του εφάπαξ βοηθήματος, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση.

8. Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη έφεση με την οποία δεν προβάλλεται άλλος λόγος πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμη, εκτιμωμένων δε των περιστάσεων, ν' απαλλαγεί το εκκαλούν από τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης.

ΓΙ' ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ

Απορρίπτει την έφεση.

Απαλλάσσει το εκκαλούν από τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2010 και δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 30 Ιουλίου 2010.

 

Η Πρόεδρος Ο Εισηγητής

Μαρία Μπάζμπα Θωμάς Μπατζόγλου

Η Γραμματέας

Μαρία Αλεξανδράκη

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.