ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΣτΕ 319/2021
Αριθμός Απόφασης : 319
'Ετος : 2021
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 319/2021
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Δεκεμβρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Μ. Καραμανώφ, Aντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Ο. Παπαδοπούλου, Χρ. Σιταρά, Σύμβουλοι, Ι. Μιχαλακόπουλος, Ο. Νικολαράκου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Τσαπαρδώνη.

Για να δικάσει την από 28 Ιουλίου 2020 αίτηση:

των: 1. *** Μοναχής, κατά κόσμον ***, Καθηγουμένης Ιερού Ησυχαστηρίου ***, η οποία με την από 26.10.2020 έγγραφη δήλωση της δικηγόρου *** (Α.Μ. ***), δυνάμει του ***/22.10.2020 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ***, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, 2. *** Μοναχής, κατά κόσμον *** του *** , 3. *** Μοναχής, κατά κόσμον *** του *** , 4. *** Μοναχής, κατά κόσμον *** του ***, 5. *** Μοναχής, κατά κόσμον *** του ***, κατοίκων Ιερού Ησυχαστηρίου ***, οι οποίες παρέστησαν με τον δικηγόρο *** (Α.Μ. ***, Δ.Σ. ***), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του και 6. Ιερού Ησυχαστηρίου «***», που εδρεύει στα ***, το οποίο με την από 26.10.2020 έγγραφη δήλωση της δικηγόρου *** (Α.Μ. ***), δυνάμει του ***/22.10.2020 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ***, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης,

κατά των: 1. Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, που εδρεύει στα Σπάτα Αττικής (Βυζαντίου και Θουκυδίδου 6), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Βλάχο (Α.Μ. 12563), που τον διόρισε με απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του, 2. Εκκλησίας της Ελλάδος, που εδρεύει στην Αθήνα (Ιωάννου Γενναδίου 14), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Θεόδωρο Παπαγεωργίου (Α.Μ. 24288), που τον διόρισε με εξουσιοδότηση της Ιεράς Συνόδου της και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του και 3. Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν οι υπ’ αριθμ.: α. 474/8.4.2020, β. 643/9.6.2020, γ. 763/7.7.2020 πράξεις του Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Μιχαλακόπουλου.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου  κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της αίτησης αυτής καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό πληρωμής ****).
2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται ν’ ακυρωθούν οι εξής πράξεις του Μητροπολίτη Μεσογαίας & Λαυρεωτικής: α) με αρ. πρωτοκόλλου 474/8.4.2020, με την οποίαν η πρώτη αιτούσα παύθηκε από τη θέση της Καθηγουμένης του «Ιερού Ησυχαστηρίου ***» και ταυτόχρονα διορίσθηκε ως τοποτηρήτρια του Ησυχαστηρίου η μοναχή ***, ηγουμένη της Ιεράς Μονής ***, β) με αρ. πρωτ. 643/9.6.2020, με την οποίαν ο Μητροπολίτης επιτάσσει στην πρώτη αιτούσα να παραδώσει στην τοποτηρήτρια τα κλειδιά για τις εξωτερικές θύρες και το ναό, καθώς και τη σφραγίδα και τα βιβλία του Ησυχαστηρίου, ενώ ταυτόχρονα απαγορεύει να εισέλθουν σ’ αυτό άνδρες ή γυναίκες μοναχοί άλλης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας και να έχει η πρώτη αιτούσα κάθε επικοινωνία μαζί τους για οποιοδήποτε θέμα σχετίζεται με τη λειτουργία του Ησυχαστηρίου χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την τοποτηρήτρια και γ) με αρ. πρωτ. 763/7.7.2020, με την οποίαν καλούνται να απομακρυνθούν πάραυτα από το Ησυχαστήριο οι δεύτερη έως και πέμπτη αιτούσες, για τις ειδικότερες, εκκλησιολογικού χαρακτήρα αιτίες που αναφέρονται σ’ αυτήν.
3. Επειδή, η χρονολογικά προηγούμενη από τις πιο πάνω, προσβαλλόμενες πράξεις αφορά στη μεταβολή των οργάνων διοίκησης νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, αφού, όπως εκτίθεται παρακάτω, το Ησυχαστήριο δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αλλά ίδρυμα. Νόμιμα εισάγεται επομένως η υπόθεση στο Δ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου με βάση το συνδυασμό του άρ. 14 παρ. 7 κωδ. π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει, προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 3 παρ. 1 περ. (α) της 8/2019 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ 2933).
4. Επειδή, μόνη η Μητρόπολη Μεσογαίας & Λαυρεωτικής νομιμοποιείται παθητικά. Αντίθετα ούτε ο Υπουργός Παιδείας ούτε η Εκκλησία της Ελλάδος νομιμοποιούνται παθητικά, γιατί οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν εκδόθηκαν από όργανό τους ούτε και άσκησαν παρέμβαση υπέρ του κύρους των πράξεων αυτών. Άρα, η παράσταση της Εκκλησίας της Ελλάδος πρέπει να κηρυχθεί άκυρη και αυτή ν’ αποβληθεί από τη δίκη (βλ. ΣτΕ 1820/2019 7μ., 1420/2013 κ.ά.).
5. Επειδή, η πρώτη αιτούσα, *** μοναχή, κατά κόσμον *** , υπέβαλε στις 26 Οκτωβρίου 2020 παραίτηση από το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, ενεργώντας τόσο ατομικά όσο και, όπως αναφέρει, για λογαριασμό του Ησυχαστηρίου (ιδρύματος, όπως προαναφέρθηκε, με Ηγουμένη, μονοπρόσωπο δηλ. όργανο διοίκησής του, την ίδια. Βλ. την έγγραφη δήλωση παραίτησης, που υπέβαλε στη γραμματεία του Δικαστηρίου ειδικά εξουσιοδοτημένη πληρεξούσια της πρώτης αιτούσας με βάση το υπ’ αρ. ***/22.10.2020 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο). Πρέπει, λοιπόν, να καταργηθεί η δίκη οπωσδήποτε ως προς την ίδια με βάση το άρ. 30 παρ. 1 του κωδικοποιητικού π. δ/τος 18/1989.
6. Επειδή, η δίκη πρέπει να καταργηθεί με βάση το άρ. 30 παρ. 1 του κωδ. π. δ/τος 18/1989 και ως προς το έκτο αιτούν, το νομικό πρόσωπο του ιδρύματος. Και τούτο, διότι και υπό την εκδοχή ακόμα, ότι αυτό θα είχε ικανότητα δικαστικής παράστασης με τα πρόσωπα που ήταν φορείς της ιδιότητας των παυθέντων οργάνων διοίκησής του, αποκλειστικά και μόνο με σκοπό ν’ αμφισβητήσει τη νομιμότητα της συντελεσθείσας μεταβολής στη διοίκησή του (βλ. ΣτΕ 510/2015· πρβλ. και ΣτΕ 3183/1987, 3354/1988, 2988/1994, 717/2013), η πρώτη αιτούσα, όπως συνάγεται τόσο από τη δήλωση παραίτησής της όσο και από το σχετικό ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο που προηγήθηκε, παραιτείται με την πιο πάνω ιδιότητά της και από αυτή τη δυνατότητα. 
7. Επειδή, με το π. δ. 152/1996 (Α΄ 113) ιδρύθηκε ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με τ’ άρθρα 108 επ. του Αστικού Κώδικα, το «Ιερό Ησυχαστήριο ***», το οποίο κατά τη συστατική του πράξη τελεί «υπό την πνευματικήν δικαιοδοσίαν, κατά τους ιερούς κανόνας, του … Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής». Πριν από την έκδοση του εγκριτικού διατάγματος είχαν ταχθεί υπέρ της σύστασης του ιδρύματος ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής (έγγραφό του, με αριθμό 115/29.2.1996), καθώς και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, στη συνεδρία της 6.3.1996 (βλ. έγγραφό της με αριθμό 651/287/8.3.1996). Το Ησυχαστήριο λειτουργεί κατά το ιδρυτικό του διάταγμα στη θέση «***» ***. Η πρώτη αιτούσα ήταν η Ηγουμένη του και η μοναδική μοναχή που εγκαταβίωνε σ’ αυτό κατά τον κρίσιμο χρόνο.
8. Επειδή, ο οργανισμός («Καταστατικό») του Ησυχαστηρίου, που κυρώθηκε με το παραπάνω προεδρικό διάταγμα, ορίζει ότι: «Η άσκησις της πνευματικής εξουσίας του οικείου Μητροπολίτου εκδηλούται κυρίως εις τα εξής: α) Εις τον διορισμόν και την παύσιν υπ’ αυτού της υποδεικνυομένης υπό της ολομελείας των Μοναχών Ηγουμένης β) … γ) Εις τα αφορώντα γενικώς την πνευματικήν εξυπηρέτησιν των εγκαταβιουσών εις την ιεράν μονήν μοναζουσών, την έγκρισιν προς κουράν των υπό της Γεροντίας υποδεικνυομένων δοκίμων, ως Μοναχών Ρασοφόρων, την ευλογίαν αυτού ως και την προαγωγήν εις Μεγαλοσχήμους, δ) ...» (άρθρο 2). Στα άρθρα 5-7 ο οργανισμός καθορίζει τις πρόσθετες προϋποθέσεις για την κτήση της ιδιότητας της μοναχής. Στο άρθρο 5 ορίζεται ανάμεσα στα άλλα, ότι για κάθε εγγραφή δόκιμης από τη Γεροντία της Μονής απαιτείται προηγούμενη έγκριση του Μητροπολίτη. Για την κουρά δόκιμης σε ρασοφόρα μοναχή και για την κλήση ρασοφόρας σε μεγαλόσχημη απαιτούνται κατ’ αρχήν ένα και τρία έτη αντίστοιχα. Για τα ζητήματα αυτά εκφέρει προηγούμενη (πριν από το Μητροπολίτη) κρίση η Γεροντία της Μονής (άρθρο 6). Προβλέπεται επίσης η τήρηση βιβλίου Μοναχολογίου [άρ. 26 (α)].
9. Επειδή, ο ίδιος οργανισμός όρισε ότι η πρώτη αιτούσα είναι ισόβια Ηγουμένη και ότι «Μετά τον θάνατον αυτής ή την τυχόν λόγω ανικανότητος προς άσκησιν των καθηκόντων της, έκπτωσιν αυτής» θα ξεκινήσει διαδικασία εκλογής (άρθρο 9). Το άρθρο 11 του Οργανισμού ορίζει: «Η Ηγουμένη είναι ισόβια. Δύναται να παυθεί υπό του οικείου Μητροπολίτου λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας αυτής», ενώ το άρθρο 12 ορίζει ότι: «Την Ηγουμένην κωλυομένην εις την άσκησιν των καθηκόντων της, αναπληροί τοποτηρήτρια μοναχή, οριζομένη υπό του οικείου Μητροπολίτου».
10. Επειδή, όπως προκύπτει από το φάκελο, πριν από την έκδοση της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης ο Μητροπολίτης απεύθυνε προς την πρώτη αιτούσα ως Καθηγουμένη του Ησυχαστηρίου το έγγραφο με αριθμό πρωτοκόλλου 284 (διεκπ. 106)/21.2.2020. Με αυτό εκδήλωσε την αντίθεσή του στην φυσική παρουσία στο Ησυχαστήριο μοναζουσών από την αδελφότητα όπου ανήκουν οι 2η - 5η από τις ήδη αιτούσες, με σκοπό την εκεί εγκαταβίωσή τους, για το λόγο ότι αυτές με την κατά συρροήν «αντιεκκλησιαστική», όπως ανέφερε, «συμπεριφορά» τους έχουν προξενήσει αναστάτωση στην Εκκλησία της Ελλάδος και πέραν αυτής. Απεύθυνε επίσης επιταγή («εντελλόμεθα») ν’ αποφύγει η α΄ αιτούσα κάθε περαιτέρω κίνηση (επί του ζητήματος), προτού να έρθει σε επικοινωνία με τη Μητρόπολη. Παρά ταύτα στις 4 Μαρτίου 2020 εκδόθηκε από το «Αρχιεπισκοπικόν Σταυροπήγιον Διονυσίου Τρίκκης & Σταγών τής Αρχιεπισκοπής Ορθοδόξων Ρωσσικών Εκκλησιών Δυτικής Ευρώπης τού Πατριαρχείου Μόσχας», το οποίο εδρεύει στο Arnstein του Obernhof, στη Γερμανία, «κανονικόν κοινόν απολυτήριον» επτά μοναζουσών (μεταξύ των οποίων οι 2η - 5η από τις ήδη αιτούσες) για το «Ιερό Ησυχαστήριο ***».
11. Επειδή, ο Μητροπολίτης στη συνέχεια απεύθυνε στην αιτούσα και άλλο έγγραφο, με αριθμό 393 (διεκπ. 161)/9.3.2020. Με αυτό τη διέταξε ξανά να αποφύγει με κάθε τρόπο την εγκατάστασή των προσώπων αυτών στο χώρο του Ησυχαστηρίου. Προηγουμένως της επισήμανε ότι δε συμμορφώθηκε προς τα διαταχθέντα με το προηγούμενο 284/106/21.2.2020 έγγραφό του και, αφού επανέλαβε τα σχετικά με την πρόκληση προβλημάτων στην Εκκλησία από την αδελφότητα αυτή, προσέθεσε ότι ο πνευματικός πατέρας των μοναζουσών, αρχιμανδρίτης ***, τελεί σε αργία που του επιβλήθηκε με απόφαση του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου του έτους ***, ενώ του έχει επιβληθεί και άλλη ποινή αργίας, διάρκειας επτάμισυ ετών, με απόφαση του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου, το *** του ***. Τέλος, αιτιολόγησε την απαγόρευση εγκατάστασης των μοναζουσών στην περιφέρειά του, αναφέροντας, ότι εκτός από τα παραπάνω το όλο θέμα άπτεται λεπτών ζητημάτων εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, που πρέπει να διερευνηθούν. 
12. Επειδή, όπως προκύπτει από αντιπεφωνημένο αντίγραφο «Βιβλίου πρακτικών του Ηγουμενοσυμβουλίου» του Ησυχαστηρίου, που προσκόμισαν οι αιτούσες, η πρώτη αιτούσα, ***, εκτελώντας χρέη Γεροντίας, με την 1η/2020 πράξη που συντάχθηκε στις 4 Απριλίου 2020, αφού έκρινε τις πιο πάνω «ενστάσεις» του Μητροπολίτη ως στερούμενες «νομικού και πραγματικού ερείσματος», αποφάσισε την εγγραφή στο Μοναχολόγιο επτά μοναζουσών, μεταξύ των οποίων οι 2η - 5η από τις ήδη αιτούσες. Την ίδια ημερομηνία (4.4.2020) γράφτηκαν όλες και στο Μοναχολόγιο.
13. Επειδή, ο Μητροπολίτης Μεσογαίας & Λαυρεωτικής εξέδωσε την υπ’ αρ. πρωτοκόλλου 474 (διεκπ. 221)/8.4.2020 πράξη του, πρώτη από τις ήδη ρητά προσβαλλόμενες. Με αυτήν έπαυσε την πρώτη αιτούσα από τη θέση της Καθηγουμένης του Ησυχαστηρίου, επικαλούμενος σωματική και πνευματική αδυναμία της ν’ ασκεί τα καθήκοντά της, η οποία είχε ως συνέπεια, εκτός από τα άλλα, να παραμένει το Ησυχαστήριο χωρίς την απαιτούμενη οικονομική τάξη, σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρει. Επικαλέσθηκε, επίσης, το γεγονός ότι, αν και ο ίδιος τής είχε απαγορεύσει εγγράφως την εισδοχή των παραπάνω προσώπων, εκείνη έστειλε επιστολές πρόσκλησης σ’ αυτές και στη συνέχεια τις δέχθηκε στο Ησυχαστήριο. Με την ίδια πράξη του ο Μητροπολίτης διόρισε τη μοναχή ***, ηγουμένη της Ιεράς Μονής ***, ως τοποτηρήτρια του Ησυχαστηρίου. Στη συνέχεια, πάντοτε με την ίδια πράξη του, όρισε ότι αναθέτει «την ευθύνην του επιστηριγμού» της α΄ αιτούσας [για τη φροντίδα της υγείας της και των πρακτικών της αναγκών] σε πενταμελή επιτροπή κληρικών και μοναζουσών, με πρόεδρο τον πρωτοσύγκελλο της Μητρόπολης.
14. Επειδή, επακολούθησε η έκδοση της δεύτερης προσβαλλόμενης πράξης του Μητροπολίτη [με αρ. πρωτ. 643 (διεκπ. 337)/9.6.2020)] με αποδέκτη την πρώτη αιτούσα. Σε αυτήν, ανάμεσα σε άλλα, εκθέτει αναλυτικά διάφορα περιστατικά που δικαιολογούσαν κατά την άποψή του την παύση της, επισημαίνει το πρόβλημα της εγκατάστασης, παρά της συστάσεις του, των πιο πάνω μοναζουσών με το «προβληματικό εκκλησιολογικώς παρελθόν» και σε επίρρωση της κρίσης του αυτής αναφέρει ότι ο πιο πάνω πνευματικός τους πατέρας έχει ήδη τιμωρηθεί το Μάρτιο του 2020 από το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο και με την ποινή της καθαίρεσης. Για το λόγο αυτόν ο Μητροπολίτης απαγορεύει ξανά να εισέλθουν στο Ησυχαστήριο άνδρες ή γυναίκες μοναχοί άλλης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας και να έχει η πρώτη αιτούσα κάθε επικοινωνία μαζί τους για οποιοδήποτε θέμα σχετίζεται με τη λειτουργία του Ησυχαστηρίου χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την τοποτηρήτρια. Και αυτά, με την επιφύλαξη να λάβει άλλα, νόμιμα μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Όπως προαναφέρθηκε, τέλος, με τη δεύτερη αυτή προσβαλλόμενη πράξη παραγγέλλει στην πρώτη αιτούσα να παραδώσει στην τοποτηρήτρια τα κλειδιά για τις εξωτερικές θύρες και το ναό, καθώς και τη σφραγίδα και τα βιβλία του Ησυχαστηρίου.
15. Επειδή, η τρίτη, μεταγενέστερη πράξη του Μητροπολίτη [με αριθμό πρωτοκόλλου 763 (διεκπ. 395)/7.7.2020], που επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή, έχει ως αποδέκτες την δεύτερη έως και πέμπτη από τις αιτούσες, ενώ κοινοποιείται και στην πρώτη. Με αυτήν ο Μητροπολίτης τις καλεί να απομακρυνθούν πάραυτα από το Ησυχαστήριο, στο οποίο και πάλι είχαν εγκατασταθεί είκοσι μέρες νωρίτερα, καταφρονώντας, όπως αναφέρει, ρητές απαγορεύσεις του (επικαλείται σχετικά την 643/737/ 9.6.2020 πράξη του, τις με αριθμούς 284/106/21.2.2020 και 393/161/ 9.3.2020 «επιστολές», αλλά και προσωπικές συναντήσεις των προσώπων αυτών μαζί του, που, όπως βεβαιώνεται, έλαβαν χώρα στις 10 Μαρτίου και στις 27 Απριλίου 2020). Επικαλούμενος τη μέριμνά του για τη σύμφωνη με τους Ιερούς Κανόνες λειτουργία του Ησυχαστηρίου, ο Μητροπολίτης αιτιολογεί στην τρίτη αυτή προσβαλλομένη πράξη του την απαγόρευση εγκατάστασης σ’ αυτό, αμφισβητώντας από διάφορες απόψεις το κύρος των «απολυτηρίων γραμμάτων», τα οποία παρουσίασαν οι πιο πάνω αιτούσες από το μοναστικό καθίδρυμα της προέλευσής τους, στη Γερμανία (το «Αρχιεπισκοπικό Σταυροπήγιο»). Μεταξύ άλλων ανέφερε ότι τα «γράμματα» αυτά δεν είχαν ζητηθεί από τον ίδιον (ως επιχώριο Επίσκοπο), όπως απαιτεί η εκκλησιαστική τάξη. Επικαλέσθηκε, επίσης, προς το σκοπό αυτόν ως νεότερο, επί πλέον στοιχείο, το γεγονός ότι το «Σταυροπήγιο» και οι λοιπές αδελφότητες, όσες είχε ιδρύσει στην Ευρώπη ο αρχιμανδρίτης ***, δεν υπάγονταν στο Πατριαρχείο Μόσχας, σύμφωνα με επίσημη βεβαίωση του τελευταίου. Συγκεκριμένα, επικαλέσθηκε επιστολή που απέστειλε προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ο αρμόδιος για τις εξωτερικές σχέσεις του Πατριαρχείου Μόσχας Μητροπολίτης του Βολοκολάμσκ Ιλαρίων, με ημερομηνία 19.6.2020, στην οποία βεβαίωνε ότι δεν ανήκαν οι εν λόγω αδελφότητες στην Αρχιεπισκοπή Ορθοδόξων Ρωσικών Εκκλησιών Δυτικής Ευρώπης υπό τον Μητροπολίτη Ντούμπνας Ιωάννη ή σε κάποιαν άλλη Μητρόπολη του Πατριαρχείου του. Η έλλειψη υπαγωγής του «Σταυροπηγίου» σε αναγνωρισμένη εκκλησιαστική δικαιοδοσία καθιστούσε, κατά τον Μητροπολίτη Μεσογαίας, ανίσχυρα τα «απολυτήρια γράμματα». Επανέλαβε, επίσης, ο Μητροπολίτης ότι και ο πνευματικός πατέρας της αδελφότητάς τους έχει τιμωρηθεί επανειλημμένα από Συνοδικά Δικαστήρια (της Εκκλησίας της Ελλάδος), μνημονεύοντας και τις τρεις αυτές αποφάσεις κατά τα προσδιοριστικά τους στοιχεία και το περιεχόμενό τους [συγκεκριμένα: 1) αργία τεσσάρων και ημίσεος ετών, που του επιβλήθηκε με την ***/*** απόφαση του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, 2) αργία επτά και ημίσεος ετών, που του επιβλήθηκε με την ***/*** απόφαση του Πρωτοβαθμίου και 3) ποινή καθαίρεσης από την ιερωσύνη, που του επιβλήθηκε με την ***/*** απόφαση του Πρωτοβαθμίου]. Ως επάλληλη αιτιολογία παραθέτει ότι οι πιο πάνω μονάζουσες φαίνεται ότι έχουν εγγραφεί στο «Αρχιεπισκοπικό Σταυροπήγιο» μόλις στις 15.11.2019 και ζητούν νέα αλλαγή μοναχικής στέγης προτού περάσουν τέσσερις μήνες.
16. Επειδή, οι Μονές αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος [ν. 590/ 1977 (Α΄ 146)]. Ο Καταστατικός Χάρτης στο άρθρο 39 αυτού ορίζει ειδικότερα τα εξής: «1. Η Ιερά Μονή είναι θρησκευτικόν καθίδρυμα διά την άσκησιν των εν γένει εγκαταβιούντων ανδρών ή γυναικών, συμφώνως προς τας μοναχικάς επαγγελίας και τους περί μοναχικού βίου ιερούς Κανόνας και παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. 2. Εν τη Εκκλησία της Ελλάδος λειτουργούν Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό την πνευματικήν εποπτείαν του επιχωρίου Αρχιερέως ...». Ως προς τα Ησυχαστήρια το ίδιο άρθρο 39 του ν. 590/1977 στην παράγραφο 10 αυτού προέβλεψε τα εξής: «10. Διά κανονιστικών αποφάσεων της Δ. Ι. Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως θεσπίζονται τα πλαίσια λειτουργίας των εν τη περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος Ορθοδόξων Ησυχαστηρίων, άτινα ιδρύονται ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου κατά τας κειμένας διατάξεις και λειτουργούν επί τη βάσει του ιδρυτικού αυτών κανονισμού.». Στην παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου, όπως το τελευταίο εδάφιό της έχει προστεθεί από το άρ. 50 παρ. 2 περ. (β) ν. 4559/2018 (Α΄ 142), ορίζονται τα εξής: «6. Ο Μητροπολίτης ασκεί επί των Ιερών Μονών της επαρχίας αυτού την κατά τους ιερούς κανόνας πνευματικήν εποπτείαν διά την κανονικήν μνημόνευσιν του ονόματος αυτού εν ταις Ιεραίς Ακολουθίαις, την χειροθεσίαν του Ηγουμένου, την έγκρισιν της κουράς των μοναχών, την ανάκρισιν των κανονικών παραπτωμάτων, την μέριμναν διά την κατά τους ιερούς κανόνας λειτουργίαν της Μονής και τον έλεγχον της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρίσεως αυτής. Τα ανωτέρω ισχύουν και ως προς τα Ιερά Ησυχαστήρια ασχέτως νομικής μορφής». Η περίπτ. (β) της παραγράφου 2 του άρ. 50 του ίδιου ν. 4559/2018 όρισε ότι: «γ. Η διάταξη της προηγούμενης περίπτωσης εφαρμόζεται και στα υφιστάμενα Ιερά Ησυχαστήρια ασχέτως αντίθετων προβλέψεων στα ιδρυτικά τους κείμενα και του έως σήμερα καθεστώτος λειτουργίας τους.».
17. Επειδή, σε στενή συνάφεια με τα παραπάνω, ο ν. 590/1977 ορίζει στο άρθρο 56 αυτού τα εξής: «3. Κληρικός παντός βαθμού ή μοναχός της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, προκειμένου να μετακινηθή εκτός των ορίων της εκκλησιαστικής περιφερείας αυτού, δέον να έχη την άδειαν μόνον της προϊσταμένης του αρχής, προκειμένου δε να παραμείνη εις ετέραν περιφέρειαν πέραν του διμήνου εντός του αυτού ημερολογιακού έτους, συνεχώς ή διακεκομμένως, δέον να τύχη αδείας και του επιχωρίου Μητροπολίτου. 4. Εάν μοναχός, μη εγγεγραμμένος εις Μονήν, περιέρχεται εν τω κόσμω, διατάσσεται υπό του επιχωρίου Αρχιερέως να εγκαταβιώση εις τινα Μονήν εις το μοναχολόγιον της οποίας και εγγράφεται, απειθών δε εισάγεται εις δίκην, περιοριζόμενος προσωρινώς εις το σωφρονιστήριον των κληρικών ή εἴς τινα Μονήν. 5 ... 6. Απαγορεύεται επί ποινή ακυρότητος η έκδοσις απολυτηρίου γράμματος κληρικού ή μοναχού, άνευ προηγουμένης εγγράφου συγκαταθέσεως του Αρχιερέως του τόπου, εις ον θα αποκατασταθή ο κληρικός, προκειμένου δε περί μοναχού και άνευ κανονικής βεβαιώσεως περί της μελλούσης εγγραφής αυτού εις το μοναχολόγιον της εις ην πρόκειται να εγγραφή Μονής.».
18. Επειδή, σύμφωνες με τις αμέσως πιο πάνω ρυθμίσεις περιέχει και ο Κανονισμός 39/1972 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ιερών Μονών και Ησυχαστηρίων» (Α΄ 103), ο οποίος παραμένει σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 67 του μεταγενέστερου ν. 590/1977. Στο άρθρο 10, που τιτλοφορείται «Πειθαρχικαί ποιναί και άδειαι των Μοναχών», ορίζει ότι: «... Μοναχός τις δύναται να αιτήσηται Κανονικόν απολυτήριον εκ της Ι. Μονής αυτού, όπερ χορηγείται αυτώ εάν υφίστανται αποχρώντες λόγοι και αφού εξασφαλισθή η συγκατάθεσις του Μητροπολίτου εις την επαρχίαν του οποίου υπάγεται η Ιερά Μονή εις ήν ο απολυόμενος μοναχός επιθυμεί εφεξής να μονάση. Η έξω της Ι. Μονής ή και η εις ετέραν Ι. Μονή παραμονή μοναχού τινος άνευ και πέραν της αρμοδίως χορηγηθείσης αδείας απαγορεύεται απολύτως, εν εναντία δε περιπτώσει και εφ’ όσον αποτυχώσιν αι δια της πειθούς προσπάθειαι της προϊσταμένης αυτού αρχής, τη συνδρομή της αρμοδίας αρχής επαναφέρεται ούτος εις την Ι. Μονήν της μετανοίας του.»
19. Επειδή, οι μοναχοί της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας τελούν σε απολύτως ιδιόρρυθμο καθεστώς, έχοντας παραιτηθεί από τα περισσότερα δικαιώματά τους, έχοντας παραχωρήσει την περιουσία τους στη Μονή και έχοντας υποσχεθεί ότι θα διέλθουν τη ζωή τους σε αγνεία, ακτημοσύνη και υπακοή προς τον Ηγούμενο [βλ. άρθρο 1 (α) του Κανονισμού 39/1972], χωρίς να μπορούν ούτε ν’ αποβάλουν από εκκλησιολογική άποψη το μοναχικό σχήμα ούτε κατ’ αρχήν να εγκαταλείψουν (βλ. άρθρο 10 του Κανονισμού) τη Μονή της μετανοίας τους (βλ. ΣτΕ 1393-4/2017, 14/2020, 2200/2020). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των ιερών κανόνων (βλ. ιδίως τον Δ΄ κανόνα της 4ης Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος) οι μοναχοί εγκαταβιώνουν υποχρεωτικά στη Μονή της μετανοίας τους, την οποία δεν επιτρέπεται να εγκαταλείπουν παρά μόνο «διά χρείαν Αναγκαίαν» κατά την κρίση αποκλειστικά του οικείου Επισκόπου (βλ. ΣτΕ 565/1938, 1753/2008, 25/2012, 411/2015, 2200/2020, βλ. και ΣτΕ 2310/2008, 4595/2014, 2673/2017). Έτσι, αποτελεί εξαίρεση η μετακίνηση και ένταξή τους σε διαφορετική Μονή ή -πολύ περισσότερο- σε Μονή άλλης Επισκοπής ή -έτι περαιτέρω- σε Μονή άλλης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας. 
20. Επειδή, οι πιο πάνω ρυθμίσεις, ως προς τη σχέση κανόνα και εξαίρεσης σε ό,τι αφορά την τοπική μετακίνηση των μοναχών, δεν παραβιάζουν τη θρησκευτική ελευθερία τους, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθρο 13 παρ. 1, 2 του Συντάγματος και το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν. δ. 53/1974 (Α΄ 256). Και τούτο, γιατί αυτές οι διατάξεις δεν κατοχυρώνουν δικαίωμα του μέλους μιας θρησκευτικής κοινότητας ν’ αποκλίνει από τα γενόμενα δεκτά από την ίδια τη θρησκευτική αυτή κοινότητα (εν προκειμένω, από τις ανωτέρω ρυθμίσεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας, καθώς και του Κανονισμού 39/1972), αλλά μόνο το δικαίωμα του μέλους αυτού ν’ αποχωρήσει από τη θρησκευτική κοινότητα, αν διαφωνεί (πρβλ. ΣτΕ 2200/2020). Για τον ίδιο λόγο οι ανωτέρω ρυθμίσεις, στο μέτρο που επάγονται και περιορισμούς στη σύσταση μοναστικών αδελφοτήτων ή στην προσχώρηση σε συνεστημένες ήδη τέτοιες αδελφότητες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν παραβιάζουν την ελευθερία συνεταιρισμού που κατοχυρώνει το άρ. 12 παρ. 1, 3 του Συντάγματος και το άρ. 11 της ΕΣΔΑ. 
21. Επειδή, περαιτέρω, από τις παραγράφους 3, 4 και 6 του άρ. 56 ν. 590/1977 [οι οποίες, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, αποσκοπούν στη για γενικότερους λόγους περιφρούρηση του κύρους της Εκκλησίας και τη διαφύλαξη της τάξης στην Πολιτεία (βλ. ΣτΕ 3291/1976, 1441/1993, 34/2009, 543/2018)] σε συνδυασμό με το άρθρο 10 του Κανονισμού 39/1972, συνάγεται ότι, αν πρόσωπο που ήδη φέρει την ιδιότητα του μοναχού, επιδιώκει όχι απλώς να παραμείνει προσωρινά, αλλά να εγκαταβιώσει στην περιφέρεια Μητροπολίτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι πράξεις του τελευταίου, με τις οποίες αυτός αρνείται την εισδοχή του προσώπου αυτού ή (στην περίπτωση αυθαίρετης εγκατάστασης) διατάσσει την απομάκρυνσή του, εκδίδονται κατά ευρύτατη διακριτική ευχέρεια και δεν απαιτείται να αιτιολογούνται. Αν, όμως, παρατεθεί αιτιολογία στη σχετική πράξη, αυτή απαιτείται να είναι νόμιμη και επαρκής (πρβλ. ΣτΕ 1753/2008, 411/2015, 2200/2020). Τέτοιαν ακριβώς εξουσία υπέρ του Μητροπολίτη (διακριτή από την εξουσία έγκρισης της κουράς μοναχών, άρ. 39 παρ. 6) αναγνωρίζει το άρ. 56 παρ. 3 του ν. 590/1977 και σε περιπτώσεις μοναχών που προέρχονται από άλλες, εκτός της Εκκλησίας της Ελλάδος, δικαιοδοσίες, αφού το γράμμα της διάταξης δεν διακρίνει, κάνοντας λόγο για μοναχούς γενικά της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. 
22. Επειδή, σε καθένα από τα έγγραφα με αριθμούς 284/106/21.2.2020, 393/161/9.3.2020, 643/337/9.6.2020 (δεύτερη ρητά προσβαλλόμενη πράξη) και 763/395/7.7.2020 (τρίτη ρητά προσβαλλόμενη) ο Μητροπολίτης Μεσογαίας, ύστερα από νέα εκάστοτε ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης (όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου), διατυπώνει κάθε φορά -και κατ’ ελάχιστον- απαγόρευση να γίνουν δεκτές, πάντως και οπωσδήποτε στο «Ησυχαστήριο Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κορωπίου», καθώς και να εγκαταβιώσουν εκεί μονάζουσες από αδελφότητες που καθοδηγούνται από τον προαναφερθέντα αρχιμανδρίτη. Με την τρίτη προσβαλλόμενη πράξη διατυπώνεται επί πλέον και διαταγή απομάκρυνσης των 2ης-5ης αιτουσών, πάντως και οπωσδήποτε, από το Ησυχαστήριο. Κατά το μέρος αυτό καθένα από τα παραπάνω έγγραφα συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη που βρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 56 παρ. 3, 6 ν. 590/1977 και 10 του Κανονισμού 39/1972.
23. Επειδή, οι πράξεις αυτές εκδόθηκαν κατά την άσκηση των διοικητικών καθηκόντων του Μητροπολίτη, με βάση διατάξεις νόμου και επομένως παραδεκτά προσβάλλονται από την άποψη αυτή με αίτηση ακυρώσεως (βλ. ΣτΕ 34/2009, 543/2018 κ.ά.).
24. Επειδή, κάθε μία από τις πιο πάνω πράξεις αναπτύσσει μεν δεσμευτικότητα (με το παραπάνω περιεχόμενο) κατά τη στιγμή της έκδοσής της, αλλά κατόπιν ενσωματώνεται, χάνοντας την εκτελεστότητά της, στη χρονολογικά επόμενη πράξη, όμοιου βλαπτικού περιεχομένου για τις αιτούσες, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, ο Μητροπολίτης διατυπώνει τις απαγορεύσεις αυτές μετά από νέα κάθε φορά ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης. Από αυτές τις πράξεις, λοιπόν, παραδεκτά προσβάλλεται μόνο η χρονολογικά τελευταία [με αριθμό 763/395/7.7.2020], τρίτη ρητά προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση. Ως προς αυτήν το έννομο συμφέρον των 2ης - 5ης αιτουσών είναι προφανές και η αίτηση ακυρώσεως εμπρόθεσμη.
25. Επειδή, οι αιτιολογίες που παρατίθενται στην πράξη αυτήν, ανάγονται στη μέριμνα του Μητροπολίτη για τη σύμφωνη με τους ιερούς κανόνες λειτουργία του Ησυχαστηρίου, η οποία κατά το σαφές γράμμα της παραγράφου 6 του άρ. 39 του ν. 590/1977, όπως ήδη ισχύει, αποτελεί νόμιμη παράμετρο κρίσης κατά την άσκηση της σχετικής αρμοδιότητας αυτού. Η πράξη περιλαμβάνει δύο τουλάχιστον επάλληλα αιτιολογικά ερείσματα, τη μη υπαγωγή, δηλαδή, του μοναστικού καθιδρύματος προέλευσης των αιτουσών σε αναγνωρισμένη εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, αλλά και την απώλεια της εκκλησιολογικής ικανότητας του αρχιμανδρίτη ***, πνευματικού πατέρα των αιτουσών και των λοιπών μοναχών που επιδιώκουν την εγκαταβίωση στο Ησυχαστήριο (Η ιδιότητά του αυτή συνομολογείται στο δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως αλλά προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου, ιδίως το από 4.3.2020 «κανονικόν κοινόν απολυτήριον» των αιτουσών, όπου αναφέρεται ότι ο παραπάνω θα παραμείνει ως πνευματικός τους πατέρας). Μάλιστα, σε προηγούμενο, με αρ. πρωτ. 510 (διεκπ. 241), από 30.4.2020, έγγραφο του Μητροπολίτη προς την πληρεξούσια της πρώτης αιτούσας παρατίθενται σχετικές με τα παραπάνω ζητήματα, αναλυτικές αναφορές σε καταστάσεις οι οποίες ανάγονται στο χρόνο πριν από την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων (μεταξύ αυτών και στη μέριμνα ν’ αποφύγει η Μητρόπολη την εμπλοκή της στην ενδοεκκλησιαστική διένεξη μεταξύ Πατριαρχείου Μόσχας και Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στο οποίο υπαγόταν μέχρι και τις 3.11.2019 η «Αρχιεπισκοπή Ορθοδόξων Ρωσικών Εκκλησιών Δυτικής Ευρώπης» υπό τον Μητροπολίτη Ιωάννη) και οι οποίες επιτρεπτά συμπληρώνουν τις αιτιολογίες των εξ αρχής διατυπωμένων απαγορεύσεων εγκαταβίωσης στο Ησυχαστήριο.
26. Επειδή, ως προς το πρώτο έρεισμα, η από 19.6.2020 επιστολή του Μητροπολίτη Ιλαρίωνα του Βολοκολάμσκ αναφέρει ότι ο Μητροπολίτης Ντούμπνα Ιωάννης αποδέχθηκε μεν, με «διάταγμά» του, από 15.11.2019, αίτημα του αρχιμανδρίτη *** να δεχθεί σε κοινωνία τον ίδιο και δέκα μοναχικές αδελφότητες υπ’ αυτόν σε διάφορες χώρες της Ευρώπης (μεταξύ αυτών και το «Αρχιεπισκοπικό Σταυροπήγιο» στο Arnstein του Obernhof), αλλά αμέσως μετά ανακαλύφθηκαν «αντιφάσεις» στα δικαιολογητικά που προσκομίσθηκαν και έτσι, ήδη από τις 22.12.2019, τα όργανα της (υπό τον Μητροπολίτη Ιωάννη) «Αρχιεπισκοπής των εν τη Δυτική Ευρώπη Ορθοδόξων Παροικιών Ρωσσικής Παραδόσεως» δήλωσαν την άρνησή τους να συνεχίσουν το διάλογο με τις «κοινότητες» του αρχιμανδρίτη ***. Μεταγενέστερα, στις 25.5.2020, ο πιο πάνω Μητροπολίτης Ιωάννης με άλλο «διάταγμά» του επιβεβαίωσε ρητά την αδυναμία αποδοχής του αρχιμανδρίτη στη δικαιοδοσία του. Η αιτιολογία αυτή, κατά την προέχουσα βάση της, ως προς την έλλειψη, δηλαδή, υπαγωγής του μοναστικού καθιδρύματος προέλευσης των αιτουσών σε αναγνωρισμένη εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας είναι κατ’ αρχήν νόμιμη και επαρκής, ανταποκρινόμενη προς τα στοιχεία του φακέλου και δεν κλονίζεται από την επίκληση της εκκρεμούς ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων των Παρισίων δικαστικής αμφισβήτησης του από 25.5.2020 «διατάγματος» του Μητροπολίτη Ντούμπνα.
27. Επειδή, νόμιμο παρίσταται και το δεύτερο αιτιολογικό έρεισμα της πράξης, που αφορά τη στέρηση της εκκλησιολογικής ικανότητας του πνευματικού πατέρα των αιτουσών, ικανότητας η οποία, όπως έχει κριθεί, ανάγεται στην πνευματική και μυστηριακή σχέση του κληρικού με την Εκκλησία, συνεπάγεται την αδυναμία του να τελέσει οποιοδήποτε μυστήριο και ιεροπραξία (βλ. ΣτΕ 2518/2018, 685/2011 και ΟλΣτΕ 2976/1996) και επήλθε ως συνέπεια των αλλεπάλληλων καταδικών του σε αργία και ακολούθως και σε καθαίρεση, όπως προαναφέρθηκε, με τις τρεις αποφάσεις των αρμοδίων Συνοδικών Δικαστηρίων. Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας νόμιμα έλαβε υπόψη τις αποφάσεις αυτές ανεξάρτητα από το γεγονός ότι επικαλείται επιπρόσθετα (έγγραφό του 510/241/30.4.2020) και την 390/2020 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποίαν απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του κληρικού αυτού κατά πράξης που είχε εκδώσει ήδη από το 2016 ο Μητροπολίτης ***, στερώντας του (πάντως) «το λειτούργημα της πνευματικής πατρότητος». Η νομιμότητα της αιτιολογίας αυτής δεν κλονίζεται από την επίκληση της προσβολής της χρονολογικά πρώτης από τις πράξεις επιβολής των ποινών (2017) ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ούτε από το γεγονός ότι οι άλλες δύο (των ετών 2019 και 2020) υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου, ενώ δεν είναι νομικά κρίσιμο το γεγονός ότι -σύμφωνα με τις αιτούσες- κάποιες απ’ αυτές δεν επιδόθηκαν στον ***. 
28. Επειδή, πρέπει ν’ απορριφθούν, επομένως, οι λόγοι ακυρώσεως για έλλειψη νομίμου ερείσματος της πράξης και για πλημμελή αιτιολογία της. 
29. Επειδή, με βάση όσα έχουν εκτεθεί σε προηγούμενες σκέψεις, πρέπει στη συνέχεια ν’ απορριφθούν ως νομικά αβάσιμοι ή ως στηριζόμενοι σε εσφαλμένη προϋπόθεση οι λόγοι ακυρώσεως, που πλήττουν (ευθέως ή ερμηνευόμενοι) την τρίτη προσβαλλόμενη πράξη και με τους οποίους προβάλλεται: α) ότι αυτή παραβιάζει την ελευθερία συνεταιρισμού και τη θρησκευτική ελευθερία των 2ης - 5ης αιτουσών, β) ότι, αν η τρίτη προσβαλλόμενη πράξη θεωρηθεί ως εκπεφρασμένη εκ των προτέρων άρνηση του επιχωρίου Μητροπολίτη να συγκατατεθεί στην έκδοση «απολυτηρίων γραμμάτων» για εισδοχή σε Μονή της περιφέρειάς του, αυτή είναι παράνομη, αφού, όπως ισχυρίζονται οι αιτούσες, η συγκατάθεση Μητροπολίτη της Ελλαδικής Εκκλησίας δεν τάσσεται ως προϋπόθεση για το κύρος «απολυτηρίων γραμμάτων» που εκδίδουν Μονές άλλων ορθόδοξων δικαιοδοσιών (όπως το «Αρχιεπισκοπικό Σταυροπήγιο», στην Γερμανία), οι οποίες δεν διέπονται από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και γ) ότι το άρθρο 39 παρ. 6 του ν. 590/1977 προβλέπει παρεμβολή της έγκρισης του Μητροπολίτη μόνο για κουρά μοναχών σε Μονές ή Ησυχαστήρια της περιφέρειάς του και ότι αυτός στερείται της εξουσίας να εγκρίνει την εγκαταβίωση σ’ αυτά προσώπων που φέρουν ήδη τη μοναχική ιδιότητα.
30. Επειδή, κατά της ίδιας αυτής πράξης προβάλλεται λόγος για κατάχρηση εξουσίας [άρ. 48 περ. (4) του κωδ. π. δ/τος 18/1989], συνιστάμενος στο ότι με την έκδοσή της ο Μητροπολίτης Μεσογαίας αποτρέπει τη στελέχωση του Ησυχαστηρίου, διότι εποφθαλμιά το ακίνητο όπου βρίσκεται αυτό, επιθυμώντας να το σφετερισθεί μετά το θάνατο της *** και να το μετατρέψει ενδεχομένως σε ιδιωτική του έπαυλη («Βίλλα»). Ο λόγος ακυρώσεως αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί προεχόντως ως αναπόδεικτος.
31. Επειδή, μετά από τα παραπάνω η αίτηση ακυρώσεως πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη κατά το μέρος που πλήττει την τρίτη προσβαλλόμενη πράξη του Μητροπολίτη [με αριθμό πρωτοκόλλου 763 (διεκπ. 395)/7.7.2020], στην οποίαν έχει ενσωματωθεί, όπως προαναφέρθηκε, η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη του [με αρ. πρωτ. 643 (διεκπ. 337)/9.6.2020)], κατά το μέρος που απαγορεύει την εισδοχή μοναζουσών στο Ησυχαστήριο. 
32. Επειδή, με δεδομένο ότι είναι νόμιμη και ισχύει η από 7.7.2020 πράξη του Μητροπολίτη, από την οποίαν απορρέει απαγόρευση για τις τις 2η - 5η αιτούσες να εγκαταβιώσουν στο «Ιερό Ησυχαστήριο ***» (απαγόρευση που ίσχυε ήδη από τις 21.2.2020, όπως έχει προεκτεθεί) και με την οποία, περαιτέρω, διατάσσονται αυτές να το εγκαταλείψουν, αποκόπηκε πλέον κάθε δεσμός τους με το μοναστικό αυτό καθίδρυμα και το νόμιμο ενδιαφέρον τους για τη σύννομη διοίκησή του. Έτσι, δεν έχουν πλέον έννομο συμφέρον ν’ αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της 474/221/8.4.2020 πράξης του Μητροπολίτη (πρώτης προσβαλλόμενης), με την οποίαν επήλθε αλλαγή στη διοίκηση του Ησυχαστηρίου και, αφού παύθηκε η έως τότε Ηγουμένη, διορίσθηκε σε αυτό τοποτηρήτρια. Αλλά και αντίστροφα, ούτε και ενδεχόμενη παρανομία της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης θα επηρέαζε τη νομιμότητα των απαγορεύσεων εγκατάστασης, των οποίων έγιναν αποδέκτες, πάντως και οπωσδήποτε, οι 2η - 5η αιτούσες, γιατί οι πράξεις αυτές εκδίδονται με διαφορετικό, όπως προαναφέρθηκε, νόμιμο έρεισμα και διατηρούν την αυτοτέλειά τους ανεξάρτητα από το αν έχει επέλθει ή όχι μεταβολή στη διοίκηση του Ησυχαστηρίου (πρβλ. ΣτΕ 1969/2012, 1770/2001, 425/1999). Πρέπει, λοιπόν, ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση ακυρώσεως στο μέτρο που πλήττει την μεν πρώτη προσβαλλόμενη πράξη στο σύνολό της, την δε δεύτερη προσβαλλόμενη [με αρ. πρωτ. 643 (διεκπ. 337)/9.6.2020)], κατά το μέρος που παραγγέλλει στην πρώτη αιτούσα να παραδώσει στην τοποτηρήτρια τα κλειδιά για τις εξωτερικές θύρες και το ναό, καθώς και τη σφραγίδα και τα βιβλία του Ησυχαστηρίου.

Δ ι ά  τ α ύ τ α

Κηρύσσει άκυρη την παράσταση της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και διατάσσει την αποβολή της από τη δίκη, κατά το αιτιολογικό.
Καταργεί τη δίκη ως προς την πρώτη αιτούσα και το έκτο αιτούν, κατά το αιτιολογικό.
Απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως ως προς την 2η - 5η αιτούσες.
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου και
Επιβάλλει συμμέτρως σε βάρος των 2ης - 5ης αιτουσών τη δικαστική δαπάνη της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ. 
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2021
Η Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος      Η Γραμματέας

Μ. Καραμανώφ                            Μ. Τσαπαρδώνη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Μαρτίου 2021.

Η Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος             Η Γραμματέας του Δ´ Τμήματος

Μ. Καραμανώφ                                   Ι. Παπαχαραλάμπους
 

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.