ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΣτΕ Ολομ. 673/2021
Αριθμός Απόφασης : 673
'Ετος : 2021
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολομέλεια)


Αριθμός 673/2021
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2020, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Πρόεδρος, Ε. Σάρπ, Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μ. Γκορτζολίδου, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Σ. Βιτάλη, Η. Μάζος, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Β. Κίντζιου, Ο. Παπαδοπούλου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Α. Μίντζια, Χρ. Σιταρά, Μ. Τριπολιτσιώτη, Α. Σδράκα, Χρ. Λιάκουρας, Ν. Σκαρβέλης, Β. Ανδρουλάκης, Σύμβουλοι, Ι. Μιχαλακόπουλος, Μ.-Ε. Παπαδημήτρη, Β. Γκέρτσος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Α.-Μ. Παπαδημητρίου και Α. Μίντζια, καθώς και η Πάρεδρος Μ.-Ε. Παπαδημήτρη, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

Για να δικάσει την από 22 Ιουνίου 2018 αίτηση:

των: 1. Μοναχής ***, κατά κόσμον ***, 2. Μοναχής ***, κατά κόσμον ***, 3. Μοναχής ***, κατά κόσμον ***, 4. Μοναχής ***, κατά κόσμον ***, 5. Μοναχής ***, κατά κόσμον ***, 6. Μοναχής ***, κατά κόσμον ***, 7. Μοναχής ***, κατά κόσμον ***, 8. Μοναχής ***, κατά κόσμον ***, 9. Μοναχής ***, κατά κόσμον ***, 10. Μοναχής ***, κατά κόσμον *** και 11. Μοναχής ***, κατοίκων Ιεράς Μονής Αγίων Δώδεκα Αποστόλων, «Κόκκινη Εκκλησιά» Καρδίτσας, οι οποίες παρέστησαν με τη δικηγόρο *** (Α.Μ. *** Δ.Σ. ***), που την διόρισαν με πληρεξούσιο,

κατά των: 1. Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με την Αικατερίνη Γαλάνη, Νομική Σύμβουλο του Κράτους, η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της, 2. Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Θεόδωρο Παπαγεωργίου (Α.Μ. 24288), που τον διόρισε με απόφαση της Ιεράς Συνόδου και 3. Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Θεόδωρο Παπαγεωργίου, που τον διόρισε με απόφαση του Μητροπολίτη της.

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 14/2020 αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1. το υπ’ αριθμ. 49/15.5.2018 προεδρικό διάταγμα (Α΄ 90/22.5.2018), 2. η από 9.1.2018 πράξη έγκρισης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, που λήφθηκε κατά τη Θ΄ Συνεδρία της 161ης Συνοδικής Περιόδου, 3. το υπ’ αριθμ. 783/540/31.5.2018 έγγραφο του Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από την εισηγήτρια, Σύμβουλο Μ. Τριπολιτσιώτη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια των αιτουσών, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο των καθ’ ων που εμφανίστηκαν, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου  κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (κωδικός πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου ***).

2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται στην Ολομέλεια μετά την 14/2020 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Γ΄ Τμήματος, λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων που ανακύπτουν ως προς την έννοια των άρθρων 39 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος – ν. 590/1977 και 3 του ν.δ. 374/1947, ερμηνευόμενων υπό το φως των άρθρων 5 παρ. 1 και 13 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος και 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) του 49/2018 προεδρικού διατάγματος (Α΄ 90/22.5.2018), με το οποίο διαλύθηκε η γυναικεία Ιερά Κοινοβιακή Μονή Αγίων Δώδεκα Αποστόλων «Κόκκινη Εκκλησιά» και η αδελφότητα αυτής μετεγγράφηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου «Καραϊσκάκη», β) της από 9.1.2018 πράξης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, που ελήφθη κατά τη Θ΄ Συνεδρία της 161ης Συνοδικής Περιόδου, με την οποία εγκρίθηκε η γνώμη του Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων υπέρ της διάλυσης της πιο πάνω Ιεράς Μονής και γ) του 783/540/31.5.2018 εγγράφου του εν λόγω Μητροπολίτη, με το οποίο κλήθηκαν οι μοναχές της διαλυθείσας Ιεράς Μονής να αναχωρήσουν προς εγκαταβίωση στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου «Καραϊσκάκη».

4. Επειδή, η Εκκλησία της Ελλάδος και η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων είναι κύριοι διάδικοι, διότι προσβάλλονται ρητά πράξεις τους, έστω και απαραδέκτως, όπως εκτίθεται στην επόμενη σκέψη (ΣτΕ 364/2017 κ.ά.). Συνεπώς, η παρέμβαση που ασκήθηκε από αυτές λογίζεται ως υπόμνημα (ΣτΕ 3809/2014 κ.ά.).

5. Επειδή, παραδεκτώς προσβάλλεται μόνο το 49/2018 προεδρικό διάταγμα. Αντιθέτως, η δεύτερη προσβαλλομένη αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη για την έκδοσή του και η τρίτη προσβαλλομένη αποτελεί πράξη εκτέλεσής του∙ ως εκ τούτου, οι πράξεις αυτές στερούνται εκτελεστότητας και προσβάλλονται απαραδέκτως.

6. Επειδή, οι εννέα πρώτες αιτούσες είναι μοναχές εγγεγραμμένες στο μοναχολόγιο της διαλυθείσας Ιεράς Μονής, οι οποίες μετεγγράφηκαν με το προσβαλλόμενο διάταγμα στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου «Καραϊσκάκη». Συνεπώς, ασκούν την υπό κρίση αίτηση με έννομο συμφέρον. Και ναι μεν η έβδομη από αυτές, δηλαδή η μοναχή ***, κατά κόσμον ***, μετά τη δημοσίευση του διατάγματος (22.5.2018) έλαβε, υπό την ιδιότητα πλέον της μοναχής της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου «Καραϊσκάκη», το ***/31.5.2018 «Απολυτήριον Γράμμα» του Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, το οποίο εκδόθηκε με τη συναίνεση του Μητροπολίτη Ζακύνθου (έγγραφο ***/***2018) και διαγράφηκε από το μοναχολόγιο της εν λόγω Ιεράς Μονής, πλην το γεγονός αυτό δεν της στερεί το έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης. Τούτο, διότι από το γεγονός ότι αντί της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου «Καραϊσκάκη» (στην οποία μετεγγράφηκε αναγκαστικώς με το προσβαλλόμενο διάταγμα) προτίμησε να εγκαταβιώσει σε Ιερά Μονή της Μητρόπολης Ζακύνθου, δεν συνάγεται με οποιονδήποτε τρόπο ότι έπαυσε να επιθυμεί την εγκαταβίωσή της στην Ιερά Μονή Αγίων Δώδεκα Αποστόλων «Κόκκινη Εκκλησιά», σε περίπτωση που η αίτηση ακυρώσεως γίνει δεκτή και ακυρωθεί το π.δ. με το οποίο αυτή διαλύθηκε.

7. Επειδή, η δέκατη και η ενδέκατη από τις αιτούσες (*** και ***) ισχυρίζονται ότι είναι μοναχή η πρώτη (μοναχή ***) και δόκιμη μοναχή (δόκιμη μοναχή ***) η δεύτερη, εγκαταβιούσες στη διαλυθείσα Ιερά Μονή. Από το μοναχολόγιο της Μονής δεν προκύπτει ότι είναι εγγεγραμμένες σ’ αυτό, ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η δεύτερη προσήλθε ως δόκιμη μοναχή στη Μονή και ότι διάγει σ’ αυτήν την περίοδο της δοκιμασίας της. Περαιτέρω, στα στοιχεία του φακέλου δεν περιλαμβάνονται έγγραφα από τα οποία να αποδεικνύονται οι ιδιότητες που επικαλούνται. Εξάλλου, με τα ***/13.3.2017 και ***/13.3.2017 έγγραφα του Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων οι δύο αιτούσες κλήθηκαν να αποχωρήσουν αμέσως από τους χώρους και τις εγκαταστάσεις της διαλυθείσας Ιεράς Μονής ως μη εγγεγραμμένες στο μοναχολόγιό της. Κατά των πιο πάνω εγγράφων αυτές άσκησαν αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί της οποίας εκδόθηκαν η 703/2018 απόφαση του Γ´ Τμήματος και η Χ2715/11.5.2018 πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, με την οποία η υπόθεση παραπέμφθηκε, λόγω αρμοδιότητας, στο Δ´ Τμήμα, στη συνέχεια δε ορίστηκε δικάσιμος μετ’ αναβολή η 15.6.2021. Οι δύο αιτούσες δεν έχουν ασκήσει αίτηση αναστολής εκτέλεσης των ανωτέρω εγγράφων του Μητροπολίτη. Η Εκκλησία της Ελλάδος και η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων αμφισβητούν ότι η δέκατη αιτούσα έχει την ιδιότητα της μοναχής και η ενδέκατη την ιδιότητα της δόκιμης μοναχής. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι αιτούσες δεν θεμελιώνουν έννομο συμφέρον προς άσκηση της κρινόμενης αίτησης.

8. Επειδή, στο άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού», στο άρθρο 4 παρ. 4 ορίζεται ότι: «Μόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους», στο άρθρο 5 παρ. 1 ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» και στο άρθρο 13 παρ. 1 και 2 ότι: «1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. … 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. …».

9. Επειδή, στο άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), ορίζεται ότι: «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας∙ το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων».

10. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Κ.Χ.Ε.Ε. - ν. 590/1977, Α΄ 146) ορίζεται ότι: «Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, αι Ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών, αι Μοναί, … είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου». Περαιτέρω, στο άρθρο 39 παρ. 1 - 6 και 10 αυτού, όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 51 του ν. 4301/2014 (Α΄ 223), στην παρ. 4 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο με την παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου 51 του ν. 4301/2014, και στην παρ. 5 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο με την παρ. 3 του άρθρου 95 του ν. 4485/2017 (Α΄ 114/4.8.2017), ορίζεται ότι: ««Περί των Ιερών Μονών» 1. Η Ιερά Μονή είναι θρησκευτικόν καθίδρυμα, δια την άσκησιν των εν αυτή εγκαταβιούντων ανδρών ή γυναικών, συμφώνως προς τας μοναχικάς επαγγελίας και τους περί μοναχικού βίου Ιερούς Κανόνας και παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. 2. Εν τη Εκκλησία της Ελλάδος λειτουργούν Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό την πνευματικήν εποπτείαν του επιχωρίου Αρχιερέως, και Συνοδικαί Σταυροπηγιακαί Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό την πνευματικήν εποπτείαν της Δ.Ι.Σ. 3. Η ίδρυσις νέων και η διάλυσις ή συγχώνευσις υφισταμένων Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος συντελείται δια ΠΔ/τος εκδιδομένου, μετά σύμφωνον γνώμην του επιχωρίου Αρχιερέως, και έγκρισιν της Δ.Ι.Σ. προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ναοί και περιουσίες διαλελυμένων ή διαλυομένων Μονών παραμένουν στην κυριότητα του νομικού προσώπου της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως ή περιέρχονται αυτοδίκαια, σε περίπτωση συγχωνεύσεώς τους με άλλη Μονή, στην κυρία Μονή ή, σε περίπτωση ανασυστάσεως, στην ανασυνιστώμενη Μονή. 4. Τα της οργανώσεως και προαγωγής του πνευματικού βίου και τα της διοικήσεως της Μονής καθορίζονται υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνας, τας μοναχικάς παραδόσεις και τους νόμους του Κράτους, δι’ εσωτερικού κανονισμού, δημοσιευομένου δια του δελτίου «Εκκλησία». Οι εσωτερικοί και οι ιδρυτικοί κανονισμοί των Μονών, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, ελέγχονται και εγκρίνονται ως προς τη νομιμότητα και κανονικότητά τους από τον επιχώριο Μητροπολίτη και τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος πριν τη δημοσίευσή τους. 5. Ο Ηγούμενος και τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου, ων ο αριθμός ορίζεται αναλόγως του αριθμού των μοναχών εκάστης Μονής υπό του εσωτερικού κανονισμού αυτής, εκλέγονται εάν αύτη έχη 5 τουλάχιστον εγκαταβιούντας μοναχούς, υπό της μοναχικής αδελφότητος, άλλως ορίζονται υπό του επιχωρίου Αρχιερέως. Εκλογείς, εκλόγιμοι ή διοριστέοι σε θέσεις Ηγουμένων και μελών Ηγουμενοσυμβουλίων των Ιερών Μονών επιτρέπεται να είναι οι ημεδαποί. Ο ουτωσί εκλεγείς Ηγούμενος είναι ισόβιος, επιφυλασσομένων των διατάξεων του νόμου περί εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Η Δ.Ι.Σ. δύναται δι’ ητιολογημένης αποφάσεως τη προτάσει του οικείου Αρχιερέως ή της Μοναστικής Αδελφότητος να εγκρίνη την διενέργειαν νέας εκλογής προς ανάδειξιν Ηγουμένου. 6. Ο Μητροπολίτης ασκεί επί των Ιερών Μονών της επαρχίας αυτού την κατά τους ιερούς κανόνας πνευματικήν εποπτείαν δια την κανονικήν μνημόνευσιν του ονόματος αυτού εν ταις ιεραίς ακολουθίαις, την χειροθεσίαν του Ηγουμένου, την έγκρισιν της κουράς των μοναχών, την ανάκρισιν των κανονικών παραπτωμάτων, την μέριμναν δια την κατά τους ιερούς κανόνας λειτουργίαν της Μονής και τον έλεγχον της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρίσεως αυτής. 7. … 10. Δια κανονιστικών αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. και δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως θεσπίζονται τα πλαίσια της λειτουργίας των εν τη περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος Ορθοδόξων Ησυχαστηρίων, άτινα ιδρύονται ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου κατά τας κειμένας διατάξεις και λειτουργούν επί τη βάσει του ιδρυτικού αυτών κανονισμού». Εξάλλου, στο άρθρο 56 παρ. 3, 4 και 6 του Κ.Χ.Ε.Ε. ορίζεται ότι: «3. Κληρικός παντός βαθμού ή μοναχός της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, προκειμένου να μετακινηθή εκτός των ορίων της εκκλησιαστικής περιφερείας αυτού, δέον να έχη την άδειαν μόνον της προϊσταμένης του αρχής, προκειμένου δε να παραμένη εις ετέραν περιφέρειαν πέρα του διμήνου εντός του αυτού ημερολογιακού έτους, συνεχώς ή διακεκομμένως, δέον να τύχη αδείας και του επιχωρίου Μητροπολίτου. 4. Εάν μοναχός, μη εγγεγραμμένος εις Μονήν, περιέρχεται εν τω κόσμω, διατάσσεται υπό του επιχωρίου Αρχιερέως να εγκαταβιώσει είς τινα Μονήν εις το μοναχολόγιον της οποίας και εγγράφεται, απειθών δε εισάγεται εις δίκην, περιοριζόμενος προσωρινώς εις το σωφρονιστήριον των κληρικών ή είς τινα Μονήν. 5. … 6. Απαγορεύεται επί ποινή ακυρότητος η έκδοσις απολυτηρίου γράμματος κληρικού ή μοναχού, άνευ προηγουμένης εγγράφου συγκαταθέσεως του Αρχιερέως του τόπου, εις ον θα αποκατασταθή ο κληρικός, προκειμένου δε περί μοναχού και άνευ κανονικής βεβαιώσεως περί της μελλούσης εγγραφής αυτού εις το μοναχολόγιον της εις ην πρόκειται να εγγραφή Μονής». Τέλος, στο άρθρο 62 παρ. 2 του Κ.Χ.Ε.Ε. ορίζεται ότι: «Αι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων», ως ούτος μεταγενεστέρως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη, έχουν ανάλογον εφαρμογήν και επί των κτημάτων των ανηκόντων εις τα εν άρθρω 1 παρ. 4 του παρόντος, αναφερόμενα νομικά πρόσωπα». Στο άρθρο 4 παρ. 1 του ανωτέρω α.ν. 1539/1938 (Α΄ 488) ορίζεται ότι τα δικαιώματα του Δημοσίου επί των ακινήτων κτημάτων δεν υπόκεινται σε παραγραφή, στο δε άρθρο 23 αυτού προβλέπονται ποινές φυλάκισης για όσους προσβάλλουν εμπράγματα δικαιώματα του Δημοσίου επί των δημοσίων κτημάτων.

11. Επειδή, στον 39/1972 Κανονισμό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ιερών Μονών και των Ησυχαστηρίων» (Α΄ 103) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρον 1 «Ορισμός - Σκοπός» α. Η Ιερά Μονή είναι πνευματικόν ίδρυμα προσευχής και εργασίας, εις ό εγκαταβιοί μία Ορθόδοξος Χριστιανική Αδελφότης ανδρών ή γυναικών αφιερωμένων εις τον Θεόν και υπεσχημένων να διέλθωσι την ζωήν αυτών εν αγνεία, ακτημοσύνη και υπακοή προς τον ηγούμενον και την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν της Ελλάδος. β. Σκοπός εκάστης Ι. Μονής, συμφώνως προς τας παραδόσεις της Ορθόδοξου Εκκλησίας, είναι η εν Κοινοβιακή πολιτεία αδιάλειπτος του εν Τριάδι Θεού δοξολογία, η δια λειτουργικών και κατ’ ιδίαν προσευχών, δια συνεχούς κατά Θεόν ασκήσεως και εν Αγίαις διακονίαις νέκρωσις των παθών των εν αυτή ασκουμένων και η υπ’ αυτών τελεία βίωσις της κατά Θεόν εν Χριστώ Ιησού Μυστικής ζωής, οδηγούσης εις ψυχικήν αυτών σωτηρίαν και θέωσιν. Άρθρον 2 «Ίδρυσις Ιεράς Μονής» α. Προς ίδρυσιν Ι. Μονής απαιτείται αίτησις Ελλήνων πολιτών, είτε αγάμων, κληρικών ή μοναχών, είτε λαϊκών αγάμων ή εν χηρεία διατελούντων προς τον Επίσκοπον της περιφερείας εις ήν θα ιδρυθή η Ι. Μονή. Τη αιτήσει, περιλαμβανούση την υπόσχεσιν περί της ισοβίου αφιερώσεώς των, και τηρήσεως των τριών μοναχικών ευχών, συνυποβάλλεται και αντίγραφον συμβολαιογραφικής πράξεως εμφαινούσης, ότι φυσικόν τι ή νομικόν πρόσωπον προς ίδρυσιν της Ιεράς Μονής προσφέρει εδαφικήν έκτασιν, μετά ή άνευ κτισμάτων, ικανήν να επαρκέση εις την στοιχειώδη συντήρησιν της Αδελφότητος. Ο λαβών ταύτα Αρχιερεύς κρίνων επί τη βάσει των Ι. Κανόνων, εφ’ όσον συγκατατίθεται εις την ίδρυσιν της Ι. Μονής, υποβάλλει τα δικαιολογητικά ταύτα δι’ ίδιου αυτού εγγράφου προς την Ι. Σύνοδον. Αύτη δε, εάν εγκρίνη την ίδρυσιν της Ι. Μονής, αποτείνεται προς το Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς έκδοσιν του Ιδρυτικού Β. Δ/τος. β. Άπασαι αι εν τη Εκκλησία της Ελλάδος Ορθόδοξοι Ι. Μοναί, ανδρώαι ή γυναικείαι, αποτελούσι Νομικά Πρόσωπα Δημόσιου Δικαίου και λειτουργούσιν επί τη βάσει ιδίου εκάστη Κανονισμού, συντασσομένου κατά τας βασικάς διατάξεις του Γενικού Εσωτερικού Μοναστικού Κανονισμού του εγκριθησομένου υπό της Ιεράς Συνόδου. γ. … Άρθρον 5. «Ι. Μοναί Ιδιωτικού Δικαίου (Ησυχαστήρια)» α) Αι Ι. Μοναί Ιδιωτικού Δικαίου ή Ησυχαστήρια είναι πνευματικά Ιδρύματα συνιστώμενα κατά τας περί ιδρυμάτων διατάξεις του Α.Κ. αποτελούσι Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, ο σκοπός δε αυτών συμπίπτει προς τα εν τη παρ. β του άρθρου 1 του παρόντος Καταστατικού Κανονισμού διαλαμβανόμενα. β) Η ιδρυτική πράξις του Ησυχαστηρίου περιλαμβάνει και το Καταστατικόν (Κανονισμόν) αυτού όπερ δέον να είναι σύμφωνον προς τους Ιερούς Κανόνας, τας Ιεράς Παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τους νόμους του Κράτους και τας διατάξεις του παρόντος. Τούτο υποβάλλεται προς τον οικείον Ιεράρχην, όστις βεβαιών την συνδρομήν των ως είρηται στοιχείων υποβάλλει τούτο δι’ ιδίου εγγράφου τη Ι. Συνόδω δια την υπ’ αυτής κίνησιν της σχετικής διαδικασίας παρά τω Υπουργείω Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς έκδοσιν του οικείου Β.Δ/τος. γ) … Άρθρον 6 «Κανονικαί Δικαιοδοσίαι Επισκόπου» 1. Εκάστη Ι. Μονή διατελεί υπό την Κανονικήν Δικαιοδοσίαν του κατά τόπον Επισκόπου, όστις α) μνημονεύεται εν πάσαις ταις Ι. Ακολουθίαις, β) ασκεί την ανωτάτην εποπτείαν πατρικώς και προστατευτικώς επί της Ι. Μονής και παρακολουθεί την ομαλήν κατά τους θείους και Ι. Κανόνας λειτουργίαν αυτής, γ) χειροθετεί τον εκλεγέντα Ηγούμενον, δ) εγκρίνει τας κουράς των μοναχών, ε) ανακρίνει τα Κανονικά παραπτώματα των εν αυτή διαβιούντων και φροντίζει δια την άμεμπτον αυτών βιοτήν, στ) ελέγχει την νομιμότητα της οικονομικής διαχειρίσεως. 2. … Άρθρον 7 «Διοίκησις Ι. Μονής» Την διοίκησιν της Ι. Μονής και την εκτελεστικήν εξουσίαν ασκεί ο Ηγούμενος μετά του Ηγουμενοσυμβουλίου. Η πνευματική εποπτεία ανήκει εις τον Ηγούμενον της Αδελφότητος. Παν θέμα αναγόμενον εις την διοίκησιν της Ι. Μονής προβλέπεται υπό του Κανονισμού αυτής. ... Άρθρον 8 «Ηγούμενος» Παν θέμα αναφερόμενον εις τα της εκλογής, καταστάσεως κ.λπ. του Ηγουμένου καθορίζεται υπό του Κανονισμού εκάστης Ι. Μονής εν συνδυασμώ και προς τας διατάξεις του Γενικού Εσωτερικού Μοναστικού Κανονισμού. Άρθρον 9. «Περί δοκίμων Μοναχών και Κληρικών» α. Ο προσερχόμενος ως δόκιμος εις την Ι. Μονήν επί σκοπώ εγκαταβιώσεως εν αυτή δέον όπως άγη τουλάχιστον το 17ον έτος της ηλικίας αυτού και είναι άγαμος ή διατελή εν χηρεία άνευ τέκνων ή μετά τέκνων συμπληρωσάντων το 18ον έτος της ηλικίας αυτών. Εάν είναι έγγαμος, δέον όπως έχη έγγραφον συγκατάθεσιν της συζύγου ή του συζύγου προκειμένου περί γυναικός συντασσόμενην ενώπιον του οικείου Επισκόπου. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει η περί της ηλικίας των τέκνων δέσμευσις ισχύει. Εάν ο προσερχόμενος είναι ανήλικος, απαιτείται έγγραφος συγκατάθεσις των γονέων αυτού. Η πρόσληψις και η αποβολή των δοκίμων ανάγονται εις την αρμοδιότητα του Ηγουμενοσυμβουλίου. β. Η προ της κουράς δοκιμασία διαρκεί επί τριετίαν πάντως δε μέχρι και της συμπληρώσεως του 21ου έτους της ηλικίας του δοκίμου. Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις, περί ων προβλέπει ο πέμπτος κανών της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ο χρόνος της δοκιμασίας των υποψηφίων μοναχών δύναται να συντμηθή. Κατά τον χρόνον της δοκιμασίας ο δόκιμος οφείλει απαραιτήτως να εγκαταβιοί συνεχώς εν τη Ι. Μονή. γ. Κουρά μοναχού και χειροτονία αυτού εις Διάκονον ή Πρεσβύτερον τελούνται τη προτάσει του Ηγουμενοσυμβουλίου προς τον οικείον Επίσκοπον, τηρουμένων των ισχυουσών διατάξεων. Άρθρον 10 «Πειθαρχικαί ποιναί και άδεια των Μοναχών» Αι άδειαι των μοναχών χορηγούνται συνωδά τω άρθρω 45 παρ. 2 του Ν.Δ. 126/69 «περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος». Μοναχός τις δύναται να αιτήσηται Κανονικόν απολυτήριον εκ της Ι. Μονής αυτού, όπερ χορηγείται αυτώ εάν υφίστανται αποχρώντες λόγοι και αφού εξασφαλισθή η συγκατάθεσις του Μητροπολίτου εις την επαρχίαν του οποίου υπάγεται η Ιερά Μονή εις ήν ο απολυόμενος μοναχός επιθυμεί εφεξής να μονάση. Η έξω της Ι. Μονής ή και η εις ετέραν Ι. Μονήν παραμονή μοναχού τινος άνευ και πέραν της αρμοδίως χορηγηθείσης αδείας απαγορεύεται απολύτως, εν εναντία δε περιπτώσει και εφ’ όσον αποτυχώσιν αι δια της πειθούς προσπάθειαι της προϊσταμένης αυτού αρχής, τη συνδρομή της αρμοδίας αρχής επαναφέρεται ούτος εις την Ι. Μονήν της μετανοίας του. Άρθρον 11 «Οικονομικά - Διαχείρισις» α) Η καθόλου περιουσία των Ι. Μονών τυγχάνει αναπαλλοτρίωτος. …». Τέλος, στο άρθρο Α του Τμήματος Α του από 28.7/15.9.1858 β.δ. «Κανονισμός περί των Μοναστηρίων» (Α΄ 42) ορίζεται ότι: «Ο Ηγούμενος παντός εν τω Βασιλείω διατηρουμένου Μοναστηρίου είναι εκ της τάξεως των Ιερομονάχων. Δύναται δε, αλλ’ εν ανάγκη να είναι εκ της τάξεως των ιεροδιακόνων ή των μοναχών. Ούτος και δύο άλλοι μοναχοί, φέροντες προσωνυμίαν Συμβούλων, συγκροτούσι το Μοναστηριακόν Συμβούλιον εις το οποίον, κατά τα μέχρι τούδε ισχύοντα, υπάρχει διαπεπιστευμένη η εν γένει διοίκησις των του Μοναστηρίου και η διαχείρισις της περιουσίας αυτού». Στο ίδιο Κεφάλαιο ορίζεται ότι στο Ηγουμενοσυμβούλιο («Μοναστηριακόν Συμβούλιον») «κατά τα μέχρι τούδε ισχύοντα, υπάρχει διαπεπιστευμένη η εν γένει διοίκησις των του Μοναστηρίου και η διαχείρισις της περιουσίας αυτού». Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα Β και Γ του ανωτέρω Τμήματος του διατάγματος, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο Ηγούμενος και τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου εκλέγονται, ο δε επιχώριος Μητροπολίτης κυρώνει την εκλογή.

12. Επειδή, στον ν. ΓΥΙΔ/1909 «Περί Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και διοικήσεως Μοναστηρίων» (Α΄ 270) προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρον 15 … Ο μέλλων να γίνη μοναχός πρέπει να υποστή πρότερον τριετή δοκιμασίαν εν τη Μονή, εν ή μέλει να καρή. Ο δόκιμος προσλαμβάνεται υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου τη προτάσει πρεσβυτέρου μοναχού, υφ’ ον μέλλει να υποταχθή, τη εγκρίσει του αρμοδίου επισκόπου. … Άρθρον 16 … Τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου εν τη διαχειρίσει της μοναστηριακής περιουσίας υπάγονται εις τας διατάξεις περί δημοσίων υπολόγων υπαλλήλων. Άρθρον 17 … Εις τους μοναχούς εκάστης μονής δύναται να επιτραπή υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου, τη εγκρίσει του αρμοδίου επισκόπου, η εμφύτευσις 3-5 στρεμμάτων γης προς καλλιέργειαν ιδίαις δαπάναις και προς κάρπωσιν προσωπικήν και αποκλειστικήν εφ’ όρου ζωής. Το ήμισυ των εντεύθεν καθαρών προσόδων του μοναχού εκπίπτονται εκ των οφειλομένων υπό της μονής ετησίων προς αυτόν παροχών. Πάσαι αι αναφυόμεναι έριδες, αι σχετικαί προς τας οφειλομένας εις τους μοναχούς παροχάς, λύονται υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου, επί προσφυγή δε, υπό του αρμοδίου επισκόπου ανεκκλήτως. Άρθρον 18. Πάσα η περιουσία των κειρομένων μοναχών περιέρχεται αυτοδικαίως εις την μονήν, μετ’ αφαίρεσιν της νομίμου μοίρας υπέρ των αναγκαίων κληρονόμων, απαιτητής από της κατατάξεως του μοναχού. … Αι περιελθούσαι μετά την είσοδον εις την Μονήν τω μοναχώ κληροδοσίαι ή δωρεαί, ως και κληρονομίαι, ανήκουσιν εις την Μονήν, αλλά του ημίσεος της ούτω περιελθούσης τη Μονή περιουσίας την επικαρπίαν έχει εφ’ όρου ζωής ο τιμηθείς δια της κληρονομίας, κληροδοσίας ή δωρεάς. ...».

13. Επειδή, στο άρθρο 3 του ν.δ. 374/1947 (Α΄ 163) ορίζεται ότι: «1. Εν η περιπτώσει καθίσταται αδύνατος η βάσει των κειμένων διατάξεων νόμιμος συγκρότησις του Ηγουμενοσυμβουλίου Ιεράς τινος Μονής, διορίζεται δι’ αποφάσεως του οικείου Μητροπολίτου και μέχρι της νομίμου συγκροτήσεως του Ηγουμενοσυμβουλίου Κληρικός, εις όν ανατίθενται δια πράξεως του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου αρμοδιότητες Ηγουμενοσυμβουλίου ως και η εκπροσώπησις της Ιεράς Μονής ενώπιον των διοικητικών και δικαστικών αρχών. 2. Δια πάσαν επί μέρους διαχειριστικήν πράξιν και ενέργειαν του διοριζομένου ως ανωτέρω Κληρικού απαιτείται προηγουμένη έγκρισις του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου».

14. Επειδή, από τις διατάξεις που παρατίθενται στις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι οι Ιερές Μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι θρησκευτικά καθιδρύματα, τα οποία σκοπό έχουν την άσκηση των εγκαταβιούντων σε αυτές ανδρών ή γυναικών σύμφωνα με τις μοναχικές επαγγελίες και τους περί μοναχικού βίου ιερούς κανόνες και παραδόσεις της Εκκλησίας (άρθρα 39 παρ. 1 του Κ.Χ.Ε.Ε. και 1 του Κανονισμού 39/1972 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος). Οι Ιερές Μονές χαρακτηρίζονται από τον νόμο ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθρα 1 παρ. 4 του Κ.Χ.Ε.Ε. και 2 περ. β΄ του Κανονισμού 39/1972)∙ τούτο οφείλεται προεχόντως στο γεγονός ότι, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 3 του Συντάγματος, το Κράτος ενδιαφέρεται για την εύρυθμη λειτουργία των Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίες προάγουν τον πνευματικό βίο εντός των πλαισίων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού (ΣτΕ 1393/2017). Προκειμένου να ιδρυθεί Ιερά Μονή απαιτείται αίτηση Ελλήνων πολιτών, είτε άγαμων, κληρικών ή μοναχών, είτε λαϊκών άγαμων ή εν χηρεία διατελούντων προς τον Μητροπολίτη της περιφέρειας στην οποία θα ιδρυθεί. Η αίτηση πρέπει να περιέχει την υπόσχεση των προσώπων αυτών ότι θα αφιερωθούν ισοβίως στον μοναχικό βίο και ότι θα τηρούν τις τρεις μοναχικές ευχές (αγνεία, ακτημοσύνη και υπακοή προς τον Ηγούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 1 περ. α΄ του Κανονισμού 39/1972), και να συνοδεύεται από αντίγραφο συμβολαιογραφικής πράξης από την οποία να προκύπτει ότι φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφέρει ακίνητο ικανό για τη στοιχειώδη συντήρηση της Αδελφότητας (άρθρο 2 περ. α΄ του Κανονισμού 39/1972). Περαιτέρω, για την ίδρυση της Ιεράς Μονής απαιτούνται σύμφωνη γνώμη του Μητροπολίτη, έγκριση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και δημοσίευση προεδρικού διατάγματος κατόπιν πρότασης του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (άρθρα 39 παρ. 3 εδ. α΄ του Κ.Χ.Ε.Ε. και 2 περ. α΄ του Κανονισμού 39/1972). Οι μοναχοί τελούν σε απολύτως ιδιόρρυθμο καθεστώς, έχοντας υποσχεθεί ότι θα διέλθουν ολόκληρη τη ζωή τους σε αγνεία, ακτημοσύνη και υπακοή προς τον Ηγούμενο (άρθρο 1 περ. α΄ του Κανονισμού 39/1972), έχοντας παραιτηθεί από τα περισσότερα από τα δικαιώματά τους, στα οποία περιλαμβάνεται η ελευθερία κίνησης και εγκατάστασης, έχοντας παραχωρήσει την περιουσία τους στην οικεία Ιερά Μονή (άρθρο 18 ν. ΓΥΙΔ/1909) και μη δυνάμενοι, από εκκλησιολογική άποψη -όπως αυτή συνάγεται από τα ανωτέρω νομοθετήματα- να αποβάλουν το σχήμα του μοναχού, ούτε, καταρχήν, να εγκαταλείψουν τη Μονή της μετανοίας τους (βλ. και άρθρο 10 του Κανονισμού 39/1972 καθώς και ΣτΕ 1393/2017). Για τους λόγους αυτούς, η εύρυθμη λειτουργία των Ιερών Μονών και η προστασία της περιουσίας τους αποτελούν αντικείμενο ενδιαφέροντος τόσο του Κράτους, όσο και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με τα ανωτέρω δεδομένα, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η νόμιμη και εύρυθμη λειτουργία μίας Μονής, μεταξύ άλλων και εξαιτίας αδυναμίας διοίκησής της για οποιονδήποτε λόγο, χωρίς να υπάρχει προοπτική επίλυσης των προβλημάτων αυτών εντός εύλογου χρόνου, η Μονή μπορεί να συγχωνευθεί με άλλη Μονή, ή να διαλυθεί με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 3 του Κ.Χ.Ε.Ε. Στη δε πράξη διάλυσης, και εφόσον στη διαλυόμενη Μονή εγκαταβιούν μοναχοί, πρέπει να διαλαμβάνεται πρόνοια για την εγκαταβίωση των μοναχών σε άλλη Μονή, η οποία, εν όψει του ανωτέρω ιδιορρύθμου καθεστώτος των μοναχών και της οικειοθελούς από αυτούς παραίτησης από την αυτόβουλη δυνατότητα επιλογής άλλης Μονής, την οποία παραίτηση συνεπάγεται η εκούσια επιλογή του μοναχικού σχήματος, είναι υποχρεωτική γι’ αυτούς και δεν ανήκει στο πλαίσιο ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και θρησκευτικής ελευθερίας με την έννοια που τις απολαμβάνουν οι λοιποί πολίτες. Περαιτέρω, αδυναμία διοίκησης Ιεράς Μονής συντρέχει και όταν δεν υφίσταται επαρκής αριθμός μοναχών που έχουν τα νόμιμα προσόντα για τη συγκρότηση Ηγουμενοσυμβουλίου, όπως η ελληνική ιθαγένεια, και δεν έχουν κωλύματα κατά το πολιτειακό δίκαιο ή τους Ιερούς Κανόνες, όπως είναι η επιβολή του επιτιμίου της ακοινωνησίας (βλ. ΣτΕ 1393/2017). Η ουσιαστική εκτίμηση για τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων ανήκει καταρχάς στον επιχώριο Μητροπολίτη και τελικά στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο νόμος δεν προβλέπει προηγούμενη γνώμη των μοναχών, αν υπάρχουν∙ τέτοιος τύπος δεν προβλέπεται ούτε στις προπαρατεθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, ούτε συνάγεται από αυτές. Η περιουσία της διαλυόμενης Μονής περιέρχεται κατά κυριότητα στην οικεία Ιερά Μητρόπολη. Από την ίδια διάταξη προβλέπεται και η ανασύσταση διαλυθείσας Ιεράς Μονής (Π.Ε. 11, 13/2017 κ.ά.). Εξάλλου, στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 3 του ν.δ. 374/1947 προβλέπεται ότι ειδικά στην περίπτωση κατά την οποία καθίσταται αδύνατη η νόμιμη συγκρότηση Ηγουμενοσυμβουλίου Ιεράς Μονής διορίζεται -μέχρι τη νόμιμη συγκρότησή του- με απόφαση του Μητροπολίτη κληρικός, στον οποίο με πράξη του Μητροπολίτη ανατίθενται ορισμένες από τις αρμοδιότητες του Ηγουμενοσυμβουλίου, καθώς και η εκπροσώπηση της Ιεράς Μονής ενώπιον των διοικητικών και δικαστικών αρχών. Όμως, για κάθε επιμέρους διαχειριστική πράξη και ενέργεια του διορισθέντος κληρικού απαιτείται προηγούμενη έγκριση του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου. Τέλος, ενόψει του ότι η διάλυση Ιεράς Μονής είναι πράξη κανονιστικού χαρακτήρα (πρβλ. ΣτΕ 2269, 2270/2003, 561/2000), δεν ελέγχεται από πλευράς αιτιολογίας, αλλά μόνον από την άποψη της τήρησης των όρων της εξουσιοδοτικής διάταξης και της ενδεχόμενης υπέρβασης των ορίων της παρεχόμενης εξουσιοδότησης.

15. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και τις αποφάσεις 510/2015 και 1393/2017 του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το από 8/20.12.1941 κανονιστικό διάταγμα (Α΄ 444) αναγνωρίστηκε, δυνάμει του άρθρου 25 του τότε ισχύοντος Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας της Ελλάδος (α.ν. 2170/1940, Α΄ 5), κατόπιν πρότασης της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η ευρισκόμενη στην περιφέρεια Καρδίτσας ιδιωτική, τότε, Ιερά Μονή «Κόκκινη Εκκλησία» σε αυτοτελή και ανεξάρτητη Ιερά Μονή με την επωνυμία «Ιερά Μονή των Αγίων Αποστόλων, Κόκκινη Εκκλησία». Όπως κρίθηκε με την 510/2015 απόφαση του Δικαστηρίου, η εν λόγω Ιερά Μονή είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 4 του Κ.Χ.Ε.Ε. και 2 περ. β´ του Κανονισμού 39/1972. Με την 389/23.3.2011 απόφαση του Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, διορίστηκε προσωρινή Διαχειριστική Επιτροπή στην αιτούσα Ιερά Μονή, συγκροτούμενη από την Ηγουμένη *** και τις μοναχές *** και *** με σκοπό «την άχρι καιρού διευθέτησιν των οικονομικών και λοιπών τρεχουσών υποθέσεων και ενεργειών της Ιεράς Μονής και την εύρυθμον λειτουργία αυτής» και διατάχθηκαν όλες οι μοναχές να παραδώσουν στη Διαχειριστική Επιτροπή όλα τα διαχειριστικά βιβλία, τα βιβλιάρια καταθέσεων, τη σφραγίδα, το μοναχολόγιο και το σύνολο του αρχείου της Μονής. Κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως της Μονής και ορισμένων μοναχών, η απόφαση αυτή ακυρώθηκε με την 510/2015 απόφαση του Δικαστηρίου, για τον λόγο ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 39 του Κ.Χ.Ε.Ε., 6 του Κανονισμού 39/1972 και του Κεφαλαίου Α΄ του Τμήματος Α΄ του από 28.7/15.9.1858 β.δ. (Α΄ 42), που εφαρμόζεται σε όσες Ιερές Μονές, όπως η προκείμενη, δεν έχουν εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, η διοίκηση της Ιεράς Μονής ανήκει στο Ηγουμενοσυμβούλιο, το οποίο εκλέγεται από τη μοναστική αδελφότητα, χωρίς να χορηγείται στον επιχώριο Μητροπολίτη η εξουσία αντικατάστασης του Ηγουμενοσυμβουλίου με άλλο όργανο ή αποψίλωσης των αρμοδιοτήτων του. Για τον λόγο αυτό, κρίθηκε ότι η απόφαση του Μητροπολίτη εκδόθηκε χωρίς νόμιμο έρεισμα και ακυρώθηκε.

16. Επειδή, με το 4337/1925/10.9.2015 εγκύκλιο σημείωμα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος γνωστοποιήθηκε στις Ιερές Μητροπόλεις ότι, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 4 του Συντάγματος, στη διαδικασία της εκλογής ή διορισμού Ηγουμενοσυμβουλίου και Ηγουμένου των Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίες αποτελούν ν.π.δ.δ., δύνανται να μετέχουν μόνο Έλληνες πολίτες ως εκλογείς ή εκλόγιμοι ή διοριστέοι. Κατόπιν τούτου, ο Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων απέστειλε στην Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Δώδεκα Αποστόλων «Κόκκινης Εκκλησιάς» το 463/11.9.2015 έγγραφό του, στο οποίο διαλαμβάνεται ότι: α) η Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Μοναχή *** είναι ισόβια, β) η Μοναχή *** στερείται του δικαιώματος του εκλέγεσθαι ως μέλος του Ηγουμενοσυμβουλίου, διότι της έχει επιβληθεί το επιτίμιο της ακοινωνησίας, γ) οι αλλοδαπές μοναχές δεν έχουν τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στο Ηγουμενοσυμβούλιο, σύμφωνα με το ανωτέρω εγκύκλιο σημείωμα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και δ) συνακόλουθα, τα μόνα πρόσωπα τα οποία μπορούν να ασκούν τη διοίκηση και διαχείριση της Ιεράς Μονής είναι η ανωτέρω Ηγουμένη και οι μοναχές *** και ***, οι οποίες και ορίζονται για τη διακονία αυτή. Η Ιερά Μονή και ορισμένες μοναχές προσέβαλαν με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας τις ανωτέρω πράξεις της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων. Το Δικαστήριο με την 1393/2017 απόφασή του δέχθηκε ότι ο Ηγούμενος και τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου των Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος ασκούν δημόσια λειτουργία, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 4 του Συντάγματος, και, ως εκ τούτου, πρέπει να είναι Έλληνες πολίτες. Αντιθέτως, οι μοναχοί, υπό την ιδιότητά τους αυτή, δεν ασκούν δημόσια λειτουργία, υπό την ανωτέρω έννοια∙ τούτο ισχύει ακόμη και όταν εκλέγουν τον Ηγούμενο και τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου. Με το σκεπτικό αυτό ακύρωσε κατά το δεύτερο μόνο σκέλος του το 4337/1925/10.9.2015 εγκύκλιο σημείωμα της Ιεράς Συνόδου, ως εισάγον νέα κανονιστική ρύθμιση χωρίς να έχει δημοσιευθεί προσηκόντως. Περαιτέρω, έκρινε ότι η προσβληθείσα πράξη του Μητροπολίτη είναι νομίμως αιτιολογημένη, διότι το Ηγουμενοσυμβούλιο της Μονής είναι τριμελές, σύμφωνα με το από 28.7/15.9.1858 β.δ. (που εφαρμόζεται στις Μονές, οι οποίες -όπως η προκείμενη- δεν έχουν εσωτερικό κανονισμό), οι μόνες δε Ελληνίδες μοναχές (πλην της μοναχής ***, στην οποία είχε επιβληθεί το επιτίμιο της ακοινωνησίας) που μπορούσαν κατά το Σύνταγμα και τον νόμο να είναι μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου ήταν η ***, ως Ηγουμένη, και οι μοναχές *** και ***. Για τους λόγους αυτούς η αίτηση ακυρώσεως απορρίφθηκε κατά το σκέλος αυτό.

17. Επειδή, με το 7/5.7.2017 έγγραφό της η Ηγουμένη της Μονής ζήτησε από τον επιχώριο Μητροπολίτη τη διάλυσή της επικαλούμενη το γεγονός ότι η Μονή δεν μπορεί πλέον να διοικηθεί καθώς και ότι επί πολλά χρόνια δεν έρχονται μοναχές να εγκαταβιώσουν σ’ αυτήν· ειδικότερα, μνημόνευσε την προχωρημένη ηλικία και τα πολλά προβλήματα υγείας της ίδιας και της μοναχής ***, η οποία ευρίσκεται είτε σε κλινική είτε στο Γηροκομείο της Μονής, αλλά και την επικουρία που παρέχεται από κληρικό που έχει ήδη τοποθετηθεί από τον Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων. Ο Μητροπολίτης, με το 1622/18.7.2017 έγγραφό του προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ζήτησε την κίνηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 39 παρ. 3 του Κ.Χ.Ε.Ε. διαδικασίας διάλυσης της Ιεράς Μονής, για τους ακόλουθους λόγους: Με την 1393/2017 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι αλλοδαποί μοναχοί δεν δύνανται να μετέχουν στη Διοίκηση της Ιεράς Μονής τους και από τις Ελληνίδες μοναχές της ανωτέρω Ιεράς Μονής μόνο μία δύναται να ασκεί καθήκοντα διοίκησής της [ενν. την Ηγουμένη ***, διότι, όπως δέχονται και οι αιτούσες, η μεν μοναχή *** απεβίωσε, η δε μοναχή *** δεν ήταν πλέον σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά της λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας]. Εξαιτίας, μάλιστα, της αδυναμίας διοίκησης της Μονής, ορίστηκε προς τούτο έγγαμος κληρικός, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν.δ. 374/1947. Εξάλλου, από πολλών ετών δεν επιδεικνύεται ενδιαφέρον από Ελληνίδες να εγκαταβιώσουν στη Μονή - η τελευταία προσήλθε σε χρόνο απώτερο της εικοσαετίας. Με την προσβαλλόμενη από 9.1.2018 πράξη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, που ελήφθη κατά τη Θ΄ Συνεδρία της 161ης Συνοδικής Περιόδου, εγκρίθηκε η γνώμη του Μητροπολίτη υπέρ της διάλυσης της πιο πάνω Ιεράς Μονής. Στη συνέχεια, κατόπιν πρότασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων εκδόθηκε το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα 49/2018 (Α΄ 90/22.5.2018), με το οποίο διαλύθηκε η Ιερά Μονή και η αδελφότητα αυτής μετεγγράφηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου «Καραϊσκάκη». Τέλος, με το επίσης προσβαλλόμενο 783/540/31.5.2018 έγγραφο του Μητροπολίτη οι μοναχές της Ιεράς Μονής κλήθηκαν να αναχωρήσουν προς εγκαταβίωση στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου «Καραϊσκάκη».

18. Επειδή, όπως εκτίθεται σε προηγούμενη σκέψη, το άρθρο 39 παρ. 3 του Κ.Χ.Ε.Ε. δεν προβλέπει προηγούμενη γνώμη των μοναχών, αν υπάρχουν, προκειμένου να διαλυθεί Ιερά Μονή∙ τέτοιος τύπος δεν προβλέπεται ούτε στις προπαρατεθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, ούτε συνάγεται από αυτές. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, όπως αναπτύσσονται στο από 12.12.2018 υπόμνημα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

19. Επειδή, νομίμως ο Μητροπολίτης έλαβε υπόψη το προαναφερθέν 7/5.7.2017 έγγραφο της Ηγουμένης της Μονής χωρίς τούτο να προβλέπεται στον νόμο, διότι πρόκειται για τήρηση οικειοθελούς τύπου. Συνεπώς, οι αντίθετοι ισχυρισμοί των αιτουσών πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

20. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η διάλυση της Ιεράς Μονής, για τον λόγο ότι δεν είναι δυνατή η διοίκησή της είναι μη νόμιμη, διότι η αδυναμία αυτή είναι προσωρινή, για τους εξής λόγους: α) Οι αλλοδαπές μοναχές *** και *** (τρίτη και τέταρτη αιτούσες) έχουν καταθέσει αίτηση πολιτογράφησής τους· εξάλλου, όπως προκύπτει από στοιχεία που ανέκυψαν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Γ΄ Τμήματος αλλά πριν από τη συζήτηση αυτής ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η αίτηση της τέταρτης αιτούσας (μοναχής ***) έγινε δεκτή με την Φ. 216236/2020/0001254/24.02.2020 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών (Β΄ 891/17.3.2020), για την δε αίτηση της τρίτης αιτούσας (μοναχής ***) εκδόθηκε η από 11.04.2019 ομόφωνη θετική εισήγηση της αρμόδιας Επιτροπής Πολιτογράφησης. β) Οι υπόλοιπες αλλοδαπές μοναχές δεν μπορούσαν να καταθέσουν τέτοιες αιτήσεις, διότι οι άδειες παραμονής τους είχαν ανακληθεί∙ όμως, με τις πρόσφατες ***/2018 και ***/2018 αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Τρικάλων οι ανακλητικές της άδειας παραμονής τους πράξεις ακυρώθηκαν, ήδη δε με τις ΑΝΔ ***/2020, ΑΝΔ ***/2020 και από 03/04/2020 προσωρινές διαταγές του ίδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου διατάχθηκε η προσωρινή αναστολή εκτελέσεως πράξεων του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας – Στ. Ελλάδας περί επιστροφής στις χώρες τους. γ) Η Ελληνίδα μοναχή ***, στην οποία έχει επιβληθεί το επιτίμιο της ακοινωνησίας, θα μπορεί να μετάσχει στη διοίκηση της Μονής μετά την άρση του. δ) Οι Ελληνίδες μοναχή *** (δέκατη αιτούσα, κατά κόσμον ***) και δόκιμη μοναχή *** (ενδέκατη αιτούσα, κατά κόσμον ***) θα μπορούν επίσης να μετάσχουν στη διοίκηση της Μονής, η δεύτερη μετά την κουρά της. ε) Σε κάθε περίπτωση η Μονή μπορεί να διοικείται προσωρινά από έγγαμο κληρικό, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν.δ. 374/1947.

21. Επειδή, από τον χαρακτήρα της επίδικης Ιεράς Μονής ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το ρυθμισμένο από τον νόμο καθεστώς που διέπει την ίδρυση, τη διοίκηση, τη λειτουργία και τη διάλυσή της συνάγεται ότι η άσκηση της ελευθερίας της λατρείας των εγκαταβιούντων στη Μονή οριοθετείται νομίμως από το διοικητικό αυτό καθεστώς, με το οποίο, όπως προεκτέθηκε, εκδηλώνεται το αντίστοιχο ενδιαφέρον του Κράτους. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα ότι δεν ασκούν επιρροή πραγματικά περιστατικά που δεν εμπίπτουν στις προϋποθέσεις του νόμου, όπως η τυχόν εγκαταβίωση μοναχών μη εγγεγραμμένων στο μοναχολόγιο ή η ύπαρξη μοναχών στερούμενων των νόμιμων προσόντων για τη διοίκηση του καθιδρύματος. Περαιτέρω, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 14, αν η αδυναμία διοίκησης της Μονής με νόμιμη συγκρότηση Ηγουμενοσυμβουλίου είναι διαρκής, είναι καταρχήν δυνατή η διάλυσή της για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 3 του Κ.Χ.Ε.Ε. Τέτοια δε περίπτωση διαρκούς αδυναμίας διοίκησης δεν θεραπεύεται με τον διορισμό έγγαμου κληρικού, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν.δ. 374/1947, εφόσον η διάταξη αυτή, από τη φύση της, αναφέρεται σε προσωρινή αδυναμία συγκρότησης του παραπάνω οργάνου. Ενόψει του ότι, όπως παρατέθηκε σε προηγούμενη σκέψη, το προσβαλλόμενο π.δ/μα περί διάλυσης Ιεράς Μονής, λόγω του κανονιστικού χαρακτήρα του, ελέγχεται μόνον από την άποψη της τήρησης των όρων της εξουσιοδοτικής διάταξης και της ενδεχόμενης υπέρβασης των ορίων της, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τον χρόνο έκδοσης του εν λόγω π.δ/τος, συνέτρεχαν πράγματι οι προϋποθέσεις διάλυσης της επίμαχης Ιεράς Μονής, όπως αυτές εκτιμήθηκαν από τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα, στα οποία ανήκει η σχετική ουσιαστική κρίση. Ειδικότερα, κατά τον χρόνο αυτό, δεν υφίστατο παρά μόνο μία μοναχή, η Ηγουμένη ***, η οποία συγκέντρωνε όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις, από την άποψη και των πολιτειακών και των ιερών κανόνων, για να είναι σε θέση να διοικήσει την Μονή και η οποία, ωστόσο, ζήτησε τη διάλυσή της. Αντιθέτως, οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν συνέτρεχαν για καμία από τις αιτούσες· στην πρώτη από αυτές ήδη από το έτος 2011 έχει επιβληθεί εκκλησιολογική ποινή αόριστης διάρκειας (επιτίμιο ακοινωνησίας “άχρι καιρού”) που δεν επιτρέπει την άσκηση αυτής της αρμοδιότητας και η οποία δεν συνάγεται ότι πρόκειται να αρθεί σε προβλεπτό χρονικό διάστημα· περαιτέρω από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προέκυπτε και εξακολουθεί να μην προκύπτει ότι η δέκατη και η ενδέκατη από τις αιτούσες είναι μοναχή και δόκιμη μοναχή αντιστοίχως, οι οποίες εγκαταβιούν νομίμως στη Μονή, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 7· οι δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομη, όγδοη και ένατη από τις αιτούσες, ως αλλοδαπές, στερούνταν την αναγκαία κατά νόμο προϋπόθεση της ελληνικής ιθαγένειας για την συμμετοχή τους στο Ηγουμενοσυμβούλιο, το γεγονός δε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο εκτίμησης των προϋποθέσεων από την εκκλησιαστική διοίκηση, είχαν απλώς υποβάλει αίτηση πολιτογράφησης, δεν αναπληρώνει την επίμαχη κρίσιμη προϋπόθεση, αφού η χορήγηση σε αυτές της ελληνικής ιθαγένειας παρέμενε γεγονός μέλλον και αβέβαιο· τέλος, δεν είναι νομικά κρίσιμη για το επίμαχο ζήτημα της ελληνικής ιθαγένειας των αιτουσών η έκδοση των ***/2018 και ***/2018 αποφάσεων του Διοικητικού Πρωτοδικείου Τρικάλων, με τις οποίες ακυρώθηκαν οι ανακλητικές των αδειών παραμονής των λοιπών αλλοδαπών αιτουσών πράξεις, καθώς τα εν λόγω στοιχεία δεν υποκαθιστούν την κτήση ελληνικής ιθαγένειας από αυτές, ούτε προδικάζουν τη χορήγησή της. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι νομίμως έγινε δεκτό από τον επιχώριο Μητροπολίτη αρχικά και από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο στη συνέχεια ότι συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση διάλυσης της Ιεράς Μονής, λόγω έλλειψης του αναγκαίου αριθμού Ελληνίδων μοναχών για την συγκρότηση του οργάνου διοίκησής της, με δεδομένο ότι είχε ήδη εξαντληθεί το προσωρινό μέτρο του διορισμού κληρικού για την υποβοήθηση του εν λόγω διοικητικού έργου. Εξάλλου, τα οψιγενή στοιχεία που προσκόμισαν οι αιτούσες μετά την έκδοση της παραπεμπτικής απόφασης, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, δηλαδή η απόφαση πολιτογράφησης για την τέταρτη αιτούσα, η από 11.04.2019 θετική εισήγηση της αρμόδιας Επιτροπής Πολιτογράφησης για την τρίτη αιτούσα και οι ΑΝΔ ***/2020, ΑΝΔ ***/2020 και από ***/2020 προσωρινές διαταγές του Διοικητικού Πρωτοδικείου Τρικάλων, με τις οποίες ανεστάλησαν προσωρινά αποφάσεις περί απομάκρυνσης από την Ελλάδα των δεύτερης, όγδοης και ένατης των αιτουσών, δεν προσκομίζονται παραδεκτώς, διότι δεν υφίσταντο κατά τον νόμιμο χρόνο σχηματισμού της κρίσης των αρμόδιων εκκλησιαστικών οργάνων και δεν μπορούν να αξιολογηθούν πρωτογενώς από τον ακυρωτικό δικαστή· σε κάθε περίπτωση, ούτε τα παραπάνω στοιχεία κλονίζουν την κρίση αυτή, εφόσον καταδεικνύουν ότι και μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος των δύο και ημίσεος ετών που μεσολάβησε από την έκδοση των πράξεων του αρμόδιου Μητροπολίτη και της Δ.Ι.Σ. μέχρι τη συζήτηση της αιτήσεως ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου δεν έχει καταστεί δυνατή η νόμιμη διοίκηση της Ιεράς Μονής, διότι δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του απαιτούμενου από τις προεκτεθείσες διατάξεις τριμελούς Ηγουμενοσυμβουλίου. Με τα δεδομένα αυτά δεν προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα περί διάλυσης της Μονής θεσπίστηκε κατά πρόδηλη παραγνώριση των κριτηρίων και των όρων της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 39 παρ. 3 του ν. 590/1977 και ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως για παράβαση της διάταξης αυτής πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη γνώμη, όμως, του Αντιπροέδρου Ιωάννη Γράβαρη, των Συμβούλων Δημητρίου Μακρή, Μαρλένας Τριπολιτσιώτη, Νικολάου Σκαρβέλη και Βασιλείου Ανδρουλάκη και του Παρέδρου Βασιλείου Γκέρτσου, για την ερμηνεία της παραπάνω διάταξης πρέπει να συνεκτιμηθεί η ιδιόρρυθμη φύση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που αποτελεί κάθε Ιερά Μονή, όπως η επίδικη. Ειδικότερα, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι, με βάση τις δεσμεύσεις του μοναχικού βίου, όπως αυτές προκύπτουν από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η επιλογή της Ιεράς Μονής στην οποία ο μοναχός θα εγκαταβιώσει για όλη την υπόλοιπη ζωή του και στην οποία θα ασκεί τα λατρευτικά του καθήκοντα ανήκει στον πυρήνα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του και της θρησκευτικής του ελευθερίας, ειδικότερα δε της ελεύθερης άσκησης της λατρείας (άρθρα 5 παρ. 1 και 13 παρ. 2 του Συντάγματος και 9 της ΕΣΔΑ), διότι οι συνθήκες διαβίωσης και άσκησης της λατρείας μπορεί να διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ των Ιερών Μονών. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου και το προεκτεθέν ιστορικό προκύπτει ότι η ένδικη Ιερά Μονή έχει επαρκή αριθμό μοναχών νομίμως εγγεγραμμένων στο μοναχολόγιό της, οι οποίες επιδεικνύουν ισχυρή βούληση παραμονής σε αυτήν, καθώς και πνευματική και οικονομική δραστηριότητα που υποστηρίζεται από τα περιουσιακά της στοιχεία, το δε πρόβλημα στη διοίκησή της ανάγεται στην έλλειψη τριών τουλάχιστον μοναχών ελληνικής ιθαγένειας, οι οποίες να είναι σε θέση να συγκροτήσουν το Ηγουμενοσυμβούλιο. Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένα τόσο τον ιστορικό χαρακτήρα της Ιεράς Μονής, ο οποίος προκύπτει και δεν αμφισβητείται, όσο και το γεγονός ότι κατά τον χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος περί διάλυσης της Μονής οι τρίτη και τέταρτη από τις αιτούσες είχαν ήδη ζητήσει την πολιτογράφησή τους, η διάταξη του άρθρου 39 παρ. 3 του ν. 590/1977, ερμηνευόμενη υπό το φως των άρθρων 5 παρ. 1 και 13 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος και 9 της ΕΣΔΑ, έχει την έννοια ότι η διάλυση Ιεράς Μονής είναι μέτρο που κατ’ αρχήν λαμβάνεται σε περιπτώσεις εγκαταλελειμμένων ή αδρανών μονών και όχι σε περιπτώσεις αδυναμίας συγκρότησης του οργάνου διοίκησής τους, για τις οποίες πρέπει να εξαντλούνται οι δυνατότητες που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία, όπως ο διορισμός κληρικού από τον επιχώριο Μητροπολίτη, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν.δ. 374/1947, ενόσω, ενόψει των συνθηκών, διατηρείται βάσιμη ελπίδα αποκατάστασης της δυνατότητας διοίκησης, και εφόσον, πάντως, δεν υπάρχει υπέρβαση του ευλόγου χρόνου, ζητήματα για τα οποία πρέπει να αποφανθούν τα αρμόδια διοικητικά όργανα. Η παραπάνω άποψη επιρρωννύεται εν προκειμένω από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι αιτούσες για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, δηλαδή την Φ. ***/ ***.2020 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών περί πολιτογράφησης της τέταρτης αιτούσας και την από 11.04.2019 θετική εισήγηση της αρμόδιας Επιτροπής για την πολιτογράφηση της τρίτης αιτούσας, από τα οποία συνάγεται ότι μέσα σε χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, ενόψει των περιστάσεων, υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο, τα σχετικά με την συγκρότηση Ηγουμενοσυμβουλίου ζητήματα της επίμαχης Ιεράς Μονής βαίνουν προς οριστική διευθέτηση. Κατόπιν τούτων, το προσβαλλόμενο διάταγμα δεν έχει εκδοθεί νομίμως, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα.

22. Επειδή, οι αιτούσες προβάλλουν ακόμη ότι, λόγω της σοβαρότητας των συνεπειών της διάλυσης της Ιεράς Μονής, η μη αναγνώριση στους μοναχούς του δικαιώματος να αποφασίζουν οι ίδιοι για τη διάλυση της μονής στην οποία εγκαταβιούν, συνιστά κατάλυση του δικαιώματος της ελεύθερης λατρείας των πιστών κάθε γνωστής θρησκείας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς και του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα όμως με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, το γεγονός ότι οι Ιερές Μονές, όπως η επίμαχη, αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, έχει ως συνέπεια ότι η ρύθμιση της σύστασης και της διάλυσής τους από τον διοικητικό νόμο αντιμετωπίζονται και ως ζητήματα αναγόμενα στην εύρυθμη λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας· επομένως, δεδομένου και ότι οι αιτούσες δεν αποβάλλουν, με το προσβαλλόμενο π.δ/μα, την ιδιότητα του μοναχού, διασφαλίζεται δε η ακώλυτη συνέχιση των λατρευτικών τους καθηκόντων με την μετεγγραφή τους σε άλλο μοναστικό καθίδρυμα, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος της λατρείας που διασφαλίζεται στο άρθρο 13 του Συντάγματος, περαιτέρω δε τηρείται μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα αυτό και στην εξουσία των εκκλησιαστικών και κρατικών αρχών να ρυθμίζουν τα ζητήματα οργάνωσης των θρησκευτικών κοινοτήτων, η οποία αποτελεί αναγκαίο μέτρο σε δημοκρατική κοινωνία (ΕΔΔΑ απόφαση της 16.10.2012, Schilder κατά Ολλανδίας, απόφαση της 3.4.2012, Sessa κατά Ιταλίας). Κατόπιν τούτων, οι ισχυρισμοί των αιτουσών πρέπει να απορριφθούν. Κατά τη γνώμη που μειοψήφησε, η ερμηνεία του άρθρου 39 παρ. 3 του ν. 590/1977, η οποία υιοθετήθηκε από τους μειοψηφούντες στην προηγούμενη σκέψη, είναι η μόνη που εγγυάται την μη παραβίαση των παραπάνω διατάξεων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ· συνεπώς, ο λόγος αυτός πρέπει να γίνει δεκτός και να ακυρωθεί το προσβαλλόμενο π.δ/μα.

23. Επειδή, τέλος, οι αιτούσες προβάλλουν ότι η διάλυση της Ιεράς Μονής εχώρησε κατά κατάχρηση εξουσίας, προκειμένου η περιουσία της να περιέλθει στη Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν νοείται κατάχρηση εξουσίας σε κανονιστικές πράξεις (ΣτΕ 3430/2017, 655/2016 Ολ., 3606/2015, 2508/2015).

24. Επειδή, κατόπιν των παραπάνω, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Δ ι ά  τ α ύ τ α

Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει συμμέτρως στις αιτούσες τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, που ανέρχεται, για καθέναν από τους νικήσαντες διαδίκους, σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2020

Ο Πρόεδρος           Η Γραμματέας

Αθ. Ράντος             Ελ. Γκίκα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Μαΐου 2021.

Η Πρόεδρος           Η Γραμματέας

Ε. Σάρπ                   Ελ. Γκίκα

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.