ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΣτΕ 2200/2020
Αριθμός Απόφασης : 2200
'Ετος : 2020
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 2200/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ'

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Φεβρουαρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Δ. Σκαλτσούνης, Aντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ' Τμήματος, Μ. Τριπολιτσιώτη, Στ. Κτιστάκη, Σύμβουλοι, Δ. Βανδώρος, Ελ. Κουλεντιανού, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Βλασερού, Γραμματέας του Γ' Τμήματος.

Για να δικάσει την από 14 Νοεμβρίου 2016 αίτηση:

του Αρχιμανδρίτη ***, κατά κόσμον ** του ***, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής ***, ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο *** (Α.Μ. *** Δ.Σ. ***), που *** διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά της Ιεράς Μητροπόλεως ***, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Θεόδωρο Παπαγεωργίου (Α.Μ. 24288), που τον διόρισε με απόφαση ο Μητροπολίτης της.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν: α. η υπΆ αριθμ. 1307/5.7.2016 29η απόφαση του Μητροπολίτη *** και β. η υπ' αριθμ.1323/25.7.2016 απόφαση της Συνεδρίας 1531/25.7.2016 του Μητροπολιτικού - Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Ιεράς Μητροπόλεως ***.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ. Βανδώρου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αιτούντος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της καθ' ης Μητροπόλεως, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι



Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (Θ .../2016 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α' της ΔΟΥ Δ' Αθηνών).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) της 29/5.7.2016 απόφασης του Μητροπολίτη ***, με την οποία ο αιτών, ιερομόναχος, παύθηκε από τη θέση του προσωρινού εφημερίου της Ενορίας του Ιερού Ναού Αγίας Παρασκευής *** και β) της από 25.7.2016 (συνεδρίαση 1531, θέμα 1ο) απόφασης του Μητροπολιτικού Συμβουλίου - Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Ιεράς Μητρόπολης ***, με την οποία αποφασίστηκε η διαγραφή του αιτούντος από τη μισθοδοτική κατάσταση της Ιεράς Μητρόπολης.

3. Επειδή, αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης είναι το Γ' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 596/2019, 411/2015, 1753/2008, 2358/1998).

4. Επειδή, η απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου προσβάλλεται απαραδέκτως, διότι, ως πράξη εκτελέσεως της πρώτης προσβαλλόμενης, στερείται εκτελεστότητας.

5. Επειδή, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο Μητροπολίτης Καμερούν με το από 26.3.2019 έγγραφό του προσκάλεσε τον αιτούντα να καταταγεί στην Ιερά Μητρόπολη Καμερούν και πάσης Δυτικής Αφρικής. Ο αιτών με το από *** 2019 έγγραφό του απάντησε ότι αποδέχεται την πρόσκληση. Με το από ***2019 έγγραφο ο Μητροπολίτης διαβεβαίωσε τον αιτούντα ότι από την ημερομηνία αυτή είναι εγγεγραμμένος στην ανωτέρω Ιερά Μητρόπολη, με έγγραφο δε που φέρει την ίδια ημερομηνία ενημέρωσε τον Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής για το γεγονός αυτό. Όταν ο Μητροπολίτης *** το πληροφορήθηκε, απέστειλε το από ***2019 έγγραφο στον Μητροπολίτη Καμερούν και πάσης Δυτικής Αφρικής, με το οποίο του επισήμανε ότι ο ίδιος δεν έχει χορηγήσει Κανονικό Απολυτήριο Γράμμα ούτε έχει δώσει γραπτή άδεια στον αιτούντα για τη μετάβασή του στο Καμερούν και του ζήτησε να υποδείξει στον αιτούντα να επιστρέψει αμελλητί στην Ελλάδα και να εγκαταβιώσει στην Ιερά Μονή ***, στην οποία ανήκει∙ διαφορετικά, αντικανονικώς θα του επιτρέπει να παραμένει στη Μητρόπολή του. Στη συνέχεια ο Μητροπολίτης Καμερούν και πάσης Δυτικής Αφρικής με το από ***2019 έγγραφό του προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ζήτησε, επικαλούμενος και σεπτή εντολή του Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, να αποσταλούν από τα Συνοδικά Δικαστήρια οι φάκελοι εκκλησιαστικής δικογραφίας που αφορούν τον αιτούντα, προκειμένου οι σχετικές υποθέσεις να εκδικασθούν από την -αρμόδια πλέον- Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής. Με το ***/***2019 έγγραφό του ο Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος πληροφόρησε τον Μητροπολίτη Καμερούν και πάσης Δυτικής Αφρικής ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος με την από 4.11.2019 απόφασή της απέρριψε το αίτημά του να θεωρηθεί ότι ο αιτών ανήκει πλέον στην Ιερά Μητρόπολη Καμερούν και πάσης Αφρικής και να διαβιβασθούν οι εκκλησιαστικές δικογραφίες που τον αφορούν στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, για τους ακόλουθους λόγους: α) διότι το αίτημα δεν διαβιβάστηκε από τον αρμόδιο προς τούτο Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, β) διότι ο αιτών δεν έχει λάβει απολυτήριο γράμμα από την Ιερά Μητρόπολη *** και, ως εκ τούτου, παραμένει κληρικός της και μοναχός εγγεγραμμένος στο μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής ****, γ) διότι εκκρεμεί σε βάρος του αιτούντος η εκδίκαση υποθέσεών του ενώπιον των εκκλησιαστικών δικαστηρίων της Εκκλησίας της Ελλάδος και δ) διότι ήδη κατά τη συνεδρίαση της 23.5.2019 η Διαρκής Ιερά Σύνοδος είχε αποφανθεί, επί αιτήματος του αιτούντος, ότι κατά την έννοια του άρθρου 9 του ν. 5383/1932 διεξάγεται μόνο μία εκκλησιαστική δίκη, στην Ιερά Μητρόπολη ***, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν άλλοι Μητροπολίτες που να μπορούν να επικαλεσθούν αρμοδιότητα για την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών.

6. Επειδή, το Δικαστήριο κρίνει ότι, στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, δεν μπορεί - ενόψει ιδίως του εγγράφου του Μητροπολίτη *** και της απόφασης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου - να αντιταχθεί στον αιτούντα ότι έπαυσε να είναι ιερομόναχος της Εκκλησίας της Ελλάδος και να κριθεί ότι η δίκη απώλεσε το αντικείμενό της και πρέπει να καταργηθεί (ο ίδιος, προκειμένου να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο αυτό, επικαλείται λόγους ιδιαίτερου έννομου συμφέροντος) ούτε ότι αυτός στερείται πλέον εννόμου συμφέροντος, όπως υποστηρίζει η Ιερά Μητρόπολη ***.

7. Επειδή, στο άρθρο 37 παρ. 1 έως και 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977, Α' 146) ορίζεται ότι: «1. Ο εφημέριος μεριμνά δια την λατρευτικήν και πνευματικήν ζωήν των ενοριτών και δια παν ζήτημα αφορών εις την πνευματικήν και υλικήν πρόοδον της Εκκλησίας. 2. Αι κεναί οργανικαί εφημεριακαί θέσεις πληρούνται μονίμως μεν διΆ εγγάμων πρεσβυτέρων, προσωρινώς δε και δι' αγάμων, κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα, δια κανονιστικών αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. και δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. 3. Έγγαμοι εφημέριοι υπηρετούντες πέραν της πενταετίας προσωρινώς εις την αυτήν οργανικήν εφημεριακήν θέσιν καθίστανται αυτοδικαίως τακτικοί. 4. Απόσπασις τακτικού εφημερίου εις άλλην κενήν οργανικήν θέσιν δεν δύναται να παραταθή πέραν των τριών μηνών συνεχώς ή διακεκομμένως εντός του αυτού έτους, ει μη μόνον τη αιτήσει ή τη συγκαταθέσει τούτου».

8. Επειδή, στο άρθρο 33 παρ. 1 έως και 4 του 2/1969 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί Ιερών Ναών, Ενοριών και Εφημερίων» (Α' 193/1970) ορίζεται ότι: «1. Οι εφημέριοι των Ενοριακών Ναών, οι καταλαμβάνοντες οργανικάς εφημεριακάς θέσεις υπό την έννοιαν του παρόντος Κανονισμού, είναι τακτικοί, διοριζόμενοι υπό του οικείου Αρχιερέως ως ακολούθως. 2. Εντός μηνός από της χηρείας εφημεριακής τινός θέσεως, ο οικείος Ιεράρχης δια προκηρύξεως αυτού, αναγιγνωσκομένης επΆ Εκκλησίαις και δημοσιευομένης εις το περιοδικόν «Εκκλησία» ή και εις τον εγχώριον τύπον δαπάναις του Ναού, υποχρεούται να καλέση τους βουλομένους, ίνα καταλάβωσι την κενήν οργανικήν θέσιν τακτικού εφημερίου και έχοντας τα κανονικά και τα δια του σχετικού νόμου οριζόμενα ως προς τας θέσεις ταύτας προσόντα, όπως υποβάλωσι τα δικαιολογητικά των έγγραφα, εντός μηνός από της δημοσιεύσεως της προκηρύξεως εν τω περιοδικώ «Εκκλησία». 3. Παρελθούσης απράκτου της ως άνω προθεσμίας, εξακολουθεί ισχύουσα η δημοσιευθείσα προκήρυξις επί ένα εισέτι μήνα (άρθρον 46 παρ. 3 α.ν. 2200/40). 4. Εις την κενήν οργανικήν θέσιν και μέχρι της κατά τον παρόντα Κανονισμόν πληρώσεως αυτής διά τακτικού εφημερίου, ο οικείος Αρχιερεύς τοποθετεί προσωρινόν εφημέριον (άρθρον 46 παρ. 4 α.ν. 2200/40)»∙ στο άρθρο 45 παρ. 1 και 2 του πιο πάνω Κανονισμού ορίζεται ότι: «1. Απαγορεύεται η ανακήρυξις Ιερομονάχων ως υποψηφίων εφημερίων (άρθρον 56 παρ. 1 του α.ν. 2200/40 ως ετροποποιήθη). 2. Οι καλούμενοι προσωρινώς εις χηρευούσας ενορίας Ιερομόναχοι παραμένουσιν εις αυτάς μέχρι της οριστικής πληρώσεως της θέσεως (άρθρον 56 παρ. 2 α.ν. 2200/40)», ενώ στο άρθρο 46 του ίδιου Κανονισμού προβλέπονται οι λόγοι, για τους οποίους παύεται ο εφημέριος από τη θέση του.

9. Επειδή, ακολούθησε ο Κανονισμός 230/2012 της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος «περί Εφημερίων και Διακόνων» (Α' 73), στον οποίο ορίζονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 2 «Εφημέριοι ενοριακών Ιερών Ναών» τα εξής: «1. Οι Εφημέριοι των ενοριακών Ιερών Ναών, διακρινόμενοι σε τακτικούς και προσωρινούς, μεριμνούν για τη λατρευτική και την πνευματική ζωή των ενοριτών και για όλα τα ζητήματα, τα οποία αφορούν στην πνευματική, την προνοιακή και την υλική ζωή της ενορίας. 2. … 3. Οι κενές οργανικές εφημεριακές θέσεις πληρούνται μονίμως μεν με εγγάμους Πρεσβυτέρους (τακτικοί Εφημέριοι), προσωρινώς δε και με αγάμους (προσωρινοί Εφημέριοι), κατά τα ειδικότερον οριζόμενα στον παρόντα Κανονισμό. Έγγαμοι Εφημέριοι υπηρετούντες προσωρινώς πέραν της πενταετίας στην αυτή οργανική εφημεριακή θέση καθίστανται αυτοδικαίως τακτικοί. 4. …», στο άρθρο 4 «Προκήρυξη και κάλυψη οργανικών εφημεριακών θέσεων» τα εξής: «1. … 4. Στην κενή οργανική θέση και μέχρι την πλήρωσή της, κατά τον παρόντα Κανονισμό, με τακτικό Εφημέριο, ο οικείος Μητροπολίτης τοποθετεί προσωρινό Εφημέριο», στο άρθρο 14 «Αφυπηρέτηση Εφημερίων» τα εξής: «1. Οι Εφημέριοι μπορούν να αποχωρούν της υπηρεσίας υστέρα από αίτησή τους μετά τη συμπλήρωση του 70ου έτους της ηλικίας τους, ως και 35ετή πλήρη εφημεριακή υπηρεσία, ή και σε προγενέστερο χρόνο, εφΆ όσον υφίσταται ανικανότητα προς εκτέλεση των εφημεριακών τους καθηκόντων λόγω νόσου πνευματικής ή σωματικής, η οποία πιστοποιείται αρμοδίως σύμφωνα με τις διατάξεις που εφαρμόζονται αναλογικώς επί των πολιτικών δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων. Η πιστοποίηση αυτή προκαλείται είτε με αίτηση του Εφημερίου, είτε με ενέργεια του οικείου Μητροπολίτου, προς την αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή. 2. Μετά την κατά τα ανωτέρω διαπίστωση της ανικανότητας, ο οικείος Μητροπολίτης διορίζει προσωρινό Εφημέριο μέχρι την πλήρωση της θέσεως κατά τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού. …» και στο άρθρο 19 «Προσωρινοί Εφημέριοι - Ιεροκήρυκες» τα εξής: «1. … 2. Ως προσωρινοί εφημέριοι είναι δυνατόν να διορίζονται επίσης Ιερομόναχοι, υπό τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, και στις περιπτώσεις των άρθρων 4 παρ. 4 και 14 παρ. 2 του παρόντος Κανονισμού. 3. Εκλιπόντων των πνευματικών αναγκών του διορισμού των προσωρινών κατά τα ανωτέρω Εφημερίων, ο οικείος και διορίσας αυτούς Μητροπολίτης, δύναται να ανακαλέσει τον διορισμόν αυτών».

10. Επειδή, η κατάσταση των μοναχών του κλίματος της Εκκλησίας της Ελλάδος, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ιερομόναχοι, είναι ιδιόρρυθμη και διέπεται ιδίως από τον Κανονισμό 39/1972 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ιερών Μονών και των Ησυχαστηρίων» (Α' 103). Στο άρθρο 1 του Κανονισμού ορίζεται ότι: «α) Η Ιερά Μονή είναι πνευματικόν ίδρυμα προσευχής και εργασίας εις ο εγκαταβιοί μία Ορθόδοξος Χριστιανική Αδελφότης ανδρών ή γυναικών αφιερωμένων εις τον Θεόν και υπεσχημένων να διέλθωσιν την ζωήν αυτών εν αγνεία, ακτημοσύνη και υπακοή προς τον Ηγούμενον και την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν της Ελλάδος. β) Σκοπός εκάστης Ιεράς Μονής, συμφώνως προς τας παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι η εν Κοινοβιακή Πολιτεία αδιάλειπτος του εν Τριάδι Θεού δοξολογία, η δια λειτουργικών και κατΆ ιδίαν προσευχών, δια συνεχούς κατά Θεόν ασκήσεως και εν Αγίαις διακονίαις νέκρωσις των παθών των εν αυτή ασκουμένων και η υπΆ αυτών τελεία βίωσις της κατά Θεόν εν Χριστώ Ιησού Μυστικής ζωής, οδηγούσης εις ψυχικήν αυτών σωτηρίαν και θέωσιν». Εξάλλου, στο άρθρο 10 διαλαμβάνεται ότι: «… Η έξω της Ιεράς Μονής ή και η εις ετέραν Ιεράν Μονήν παραμονή μοναχού τινός άνευ και πέραν της αρμοδίως χορηγηθείσης αδείας απαγορεύεται απολύτως …».

11. Επειδή, στο άρθρο 14 του Κανονισμού 230/2012 (και προηγουμένως στο άρθρο 46 του Κανονισμού 2/1969) προβλέπονται οι λόγοι για τους οποίους αφυπηρετεί ο εφημέριος από τη θέση του. Η διάταξη αυτή αφορά τους τακτικούς εφημερίους, οι οποίοι συνδέονται οργανικά με τη θέση στην οποία διορίζονται, και όχι τους τοποθετούμενους ως προσωρινούς εφημερίους, των οποίων η τοποθέτηση, σιωπώντος του νόμου, δύναται να αρθεί όχι μόνο για τους περιοριστικά αναφερόμενους στην εν λόγω διάταξη λόγους, αλλά και για οποιονδήποτε άλλο αποχρώντα λόγο, με πράξη του Μητροπολίτη που τους έχει τοποθετήσει, η οποία πρέπει, με την επιφύλαξη των προσωρινών εφημερίων που φέρουν και την ιδιότητα του ιερομόναχου, να αιτιολογείται προσηκόντως (βλ. ΣτΕ 411/2015, 1753/2008). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω διατάξεις, οι ιερομόναχοι δεν δύνανται να διορισθούν ως τακτικοί εφημέριοι, παρά μόνον, κατΆ εξαίρεση, ως προσωρινοί εφημέριοι. Εξάλλου, σύμφωνα και με τις παρατεθείσες διατάξεις του Κανονισμού 39/1972, η κανονική κατάσταση των μοναχών, περιλαμβανομένων των ιερομονάχων, είναι η διαρκής παραμονή εντός της Ιεράς Μονής της μετανοίας τους, ώστε, μεταξύ άλλων, να επιτυγχάνονται «η εν Κοινοβιακή πολιτεία αδιάλειπτος του εν Τριάδι Θεού δοξολογία» και «η εν Αγίαις διακονίαις νέκρωσις των παθών» (άρθρο 1), η δε έξω της Ιεράς Μονής ή και η σε άλλη Ιερά Μονή παραμονή μοναχού «απαγορεύεται απολύτως», εκτός αν του έχει χορηγηθεί άδεια από το αρμόδιο όργανο (άρθρο 10). Συνεπώς, η πράξη του οικείου Μητροπολίτη περί παύσης ιερομονάχου από θέση προσωρινού εφημερίου, στην οποία αυτός κατΆ εξαίρεση υπηρετεί, και η επαναφορά του στην κανονικότητα, δηλαδή στη διαρκή εγκαταβίωση στην Ιερά Μονή της μετανοίας του, δεν απαιτείται να φέρει αιτιολογία (βλ. ΣτΕ 411/2015, 1753/2008∙ προηγουμένως contra ΣτΕ 2358/1998). Εάν, παρά ταύτα, η εν λόγω πράξη φέρει αιτιολογία, αυτή θα πρέπει να είναι νόμιμη, η νομιμότητα δε της αιτιολογίας αυτής ελέγχεται από το ακυρωτικό δικαστήριο (βλ. ΣτΕ 411/2015, 1753/2008). Οι ανωτέρω ρυθμίσεις και η απορρέουσα από αυτές μη υποχρέωση αιτιολογίας της ανωτέρω πράξης του Μητροπολίτη δεν παραβιάζουν τη θρησκευτική ελευθερία του ιερομονάχου, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α' 256)∙ τούτο, διότι η διάταξη αυτή δεν κατοχυρώνει δικαίωμα μέλους θρησκευτικής κοινότητας να αποκλίνει από τα γενόμενα δεκτά από τη θρησκευτική αυτή κοινότητα -όπως εν προκειμένω από τις παρατεθείσες αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και τις συνέπειές τους- αλλά μόνο το δικαίωμα του μέλους αυτού να αποχωρήσει από τη θρησκευτική κοινότητα, αν διαφωνεί (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 12.6.2014, Fernandez Martinez κατά Ισπανίας, Μείζονος Σύνθεσης (56030/07), ιδίως σκ. 128, ομοίως απόφαση της 4.10.2016, Travas κατά Κροατίας (75581/13), σκ. 87 κ.ά.).

12. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών, ιερομόναχος, διορίσθηκε προσωρινός εφημέριος σε κενή οργανική θέση στην Ενορία του Ιερού Ναού Αγίας Παρασκευής *** με την ***/***.2003 απόφαση του Μητροπολίτη ***. Με την προσβαλλόμενη 29/5.7.2016 απόφαση του Μητροπολίτη ο αιτών παύθηκε από τη θέση αυτή, κατΆ επίκληση των παρατεθεισών διατάξεων των άρθρων 37 παρ. 2 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και 2 παρ. 3 και 19 παρ. 2 και 3 του Κανονισμού 230/2012 της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την αιτιολογία ότι εξέλιπαν οι πνευματικοί λόγοι ένεκα των οποίων είχε διορισθεί σΆ αυτήν. Ειδικότερη αιτιολογία δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Η Ιερά Μητρόπολη με την έκθεση των απόψεών της προς το Δικαστήριο ισχυρίζεται ότι στη συγκεκριμένη Ενορία υπήρχαν και υπάρχουν δύο ακόμη εφημέριοι κληρικοί και δεν ήταν πλέον απαραίτητη η συνδρομή του αιτούντος ιερομονάχου ως έκτακτου εφημέριου, ο οποίος δεν εξυπηρετούσε πλέον τακτικά την Ενορία και δεν ακολουθούσε εβδομαδιαίο λατρευτικό πρόγραμμα στην Ενορία στην οποία είχε προσωρινώς διορισθεί.

13. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη, διότι, κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, ο αιτών δεν κλήθηκε σε ακρόαση πριν από την έκδοσή της. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την προσβαλλόμενη πράξη και τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι ο αιτών παύθηκε λόγω υποκειμενικής συμπεριφοράς του.

14. Επειδή, στο προοίμιο της προσβαλλόμενης πράξης αναφέρεται, μεταξύ άλλων, το άρθρο 19 παρ. 3 του Κανονισμού 230/2012, και διαλαμβάνεται ότι «… εξέλιπον οι πνευματικοί λόγοι, ένεκεν των οποίων διωρίσθη ο Ιερομόναχος π. *** ως έκτακτος εφημέριος εις την Ενορίαν ***». Η φράση αυτή συνιστά επανάληψη του γράμματος του νόμου και ειδικότερα της προαναφερθείσας διάταξης. Τούτο όμως δεν συνιστά πλημμέλεια της προσβαλλόμενης, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην ενδέκατη σκέψη, ο Μητροπολίτης δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την πράξη του∙ τέτοια δε αιτιολογία δεν συνιστά η επανάληψη του γράμματος του νόμου, κατά τα προεκτεθέντα. Συνεπώς, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη είναι μη νόμιμη, διότι φέρει αόριστη αιτιολογία είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Με τις ίδιες σκέψεις είναι απορριπτέος και ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη φέρει αόριστη αιτιολογία, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο ακυρωτικός έλεγχος της υπέρβασης ή μη των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Μητροπολίτη.

15. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 9 και 17 της ΕΣΔΑ, για τον λόγο ότι προσβάλλει τη θρησκευτική ελευθερία του αιτούντος και του στερεί τα συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά του δικαιώματα. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι όπως εκτίθεται στην ενδέκατη σκέψη, η προσβαλλόμενη πράξη δεν παραβιάζει τη θρησκευτική ελευθερία του αιτούντος, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, αλλά συνιστά επαναφορά του στην κανονικότητα, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κατά μείζονα λόγο, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 17, το οποίο απαγορεύει την «καταστροφή» των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, καθώς και περιορισμούς μεγαλύτερους από τους προβλεπόμενους σε αυτήν.

16. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη, διότι εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και της χρηστής διοίκησης, δεδομένου ότι με την παύση του αιτούντος διακόπτεται αιφνιδίως και χωρίς κανένα λόγο μία μακρόχρονη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ αυτού και της Ιεράς Μητρόπολης. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η θέση του προσωρινού εφημέριου την οποία κατείχε ο αιτών ήταν εξ ορισμού εξαιρετική και προσωρινή.

17. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας και κατά παράβαση του άρθρου 18 της ΕΣΔΑ (το οποίο απαγορεύει τη χρήση των περιορισμών των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ για σκοπό άλλον από αυτόν για τον οποίο θεσπίστηκαν), διότι ο πραγματικός σκοπός του Μητροπολίτη ήταν να εξοντώσει τον αιτούντα, με τον οποίο βρίσκεται σε αντιδικία, όπως προκύπτει από πράξεις του με τις οποίες έχει επιβάλει ποινές σΆ αυτόν, έχει δε αναμιχθεί (ο Μητροπολίτης) στα της διοίκησης της Ιεράς Μονής ***, της οποίας ο αιτών είναι Καθηγούμενος. Ο λόγος είναι απορριπτέος, διότι δεν αποδεικνύεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε για τους ανωτέρω λόγους.

Δ ι ά  τ α ύ τ α

 

Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στον αιτούντα τη δικαστική δαπάνη της Ιεράς Μητρόπολης ***, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2020

Ο Πρόεδρος του Γ´ Τμήματος       Η Γραμματέας του Γ´ Τμήματος

Δ. Σκαλτσούνης                             Μ. Βλασερού

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Νοεμβρίου 2020.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος      Ο Γραμματέας

Γ. Τσιμέκας                                     Α. Γεωργακόπουλος

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.