ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΕφΑθ 421/2018
Αριθμός Απόφασης : 421
'Ετος : 2018
Δικαστήριο : Εφετείο Αθηνών


Αριθμός 421/2018
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 2ο

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αντιγόνη Καραΐσκου, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα, Εφέτη και Κωνσταντία Π. Εμμανουηλίδου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από το Γραμματέα Ιωάννη Διαμαντόπουλο.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Μαΐου 2017, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ των:

1η ΕΦΕΣΗ αρ. κατ. .12-6-2015 (αρ. πιν. 6)

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ», που εδρεύει στο Αμαρούσιο (Βασ. Σοφίας αρ.9 και Δημ. Μόσχα), νομίμως εκπροσωπούμενου από το Δήμαρχο αυτού , ο οποίος παραστάθηκε δυνάμει της 4/3-1-2007 απόφασής του σε συνδυασμό με την 224/9-6-2015 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του οικείου Δήμου δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του με πάγια αντιμισθία Γεωργίου Σταμολέκα (AM ΔΣΑ ), που κατέθεσε στις 2-5-2017 επί της έδρας έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: Α.1) *** του *** και της ***, 2) *** του *** και της ***, 3) *** του *** και της ***, 4) *** του *** και της ***, 5) *** του *** και της ***, 6) *** του *** και της ***, κατοίκων απάντων Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( ***), 7) *** του *** και της *** , κατοίκου Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( ***), 8) *** του *** και της ***, 9) *** του *** και της *** , 10) *** του *** και της *** και 11) *** του *** και της ***, κατοίκων (8ης, 9ης, 10ης και 11ου) Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής (***), οι οποίοι (Α.1 έως 11) παραστάθηκαν δυνάμει των από 26-4-2017 εγγράφων εξουσιοδοτήσεων δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Ιωάννη Θανόπουλου (AM ΔΣΑ ***), ο οποίος κατέθεσε στις 2-5-2017 και προ της συζήτησης έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά και το ***/29-4-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ.
Β 1) *** χήρας ***, το γένος *** και ***, κατοίκου Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής (***), η οποία δεν παραστάθηκε, 2) *** του *** και της ***, κατοίκου Νέου Ηρακλείου Αττικής ( *** ) και 3) *** του *** και της ***, κατοίκου Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( *** ), οι οποίες (Β.2 και 3) παραστάθηκαν μετά της πληρεξούσιας τους δικηγόρου Ισαβέλλας Αλεξανδράκη (AM ΔΣΑ ***), η οποία κατέθεσε στις 2-5-2017 επί της έδρας έγγραφες προτάσεις μαζί με το ./2-5-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, χωρίς σχετικά. Γ.1. Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, με έδρα την Κηφισιά (Γρ. Λαμπράκη αρ. 32), νομίμως εκπροσωπουμένης και
2. Μητροπολίτη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κυρίλλου, κατά κόσμον ***, κατοίκου Κηφισιάς (Γρ. Λαμπράκη αρ.32), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν δυνάμει των από 28-4-2017 εγγράφων εξουσιοδοτήσεων από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σωτηρία Φιλιπποπούλου με την από 28-4-2017 δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, η οποία κατέθεσε στις 28-4-2017 έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά και το ./26-4-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ. και Δ. Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (Καραγεώργη Σερβίας αρ.10), που παραστάθηκε δια της δικαστικής πληρεξούσιας του ΝΣΚ Μαρίας Οικονόμου, που κατέθεσε στις 2-5-2017 επί της έδρας έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά.

2η ΕΦΕΣΗ αρ. κατ. ./15-6-2015 (αρ. πιν. 4) ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, που παραστάθηκε δια της δικαστικής πληρεξούσιας του ΝΣΚ Μαρίας Οικονόμου, που κατέθεσε στις 2-5-2017 επί της έδρας έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: Α. 1) *** χήρας ***, το γένος *** και ***, κατοίκου Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( *** ), η οποία δεν παραστάθηκε, 2) *** του *** και της ***, κατοίκου Νέου Ηρακλείου Αττικής ( *** ) και 3) *** του *** και της ***, κατοίκου Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( *** ), οι οποίες (Β.2 και 3) παραστάθηκαν μετά της πληρεξούσιας τους δικηγόρου Ισαβέλλας Αλεξανδράκη (AM ΔΣΑ ***), η οποία κατέθεσε στις 2-5-2017 επί της έδρας έγγραφες προτάσεις μαζί με το ***/2-5-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, χωρίς σχετικά.
Β. Του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ», που εδρεύει στο Αμαρούσιο (Βασ. Σοφίας αρ.9 και Δημ. Μόσχα), νομίμως εκπροσωπούμενου από το Δήμαρχο αυτού , ο οποίος παραστάθηκε δυνάμει της 4/3-1-2007 απόφασής του δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του με πάγια αντιμισθία Γεωργίου Σταμολέκα (AM ΔΣΑ ***), που κατέθεσε στις 2-5-2017 επί της έδρας έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά.
Γ. Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, με έδρα την Κηφισιά (Γρ. Λαμπράκη αρ.32), νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε δυνάμει της από 28-4-2017 έγγραφης εξουσιοδότησης από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σωτηρία Φιλιπποπούλου με την από 28-4-2017 δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, η οποία κατέθεσε στις 28-4-2017 έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά και το ./26-4-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ. και
Δ.1) *** του *** και της ***, 2) *** του *** και της ***, 3) *** του *** και της ***, 4) *** του *** και της *** , 5) *** του *** και της ***, 6) *** του *** και της ***, κατοίκων απάντων Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( *** ), 7) *** του *** και της ***, κατοίκου Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( *** ), 8) *** του *** και της ***, 9) *** του *** και της ***, 10) *** του *** και της *** και 11) *** του *** και της *** , κατοίκων (8ης, 9ης, 10ης και 11ου) Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( *** ), οι οποίοι (Δ.1 έως 11) παραστάθηκαν δυνάμει των από 26-4-2017 εγγράφων εξουσιοδοτήσεων δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Ιωάννη Θανόπουλου (AM ΔΣΑ ***), ο οποίος κατέθεσε στις 2-5-2017 και προ της συζήτησης έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά και το ./29-4-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ.

3η ΕΦΕΣΗ αρ. κατ. ./15-6-2015 (α.ρ. πιν. 5) ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) *** του *** και της ***, κατοίκου Νέου Ηρακλείου Αττικής ( *** ) και 2) *** του *** και της ***, κατοίκου Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( *** ), οι οποίες παραστάθηκαν μετά της πληρεξούσιας τους δικηγόρου Ισαβέλλας Αλεξανδράκη (AM ΔΣΑ ***), η οποία κατέθεσε στις 2-5-2017 επί της έδρας έγγραφες προτάσεις μαζί με το ***/2-5-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, χωρίς σχετικά.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: Α. 1) *** του *** και της ***, 2) *** του *** και της ***, 3) *** του *** και της ***, 4) *** του *** και της ***, 5) *** του *** και της ***, 6) *** του *** και της ***, κατοίκων απάντων Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( *** ), 7) *** του *** και της ***, κατοίκου Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( *** ), 8) *** του *** και της ***, 9) *** του *** και της ***, 10) *** του *** και της *** και 11) *** του *** και της ***, κατοίκων (8ης, 9ης, 10ης και 11ου) Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( *** ), οι οποίοι (Α.1 έως 11) παραστάθηκαν δυνάμει των από 26-4-2017 εγγράφων εξουσιοδοτήσεων δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Ιωάννη Θανόπουλου (AM ΔΣΑ ***), ο οποίος κατέθεσε στις 2-5-2017 και προ της συζήτησης έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά και το ./29-4-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ.
Β. Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (Καραγεώργη Σερβίας αρ.10), που παραστάθηκε δια της δικαστικής πληρεξούσιας του ΝΣΚ Μαρίας Οικονόμου, που κατέθεσε στις 2-5-2017 επί της έδρας έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά.
Γ. 1.Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, με έδρα την Κηφισιά (Γρ. Λαμπράκη αρ.32), νομίμως εκπροσωπουμένης και 2. Μητροπολίτη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κυρίλλου, κατά κόσμον ***, κατοίκου Κηφισιάς (Γρ. Λαμπράκη αρ.32), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν δυνάμει των από 28-4-2017 εγγράφων εξουσιοδοτήσεων από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σωτηρία Φιλιπποπούλου με την από 28-4-2017 δήλωση του άρθρου 242 τταρ.2 του ΚΠολΔ, η οποία κατέθεσε στις 28-4-2017 έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά και το ***/26-4-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ και
Δ. Του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «ΕΞΩΡΑΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ», με έδρα το Αμαρούσιο (Πάρκο Ελευθερίας), νομίμως εκπροσωπούμενου, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Αικατερίνης Δρογγίτη (AM ΔΣΑ ***), η οποία κατέθεσε στις 2-5-2017 και πριν τη συζήτηση έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά και το Π0705255/5-5-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ

ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ (αρ. κατ.-ΒΑΒ ./10-9-2015) (αρ. πιν.7) ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΩΝ: 1. Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, με έδρα την Κηφισιά (Γρ. Λαμπράκη αρ. 32), νομίμως εκπροσωπουμένης και
2. Μητροπολίτη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κυρίλλου, κατά κόσμον ***, κατοίκου Κηφισιάς (Γρ. Λαμπράκη αρ. 32), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν δυνάμει των από 28-4-2017 εγγράφων εξουσιοδοτήσεων από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σωτηρία Φιλιπποπούλου με την από 28-4-2017 δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, η οποία κατέθεσε στις 28-4-2017 έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά και το ./26-4- 2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ .

ΚΑΘΩΝ Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) *** του *** και της ***, κατοίκου Νέου Ηρακλείου Αττικής ( *** ) και 2) *** του *** και της ***, κατοίκου Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( *** ), οι οποίες παραστάθηκαν μετά της πληρεξούσιας τους δικηγόρου Ισαβέλλας Αλεξανδράκη (AM ΔΣΑ ***), η οποία κατέθεσε στις 2-5-2017 επί της έδρας έγγραφες προτάσεις μαζί με το ***/2-5-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, χωρίς σχετικά. 3) Του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ», που εδρεύει στο Αμαρούσιο (Βασ. Σοφίας αρ. 9 και Δημ. Μόσχα), νομίμως εκπροσωπούμενου από το Δήμαρχο αυτού ***, ο οποίος παραστάθηκε δυνάμει της 4/3-1-2007 απόφασής του δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του με πάγια αντιμισθία Γεωργίου Σταμολέκα (AM ΔΣΑ ***), που κατέθεσε στις 2- 5-2017 επί της έδρας έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά και 4) Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (Καραγεώργη Σερβίας αρ.10), που παραστάθηκε δια της δικαστικής πληρεξούσιας του ΝΣΚ Μαρίας Οικονόμου, που κατέθεσε στις 2-5-2017 επί της έδρας έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά.

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ: 1) *** του *** και της ***, 2) *** του *** και της ***, 3) *** του *** και της ***, 4) *** του *** και της ***, 5) *** του *** και της ***, 6) *** του *** και της ***, κατοίκων απάντων Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( *** ), 7) *** του *** και της ***, κατοίκου Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( *** ), 8) *** του *** και της ***, 9) *** του *** και της ***, 10) *** του *** και της ***, 11) *** του *** και της ***, κατοίκων (8ης, 9ης, 10ης και 11ου) Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής ( *** ), οι οποίοι (1 έως 11) παραστάθηκαν δυνάμει των από 26-4-2017 εγγράφων εξουσιοδοτήσεων δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Ιωάννη Θανόπουλου (AM ΔΣΑ ***), ο οποίος κατέθεσε στις 2-5-2017 και προ της συζήτησης έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά και το ***/29-4-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ. 12) Του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «ΕΞΩΡΑΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ», με έδρα το Αμαρούσιο (Πάρκο Ελευθερίας), νομίμως εκπροσωπουμένου, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Αικατερίνης Δρογγίτη (ΑΜ ΔΣΑ ***), η οποία κατέθεσε στις 2-5-2017 και πριν τη συζήτηση έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά και το ./5-5-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ και 13) Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, που παραστάθηκε δια της δικαστικής πληρεξούσιας του ΝΣΚ Μαρίας Οικονόμου, που κατέθεσε στις 2-5-2017 επί της έδρας έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά.

 

Οι εφεσίβλητοι 1) , 2) , 3) , 4) , 5) , 6) , 7) 8) , 9) , 10) και 11) άσκησαν την με αρ. *** κατ. ***/2-9-2011 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στρεφόμενοι κατά της και των εκκαλουσών της 3ης έφεσης ( και ), καθώς και του εκκαλούντος 1ης έφεσης (Δήμου Αμαρουσίου), με την οποία (αγωγή) ζήτησαν τα όσα αναφέρονται σε αυτή. Οι ίδιοι ως άνω εφεσίβλητοι κατέθεσαν επίσης ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την με αρ. κατ. ./7-9-2011 ανακοίνωση δίκης, με την οποία ανακοίνωναν την ανοιγείσα δίκη με την ως άνω αγωγή, στο Ελληνικό Δημόσιο και την Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού. Η τελευταία, καθώς και ο Μητροπολίτης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού άσκησαν την με αρ. κατ. ./9-12-2011 κύρια παρέμβαση ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου στρεφόμενοι κατά της και των εκκαλουσών της 3ης έφεσης ( και ), καθώς και του εκκαλούντος 1ης έφεσης (Δήμου Αμαρουσίου), με την οποία ζήτησαν τα όσα αναφέρονται σε αυτή. Το εκκαλούν (της 2ης έφεσης) Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την με αρ. κατ. ./15-10-2012 κύρια παρέμβαση στρεφόμενο κατά των εφεσιβλήτων ( ***, και ***, Δήμου Αμαρουσίου, Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, καθώς και των *** και ***), με την οποία ζήτησαν τα όσα αναφέρονται σε αυτή. Το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία ***/31 -12-2012 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εναγόντων της με αρ. κατ. ***/2-9-2011 αγωγής και των κυρίως παρεμβαινόντων, ήτοι της Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού και του Ελληνικού Δημοσίου και κατά της και των εναγομένων- εκκαλουσών 3ης και 1ης έφεσης (Δήμου Αμαρουσίου, *** και ***).

Επί των ως άνω αγωγής, ανακοίνωσης δίκης, κυρίων παρεμβάσεων και πρόσθετης παρέμβασης, που συζητήθηκαν στις 21-5-2013 αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 259/2-2-2015 εν μέρει οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αφενός διατάχθηκε ο χωρισμός των σωρευθεισών στα με αρ. κατ. ***/2-9-2011 και ./15-10-2012 δικόγραφα αγωγών περί διόρθωσης κτηματολογικών εγγραφών, τις οποίες και παρέπεμψε ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών και αφετέρου α) απέρριψε την με αρ. κατ. ***/9-12-2011 κύρια παρέμβαση, την με αρ. κατ. ***/15-10-2012 κύρια παρέμβαση ως προς τα λοιπά αιτήματα (πλην των παραπεμφθέντων) και την με αρ. κατ. ***/31-12-2012 πρόσθετη παρέμβαση και β) δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τα λοιπά αιτήματα (πλην των παραπεμφθέντων).

Την ανωτέρω εν μέρει οριστική απόφαση προσέβαλαν α) ο 4ος εναγόμενος Δήμος Αμαρουσίου με την με αρ. κατ. ***/12-6-2015 έφεση (1η), β) το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο με την με αρ. κατ. ***/15-6-2015 έφεση (2η) και γ) οι 2η και 3η των εναγομένων, αλλά και ως καθολικοί διάδοχοι της 1ης εναγομένης (*** ) με την με αρ. κατ. ***/15-6-2015 έφεση (3η). Η Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού και ο Μητροπολίτης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την με αρ. κατ.-ΒΑΒ 397/10-9-2015 κύρια παρέμβαση. Οι εφέσεις και η κύρια παρέμβαση με τις αντίστοιχες αρ. πρωτ. προσδ. ***/10-9-2015, ***/10-9-2015, ***/10-9-2015 και ***/10-9-2015 προσδιορίσθηκαν, με επίσπευση της εφεσίβλητης-κυρίως παρεμβαίνουσας Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, να δικασθούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 17-5-2016, οπότε και αναβλήθηκαν για τη σημερινή δικάσιμο λόγω της αποχής των δικηγόρων.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά του οικείου πινακίου.

Η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλουσών 3ης έφεσης - εφεσιβλήτων 1ης και 2ης έφεσης -καθών η κύρια παρέμβαση, Ισαβέλλα Αλεξανδράκη ζήτησε την αναβολή της συζήτησης όλων των ως άνω εφέσεων- κύριας παρέμβασης, αίτημα που απορρίφθηκε από το Δικαστήριο ως μη νόμιμο. Στη συνέχεια, η ανωτέρω αφενός δήλωσε ότι η εναγομένη - καθής οι παρεμβάσεις, *** , απεβίωσε και τη δίκη συνεχίζουν οι μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, ήτοι οι εκκαλούσες και και αφετέρου κατέθεσε επί της έδρας προτάσεις χωρίς σχετικά.

Στη συνέχεια πήρε το λόγο η πληρεξούσια δικηγόρος του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «ΕΞΩΡΑΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ», Αικατερίνη Δρογγίτη (AM ΔΣΑ ) και δήλωσε ότι το ανωτέρω σωματείο ασκεί πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εφεσιβλήτων 1) , 2) , 3) , 4) , 5) , 6) , 7) , 8) , 9) , 10) , 11) , του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου και της κυρίας παρεμβαίνουσας Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού και κατά των εκκαλούντων ***, *** και Δήμου Αμαρουσίου, κατέθεσε δε, στις 2-5-2017 και πριν τη συζήτηση έγγραφες προτάσεις μαζί με σχετικά και το ***/5-5-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ.

Ακολούθως, η υπόθεση συζητήθηκε. Η δικαστική πληρεξούσια του εκκαλούντος -εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους, στις οποίες αναφέρθηκαν με δηλώσεις τους στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, εκτός της πληρεξούσιας δικηγόρου των εφεσιβλήτων-κυρίως παρεμβαινόντων Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού και του Μητροπολίτη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, που κατέθεσε δήλωση του άρθρου 242 του ΚΠολΔ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατόπιν αναβολής από τη δικάσιμο της 17-5-2016, οι με αρ. κατ. ./12-6-2015, ./15-6-2015 και ./15-6-2015 εφέσεις κατά της 259/2-2-2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες προσδιορίσθηκαν προς συζήτηση με επιμέλεια της εφεσίβλητης-κυρίως παρεμβαίνουσας Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου, και Ωρωπού, η με αρ. κατ.-ΒΑΒ ./10-9-2015 κύρια παρέμβαση, καθώς και η ασκηθείσα με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίες θα πρέπει να συνεκδικασθούν κατ' άρθρα 79 παρ.1, 80, 246 και 285 ΚΠολΔ αφενός λόγω συνάφειας και αφετέρου λόγω της φύσης της κύριας παρέμβασης ως παρεμπίπτουσας αγωγής (ΑΠ 470/2008, ΕφΠειρ 195/2011 αμφ. δημ. στη ΝΟΜΟΣ).

2. Οι εφεσίβλητοι (1ης, 2ης και 3ης έφεσης)- καθʼ ών η κύρια παρέμβαση-υπερʼ ών η πρόσθετη παρέμβαση ( *** και ***) άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την με αρ. κατ. ***/2-9-2011 αγωγή, με την οποία επικαλούμενοι έννομο συμφέρον ως κάτοικοι της περιοχής Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου Αττικής και ως δικαιούχοι εμπράγματων δικαιωμάτων επί οριζοντίων ιδιοκτησιών κείμενων στα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ (οι 1η, 2η, 3ος, 4ος, 5ος και 6η), ΚΑΕΚ (ο 7ος) και ΚΑΕΚ (οι 8η, 9η, 10η και 11ος), ισχυρίστηκαν ότι το παρακείμενο ΟΤ 45 (πρώην ΟΤ 107) της ως άνω περιοχής, εμβαδού 2.449,78 τμ, που περικλείεται από τις οδούς Ανθέων, Ελευθερίας, Υακίνθου και Γοργοποτάμου, αποτυπώθηκε στις πρώτες εγγραφές των Κτηματολογικών Βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου ότι αποτελείται από δύο γεωτεμάχια και συγκεκριμένα α) το με ΚΑΕΚ , εμβαδού 2.119,68 τμ, με δικαιούχους κυριότητας τις εκκαλούσες της 3ης έφεσης - εφεσίβλητες των 1ης και 2ης εφέσεων και καθών η κύρια παρέμβαση, δηλ. την 2η εναγομένη (*** ) και 3η εναγομένη (*** ) κατά ποσοστό 34,2% πλήρους κυριότητας και κατά ποσοστό 15,8% ψιλής κυριότητας έκαστη και την 1η εναγομένη ( ***) δικαιούχο επικαρπίας κατά ποσοστό 31,6% και β) το με ΚΑΕΚ , εμβαδού 330,1 τμ, με δικαιούχο κυριότητας τον εκκαλούντα 1ης έφεσης -εφεσίβλητο των 2ης και 3ης εφέσεων- καθού η κύρια παρέμβαση, δηλ. τον 4° εναγόμενο (Δήμο Αμαρουσίου), εντός του οποίου υπάρχει ιερός ναός, που έχει κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Ότι το ΟΤ 45, όπως αποτυπώνεται στο συννημένο στο αγωγικό δικόγραφο από 21.6.2011 σχεδιάγραμμα, συμπίπτει με τα περιτειχισμένα όρια της Μονής των Εισοδίων της Θεοτόκου, την οποία ίδρυσε η Αγία Φιλοθέη τον 16ο αιώνα, ως μετόχι της Μονής Αγίου Ανδρέα, καταλαμβάνουσα (η Μονή) αυτό το ΟΤ καθ' όλη την έκτασή του και ως εκ τούτου αποτελεί, στο σύνολό του, πράγμα εκτός συναλλαγής ως αρχαίο, άλλως ως θρησκευτικό, μνημείο. Ότι οι δικαιοπάροχοι των 1ης, 2ης και 3ης των εναγομένων, οι οποίοι φέρονταν ως ιδιοκτήτες μείζονος έκτασης της περιουσίας της ως άνω Μονής, αφού ενέταξαν την τελευταία (Μονή) στα φερόμενα ως όρια της ως άνω μείζονος έκτασης, κατεδάφισαν κτίσματα αυτής και επεδίωξαν (τόσο οι δικαιοπάροχοι τους όσο και οι ως άνω εναγόμενες) να ανεγείρουν πολυώροφες οικοδομές. Ότι με επίσπευση του 4ου εναγομένου Δήμου Αμαρουσίου, ο Νομάρχης Αθηνών με την 9564/6-2/8-11-2007 απόφασή του, νομίμως δημοσιευθείσα, τροποποίησε το ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής Αγίας Φιλοθέης του Δήμου Αμαρουσίου Αττικής και χαρακτήρισε το Ο.Τ. 45 κοινόχρηστο χώρο - πλατεία, συνταχθείσης της 5/2008 Πράξης Αναλογισμού Αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας, η οποία κυρώθηκε με την 2118/2009 απόφασή του και ορίστηκε ανασύνταξή της για τις παραγράφους 1, 3 και 6, η οποία έγινε με την 3/2009 Πράξη, που κυρώθηκε με την 17968/2009 απόφαση του ως άνω Νομάρχη. Ότι οι 1η, 2η και 3η των εναγομένων, εμφανισθείσες ως δικαιούχοι εμπράγματων δικαιωμάτων, υπέβαλαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Διαδικασία Απαλλοτριώσεων) την με αρ. κατ. 144159/924/2010 αίτηση, με την οποία ζήτησαν να προσδιοριστεί τιμή μονάδος για το Ο.Τ. 45 που έχει ρυμοτομηθεί, να αναγνωρισθούν δικαιούχοι αποζημίωσης απαλλοτρίωσης του απαλλοτριούμενου ακινήτου με ΚΑΕΚ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόντων της ένδικης αγωγής, ως παρόδιων ιδιοκτητών, να τις αποζημιώσουν. Ότι το επίδικο ακίνητο με ΚΑΕΚ ουδέποτε περιήλθε στην κυριότητα των 1ης, 2ης και 3ης των εναγομένων και των δικαιοπαρόχων τους, εκθέτοντας ειδικότερα οι ενάγοντες ότι δυνάμει του από 25.2.1834 Β.Δ. (ΦΕΚ 15/23-4-1834) διαλύθηκε, μεταξύ άλλων, και η ως άνω Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου, οι εκτάσεις δε, που της ανήκαν, δημεύθηκαν και περιήλθαν στο «Εκκλησιαστικό Ταμείο», το οποίο με το 381/4-4-1841 παραχωρητήριο (ή πωλητήριο) μεταβίβασε τα κτήματα της ως άνω διαλυθείσας Μονής, συνολικής έκτασης 3.692 στρεμμάτων, στον και αυτός στη συνέχεια με το 598/23-4-1846 πωλητήριο συμβόλαιο του τ. συμβολαιογράφου μεταβίβασε όλα τα ως άνω κτήματα στην εμπορική εταιρεία «Αυτάδελφοι ***», η οποία με τη σειρά της με το 59/4-2-1869 συμβόλαιο μεταβίβασε όλα τα κτήματα λόγω πώλησης στον ***, ο οποίος απεβίωσε το 1901, κληρονομήθηκε δε από τα τέκνα του ***, συζ. *** και *** συζ. ***, στους οποίους περιήλθαν ως κληρονομιαία τα ως άνω κτήματα κατʼ ισομοιρία, μετά δε το θάνατο το 1902 του ***, άγαμου και άτεκνου, τα ως άνω κτήματα περιήλθαν κατʼ ισομοιρία στις αδελφές του *** συζ. *** και *** συζ. *** λόγω της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, οι οποίες με το 22212/7-10-1902 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου τα διένειμαν μεταξύ τους με κλήρωση, στη δε *** συζ. *** έλαχε το βόρειο τμήμα, η οποία στη συνέχεια με το 22608/20-12-1902 συμβόλαιο του αυτού συμβολαιογράφου μεταβίβασε τούτο ως διατιμημένη προίκα στον *** σύζυγό της ***. Ότι αν και στους προηγούμενους τίτλους αναφέρεται η πώληση κτημάτων κειμένων σε διάφορες θέσεις, συνολικής έκτασης 3.692 στρεμμάτων, στο 59/4-2-1869 συμβόλαιο ο αγοραστής ***, ο οποίος ετύγχανε έως τότε ενοικιαστής των κτημάτων, περιγράφει τα όρια ενός και μόνο ενιαίου κτήματος χωρίς αναφορά στην έκταση αυτού, ενώ με το 22212/7-10-1902 διανεμητήριο συμβόλαιο τα ως άνω κτήματα της Μονής παρουσιάζονται ως ένα ενιαίο κτήμα συνολικής έκτασης 18.000 στρεμμάτων. Ότι η περιελθούσα εδαφική έκταση περίπου 8000 τμ, ως προίκα στον ***, κατασχέθηκε, εκπλειστηριάσθηκε και κατακυρώθηκε στην υπερθεματίστρια ***, η οποία με το 6979/27-8-1907 συμβόλαιο το μεταβίβασε λόγω πώλησης στη *** συζ. ***. Ότι κατόπιν διαδοχικών μεταβιβάσεων, η συζ. με το 16852/16-6-1954 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου μεταβίβασε λόγω πώλησης στον υιό της ***, το εναπομείναν εδαφικό τμήμα, έκτασης περίπου δύο στρεμμάτων, το οποίο συμπίπτει με το επίδικο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ , ο δε τελευταίος με το 36450/23-12-1988 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών , μεταβίβασε αυτό λόγω πώλησης και γονικής παροχής στη σύζυγο του ( ***- 1η εναγομένη) και τις θυγατέρες του ( *** και *** - 2η και 3η εναγόμενες) αντίστοιχα. Περαιτέρω οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στα μεταβιβασθέντα κτήματα από το Εκκλησιαστικό Ταμείο στον ***, καθώς η Μονή και δη ολόκληρο το περιτειχισμένο συγκρότημα που αποτελείτο από το ιερό ναό, τα κελιά, το αρχονταρίκι, τις αποθήκες, τα εργαστήρια και το τείχος περίφραξης, ως χώρος ιερός ήταν πράγμα εκτός συναλλαγής, ανεπίδεκτο χρησικτησίας, μη μεταβιβάσιμο και επιπλέον δεν περιγράφεται σε κανέναν από τους αρχικούς τίτλους (381/1841, 598/1846, 59/1869). Ότι, εξάλλου, τόσο οι δικαιοπάροχοι των 1ης, 2ης και 3ης των εναγόμενων όσο και οι ίδιες οι εναγόμενες τελούσαν σε κακή πίστη και, συνεπώς, δεν κατέστησαν κύριοι με έκτακτη χρησικτησία αναφορικά με τα πέραν των 3.692 στρεμμάτων καταληφθέντα από αυτούς κτήματα. Ότι οι εναγόμενοι εμφανιζόμενοι ως κύριοι των επιδίκων γεωτεμαχίων του Ο.Τ 45 και επιχειρώντας ειδικότερα οι 1η, 2η και 3η των εναγομένων να ανεγείρουν οικοδομή και διεκδικώντας αποζημίωση για την απαλλοτρίωση του ως άνω ακινήτου, αφενός προβάλλουν παρανόμως εμπράγματα δικαιώματα σε ξένο ακίνητο (ανήκον στο Ελληνικό Δημόσιο ως εκτός συναλλαγής πράγμα και δη αρχαίο μνημείο του 16ου αιώνα, άλλως ως μηδέποτε περιελθόν στην κυριότητα των εναγομένων και των δικαιοπαρόχων τους, άλλως επικουρικώς ανήκον στην Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού ως θρησκευτικό μνημείο), αφετέρου προσβάλλουν την προσωπικότητα των εναγόντων διότι τους εμποδίζουν να κάνουν χρήση του ως άνω μνημείου. Με βάση αυτό το ιστορικό, οι ενάγοντες ζήτησαν με την ως άνω αγωγή τους, να αναγνωρισθεί ότι: 1) το ακίνητο, που καταλαμβάνουν τα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ και αποτελεί θρησκευτικό αρχαιολογικό μνημείο στο σύνολό του της Μεταβυζαντινής περιόδου του 16ου αιώνα μ.Χ., ονομαζόμενο Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου, το οποίο οικοδόμησε η Αγία Φιλοθέη η Αθηναία ως Μετόχι της Μονής του Αγίου Ανδρέα, 2) ότι η Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου δεν περιλαμβανόταν στα κτήματα που μεταβιβάσθηκαν στον με το 381/1841 πωλητήριο, 3) ότι το ακίνητο, που καταλαμβάνουν τα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ και , ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, άλλως επικουρικά στην Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, 4) ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν τα εμπράγματα δικαιώματα επί των γεωτεμαχίων με ΚΑΕΚ και , τα οποία έχουν καταχωρηθεί στις πρώτες εγγραφές των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου, 5) ότι οιαδήποτε απαλλοτρίωση του ΟΤ 45 είναι παράνομη, 6) ότι η προβολή εμπράγματων δικαιωμάτων από τους εναγόμενους επί των επιδίκων γεωτεμαχίων προσβάλλει την προσωπικότητα των εναγόντων, 7) ότι η κατοχή του ΟΤ 45 από οποιονδήποτε ιδιώτη είναι παράνομη, 8) ότι οι πρώτες εγγραφές των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου αναφορικά με τα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ και είναι ανακριβή και να διορθωθούν ώστε να καταχωρηθεί ως δικαιούχος κυριότητας το Ελληνικό Δημόσιο, άλλως η Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγόντων.

3. Οι εφεσίβλητοι (1ης - 2ης και 3ης έφεσης)- καθʼ ών η κύρια παρέμβαση- ενάγοντες (της με αρ. κατ. 147693/8473/2-9-2011 αγωγής) με τη με αρ. κατ. 149398/8575/7-9-2011 ανακοίνωση δίκης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ανακοίνωσαν την ως άνω ανοιγείσα δίκη στον Υπουργό Οικονομικών, στον Υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού και στην Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, καλώντας τους να παρέμβουν.

4. Η Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, νομίμως εκπροσωπούμενη και ο Μητροπολίτης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού (κυρίως παρεμβαίνοντες-εφεσίβλητοι 1ης, 2ης και 3ης έφεσης) κατέθεσαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την με αρ. κατ. ./9-12-2011 κύρια παρέμβαση, στρεφόμενη μόνο κατά των εναγομένων της κυρίας δίκης ( ***, ***, *** και Δήμου Αμαρουσίου), με την οποία (κύρια παρέμβαση) ισχυρίστηκαν ότι η Ιερά Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου και ο πέριξ αυτού χώρος, συνολικής έκτασης πλέον των 2 στρεμμάτων, επί των οποίων υπήρχαν κελιά, αρχονταρίκι, κωδωνοστάσιο κλπ από της ιδρύσεώς της και μέχρι σήμερα έχει αφεθεί στη Θεία Λατρεία και ως εκ τούτου είναι πράγμα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτο χρησικτησίας. Ότι επειδή η ως άνω Μονή δεν είχε ηγουμενοσυμβούλιο, ούτε εκκλησιαστικό συμβούλιο, ούτε υποεπιτροπή, νομιμοποιείτο στην έγερση της παρούσας και ατομικά ο επιχώριος Μητροπολίτης. Με αυτό το ιστορικό, οι κυρίως παρεμβαίνοντες ζήτησαν να αναγνωρισθεί 1) ότι η Ιερά Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου και ο πέριξ αυτού χώρος, συνολικής έκτασης 2.400 τμ, από της ιδρύσεώς της έχει αφεθεί στη Θεία Λατρεία και ως εκ τούτου είναι πράγμα εκτός συναλλαγής, 2) ότι η Ιερά Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου δεν περιλαμβάνεται στα κτήματα που μεταβίβασε το Εκκλησιαστικό Ταμείο με το ***/1841 πωλητήριο (παραχωρητήριο) στον ***, ούτε στα μεταγενέστερα συμβόλαια, 3) ότι ανήκει κατά πλάσμα δικαίου στην κυριότητα των κυρίως παρεμβαινόντων, 4) να διαταχθεί η παύση κάθε προσβολής της κυριότητας και της νομής των κυρίως παρεμβαινόντων επί της ως άνω Μονής, 5) να διορθωθούν οι πρώτες εγγραφές των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου αναφορικά με τα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ και ως ανακριβείς, ώστε να καταχωρηθεί ως δικαιούχος κυριότητας η Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού και τέλος να καταδικασθούν οι καθών στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των παρεμβαινόντων.

5. Το Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών (εκκαλούν 2ης έφεσης-εφεσίβλητο 1ης και 3ης έφεσης και καθʼ ού η κύρια παρέμβαση), κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την με αρ. κατ. ./15-10- 2012 κύρια παρέμβαση, στρεφόμενη κατά των εναγομένων της κυρίας δίκης ( ***, ***, ***και Δήμου Αμαρουσίου), της κυρίως παρεμβαίνουσας Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού και των εναγόντων, με την οποία (κύρια παρέμβαση) παρενέβη στην ανοιγείσα δίκη, επικαλούμενο ότι τα επίδικα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ και ανήκουν στην κυριότητά του ως πράγμα εκτός συναλλαγής λόγω του θρησκευτικού του χαρακτήρα, άλλως ως αρχαίο μνημείο δυνάμει των αρθ. 61 και 62 του β.δ. 10/1834 της αντιβασιλείας και του αρθ. 1 του Ν.5351/1932, άλλως ως περιελθόν σε αυτό δυνάμει της από 9.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, άλλως με χρησικτησία (τακτική, άλλως έκτακτη) με νομή από τη σύσταση του ελληνικού κράτους με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, άλλως ως αδέσποτο σύμφωνα με το άρθρο 16 του από 21-6/10-7-1837 β.δ/τος «περί διακρίσεως κτημάτων» και ζήτησε να αναγνωριστεί το ίδιο ως κύριο των επίδικων γεωτεμαχίων, να απορριφθεί η αγωγή και η κύρια παρέμβαση της Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, να διαταχθεί η αποβολή των εναγόμενων από τα επίδικα γεωτεμάχια, να διορθωθούν οι πρώτες εγγραφές των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου αναφορικά με τα επίδικα γεωτεμάχια, ώστε να καταχωρηθεί το ίδιο ως δικαιούχος κυριότητας και να καταδικασθούν οι καθών στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης.

6. Το προφορικά στην παρούσα κατ' έφεση δίκη προσθέτως παρεμβαίνον σωματείο με την επωνυμία «ΕΞΩΡΑΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ», νομίμως εκπροσωπούμενο, κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την με αρ. κατ. ***/31-12-2012 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εναγόντων και των κυρίως παρεμβαινόντων και κατά των εναγομένων της κυρίας δίκης ( ***, ***, *** και Δήμου Αμαρουσίου), με την οποία (πρόσθετη παρέμβαση) παρενέβη στην ανοιγείσα δίκη, επικαλούμενο έννομο συμφέρον λόγω των σκοπών του, μεταξύ των οποίων και η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος της συνοικίας Νέας Φιλοθέης Αμαρουσίου, και ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή και η κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, άλλως επικουρικά της Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, προκειμένου να παραμείνουν στην κοινή χρήση τα επίδικα γεωτεμάχια.

7. Επί των ως άνω αγωγής, κυρίων παρεμβάσεων και πρόσθετης παρέμβασης, οι οποίες συζητήθηκαν κατά την τακτική διαδικασία (233 επ του ΚΠολΔ) στις 21-5-2013 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 259/2-2-2015 εν μέρει οριστική απόφαση, με την οποία α) διατάχθηκε ο χωρισμός των σωρευθεισών, στο αγωγικό δικόγραφο και στο δικόγραφο της κύριας παρέμβασης του Ελληνικού Δημοσίου, αγωγών διόρθωσης των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών του άρθρου 6 παρ.2 του Ν.2664/1998, β) παρέπεμψε αυτές προς εκδίκαση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, συγκροτούμενου από Κτηματολογικό Δικαστή, γ) απέρριψε την κύρια παρέμβαση της Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού ως απαράδεκτη, επειδή δεν στρέφονταν κατά όλων των αρχικών διαδίκων και δη και των εναγόντων, δ) απέρριψε, κατά το σκέλος που κράτησε, την κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου αναφορικά με τη βάση τη στηριζόμενη στην ιδιότητα των επιδίκων γεωτεμαχίων ως αρχαίο μνημείο ως μη νόμιμη και κατά τα λοιπά ως ουσιαστικά αβάσιμη, ε) απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση ως απαράδεκτη ελλείψει ειδικού εννόμου συμφέροντος και στ) αναφορικά με το δικόγραφο της κύριας αγωγής, αφού έκρινε ότι σωρεύονται στο δικόγραφο, πέραν αυτής της διόρθωσης κτηματολογικών εγγραφών που παρέπεμψε, (i) αγωγή προσβολής της προσωπικότητας, (ii) αγωγή αναγνωριστική ως παράνομης της απαλλοτρίωσης, (iii) αγωγή αναγνωριστική κυριότητας και (iv) αρνητική αναγνωριστική αγωγή, απέρριψε την (i) αγωγή ως μη νόμιμη, την (ii) αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, την (iii) αγωγή ελλείψει εννόμου συμφέροντος να ζητήσουν οι ενάγοντες την αναγνώριση της κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, άλλως της Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού επί των επιδίκων γεωτεμαχίων και δέχθηκε την (iv) αρνητική αναγνωριστική αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν εμπράγματα δικαιώματα επί των επιδίκων γεωτεμαχίων και τέλος, ζ) συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

8. Κατά την έννοια του άρθρου 517 ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται εναντίον εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή κληροδόχων τους. Ως διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη νοούνται από την ως άνω διάταξη εκείνοι, οι οποίοι ήταν στη δίκη αυτή, αντίδικοι του εκκαλούντος (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, §336).Εάν οι αντίδικοι του εκκαλούντος είναι περισσότεροι, η έφεση δεν είναι απαραίτητο να στρέφεται εναντίον όλων, αλλά μόνον εναντίον εκείνων ως προς τους οποίους ο εκκαλών θέλει να εξαφανισθεί η απόφαση, εκτός αν πρόκειται περί αναγκαστικής ομοδικίας. Εξάλλου, η έφεση, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, πρέπει να απευθύνεται κατά των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη και όχι κατά των ομοδίκων αυτού, οι οποίοι υφίστανται την ίδια βλάβη με αυτόν. Κατ' εξαίρεση η έφεση μπορεί να απευθύνεται και κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη, αν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη για έναν από τους ομοδίκους και υπέρ άλλου ή απέρριψε αίτηση που υπέβαλε ο ένας ομόδικος κατά του άλλου (ΑΠ Ολ 11/1992 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 25/2015 δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ, ΑΠ 561/1976 ΝοΒ 24,1076, ΕφΛαρ. 152/2014, ΕφΑΘ 1595/2007, ΕφΝαυπλ. 287/2004, ΕφΑθ 339/2001, όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Σχετικά με το ζήτημα αν η έφεση πρέπει να απευθύνεται ή όχι και κατά εκείνου που παρενέβη πρόσθετα υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ απλής πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 80 ΚΠολΔ), κατά την οποία ο παρεμβαίνων δεν καθίσταται διάδικος, δηλαδή υποκείμενο της δίκης, εφόσον δεν μπορεί να αξιώσει με δικό του όνομα έννομη προστασία και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 83 ΚΠολΔ), στην οποία η ισχύς της απόφασης εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του. Στην απλή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά εκείνου που παρενέβη πρόσθετα, αφού δεν καθίσταται με την παρέμβαση διάδικος. Αν, παρά ταύτα, η έφεση απευθύνθηκε και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος, απορρίπτεται ως προς αυτόν για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, αφού δεν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία, οπότε η έφεση, κατ' άρθρο 517 εδ. β' ΚΠολΔ έπρεπε να στραφεί και κατ' αυτού, η δε συμμετοχή στην έκκλητη δίκη του προσθέτως παρεμβάντος υπέρ του αντιδίκου του δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του. Η απεύθυνση, όμως, του δικογράφου της έφεσης κατά του πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντος επέχει θέση κλήτευσής του για τη συζήτηση της έφεσης, η οποία κλήτευση είναι αναγκαία, κατά τα άρθρα 81 παρ. 3, 82 εδ. γ', 502, 517 και 271 του ΚΠολΔ, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση (ΑΠ 18/2008, ΕφΟεσ 2152/2017, ΕφΠειρ 501/2015, ΕφΠειρ 262/2014, ΕφΔυτΜακ 17/2011, όλες δημ. σε ΝΟΜΟΣ.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ, το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Η συνεκδίκαση κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αποσκοπεί στην ενοποίηση της διαδικασίας προς διευκόλυνση ή επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης ή προς μείωση των εξόδων και αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δίκης, χωρίς όμως να επιφέρει καμία μεταβολή στις σχέσεις των διαδίκων των ενωμένων διαφορετικών δικών, οι οποίες διατηρούν την αυτοτέλειά τους. Έτσι με τη συνεκδίκαση δεν μεταβάλλονται οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι κ.λπ. των συνεκδικαζομένων υποθέσεων σε ομόδικοι (ΕφΘεσ 1810/2009 ΕφΑΔ 2010 σελ. 718). Τούτο, περαιτέρω, σημαίνει ότι δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου κατά της απόφασης που εκδόθηκε επί των συνεκδικαζομένων δικών έχει κάθε διάδικος εκάστης από τις αυτοτελείς συνεκδικαζόμενες δίκες, ο οποίος οφείλει να απευθύνει αυτό κατά του αντιδίκου του στην ίδια αυτοτελή δίκη και όχι κατά των διαδίκων των άλλων συνεκδικαζομένων δικών (ΑΠ 1355/2004 ΕλλΔνη 2005,1448, ΕφΘεσ 1492/2017 δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως.

9. Κατ' άρθρο 62 ΚΠολΔ ικανός να είναι διάδικος, είναι εκείνος που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ικανότητα αυτή, που εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (73 ΚΠολΔ) προκειμένου για φυσικό πρόσωπο παύει να υπάρχει με το θάνατό του (35 ΑΚ). Εξάλλου, κατ' άρθρο 313 παρ.1 εδ. δ' ΚΠολΔ απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατ' ανυπάρκτου φυσικού προσώπου, όπως είναι και το αποβιώσαν, δεν έχει υπόσταση, χαρακτηριζόμενη ρητά ως ανύπαρκτη. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 286 επ. ΚΠολΔ, τα οποία εφαρμόζονται και στην κατ' έφεση δίκη (524 παρ.1 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τις ανωτέρω διατάξεις, αν ο διάδικος είναι στη ζωή κατά την έναρξη της δίκης, αποβιώσει όμως στη συνέχεια (προτού αποπερατωθεί η δίκη αμετακλήτως), αν μεν ο θάνατός του επήλθε μέχρι πέρατος της προφορικής συζήτησης, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση, τότε τηρουμένων και των λοιπών διατυπώσεων μεταξύ των οποίων και εκείνη της γνωστοποίησης του Θανάτου προς τον αντίδικο, επέρχεται διακοπή της δίκης, με συνέπεια όλες οι επιχειρούμενες στο μεταξύ και μέχρι της νόμιμης επανάληψης διαδικαστικές πράξεις, εκτός της τυχόν εκδιδόμενης απόφασης, να λογίζονται άκυρες. Αν δε ο θάνατος έλαβε χώρα μετά το πέρας της συζήτησης εκείνης, πολύ δε περισσότερο μετά την έκδοση της οριστικής επ' αυτής απόφασης, τότε, εφ' όσον δεν υφίσταται εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης, τα ασκούμενα κατά της ως άνω απόφασης ένδικα μέσα, άρα και η έφεση, πρέπει να απευθύνονται, σύμφωνα με το άρθρο 517 ΚΠολΔ κατά των καθολικών διαδόχων (κληρονόμων) του αποβιώσαντος, απευθυνόμενα δε κατά του αποβιώσαντος είναι άκυρα, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι ο εκκαλών διάδικος είχε λάβει γνώση προτού ασκηθεί η έφεσή του, με οποιονδήποτε τρόπο του θανάτου του αντιδίκου του, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει κατ' αυτών την έφεση. Η έφεση συνεπώς, που απευθύνεται κατά του αποβιώσαντος, χωρίς όμως να γνωρίζει το θάνατό του ο εκκαλών, δεν είναι άκυρη και νόμιμα χωρεί η συζήτηση αυτής με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, οι οποίοι καλούνται προς τούτο ή εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή στη θέση του εφεσίβλητου και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 27/1987, ΑΠ 638/2016, ΑΠ 644/2014 όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ).

10. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά της ανωτέρω 259/2-2-2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αναφορικά με τις οριστικές της διατάξεις, άσκησαν εφέσεις και δη: Α. Ο 4ος εναγόμενος, Δήμος Αμαρουσίου, την με αρ. κατ. ***/12-6-2015 έφεση (με αρ. πρωτ. προσδ. 6741/10-9-2015 ενώπιον του Εφετείου Αθηνών), που στο εξής για λόγους συντομίας θα αναφέρεται ως 1η έφεση . Β. Το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών, την με αρ. κατ. ***/15-6-2015 έφεση (με αρ. πρωτ. προσδ. ***/10-9-2015 ενώπιον του Εφετείου Αθηνών), που στο εξής για λόγους συντομίας θα αναφέρεται ως 2η έφεση και Γ. Οι 2η και 3η των εναγόμενων ατομικά, αλλά και ως καθολικοί διάδοχοι της 1ης εναγομένης, που απεβίωσε στις 21-1-2014 (δηλ. μετά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά πριν τη δημοσίευση της εκκαλουμένης ) την με αρ. κατ. ***/15-6-2015 έφεση (με αρ. πρωτ. προσδ. ***/10-9-2015 ενώπιον του Εφετείου Αθηνών), που στο εξής για λόγους συντομίας θα αναφέρεται ως 3η έφεση. Άπασες οι εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός 30 ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, καθόσον προκύπτει ότι αυτή επιδόθηκε στις 15-5-2015 (βλ. την από 15-5-2015 σημείωση επί του επιδοθέντος αντιγράφου της εκκαλουμένης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ) και ειδικά για την 3η έφεση (των εναγομένων) καταβλήθηκε με την κατάθεσή της το νόμιμο παράβολο ποσού 200 ευρώ, με αριθμούς *** κατ' άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔ, Πλην όμως, η 1η έφεση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος συνεναγομένων του (δηλ. της , και ) και των κυρίως παρεμβαινόντων ( Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, Μητροπολίτη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού και Ελληνικού Δημοσίου), σύμφωνα με την εκτεθείσα στην § 8 της παρούσας μείζονα σκέψη, αφού ο εκκαλών Δήμος Αμαρουσίου δεν ισχυρίζεται, ούτε άλλωστε προκύπτει ότι η εκκαλούμενη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη υπέρ αυτών (δηλ. των συνεναγομένων του και των κυρίως παρεμβαινόντων) και εις βάρος του (εκκαλούντος) και τούτο διότι οι μεν κύριες παρεμβάσεις απορρίφθηκαν, με τις δε συνεναγόμενές του συνδέεται με σχέση απλής ομοδικίας, δοθέντος ότι το δικαίωμα κυριότητας είναι δεκτικό χωριστής κτήσεως και ασκήσεως και η διαφορά δεν επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση, πολύ δε περισσότερο που πρόκειται για διαφορετικά γεωτεμάχια. Επομένως, ελλείπει το έννομο συμφέρον απεύθυνσης της έφεσης κατά των ανωτέρω, η δε συναφής δικαστική δαπάνη για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας θα πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ του εκκαλούντος Δήμου Αμαρουσίου και των ως άνω εφεσιβλήτων (Β2, 3, Γ1,2, και Δ της 1ης έφεσης), κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 179 και 183. του ΚΠολΔ, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Επίσης, η 2η έφεση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη για τον ίδιο λόγο, δηλ. για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της κυρίως παρεμβαίνουσας Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, διότι η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την κύρια παρέμβαση της Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού και κατά συνέπεια δεν περιέχει επιβλαβή διάταξη υπέρ αυτής και σε βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, η δε αναφορά στο σκεπτικό της απόφασης ως αιτιολογία ότι τα επίδικα ανήκουν κατά κυριότητα στην Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού δεν είναι αρκετή να θεμελιώσει έννομο συμφέρον προς άσκηση έφεσης, του οποίου η ύπαρξη κρίνεται εκ του διατακτικού της απόφασης και όχι εκ των αιτιολογιών (Σ. Σαμουήλ Η Έφεση εκδ. 2003 § 327, 1136). Η δε συναφής δικαστική δαπάνη για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας θα πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου και της εφεσίβλητης Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 179 και 183 του ΚΠολΔ, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Αναφορικά δε, με την απεύθυνση της 2ης έφεσης κατά της 1ης εναγομένης- καθʼ ης η κύρια παρέμβαση , λεκτέα τα ακόλουθα: Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η εν λόγω εφεσίβλητη απεβίωσε στις 21-1-2014, δηλαδή μετά την προφορική συζήτηση (21-5-2013) της αγωγής και πριν τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης (2-2-2015) και την άσκηση της ένδικης έφεσης, που έλαβε χώρα στις 15-6-2015. Η ανωτέρω δεν άφησε διαθήκη (βλ. ***/2017 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου) και κατέλειπε μόνους πλησιέστερους συγγενείς τις θυγατέρες της (2α εφεσίβλητη) και (3η εφεσίβλητη), οι οποίες αποδέχθηκαν σιωπηρά την επαχθείσα κληρονομιά (βλ. ***/2017 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου). Όμως, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης τελούσε σε γνώση του επισυμβάντος ως άνω θανάτου της 1ης εφεσίβλητης (*** ), αφού ο θάνατός της το πρώτον γνωστοποιήθηκε με την επίδοση σε αυτό της με αρ. κατ. ***/15-6-2015 έφεσης, δηλ. μετά την 10-9-2015 (οπότε και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση), ούτε άλλωστε επικαλούνται το αντίθετο οι εφεσίβλητοι και επομένως, η υπό κρίση έφεση, κατά το μέρος που απευθύνεται κατά της 1ης εφεσίβλητης αυτού, είναι έγκυρη και νόμιμα χωρεί η συζήτησή της με τις κατά τα ως άνω αναφερόμενα κληρονόμους της, οι οποίες αυτοβούλως εμφανίσθηκαν κατά τη συζήτηση της έφεσης και με την ιδιότητα αυτή στη θέση της 1ης εφεσίβλητης και πρόβαλαν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς. Αναφορικά δε, με την 3η έφεση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των κυρίως παρεμβαινόντων ( Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, Μητροπολίτη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού και Ελληνικού Δημοσίου), σύμφωνα με την εκτεθείσα στην § 8 της παρούσας μείζονα σκέψη, αφού οι εκκαλούσες ( *** και ***) δεν ισχυρίζονται, ούτε άλλωστε προκύπτει ότι η εκκαλούμενη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη υπέρ αυτών (δηλ. των κυρίως παρεμβαινόντων ) και εις βάρος των (εκκαλουσών) και τούτο διότι, όπως ήδη ειπώθηκε, οι κύριες παρεμβάσεις απορρίφθηκαν. Επιπλέον, η 3η έφεση κατά το μέρος της, που στρέφεται κατά του εφεσιβλήτου σωματείου με την επωνυμία «ΕΞΩΡΑΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ», το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, είχε παρέμβει προσθέτως υπέρ των εναγόντων και των κυρίως παρεμβάντων, εφόσον πρόκειται περί απλής πρόσθετης παρέμβασης, αυτό δεν κατέστη αντίδικος των εκκαλουσών - εναγομένων και πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη στην § 8 της παρούσας, και ως προς αυτό να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος των εκκαλουσών, συμψηφιζομένης της συναφούς δικαστικής δαπάνης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ των εκκαλουσών και των ως άνω εφεσιβλήτων, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 179 και 183 του ΚΠολΔ, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Όμως, η απεύθυνση της κρινόμενης έφεσης κατά του τελευταίου (προσθέτως παρεμβάντος), καλύπτει την ανάγκη κλήτευσης αυτού για να παραστεί στην παρούσα δίκη και να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, κλήση που είναι αναγκαία κατά το άρθρο 82 εδ. β' ΚΠολΔ και μάλιστα επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, το οποίο απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, κατά τα ως άνω, το οποίο και πράγματι παρέστη νόμιμα, εκπροσωπηθέν από την πληρεξούσια δικηγόρο του. Επομένως, κατά το μέρος που οι ανωτέρω εφέσεις κρίθηκαν παραδεκτές, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν κατά την ίδια διαδικασία (αρθρ. 246, 524 παρ. 1 και 533 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους.

11. Η κυρία παρέμβαση, η οποία κατά περιεχόμενο, σκοπό, συνέπειες και δύναμη εξομοιώνεται με την κυρία αγωγή, από την οποία τυπικώς διαφέρει γιατί δεν είναι εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, αλλά παρεμπίπτουσα αγωγή τρίτου κατά των αρχικών διαδίκων ή των υπεισελθόντων στη θέση τους, αποτελεί διαδικαστική πράξη με την οποία τρίτος συμμετέχει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη και έχει αυτοτέλεια έναντι της αγωγής, καθόσον ο κυρίως παρεμβαίνων υποβάλλει αίτημα παροχής έννομης προστασίας με την μορφή της διάγνωσης ότι δικαιούχος του επίδικου αντικειμένου είναι αυτός. Η κυρία παρέμβαση στηρίζεται στο ίδιο δικαίωμα ή στην ίδια έννομη σχέση ως προς όλους τους κυρίους διαδίκους, το επικαλούμενο δικαίωμα δε, είναι τέτοιο που να μπορεί να στραφεί εναντίον όλων των αρχικών διαδίκων, χωρίς να απαιτείται να στηρίζεται η αξίωση του παρεμβαίνοντος στην ίδια ιστορική και νομική αιτία που στηρίζεται και η αγωγή του κυρίου διαδίκου. Έτσι η κυρία παρέμβαση, με την οποία εισάγεται αυτοτελής έναντι της αγωγής αίτηση παροχής έννομης προστασίας για το αντικείμενο της αγωγής, αποτελεί παρεμπίπτουσα αγωγή που απλώς συνεκδικάζεται λόγω συνάφειας με την αγωγή (βλ. άρθρο 31 του ΚΠολΔ), για την οποία δημιουργείται νέα παρεμπίπτουσα δίκη, αυτοτελής έναντι της αρχικής, με αντιδίκους του παρεμβαίνοντος τους αρχικούς διαδίκους, χωρίς τη δημιουργία σχέσης ομοδικίας απλής ή αναγκαστικής των τελευταίων έναντι του παρεμβαίνοντος. Ο παρεμβαίνων πρέπει κατά τον χρόνο άσκησης της παρέμβασης να είναι τρίτο πρόσωπο, το οποίο δεν έχει προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου στην αρχική δίκη, ούτε να ταυτίζεται με τους αρχικούς διαδίκους και γι αυτό, αν ασκήθηκε κυρία παρέμβαση στην πρωτόδικη δίκη, αποκλείεται η άσκηση νέας παρέμβασης στην κατ' έφεση δίκη από τον πρωτοδίκως παρεμβάντα και αν ακόμη απορρίφθηκε αυτή, γιατί είχε καταστεί αυτός διάδικος. Έτσι αν απορρίφθηκε πρωτοδίκως η κυρία παρέμβαση αποκλείεται και είναι απαράδεκτη η επανάληψη της στον δεύτερο βαθμό. Χωρεί μόνον έφεση από τον έχοντα προς τούτο έννομο συμφέρον κυρίως παρεμβαίνοντα κατά της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την κυρία παρέμβαση του (βλ. ΑΠ 761/2017 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 855/2011 δημ. στη ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 2424/2004 ΕλλΔνη 2005,582, ΕφΑΘ 1146/2002, ΕλλΔνη 2002,841, ΕφΑΘ 262/1980 ΝοΒ 28,334, ΕφΑΘ 1196/1979 ΕλλΔνη 20,250 και Κ. Κεραμεύς, Αστ. Δικ. Δικ. Γεν. Μέρος 1986, σελ. 93). Στην προκείμενη περίπτωση, η Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού και ο Μητροπολίτης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού παρόλο που άσκησαν κυρία παρέμβαση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και κατέστησαν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη, ενόψει του ότι η κυρία παρέμβαση τους απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ως απαράδεκτη επειδή στρεφόταν μόνο κατά των εναγομένων, χωρίς να ασκήσουν έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την ασκηθείσα πρωτοδίκως κυρία παρέμβαση της ως απαράδεκτη, ούτως ώστε να αναβιώσει η εκκρεμοδικία ως προς την κυρία παρέμβαση που άσκησαν και να μπορέσουν νόμιμα να παραιτηθούν από αυτή (βλ. άρθρο 294 επ. και 299 ΚΠολΔ), ασκούν νέα κύρια παρέμβαση ενώπιον του Εφετείου με αρ. κατ. (ΒΑΒ) 397/10-9-2015, η οποία έχει το ίδιο αντικείμενο και αιτήματα (πλην αυτό της διόρθωσης των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών) με την ασκηθείσα πρωτοδίκως και στρέφεται κατά των ιδίων αντιδίκων (δηλ. των εναγομένων) και η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επομένως, η συνεκδικαζόμενη με τις υπό κρίση εφέσεις νέα κυρία παρέμβαση που άσκησαν η Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού και ο Μητροπολίτης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού ενώπιον του δευτεροβάθμιου αυτού Δικαστηρίου, μετά την απόρριψη της κύριας παρέμβασης που είχαν ασκήσει ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και λόγω δεδικασμένου κατ' άρθρο 322 παρ.1 εδ. β του ΚΠολΔ, απορρέουσα από την 259/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που ως προς τη συγκεκριμένη διάταξη κατέστη τελεσίδικη, αφού δεν ασκήθηκε έφεση εντός 30 ημερών από την επίδοσή της από τη μόνη νομιμοποιούμενη Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού. Η δε συναφής δικαστική δαπάνη θα πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των κυρίων παρεμβαινόντων και των καθών η κύρια παρέμβαση, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 179 και 183 του ΚΠολΔ, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

12. Σύμφωνα με το άρθρο 81 παρ.1 του ΚΠολΔ για την άσκηση παρέμβασης οιασδήποτε μορφής απαιτείται η κατάθεση ιδιαίτερου δικογράφου στη γραμματεία του οικείου δικαστηρίου και η επίδοση αυτού στους αντιδίκους. Συνεπώς είναι απαράδεκτη η πρόσθετη παρέμβαση, η οποία ασκείται με σχετική δήλωση του ενδιαφερομένου στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και με την υποβολή εγγράφων προτάσεων από αυτόν (ΕφΠειρ 1327/1987 ΝοΒ 1988 σελ. 585, Σ. Σαμουήλ Η έφεση εκδ. 2003 σελ. 393). Στην προκείμενη περίπτωση το σωματείο με την επωνυμία «ΕΞΩΡΑΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ» (το οποίο και πρωτοδίκως άσκησε πρόσθετη παρέμβαση, που απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος), δια της πληρεξούσιας του δικηγόρου δήλωσε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου εκ νέου ότι ασκεί πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγόντων, του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου και των κυρίως παρεμβαινόντων Ιεράς Μητρόπολης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού και του Μητροπολίτη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, που επαναλαμβάνει με τις προτάσεις. Η εν λόγω πρόσθετη παρέμβαση κρίνεται απορριπτέα, πρωτίστως, ως απαράδεκτη ελλείψει προδικασίας, δηλ. κατάθεσης ιδιαίτερου δικογράφου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και επίδοσης αυτού στους αντιδίκους.

13. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 του Ν. 590/1977 «περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» «Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μοναί κλπ είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου », κατά δε το άρθρο 39 παρ. 3 του ιδίου νόμου «έκδοση προεδρικού διατάγματος απαιτείται μόνον για την ίδρυση νέων και για τη διάλυση ή συγχώνευση υφιστάμενων Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος» και ως εκ τούτου η νόμιμη υπόσταση προϋφιστάμενων Μονών δεν εξαρτάται από την έκδοση διατάγματος που να τις αναγνωρίζει. Πριν από την εισαγωγή του ΑΚ είχαν εφαρμογή τα οριζόμενα από το Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, που τέθηκε σε ισχύ με το ΒΔ της 23/2/1835 για τον Πολιτικό Νόμο των Ελλήνων. Το εν λόγω Δίκαιο δεν δεχόταν την ύπαρξη νομικών προσώπων με την σημερινή έννοια, αλλά μόνο την ύπαρξη ενώσεως φυσικών προσώπων ή συνόλων περιουσίας (ιδρύματα) και την νομική αυτοτέλεια τους ως προς τα περιουσιακά δικαιώματα. Για δε την αναγνώριση τους απαιτείτο πολιτειακή τυπική πράξη (άδεια διοικήσεως). Στις Μονές, όμως, ειδικά το Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο αναγνώριζε, ήδη με την Ιουστινιάνεια νομοθεσία, μια ιδιαίτερη αυθύπαρκτη προσωπικότητα, η οποία δεν ήταν ούτε ένωση προσώπων, ούτε ακριβώς ίδρυμα και εφόσον είχαν ιδρυθεί σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες δεν απαιτείτο η αναγνώρισή τους με πολιτειακή πράξη (βλ. Κονιδάρης, «Νομική Θεώρηση των Μοναστηριακών Τυπικών» 1984, σελ. 166, Κρασσά «Γενικαί Διδασκαλίαι» 1895, σελ. 267). Έτσι, για την ίδρυση και αναγνώριση των Μονών σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, που με σχετικές Νεαρές του Ιουστινιανού, αλλά και μεταγενέστερους νόμους, αποτελούσαν κρατικό (δημόσιο) δίκαιο, απαιτείτο άδεια του οικείου Επισκόπου, αναπομπή από αυτόν ευχής πριν από την έναρξη των οικοδομικών εργασιών και στη συνέχεια «πήξιμο» από τον ίδιο σταυρού στα θεμέλια της Μονής (Κονιδάρη: Το δίκαιο της Μοναστηριακής περιουσίας, 1979, σελ. 22 επ.). Επιπλέον, ήταν δυνατόν η Μονή να καταστεί κυρία, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του τότε ισχύοντος δικαίου για την έκτακτη χρησικτησία, εκείνων των ακινήτων, στα οποία ενεργούσε με τους υπαγόμενους σε αυτήν μοναχούς ως όργανά της και τους εκάστοτε προστηθέντες της διακατοχικές πράξεις διανοία κυρίου με καλή πίστη για ορισμένο χρονικό διάστημα.

14. Κατά το άρθρο 966 του ΑΚ (το οποίο εφαρμόζεται κατ' άρθρο 55 του ΕισΝΑΚ, προκειμένου να κριθεί μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το εάν κάποιο πράγμα φέρει την ιδιότητα του εκτός συναλλαγής), ως πράγματα εκτός συναλλαγής θεωρούνται τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών. Η κατηγορία αυτή των πραγμάτων που καθιερώνει ο ΑΚ ανταποκρίνεται στην κατηγορία των εκτός συναλλαγής (res extra commercium) πραγμάτων θείου δικαίου (res divini iuris) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου (Κονιδάρη, γνωμοδότηση σε ΝοΒ 36, σελ. 318, Οικονομίδη, Στοιχεία του αστικού δικαίου, Α Γενικαί Αρχαί, 1925, σελ. 82 επ..). Περαιτέρω, στο άρθρο 39 παρ.1 του Ν. 590/1977 «περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» ορίζεται ότι «Η Ιερά Μονή είναι θρησκευτικόν καθίδρυμα διά την άσκησιν των εν γένει εγκαταβιούντων ανδρών ή γυναικών, συμφώνως προς τας μοναχικός επαγγελίας και τους περί μοναχικού βίου ιερούς Κανόνας και παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας», στην δε παρ.3 του ιδίου άρθρου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 51 παρ.2 Ν.4301/2014 (ΦΕΚ A 223/7.10.2014) ορίζεται ότι «Ναοί και περιουσίες διαλελυμένων ή διαλυομένων Μονών παραμένουν στην κυριότητα του νομικού προσώπου της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως ή περιέρχονται αυτοδίκαια, σε περίπτωση συγχωνεύσεώς τους με άλλη Μονή, στην κυρία Μονή ή, σε περίπτωση ανασυστάσεως, στην ανασυνιστώμενη Μονή.», ενώ στην παρ.7 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι «Μετόχια Μονών της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, εάν μεν ανήκουν εις το κλίμα της Εκκλησίας της Ελλάδος, ιδρύονται τη αδεία του επιχωρίου Αρχιερέως και λειτουργούν υπό την πνευματικήν εποπτείαν του οικείου Μητροπολίτου, ...εφαρμοζομένων επ' αυτών των ισχυουσών διά τας εν τη περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος Μονάς διατάξεων.» Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 45 παρ.1 του ιδίου νόμου «Οι ιεροί ναοί, τα εν λατρευτική χρήσει ιερά σκεύη, άμφια, λειτουργικά βιβλία και εικόνες αποτελούν πράγματα ιερά, καθιερωμένα ή ηγιασμένα, και ισχύουν επ' αυτών αι διατάξεις των άρθρων 966 και 971 του Αστικού Κώδικος.» Από τις ανωτέρω διατάξεις, προκύπτει ότι τα εκκλησιαστικά πράγματα διακρίνονται σε «ιερά» και «άγια». «Ιερά» είναι όσα εκκλησιαστικά πράγματα εξυπηρετούν αποκλειστικά και άμεσα λατρευτικές ανάγκες. Αυτά (τα ιερά) διακρίνονται περαιτέρω σε «καθιερωμένα» και «αγιασμένα». «Καθιερωμένα» είναι εκείνα τα οποία απέκτησαν την ιδιότητά τους με ειδική τελετή, όπως ο ναός, οι μονές και τα μετόχια τους, τα νεκροταφεία κλπ. Ειδικότερα, ο ιερός ναός «καθιερώνεται» πανηγυρικά στη δημόσια θεία λατρεία με κανονική και λειτουργική τελετή, παλαιότερα με την ανέγερσή του πάνω σε τάφους μαρτύρων και στη συνέχεια με την εναπόθεση λειψάνων σε αυτόν, ενώ η ιερά μονή «καθιερώνεται» με την στην § 13 της παρούσας περιγραφόμενη διαδικασία. «Αγιασμένα» είναι εκείνα τα ιερά πράγματα, τα οποία απέκτησαν την ιδιότητά τους αυτή είτε με απλή ευλογία, είτε με μόνη την εισαγωγή τους στον «καθιερωμένο» χώρο (άμφια, εικόνες, λειτουργικά βιβλία κλπ). «Άγια» θεωρούνται εκείνα που εξυπηρετούν έμμεσα λατρευτικούς σκοπούς (πχ. στασίδια). Με βάση τις παραπάνω διακρίσεις μόνο τα «ιερά» («καθιερωμένα» και «αγιασμένα») αποτελούν πράγματα εκτός συναλλαγής και όχι τα «άγια», ούτε όλα τα εκκλησιαστικά ακίνητα, παρά μόνο αυτά που εξυπηρετούν λατρευτικούς σκοπούς. Συνεπεία αυτού του χαρακτηρισμού-ως πραγμάτων εκτός συναλλαγής- είναι ότι κάθε δικαιοπραξία με αντικείμενο πράγμα «ιερό» είναι σύμφωνα τόσο με το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (Ν.57πρ. 11-18.1, Ν.7 II- 18.4, Ν. 1 παρ.9 II -44.7, Ν.80 παρ.5 11-43.1, Ν.33 παρ.1 Βασ. 43.1, Κ.Κιτσικόπουλος, Πανδέκτης Αστικού δικαίου εκδ.1927), όσο και με το άρθρο 174 του ΑΚ, άκυρη και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής, αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά και επιπλέον είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας (ΑΚ 1054, Γ .Καρύμπαλη -Τσίπτσιου Τα μνημεία και οι διακρίσεις τους Αρμ.2003 σελ. 1549) . Το ότι τα «ιερά» πράγματα είναι εκτός συναλλαγής δεν σημαίνει ότι αυτά δεν έχουν κύριο, διότι αυτά ανήκουν στην κυριότητα του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, η οποία (κυριότητα) ασκείται πάντα με σκοπό χρησιμοποίησης του ως αντικειμένου θείας λατρείας (άρθρο 13 παρ.2 του Σ.). Από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 966 και 971 του ΑΚ, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 45 του Ν.590/1977, συνάγεται ότι τα εκτός συναλλαγής εκκλησιαστικά πράγματα διατηρούν την ιδιότητα αυτή και όσα συνεπάγεται, όσο τελούν σε λατρευτική χρήση, ενώ όταν παύσουν να επιτελούν λατρευτικό σκοπό, αποβάλλουν την ιδιότητά τους αυτή. Δεν αρκεί, όμως, η απλή, προσωρινή ή οριστική παύση λατρείας για την «αποκαθιέρωσή» τους, δηλ. την αποβολή της ιδιότητας τους ως εξυπηρετούντων θρησκευτικούς σκοπούς, άρα ως εκτός συναλλαγής, αλλά απαιτείται μόνο η πλήρης φυσική καταστροφή και ο ολοκληρωτικός αφανισμός του ναού ή της μονής, εφόσον εγκαταλειφθεί και δεν ανοικοδομηθεί. Η εγκατάλειψη, η μερική καταστροφή, η παύση ή αναστολή της λατρείας λόγω εχθρικής κατοχής (βλ. Βασιλικά 59, 1,36, Πανδέκτες 11, VII, 36) δεν αίρουν την ανωτέρω ιδιότητα του «ιερού», διότι στο κανονικό δίκαιο της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν προβλέπεται διαδικασία για την άρση της «καθιέρωσης» ιερού πράγματος, εξαιρουμένης της περίπτωσης βεβήλωσης του Ιερού Ναού, συνεπεία της οποίας απαγορεύεται η τέλεση λατρευτικών πράξεων (προσωρινή παύση του για θρησκευτικό σκοπό προορισμού) πριν από την ανάγνωση της κεκανονισμένης ευχής κάθαρσης. Ειδικά, όμως, για τους Ιερούς Ναούς, στα Βασιλικά, στο βιβλίο 46 Τ.τ.3, θέμα 3 (ν.6. παρ. 2111.8) αναφέρεται ότι «Ιερόν εστί πράγμα το δημόσια αφιερωθέν, τα γαρ ιδιωτικά ουκ εισίν ιερά, ει δε καταπέση το οικοδόμημα, μένει ιερός ο τόπος» (βλ. Αρμ., Εξ. Β' α' 61), δηλ. η ιδιότητα του «ιερού» επεκτείνεται και στο έδαφος επί του οποίου ο ιερός ναός, οπότε συνεχίζει να υφίσταται (η ιδιότητα αυτή) ακόμη και αν καταστραφεί το οικοδόμημα του ναού. (βλ. Γ. Αποστολάκη, Ακίνητη Περιουσία των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Ελλάδα, εκδ. 2007 σελ. 26-31, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΕρμΑκ στο άρθρο 966 § 64- 75 και στο άρθρο 971 § 6, . Χριστοφιλόπουλου, Ελληνικό Εκκλησιαστικό, Δίκαιο, 1965, σελ. 255, Τρωϊάνου, Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου, 1984, σελ. 378, Β.Βαθρακοκοίλης Η διεκδικητική αγωγή εκδ.2014 σελ. 586 αρ. 2909, ΑΠ 1178/2006, ^Π 162/1996, ΕφΑΘ 1743/2017, ΕφΔωδ 82/2007, ΕφΛαρ 845/2003, όλες δημ σε ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 3647/1980, ΕλλΔνη 1982, 484).

15. Σύμφωνα με το Ν.3068/2002 «Προστασία Αρχαιοτήτων-Πολιτιστικής Κληρονομιάς κλπ» ( γνωστός ως ΑρχΝ) και συγκεκριμένα το άρθρο 2 παρ. β «Ως μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και των οποίων επιβάλλεται η ειδικότερη προστασία βάσει των εξής διακρίσεων: αα) Ως αρχαία μνημεία ή αρχαία νοούνται όλα τα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 20 (που αφορά μόνο τα κινητά μνημεία) ... Ως ακίνητα μνημεία νοούνται τα μνημεία που υπήρξαν συνδεδεμένα με το έδαφος και παραμένουν σε αυτό ή στο βυθό της θάλασσας ή στον πυθμένα λιμνών ή ποταμών, καθώς και τα μνημεία που βρίσκονται στο έδαφος ή στο βυθό της θάλασσας ή στον πυθμένα λιμνών ή ποταμών και δεν είναι δυνατόν να μετακινηθούν χωρίς βλάβη της αξίας τους ως μαρτυριών. Στα ακίνητα μνημεία συμπεριλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις, οι κατασκευές και τα διακοσμητικά και λοιπά στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους, καθώς και το άμεσο περιβάλλον τους γ) Ως αρχαιολογικοί χώροι νοούνται εκτάσεις στην ξηρά ή στη θάλασσα ή στις λίμνες ή στους ποταμούς, οι οποίες περιέχουν ή στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται αρχαία μνημεία ή αποτέλεσαν ή υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν από τους αρχαιοτάτους χρόνους έως και το 1830 μνημειακά, οικιστικά ή ταφικά σύνολα. Οι αρχαιολογικοί χώροι περιλαμβάνουν και το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον που επιτρέπει στα σωζόμενα μνημεία να συντίθενται σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα.» Επίσης κατ' άρθρο 6 του ιδίου νόμου, «1 Στα ακίνητα μνημεία περιλαμβάνονται: α) τα αρχαία που χρονολογούνται έως και το 1830, β) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, γ) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους. 2. Ο χαρακτηρισμός ακινήτου μνημείου είναι δυνατόν να αφορά και κινητά που συνδέονται με ορισμένη χρήση του ακινήτου, τις χρήσεις που είναι σύμφωνες με το χαρακτήρα του ως μνημείου, καθώς και τον περιβάλλοντα χώρο ή στοιχεία αυτού 4. Τα αρχαία ακίνητα μνημεία προστατεύονται από το νόμο χωρίς να απαιτείται η έκδοση οποιοσδήποτε διοικητικής πράξης. Τα ακίνητα των περιπτώσεων β/ και γ/ της παραγράφου 1 χαρακτηρίζονται μνημεία με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Υπηρεσίας και γνώμη του Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.», κατά δε το άρθρο 7 του ιδίου νόμου «1. Τα αρχαία ακίνητα μνημεία που χρονολογούνται έως και το 1453 ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή και είναι πράγματα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας.2. Τα ακίνητα αρχαία που αποκαλύφθηκαν ή αποκαλύπτονται κατά την εκτέλεση ανασκαφών ή άλλης αρχαιολογικής έρευνας ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας. 3. Το δικαίωμα κυριότητας σε άλλα ακίνητα μνημεία μεταγενέστερα του 1453 ασκείται υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου.4. Δεν υπόκεινται σε κατάσχεση ακίνητα αρχαία που χρονολογούνται έως και το 1453. Οι παράγραφοι 2-4 του άρθρου 22 (που αφορούν την κατάσχεση κινητών μνημείων) εφαρμόζονται αναλόγως.» Τέλος, κατά η διάταξη του άρθρου 73 παρ.1 του ιδίου νόμου και υπό τον τίτλο μεταβατικές διατάξεις ορίζεται ότι «Τα υπάρχοντα κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού δικαιώματα κυριότητας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδας, της Εκκλησίας της Κρήτης, των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου, του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων, της Ιερής Μονής του Σινά, των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, των Ιερών Μονών της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας στη Χαλκιδική, των Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη και του Ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, άλλων νομικών προσώπων ή άλλων ενώσεων προσώπων που εκπροσωπούν θρησκείες ή δόγματα, σε αρχαία μνημεία θρησκευτικού χαρακτήρα, ακόμη και αν χρονολογούνται μέχρι και το 1453, διατηρούνται.» Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει αβίαστα ότι: 1) Μόνο τα αρχαία ακίνητα μνημεία που χρονολογούνται έως και το 1453 ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή και είναι πράγματα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας, καθώς και αυτά που αποκαλύφθηκαν ή αποκαλύπτονται κατά την εκτέλεση ανασκαφών ή άλλης αρχαιολογικής έρευνας. Ειδικά, όμως, τα αρχαία μνημεία θρησκευτικού χαρακτήρα, ακόμη και αν χρονολογούνται μέχρι και το 1453, συνεχίζουν να ανήκουν στην κυριότητα του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου. 2) Τα μεταγενέστερα του 1453 ακίνητα μνημεία και μέχρι αυτών που χρονολογούνται του 1830, προστατεύονται από τον ΑρχΝ, χωρίς την έκδοση σχετικής διοικητικής πράξης, πλην όμως μπορούν να ανήκουν σε φυσικά ή άλλα νομικά πρόσωπα (πλην του Δημοσίου) και δεν χαρακτηρίζονται ως εκτός συναλλαγής. 3) Τα νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων μπορούν να ανήκουν κατά κυριότητα τα μεταγενέστερα του 1453 ακίνητα μνημεία και μέχρι αυτών που χρονολογούνται του 1830, είναι και τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (μονές, μητροπόλεις κλπ) 4) Επομένως, στην περίπτωση που αρχαίο ακίνητο μνημείο μεταγενέστερο του 1453 και προγενέστερο του 1830, όσο εξυπηρετεί θρησκευτικούς σκοπούς κατά τα ανωτέρω ανήκει στο οικείο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο και είναι εκτός συναλλαγής κατ' άρθρο 966 του ΑΚ, αν όμως παύσει να εξυπηρετεί αυτούς τους σκοπούς, συνεχίζει να είναι της κυριότητας του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, παύει, όμως, να είναι εκτός συναλλαγής και μπορεί να απαλλοτριωθεί, να μεταβιβασθεί κλπ. (βλ. Γ. Αποστολάκης οπ σελ. 17- 32, Γ. Καρύμπαλη - Τσίπτσιου Τα μνημεία και η κατοχή τους εκδ.2004 σελ. 47, Γνμ ΝΣΚ 69/2015 δημ. στη ΝΟΜΟΣ) . Αλλά και υπό το προγενέστερο νομικό καθεστώς και δη τόσο του νόμου της 10/22-5- 1834 της Αντιβασιλείας «περί των επιστημονικών και τεχνολογικών συλλογών, περί ανακαλύψεως και διατηρήσεως των αρχαιοτήτων και της χρήσεως αυτών» (έργο του Maurer), ο οποίος στη συνέχεια αντικαταστάθηκε το 1899 με το νόμο ΒΧΜΣΤ', στο άρθρο 1 του οποίου οριζόταν ότι η κυριότητα των αρχαίων ανήκει αποκλειστικά στο κράτος, όσο και του Π.Δ. της 9/24 Αυγ.1932 «Περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του Ν.. 5351/1931 ως και των εν ισχύι σχετικών διατάξεων των Νόμ. ΒΧΜΣΤ', 2447, 491, 4823 και του Ν.Δ. της 12/16 Ιουν. 1926 εις εν ενιαίον κείμενον Νόμου, φέρον τον αριθ. 5351 και τον τίτλον "περί Αρχαιοτήτων"» (ΦΕΚ Α' 275/1932)., στο άρθρο 1 του οποίου οριζόταν « Πάντα τα εν Ελλάδι και οιοισδήποτε Εθνικοίς κτήμασιν, εν ποταμοίς, λίμναις και τω πυθμένι της θαλάσσης πρός δεν εν δημοτικοίς, μοναστηριακοίς και ιδιωτικοίς κτήμασιν ευρισκόμενα αρχαία, τινά τε και ακίνητα, από των αρχαιοτάτων χρόνων και εφεξής, είναι ιδιοκτησία του Κράτους....», ενώ στο άρθρο 2 αυτού οριζόταν, « Αρχαία κατά το άρθρο 1 λογίζονται πάντα ανεξαιρέτως τα έργα της Αρχιτεκτονικής, Γλυπτικής, Γραφικής και οιασδήποτε καθόλου Τέχνης οίον παντοία οικοδομήματα και αρχιτεκτονικά μνημεία, λίθοι μετά γλυφής τινός εκ των μνημείων τούτων προερχόμενοι και βάθρα υδραγωγεία, οδοί, τείχη, τάφοι, λαξεύματα, αγάλματα, ανάγλυφα, ειδώλια, επιγραφαί, ζωγραφίαι, ψηφοθετήματα, αγγεία, όπλα, κοσμήματα και άλλα εξ οιασδήποτε ύλης έργα και σκεύη, δακτυλιόλιθοι, νομίσματα. Και τα αντικείμενα τα προερχόμενα εκ της αρχαιοτάτης εποχής του Χριστιανισμού και του μεσαιωνικού ελληνισμού δεν εξαιρούνται των ορισμών του παρόντος Νόμου (άρθρο 3 Νομ. ΒΧΜΣΤ')», κρίθηκε παγίως από τη νομολογία ότι η έννοια του εις το Κράτος ανήκοντος «αρχαίου» καθορίζεται αφενός μεν από το είδος αυτού και αφετέρου από τον τύπο της προέλευσης και την εποχή στην οποία ανάγεται η κατασκευή τούτου, η οποία είναι η από του απωτάτου (απείρου) παρελθόντος, συνεχιζόμενη μέχρι το χρόνο της περιόδου του μεσαιωνικού Ελληνισμού, που έχει σαν κατάληξη, κατά την κοινώς γνωστή ιστορική οριοθέτηση, την κατά το έτος 1453 επελθούσα άλωση της Κωνσταντινούπολης. Επίσης κρίθηκε ότι τα με άλλους νόμους, όπως οι 401/1914/άρθρα 4,5,6), 2674/1921 (άρθρα 6,8 και 9), 216/1943 (άρθρ. 14) και 1469/1950 (άρθρ. 1 επ. ) και τα από άλλες μεταγενέστερες εποχές μέχρι του 1830, κατάλοιπα αντικείμενα ή εικόνες, που έχουν πολιτιστική σημασία, σύμφωνα με σχετικό χαρακτηρισμό που γίνεται με πράξη του Υπουργού Παιδείας και ήδη του Υπουργού Πολιτισμού, αποτέλεσαν και αποτελούν αντικείμενο μέριμνας προς το σκοπό της συντήρησης τους ή της ματαίωσης της εξαγωγής τους στην αλλοδαπή, πλην όμως αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν αρχαία κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 5351/1932 που προαναφέρθηκε, εφόσον έχουν φιλοτεχνηθεί μετά το 1453 ( ΑΠ 1352/2010, ΑΠ 1344/2007, αμφ. δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ, ΑΠ 1568/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1205/1992, που όλες παραπέμπουν στην Ολ. ΑΠ 407/1972). Εξ αντιδιαστολής, και υπό το προηγούμενο του Ν.3028/2002 νομικό καθεστώς, τα μνημεία που χρονολογούνται μετά το 1453 μπορούν να ανήκουν κατά κυριότητα σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα πλην του Δημοσίου.

16. Με τον πρώτο λόγο της 1ης έφεσης, ο εκκαλών Δήμος Αμαρουσίου (4ος εναγόμενος) παραπονείται ότι η εκκαλουμένη αφού έκρινε στο σκεπτικό της ότι το επίδικο ακίνητο είναι εκτός συναλλαγής υπό την ιδιότητά του ως χώρου θρησκευτικής λατρείας, αναγνώρισε περαιτέρω ότι είναι δεκτικό κυριότητας από την Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού με ελλειπή αιτιολογία. Με αυτό το περιεχόμενο, ο συγκεκριμένος λόγος, ο οποίος δεν συνοδεύεται από σχετικό παράπονο περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ούτε βάλει κατά των διατάξεων της εκκαλουμένης, αφού, άλλωστε, ο εκκαλών Δήμος δεν αρνείται το γεγονός ότι επί του επιδίκου γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ (για το οποίο και μόνο νομιμοποιείται στην παρούσα δίκη και όχι για το όμορο με ΚΑΕΚ , για το οποίο, άλλωστε δεν εγείρει δικαιώματα) υπάρχει ιερός ναός, είναι απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος, διότι έφεση κατά της απόφασης με λόγο τη διόρθωση ή συμπλήρωση αιτιολογιών δεν επιτρέπεται (Σ. Σαμουήλ οπ. σελ. 139). Σε κάθε δε περίπτωση είναι και μη νόμιμος, διότι όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της § 14 της παρούσας, το ότι τα «ιερά» πράγματα, όπως ο εν λόγω ναός επί του επιδίκου γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ είναι εκτός συναλλαγής δεν σημαίνει ότι αυτός δεν έχει κύριο, διότι αυτός (ναός) ανήκει εκ του νόμου στην κυριότητα του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου.

17. Με τον δεύτερο λόγο της 1ης έφεσης, ο εκκαλών Δήμος Αμαρουσίου (4ος εναγόμενος) παραπονείται ότι η εκκαλουμένη έσφαλλε, διότι δεν έλαβε υπόψη της ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί κοινόχρηστο χώρο ήδη από την ένταξή του στο σχέδιο πόλης με το από 17.1.1935 προεδρικό διάταγμα και ως τέτοιος ανήκει στο Δήμο Αμαρουσίου κατ' άρθρο 28 του Ν.1337/1983 κατά το δικαίωμα νομής. Και αυτός ο λόγος κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, α) διότι κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της § 14 της παρούσας, ο ιερός ναός και το γεωτεμάχιο, επί του οποίου βρίσκεται, δηλ και ο πέριξ αυτού ακάλυπτος εδαφικός χώρος, αποτελούν εκτός συναλλαγής πράγμα αφιερωμένο στη δημόσια θεία λατρεία, εξυπηρετεί δηλαδή θρησκευτικούς σκοπούς, ανήκει εκ του νόμου στην κυριότητα του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου και είναι κοινόχρηστο, υπό την έννοια, όχι του άρθρου 967 του ΑΚ, αλλά του πράγματος του αφιερωμένου στην κοινή θρησκευτική χρήση και β) διότι η διάταξη του άρθρου 28 του Ν.1337/1983, που επικαλείται ο εκκαλών, αναφέρεται στην κυριότητα του οικείου Δήμου επί των ιδιωτικών δρόμων, πλατειών και λοιπών χώρων κοινής χρήσης που έχουν σχηματιστεί με οποιονδήποτε τρόπο και που βρίσκονται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης, και όχι σε ιερούς ναούς ή εν γένει θρησκευτικά μνημεία. Μη υπάρχοντος, άλλου λόγου έφεσης εκ μέρους του εκκαλούντος Δήμου Αμαρουσίου, η 1η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Η δε συναφής δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων της εν λόγω έφεσης (για τους οποίους κρίθηκε παραδεκτή), κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 179 και 183 του ΚΠολΔ, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

18. Με τον πρώτο λόγο της 2ης έφεσης, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται ότι η εκκαλουμένη α) ότι αν και έκρινε ότι τα επίδικα ακίνητα είναι εκτός συναλλαγής ως εξυπηρετούντο θρησκευτικούς σκοπούς, εντούτοις θεώρησε ότι δεν ανήκουν στη δημόσια περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου και β) ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 39 παρ.3 του Ν.590/1977, διότι αυτό αφορά μόνο ναούς διαλελυμένων μονών και όχι επί του μοναστηριακού συνόλου. Ο λόγος αυτός και κατά τα δύο σκέλη του είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην § 14 της παρούσας τα πράγματα, που είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών, ανήκουν κατά κυριότητα στο οικείο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, εσφαλμένα δε επικαλείται το εκκαλούν τη διάταξη του άρθρου 968 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «Τα κοινόχρηστα πράγματα, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο δημόσιο», διότι η τελευταία αυτή διάταξη αφενός αναφέρεται σε κοινόχρηστα πράγματα και όχι σε εκτός συναλλαγής, όπως εν προκειμένω και αφετέρου υπάρχουν οι ειδικές διατάξεις του Ν. 590/1977 που ρυθμίζουν την κυριότητα των πραγμάτων των εξυπηρετούντων θρησκευτικούς σκοπούς και συγκεκριμένα της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Σε κάθε περίπτωση η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 51 παρ. 2 του Ν.4301/2014, αναφορικά με την κυριότητα των πραγμάτων των διαλελυμένων μονών ήρε κάθε αμφισβήτηση επί του θέματος και τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, διότι αφενός ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης και αφετέρου ανατρέχει στο χρόνο έναρξης της ερμηνευομένης διάταξης, ήτοι του άρθρου 39 παρ.3 εδ.β του Ν.590/1977(πρβλ. Γ.Καρύμπαλη -Τσίπτσιου και Γ.Διαμαντόπουλος σε ΧρΙΔ 2016 σελ. 630).

19. Με τον δεύτερο λόγο της 2ης έφεσης, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται επειδή η εκκαλουμένη απέρριψε ως μη νόμιμη τη θεμελίωση της κύριας παρέμβασής του αναφορικά με την κτήση της κυριότητας του επί των επιδίκων γεωτεμαχίων υπό την ιδιότητά τους και μόνο ως αρχαίων μνημείων. Πλην όμως, κατά τα εκτιθέμενα στην κύρια παρέμβαση, επί των επιδίκων γεωτεμαχίων υπάρχουν αρχαία μνημεία που εξυπηρετούσαν θρησκευτικούς σκοπούς (δηλ. ναός, κελιά μοναχών, αρχονταρίκι κλπ). Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην μείζονα σκέψη της § 15 της παρούσας και υπό το ισχύον νομικό καθεστώς του άρθρου 73 του Ν.3028/2002, τα αρχαία μνημεία θρησκευτικού χαρακτήρα στα οποία περιλαμβάνονται οι ναοί, οι μονές κλπ., ανεξαρτήτως του πότε χρονολογούνται (ακόμη και πριν το 1453) ανήκουν στην κυριότητα του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου και το Ελληνικό Δημόσιο ουδέν δικαίωμα αποκτά. Αλλά και υπό τη νομολογιακή θεώρηση του προϊσχύοντος νομικού καθεστώτος, όπως εκτέθηκε στην § 15 της παρούσας, τα αρχαία μνημεία, που χρονολογούνταν μετά το 1453, δεν ήταν απαραίτητο να ανήκουν στην κυριότητα του Δημοσίου, αλλά μπορεί να ανήκαν στην κυριότητα φυσικών ή άλλων νομικών προσώπων. Το αυτό δεχθέν και η εκκαλουμένη ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο και ο σχετικός λόγος της 2ης έφεσης πρέπει να απορριφθεί. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης εκ μέρους του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, η 2η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Η δε συναφής δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων της εν λόγω έφεσης (για τους οποίους κρίθηκε παραδεκτή), κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 179 και 183 του ΚΠολΔ, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

20. Σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ. 1 στοιχ. β, 240, 524 παρ. 1 και 559 αριθ. 11 του ΚΠολΔ (πριν τη τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015, δεδομένου ότι η ένδικη 3η έφεση κατατέθηκε πριν την 1-1-2016), το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του, όσα αποδεικτικά μέσα προσκομίστηκαν νόμιμα, εφʼ όσον, παράλληλα, υπάρχει σαφής και ορισμένη επίκληση των εγγράφων, ώστε, να προκύπτει με βεβαιότητα η ταυτότητα τους. Η επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των εγγράφων (ΟλΑΠ 9/2000, ΟλΑΠ 14/2005, ΑΠ 19/2005, ΑΠ 154/2004, όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Γενική αναφορά στις προτάσεις του Εφετείου, σύμφωνα με την οποία προσκομίζονται εκ νέου, όσα έγγραφα προσκομίστηκαν με τις πρωτόδικες προτάσεις, όπου γίνεται σαφής επίκληση των εγγράφων αυτών, που ενσωματώθηκαν στις προτάσεις του Εφετείου δεν αρκεί (ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 1677/2013, ΑΠ 1524/2010).Δεν επιτρέπεται επίκληση των αποδείξεων με την προσθήκη (ΑΠ 527/1994 ΕλλΔνη 1995 σελ. 142-143), παρά μόνο για αντίκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν το πρώτον με τις προτάσεις του αντιδίκου, ούτε με το δικόγραφο της έφεσης (βλ. Κεραμέως-Νίκα-Κονδύλη ΕρμΚΠολΔ στο άρθρο 524 αρ. 11 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία). Τα αποδεικτικά μέσα επί ποινή απαραδέκτου πρέπει να προσκομίζονται μαζί με τις προτάσεις πριν τη συζήτηση της έφεσης. Στην προκείμενη περίπτωση οι εκκαλούσες της 3ης έφεσης ( και ), μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής από το Δικαστήριο, κατέθεσαν χειρόγραφες προτάσεις, στις οποίες ουδεμία επίκληση αποδεικτικών μέσων γίνεται. Τα αποδεικτικά μέσα τα επικαλούνται το πρώτον με την από 5-5-2017 προσθήκη και τα κατέθεσαν στον γραμματέα στις 5-5-2017, δηλ. τρεις ημέρες μετά τη συζήτηση, όπως προκύπτει από σχετική σημείωση του γραμματέα επί της προσθήκης. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν μπορεί να τα λάβει υπόψη του (βλ. και ΟλΑΠ 2/2008 δημ. στη ΝΟΜΟΣ).

21. Περαιτέρω, στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, των 2909/2010, 2910/2010 και 2911/2010 ενόρκων βεβαιώσεων των , και ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών , που ελήφθησαν με επιμέλεια των εναγόντων και κατόπιν νόμιμης κλητευσης των εναγόμενων, των νομίμως προσκομισθέντων από τους διαδίκους μετʼ επικλήσεως εγγράφων (πλην αυτών, που προσκομίσθηκαν εκπρόθεσμα, των εκκαλουσών της 3ης έφεσης, όπως εκτέθηκε ανωτέρω), τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε ως βάση συναγωγής δικαστικών τεκμηρίων, (άρθρα 336 παρ.3, 339 και 395 του ΚΠολΔ), των προσκομισθεισών φωτογραφιών και της αεροφωτογραφίας του 1953, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους (άρθρα 444 αρ.3, 448 παρ.2 και 457παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Τα επίδικα ακίνητα είναι: α) το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ , εμβαδού 2 120 τ.μ (σύμφωνα με το κτηματολογικό φύλλο), με δικαιούχους πλήρους κυριότητας στις πρώτες εγγραφές των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου (που άρχισε να λειτουργεί στις 30-6-2006) την (2η εκκαλούσα 3ης έφεσης) κατά ποσοστό 34,2% και την (1η εκκαλούσα 3ης έφεσης) κατά ποσοστό 34,2%, τις ίδιες δε και ως δικαιούχους ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό 15,8 % εκάστη και την (ήδη αποβιώσασα) δικαιούχο ισόβιας επικαρπίας κατά ποσοστό 100% και β) το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ , εμβαδού 387 τμ (σύμφωνα με το κτηματολογικό φύλλο), με δικαιούχο πλήρους κυριότητας στις πρώτες εγγραφές των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου τον Δήμο Αμαρουσίου. Οι εν λόγω πρώτες εγγραφές δεν έχουν καταστεί ακόμη οριστικές και ως εκ τούτου δεν παράγουν τεκμήριο ακρίβειας, μαχητό ή αμάχητο, αφενός διότι δεν παρήλθε ακόμη η 14ετής προθεσμία προσβολής τους με την αγωγή του άρθρου 6 παρ.2 του Ν.2664/1998 και αφετέρου δεν αποδείχθηκε ότι διορθώθηκαν κατόπιν αμετάκλητης απόφασης του Κτηματολογικού Δικαστή (βλ. άρθρα 6, 7, 8 και 13 του Ν.2664/1998 (Λ. Κιτσαράς Οι πρώτες εγγραφές στο Εθνικό Κτηματολόγιο εκδ.2001 σελ. 25 επ., Δ. Παπαστερίου Κτηματολογικό Δίκαιο εκδ.2013 σελ. 724-725, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 1500/2013, ΕφΑΘ 2991/2017, ΕφΑΘ 618/2015 όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Τα δύο ως άνω γεωτεμάχια συγκροτούν το οικοδομικό τετράγωνο 45 (πρώην 107) στη συνοικία «Αγία Φιλοθέη» του Δήμου Αμαρουσίου, το οποίο περικλείεται από τις οδούς Ανθέων, Ελευθερίας, Υακίνθου και Γοργοποτάμου. Εντός του με ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου βρίσκεται ναός (το Καθολικό) αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου, ο οποίος αποτελεί κηρυγμένο ιστορικό διατηρητέο μνημείο με την Υ.Α. 47173/2894/10-10-1959-Β384/τ Β/ 7-11-1959, με ελεύθερη ζώνη 6,5 γμ περιμετρικά αυτού (ΥΠΠΕ/ΑΡΧΑΙΘΤ/Α/Φ24/28657/3208/16-6-1976). Ειδικότερα, το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ***, το οποίο έχει σχήμα Π και περικλείει από τρεις πλευρές το έτερο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ *** (διατηρητέο), συνορεύει Βόρεια εν μέρει με την οδό *** και εν μέρει με το έτερο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ *** (διατηρητέο), Ανατολικά εν μέρει με την οδό *** και εν μέρει με έτερο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ *** (διατηρητέο), Νοτιοανατολικά με τη συμβολή των οδών *** και ***, Νότια εν μέρει με την οδό *** και εν μέρει με το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ *** (διατηρητέο), Νοτιοδυτικά με τη συμβολή των οδών *** και *** και Δυτικά με την οδό ***. Οι ενάγοντες είναι όλοι κάτοικοι της συνοικίας «Αγία Φιλοθέη» και ιδιοκτήτες διαμερισμάτων στις οδούς που περικλείουν το επίδικο Ο.Τ., γεγονός το οποίο δέχθηκε η εκκαλουμένη και ουδόλως αμφισβητήθηκε με την 3η έφεση. Με επίσπευση του Δήμου Αμαρουσίου, με την 9564/602/2007 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών (ΦΕΚ 551/Α.Α.Π./19.12.2007) τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής Αγίας Φιλοθέης του Δήμου Αμαρουσίου Αττικής και χαρακτηρίσθηκε το Ο.Τ. 45 κοινόχρηστος χώρο - πλατεία, συνταχθείσης της 5/2008 Πράξης Αναλογισμού Αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας, η οποία κυρώθηκε με την 2118/2009 Απόφαση του Νομάρχη Αθηνών και ορίστηκε ανασύνταξή της για τις παραγράφους 1, 3 και 6. Με την 3/2009 Πράξη Αναλογισμού και Αποζημίωσης της Νομαρχίας Αθηνών έγινε ανασύνταξη της 5/2008 Πράξης Αναλογισμού, που κυρώθηκε με την 17968/2009 απόφαση του ως άνω Νομάρχη. Οι εκκαλούσες της 3ης έφεσης άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Απαλλοτριώσεων) την με αρ. κατ. 144159/924/2010 αίτησή τους, στρεφόμενες, μεταξύ άλλων, και κατά των εναγόντων της ένδικης αγωγής και του Δήμου Αμαρουσίου, με την οποία ζήτησαν να προσδιοριστεί τιμή μονάδος για το Ο.Τ. 45 που έχει ρυμοτομηθεί και να αναγνωρισθούν δικαιούχοι αποζημίωσης απαλλοτρίωσης του ρυμοτομούμενου ακινήτου τους με ΚΑΕΚ ***, καθώς και να αναγνωρισθούν οι ήδη ενάγοντες ως υπόχρεοι καταβολής μέρους της αποζημίωσης απαλλοτρίωσης ως παρόδιοι ιδιοκτήτες. Εξ αυτού και μόνο του λόγου δικαιολογείται το έννομο συμφέρον των εναγόντων για την άσκηση της ένδικης αρνητικής αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής και κατά συνέπεια τυγχάνει απορριπτέος ο σχετικός 4ος λόγος της 3ης έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούσες διατείνονται ότι κακώς η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι οι ενάγοντες έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο (έγερση αγωγής). Επί της ανωτέρω αίτησης εκδόθηκε η 198/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία το Δικαστήριο απείχε να αποφανθεί επί του αιτήματος αναγνώρισης δικαιούχων και ανέβαλε τη συζήτηση για το αίτημα καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι όλο το επίδικο οικοδομικό τετράγωνο κατελάμβανε το κτιριακό συγκρότημα της Ιεράς Μονής των Εισοδίων της Θεοτόκου, την οποία ίδρυσε η Αγία Φιλοθέη η Αθηναία (κατά κόσμον ) κατά τον 16° αιώνα (βλ. υπʼ αρ. πρωτ. 6912/2011 έγγραφο 1ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων). Η Ιερά Μονή αυτή οργανωτικά ιδρύθηκε ως Μετόχι της Μονής του Αγίου Ανδρέα (στα Πατήσια), την οποία είχε ιδρύσει επίσης η Αγία Φιλοθέη. Μετά το θάνατο της τελευταίας, στις 19.2.1589, το ως άνω Μετόχι άρχισε να παρακμάζει, τέλος δε, γκρεμίστηκαν ορισμένα από τα κελιά των μοναχών το 1826 κατά τη διάρκεια της επιδρομής του Κιουταχή κατά την πολιορκία της πόλης των Αθηνών. Ακολούθως, με το από 25.2.1834 Β.Δ. (ΦΕΚ 15/23.4.1834) του Όθωνα, διαλύθηκαν όλες οι γυναικείες Ιερές Μονές, πλην τριών και δημεύθηκε η περιουσία τους, η οποία περιήλθε στο «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον», ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, του οποίου ο οργανισμός τέθηκε σε ισχύ με το Β.Δ. της 1/13.12.1834 και το οποίο, ως νομικό πρόσωπο, δεν έχει καταργηθεί μέχρι σήμερα (βλ. και γνωμοδότηση ΝΣΚ 148/1975, ιστοσελίδα ΝΣΚ) και το δικαίωμα διοίκησης και εκπροσώπησης του ασκούσε αρχικά Επιτροπή, ακολούθως ο Γραμματέας επί των Εκκλησιαστικών και πλέον ο Υπουργός Οικονομικών. Η Μονή του Αγίου Ανδρέα μαζί με το Μετόχι της ήταν μια εκ των ως άνω «διαλελυμένων μονών». Δυνάμει του 381/4.11.1841 παραχωρητηρίου, το Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο φέρεται να μεταβίβασε στον την κυριότητα 123 τεμαχίων διαφόρων κτημάτων, που ανήκαν στην ως άνω διαλελυμένη μονή του Αγίου Ανδρέα και είχαν συνολική έκταση 3.692,965 βασιλικών στρεμμάτων σε αντάλλαγμα της βιβλιοθήκης του που μεταβιβάσθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Ακολούθως, ο φέρεται να μεταβίβασε στην εμπορική εταιρεία «Αυτάδελφοι ***», με το συμβόλαιο 598/23-4-1846 του τ. συμβολαιογράφου Αθηνών ***, «το εν τη περιφέρεια του Δήμου Αθηνών, κατά την θέσιν Καλογρέζα κτήμα της διαλελυμένης μονής του Αγίου Ανδρέα και της Όσιας Φιλοθέης, όσον και οίον εστί, κατά τα συγκροτούντο αυτό μέρη και όρια, ως σημειούται και αναφέρεται εις το από 4-4-1841 και υπ'αριθ.381 επίσημον παραχωρητήριον έγγραφον της Ελληνικής Κυβερνήσεως». Στη συνέχεια, η εταιρεία «Αυτάδελφοι ***» πώλησε το παραπάνω-εμφαινόμενο ως ενιαίο πλέον κτήμα, με το 59/4- 2-1869 συμβόλαιο του τ. συμβολαιογράφου Αθηνών ***, νομίμως μεταγραφέν στα οικεία βιβλία του Δήμου Αθηναίων, στον ***, ο οποίος «διατελών προ ετών ενοικιαστής του παρόντος κτήματος και γιγνώσκων ακριβώς τα όρια αυτού παραιτείται παντός δικαιώματος αναγωγής κατά του πωλητού ή εκνικήσεως εν περιπτώσει αμφισβητήσεως των ορίων του κτήματος και πάσης αξιώσεως αναγομένης εις την ακρίβειαν των ορίων όπως ανωτέρω περιγράφεται ή λόγω της εκτάσεως του κτήματος ή διότι το πωλούμενον κτήμα έπρεπε να έχει μείζονα έκτασιν ή ότι τα όρια αυτού δεν είναι απαραλάκτως τοιαύτα ή ότι υπάρχει έλλειψις οιαδήποτε του κτήματος». Ο *** απεβίωσε το 1901 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον υιό του *** και τις θυγατέρες του *** συζ. *** και *** συζ. ***, οι οποίοι και αποδέχθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά με την ενεργό ανάμειξή τους στη διοίκηση και διαχείριση αυτής. Το έτος 1902 απεβίωσε, αδιάθετος, άγαμος και άτεκνος, ο *** και έτσι οι ανωτέρω αδελφές του, ως μόνες εξ αδιαθέτου συγγενείς του, στις οποίες φέρεται να είχε περιέλθει ως κληρονομιαίο και το ανωτέρω κτήμα κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου σε έκαστη, αφού αναμίχθηκαν στη διοίκηση και διαχείριση αυτού, διένειμαν τούτο με το 22212/7-10-1902 συμβόλαιο του τ. συμβολαιογράφου Αθηνών ***, νομίμως μεταγραφέν στα οικεία βιβλία του Δήμου Αθηναίων και έλαβε η μεν πρώτη το νότιο τμήμα του κτήματος, η δε δεύτερη (*** ) το βόρειο. Στο συμβόλαιο αυτό αναφέρεται ότι ολόκληρο το κτήμα έχει έκταση 18.000 στρεμμάτων, συνορεύει ανατολικώς με οδό Κηφισίας Αμαρουσίου και Μπογιάτι και κτήμα Λογοθέτου, μεσημβρινώς με κτήματα Χαλανδρίου και Σακελλαρίου, αρκτικώς με κτήμα Αγίου Τάφου, συνοικισμού του χωρίου Ηρακλείου της Μονής Πεντέλης *** Ριζαρείου Σχολής *** και και δυτικώς με κορυφογραμμή βουνού Καλογρέζα. Αναφέρεται, επίσης, ότι τα δύο τμήματα, στα οποία διαιρέθηκε το ανωτέρω κτήμα από τις πιο πάνω αδελφές, είναι διαφορετικής έκτασης, αλλά ίσης αξίας. Το ίδιο έτος η *** φέρεται να μεταβίβασε το (βόρειο) τμήμα του κτήματος, που περιήλθε σε αυτή με την ανωτέρω διανομή, στο σύζυγό της ως διατετιμημένη προίκα, με το 22608/20-12- 1902 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου. Περαιτέρω, δυνάμει της 6978/21.8.1907 πράξης κατακύρωσης του συμβολαιογράφου Αθηνών ***, νομίμως μεταγραφείσας στα οικεία βιβλία του Δήμου Αθηναίων, το ως άνω κτήμα κατακυρώθηκε στην ***, ενώ, την ίδια ημέρα με το 6979/21.8.1907 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφέν στα οικεία βιβλία του Δήμου Αθηναίων, το κτήμα φέρεται να μεταβιβάσθηκε εκ νέου από την υπερθεματίστρια στην ***. Ακολούθως, και δυνάμει του τελευταίου τίτλου, η ***, πώλησε τμήμα του παραπάνω κτήματος στον υιό της *** με το 16852/16-6-1954 συμβόλαιο του τ. συμβολαιογράφου Αθηνών ***, και δη, ως αναγράφεται στο συμβόλαιο αυτό, «Μίαν διώροφον πεπαλαιωμένην οικία απαρτιζομένην εξ έξι κυρίων δωματίων, μαγειρείου, αποχωρητηρίου, χωλλ και λοιπών βοηθητικών χώρων, διαφόρων πεπαλαιωμένων αποθηκών, αχουριών, περιστερώνος κλπ ως και μικράς ιδιωτικής εκκλησίας, μεθ' όλων των παραρτημάτων και προσαυξημάτων της, του οικοπέδου της και της περιοχής της εν γένει εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ...του οικοπέδου απαρτίζοντος ολόκληρο το υπ' αριθ. 107 Ο.Τ. του εγκεκριμένου σχεδίου Καλογρέζης...». Ακολούθως, ο *** με το 36450/23-12-1988 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ***, φέρεται να μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα τμήματος (2.129 τ.μ.) του ως άνω ακινήτου (δεδομένου ότι είχε προηγηθεί η κήρυξη ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου του προαναφερθέντος ναού με ελεύθερη ζώνη περιμετρικά αυτού) στις δύο θυγατέρες του, και (εκκαλούσες 3ης έφεσης), κατʼ ισομοιρία, και ειδικότερα: α) κατά 132/000 εξ αδιαιρέτου στην καθεμία, λόγω πωλήσεως, παρακρατώντας την επικαρπία αυτού, β) κατά 210/000 εξ αδιαιρέτου στην καθεμία, λόγω γονικής παροχής, παρακρατώντας την επικαρπία αυτού και γ) κατά 158/000 εξ αδιαιρέτου στην καθεμία, λόγω γονικής παροχής, παρακρατώντας την επικαρπία εφʼ όρου ζωής αυτού και της συζύγου του, ***. Περαιτέρω, ο *** φέρεται να μεταβίβασε με το ίδιο συμβόλαιο λόγω δωρεάς αιτία θανάτου, την επικαρπία σε 316/000 εξ αδιαίρετου του ως άνω ακινήτου στην ως άνω σύζυγο του, εφ' όρου ζωής αυτής, του δικαιώματος αποκτηθησομένου με το θάνατο του δωρητή, υπό την προϋπόθεση προαποβίωσης του τελευταίου, ο οποίος πράγματι απεβίωσε το 1991 και τα ως άνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας και επικαρπίας διαμορφώθηκαν ως εξής: α. 31,6 % επικαρπίας η , β. 15,8% ψιλής κυριότητας και 34,2 % πλήρους κυριότητας η εκκαλούσα ***, γ. 15,8% ψιλής κυριότητας και 34,2 % πλήρους κυριότητας η εκκαλούσα ***. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι αμφότερα τα επίδικα γεωτεμάχια περιλαμβάνονται στα ως άνω προαναφερθέντα συμβόλαια, πράξη κατακύρωσης και παραχωρητήριο (τίτλους ιδιοκτησίας) των εκκαλουσών και των ως άνω δικαιοπαρόχων τους, πλην του τελευταίου συμβολαίου (***/23-12-1988). Ειδικότερα, στα συμβόλαια ***/1902, ***./1902 του τ.συμβολαιογράφου Αθηνών , στην ***/1907 πράξη κατακύρωσης και το ***/1907 συμβόλαιο του τ.συμβολαιογράφου Αθηνών ***, στο ***/1954 συμβόλαιο του τ.συμβολαιογράφου Αθηνών ***, περιγράφεται το επίδικο Ο.Τ. μετά των ευρισκομένων σε αυτό κτισμάτων και του Ιερού Ναού, στο δε ./1988 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών περιγράφεται το εναπομείναν επίδικο εδαφικό τμήμα, δηλ. το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ***. Εξάλλου, αναφορικά με το 381/1841 παραχωρητήριο, το 598/1846 συμβόλαιο του τ.συμβολαιογράφου Αθηνών *** και το 59/1869 συμβόλαιο του τ.συμβολαιογράφου Αθηνών ***, αποδείχθηκαν τα εξής: Το ***/1841 παραχωρητήριο εκδόθηκε με βάση τα Β.Δ. 694/1841, 2866/1839, 3312-18/1839, 1360/1840 και συνοδευόταν από διάγραμμα. Το Β.Δ 2866/1839 αφορά στην απόφαση της Κυβέρνησης να πλουτίσει την Εθνική Βιβλιοθήκη με συλλογή βιβλίων επωφελών προς τους σπουδαστές και για το λόγο αυτό αποφασίζει την εκτίμηση της βιβλιοθήκης του εν Βιέννη και εφόσον η τιμή της δεν υπερβαίνει τις 105.000 δρχ να του δοθούν ως αντάλλαγμα γαίες ακαλλιέργητες μεν, καλλιεργήσιμες δε, εθνικές ή μοναστηριακές, εντός της Ελλάδος και κατ' εκλογή του ιδίου. Τα Β.Δ. 3312 και 3318/1839 αφορούν στη διαδικασία εκτίμησης της βιβλιοθήκης του και στη διαδικασία εκτίμησης και εκλογής εκ μέρους του γαιών εις αντάλλαγμα της βιβλιοθήκης του, όπου ήδη αναφέρεται ότι επιθυμεί να επισκεφθεί τα κτήματα της διαλελυμένης Μονής της Καλογρέζας και δίνεται εντολή καταγραφής και εκτίμησης της περιουσίας της διαλελυμένης Μονής. Με το Β.Δ. 1360/1840 αποφασίζεται ότι για το ελαιοτριβείο, το οποίο περιέχεται στην περιουσία της Μονής, θα πρέπει να διεξαχθεί πλειστηριασμός. Επιπλέον, διατάσσεται νέα εκτίμηση της αξίας των γαιών επί τη βάση της καταμετρήσεως του γεωμέτρη Βάουερ, ο οποίος είχε αναλάβει την καταμέτρηση και αποτύπωση σε τοπογραφικό διάγραμμα της περιουσίας της Μονής Ιδιαίτερη μνεία γίνεται σε έγγραφο που αποστέλλει ο γεωμέτρης Βάουερ προς τον Υπουργό Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και το οποίο αποτελεί στοιχείο του ως άνω διατάγματος, στο οποίο αναφέρονται τα εξής: 1) Γύρω από το μοναστήρι της Καλογρέζας βρίσκονται τα κτήματα με αριθμούς 1 έως 82 και το νούμερο 123, συνολικής έκτασης 3.115,02 στρ., 2) Κοντά στο Χαλάνδριον υπάρχουν τα κτήματα με αριθμούς 83-85, συνολικής εκτάσεως 274,4 στρεμμάτων, 3) Στα περίχωρα της πόλης των Αθηνών υπάρχουν τα τεμάχια με αριθμούς 86 έως 93, εκτάσεως 31,001 στρεμμάτων, 4) Κοντά στον ελαιώνα τα νούμερα 94-96, εκτάσεως 36,671 στρεμμάτων, 5) Στα περίχωρα των Πατησίων υπάρχουν τα νούμερα 97-120, συνολικής εκτάσεως 238,176 στρεμμάτων, 6) Γύρω από το Λογοθέτη και Πέλικα υπάρχουν τα νούμερα 121-122 εκτάσεως 3,824 στρεμμάτων. Αναφέρεται επίσης το Μοναστήρι με την αυλή του με οικοδομήσιμο μέρος, εκτάσεως 16,515 στρεμμάτων. Με το Β.Δ. 694/1841 δίνεται εντολή να παραχωρηθούν στον *** τα κτήματα της εις την Αττική διαλελυμένης Μονής της Οσίας Φιλοθέης και του Αγίου Ανδρέου, όπως διαγράφησαν (αποτυπώθηκαν σε διάγραμμα) και καταμετρήθηκαν από τον γεωμέτρη Βάουερ και εμφαίνονται στο ΙΑ διάγραμμα (δεν κατέστη δυνατό να βρεθεί) και με βάση την εκτίμηση των ορκωτών εκτιμητών *** και ***, αξίας 51.909,56 δρχ. εις αντάλλαγμα της βιβλιοθήκης του. Το διάταγμα συνοδεύεται από τον «πίνακα της εκτάσεως της εκτιμήσεως και αξίας όλων των τεμαχίων των κτημάτων του Μετοχιού ο Άγιος Ανδρέας επονομαζόμενον Καλογρέζα, εκτίμησης γεγονυία κατά το 1840 και σύγκρισις αυτής με την κατά το 1839». Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το 598/23-4-1846 πωλητήριο συμβόλαιο του τ. συμβολαιογράφου Αθηνών , αναφέρεται ρητά στο 381/4-4-1841 παραχωρητήριο, αναφορικά με το πωλούμενο κτήμα «όσον και οίον εστί, κατά τα συγκροτούντο αυτό μέρη και όρια». Στο δε 59/4-2-1869 πωλητήριο συμβόλαιο του τ. συμβολαιογράφου Αθηνών , περιγράφονται όρια ενός - ενιαίου πλέον- κτήματος χωρίς να αναφέρεται έκταση, εκτιμωμένου στο 22212/1902 συμβόλαιο διανομής του τ. συμβολαιογράφου Αθηνών σε 18.000 στρ. (αν και τα αρχικώς παραχωρηθέντα τεμάχια ήταν συνολικής έκτασης περίπου 3.700 στρ.) αναφέρεται δε και αυτό στα προηγούμενα συμβόλαια. Συνεπώς, σε όλους τους τίτλους των δικαιοπαρόχων των εκκαλουσών ( και ) περιλαμβάνεται το επίδικο ακίνητο (ήδη Ο.Τ. 45), ήτοι το κτιριακό συγκρότημα μετά του εδάφους της Μονής των Εισοδίων της Θεοτόκου, την οποία ίδρυσε η Αγία Φιλοθέη ως Μετόχι της Μονής του Αγίου Ανδρέα. Όπως, όμως, αναφέρθηκε στην μείζονα σκέψη της § 14 της παρούσας, τόσο το κτιριακό συγκρότημα του Μετοχιού της Ιεράς Μονής, ως «θρησκευτικό καθίδρυμα για την άσκηση των εν αυτή εγκαταβιούντων γυναικών», όσο και ο Ιερός Ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου, ο οποίος υπήρχε εντός αυτού (Μετοχιού), έφερε, κατά το χρόνο της μεταβίβασης αυτού, με το 381/4-4-1841 παραχωρητήριο, στο σύνολό του, το χαρακτήρα εκτός συναλλαγής πράγματος, αφού η εξυπηρέτηση του θρησκευτικού σκοπού που επεδίωκε δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι εξαντλούνταν μόνο μέσα στον Ιερό Ναό, αφού ο τελευταίος θεωρούνταν ήδη, και κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, ούτως ή άλλως, πράγμα εκτός συναλλαγής, αλλά περιλαμβάνει και τον αύλειο χώρο καθώς και όλο το περιτοιχισμένο κτιριακό συγκρότημα της Μονής, όπου αναπτύσσονταν λατρευτικές δραστηριότητες . Έχοντας, λοιπόν αυτό το χαρακτήρα το ως άνω μοναστηριακό σύνολο έφερε το χαρακτήρα του εκτός συναλλαγής πράγματος και, συνακόλουθα, οποιαδήποτε εκποιητική δικαιοπραξία με αντικείμενο αυτό είναι, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Βυζαντινορωμαικού Δικαίου, αλλά και του . άρθρου 174 ΑΚ, άκυρη, αφού δεν μπορεί να αποκτήσει κυριότητα επί τούτου τρίτος, ούτε να αποτελέσει αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής, αναγκαστικής εκτέλεσης, απαλλοτρίωσης ή χρησικτησίας. Την ιδιότητά του ως πράγματος εκτός συναλλαγής δεν απέβαλε το επίδικο, παρά την ερειπιώδη κατάστασή του. Ειδικότερα, από το ως άνω Μετόχι σώζονται: α) Το Καθολικό, αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου, το οποίο αποτελεί κηρυγμένο ιστορικό διατηρητέο μνημείο της χώρας (Υ.Α. 47173/2894/1 ΟΙ 0-1959, ΦΕΚ 384/Τ.Β 1959), με ελεύθερη ζώνη 6,50 μ. περιμετρικά αυτού (ΥΠΠΕ/ΑΡΧΑΙΟΤ/Α/Φ24/28657/3208/16-6-1976). Η συγκεκριμένη ελεύθερη ζώνη καθορίστηκε για την περίπτωση οικοδόμησης κατά το παρελθόν από τον τότε φερόμενο ιδιοκτήτη του οικοπέδου και δεν συνιστά οριστική ζώνη προστασίας. Ο ναός βρίσκεται περίπου στο κέντρο και προς τη Νοτιοανατολική πλευρά του ΟΤ 45 με πρόσοψη επί της οδού Ελευθερίας. Πρόκειται για μονόκλιτη θολοσκεπή βασιλική, με τρίπλευρη αψίδα Ιερού Βήματος, με τυφλά αψιδώματα και σφενδόνια εσωτερικά. Σώζει αξιόλογο τοιχογραφικό διάκοσμο, που ανάγεται στο γ' τέταρτο του 16ου αι., β) Ερείπια του περιβόλου της μονής και δύο κελιών σε επαφή με τον περίβολο σώζονται στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου, επί της οδού Ανθέων. Σε καταγραφή του Δημάρχου Δ. Μόσχου του 1837 αναφέρονται δώδεκα κελιά. Σε αναφορά του Δημάρχου Σ. Χαϊμαντά του 1838 περιγράφονται «τα πέντε κρημνισμένα από την εποχή του Κιουτάγια δωμάτια», ενώ από αεροφωτογραφία της Γ.Υ.Σ. (1953) προκύπτει ότι εκτός των ερειπίων των κελιών, σε όλη τη βόρεια πλευρά του οικοπέδου σώζονταν κτήρια, ασκεπή στο ανατολικό τμήμα και στεγασμένα στο δυτικό τμήμα, γ) Δυτικά του Καθολικού υπήρχε διώροφη λιθόκτιστη οικία των αρχών του 20ου αι. της , η οποία καθαιρέθηκε από το περί το 1989, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του Υπουργείου Πολιτισμού. Νεότερα κτίσματα (στέρνα, αποθήκη) κατασκευάσθηκαν από τους φερόμενους ιδιοκτήτες στη Νοτιοανατολική γωνία του οικοπέδου. Αργότερα καθαιρέθηκε και ο νεότερος περίβολος του οικοπέδου, επίσης χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του ανωτέρω Υπουργείου (βλ. ΣτΕ 4457/2010 Τμ. Ε απόφαση, που εκδόθηκε επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά της παράλειψης της Διοίκησης να κηρύξει όλο το χώρο της Μονής διατηρητέο μνημείο, με το ενσωματωμένο στο σκεπτικό της υπ' αρ. πρωτ. 1421/2009 έγγραφο της 1ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων). Άλλωστε, δεν απέβαλε το επίδικο την ιδιότητα του πράγματος εκτός συναλλαγής, εφόσον δεν επήλθε φυσική καταστροφή του επί τούτου υφισταμένου Ιερού Ναού ( ο οποίος, χαρακτηρίστηκε και διατηρητέο ιστορικό μνημείο με τις προαναφερθείσες αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Παιδείας, Θρησκευμάτων και Πολιτισμού και περιστασιακά λειτουργεί) ούτε και ολοκληρωτική φυσική καταστροφή του κτιριακού συγκροτήματος της μονής, απαρτιζόμενου εκτός από το ναό, από κωδωνοστάσι, αρχονταρίκι, κελιά μοναχών και βοηθητικούς χώρους (έως το 1953 σώζονταν και κτίρια σε όλη τη Βόρεια πλευρά του ακινήτου, όπως προκύπτει από την αεροφωτογραφία ΓΥΣ 1953). Εξάλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε στην § 14 της παρούσας κατά το Δίκαιο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν προβλέπεται διαδικασία άρσης του χαρακτηρισμού ως «ιερού» και συνακόλουθα εκτός συναλλαγής, παρά μόνον προσωρινής παύσης του προορισμού του (θρησκευτικού σκοπού) στην εξαιρετική περίπτωση βεβήλωσης του Ιερού Ναού. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η φερόμενη μεταβίβαση του επιδίκου με το 381/1841 παραχωρητήριο από το «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» στον ήταν άκυρη, μη καταστάντος τούτου κυρίου αυτού. Ενόψει, αυτού, η απώτερη δικαιοπάροχος των εκκαλουσών, εταιρεία «Αυτάδελφοι ***», δεν απέκτησε κυριότητα επ' αυτού, εφόσον της μεταβιβάστηκε από μη κύριο κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Ομοίως, ο δεν απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου καθόσον, κατά τα ανωτέρω, κατά το χρόνο της σε αυτόν μεταβίβασης, η μεταβιβάζουσα εταιρία δεν ήταν κυρία αυτού και για τον ίδιο λόγο δεν μεταβιβάσθηκε η κυριότητα του επιδίκου σε όλους τους μετέπειτα, καθολικούς και ειδικούς διαδόχους απώτερους δικαιοπαρόχους των εκκαλουσών και συνακόλουθα οι εκκαλούσες δεν απέκτησαν εμπράγματα δικαιώματα επί του επιδίκου γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ***, εφόσον, κατά το χρόνο της σε αυτές μεταβίβασης της κυριότητας και παρακράτησης της επικαρπίας, ο δικαιοπάροχος αυτών δεν ήταν κύριος του μεταβιβαζομένου. Εξάλλου, ούτε με πρωτότυπο τρόπο και ειδικότερα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας μπορούσαν οι ως άνω εκκαλούσες και οι δικαιοπάροχοί τους να αποκτήσουν κυριότητα στο επίδικο, αφού αυτό, ως πράγμα εκτός συναλλαγής ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας. Στο αυτό συμπέρασμα καταλήγοντας η εκκαλουμένη και δεχόμενη την αρνητική αναγνωριστική αγωγή κατά των εκκαλουσών ( και ) ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της 3ης έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούσες παραπονούνται κατ' εκτίμηση του δικογράφου τους για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο τα έγγραφα που επικαλούνται με την έφεσή τους οι εκκαλούσες και φέρεται να τα προσκόμισαν εκπρόθεσμα, δηλ. τρεις ημέρες μετά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης (5-5-2017). Τέλος, ειδικά ο 2ος λόγος της ως άνω έφεσης, κατά το σκέλος του με το οποίο οι εκκαλούσες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη παρά το νόμο απέρριψε την προταθείσα πρωτοδίκως ένσταση δεδικασμένου την απορρέουσα από την 3314/1974 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, επίσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συγκεκριμένα η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε επί έφεσης του Δήμου Αμαρουσίου (την οποία και απέρριψε κατ' ουσίαν) κατά της 15645/1972 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του (δικαιοπαρόχου των εκκαλουσών) κατά του Δήμου Αμαρουσίου και αναγνώρισε τον ενάγοντα κύριο οικοπέδου 2054 τμ επί του ΟΤ 107 (ήδη 45) της Αγίας Φιλοθέης Αμαρουσίου, επί του οποίου υπήρχε διώροφος λιθόκτιστη οικία, ιερός ναός και λοιπά βοηθητικά κτίσματα. Πλην όμως, η εν λόγω απόφαση δεν παράγει δεδικασμένο δεσμευτικό για την ένδικη υπόθεση πρωτίστως γιατί δεν υπάρχει ταυτότητα διαδίκων, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη. Μη υπάρχοντος, άλλου λόγου έφεσης εκ μέρους των εκκαλουσών και , η 3η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Η δε συναφής δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων της εν λόγω έφεσης, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 179 και 183 του ΚΠολΔ, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις με αρ. κατ. 3663/12-6-2015, 3694/15-6-2015 και 3704/15-6-2015 εφέσεις κατά της 259/2-2-2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τη με αρ. κατ.-ΒΑΒ 397/10-9-2015 κύρια παρέμβαση, καθώς και την ασκηθείσα με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ' ουσίαν όλες τις εφέσεις.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια παρέμβαση, καθώς και την προφορικά ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων καθώς και αυτά της κύριας παρέμβασης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Σεπτεμβρίου 2017.

Η ΠΡΌΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση χωρίς τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους στις 22 Ιανουαρίου 2018, με νέα σύνθεση, συγκροτούμενη από τους Καλλιόπη Φαββατά, Πρόεδρο Εφετών (λόγω προαγωγής σε Αρεοπαγίτη της Αντιγόνης Καραίσκου, Προέδρου Εφετών, που μετείχε στην αρχική σύνθεση), Ιωάννας Σιμιτσή-Βετούλα (λόγω προαγωγής της σε Πρόεδρο Εφετών της Ιωάννας Κλάπα -Χριστοδουλέα, Εφέτη, που μετείχε στην αρχική σύνθεση) και Κωνσταντία Π. Εμμανουηλίδου- Εισηγήτρια. Εφέτες και από το Γραμματέα Ιωάννη Διαμαντόπουλο.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.