ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
Εφετείο Πατρών 112/2022
Αριθμός Απόφασης : 112
'Ετος : 2022
Δικαστήριο : Εφετείο Πατρών


ΑΠΟΦΑΣΗ 112/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Ανδρέα Κακολύρη, Πρόεδρο Εφετών, Σαλώμη Μούζουρα, Εφέτη, Μηνά Γ. Τζωρακάκη, Εφέτη - Εισηγητή και από τη γραμματέα Ελένη Κάτσενου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στην Πάτρα, στις 3 Μαρτίου 2022, για να δικάσει την επόμενη υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ιεράς Μονής *** (νπδδ), που εδρεύει στα *** και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Πέτρου Ρηγάτου (ΑΣ Πατρών) δυνάμει της αρ. ./10.3.2021 Πράξης της ΔΔ Επιτροπής της Ιεράς Μονής *** και κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΚΑΘ' ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΑ: *** του *** και της *** (ΑΦΜ ***), κατοίκου ***, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Λάμπρου Θεοτοκάτου (ΔΣ Κεφαλληνίας) και κατέθεσε προτάσεις.

Η ΚΑΛΟΥΣΑ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ Ιερά Μονή *** ΝΠΔΔ άσκησε εναντίον του καθ' ού η κλήση - εκκαλούντα την από 13.12.2006 αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σάμης και ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτήν, ενώ παράλληλα οι *** χήρα ***, *** και *** άσκησαν την από 23.7.2007 κύρια παρέμβασή τους ενώπιον του ίδιου Ειρηνοδικείου και ζήτησαν όσα αναφέρονται σε αυτήν, επί των οποίων αφού συνεκδικάστηκαν κατ' αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η αρ. 11/2008 απόφαση, με την οποία το παραπάνω δικαστήριο έκρινε εαυτό καθ' ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε αυτές προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας. Κατόπιν το τελευταίο αφού συνεκδίκασε την παραπάνω αγωγή και κύρια παρέμβαση κατ' αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την αρ. 22/2010 οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε την από 23.4,2007 κύρια παρέμβαση και δέχθηκε κατ' ουσίαν την από 13.12.2006 αγωγή και διέταξε όσα αναφέρονται στο διατακτικό της. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πατρών α) από τους κυρίως παρεμβαίνοντες η από 2.10.2016 έφεση (αρ. εκθ. κατ. ***/4.6.2010) και β) από τον εναγόμενο η από 6.6.2010 (αρ. εκθ. κατ. ***/7.6.2010) έφεση, με τις οποίες παραπονούνταν κατά της εκκαλούμενης απόφασης για σε αυτές αναφερόμενους λόγους και ζήτησαν όσα αναφέρονται σε κάθε έφεση. Επί των εφέσεων αυτών, που συνεκδικάστηκαν κατ' αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η αρ. 125/2015 απόφαση από το παρόν δικαστήριο, με την οποία έγιναν τυπικά και κατ' ουσίαν δεκτές, εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τα αναφερόμενα στο διατακτικό αυτής κεφάλαια, ακολούθως δε απέρριψε ως αόριστη τόσο την από 13.12.2006 αγωγή κατά την βάση αυτής, που στηριζόταν στην κτήση της κυριότητας της ενάγουσας επί των επίδικων ακινήτων με έκτακτη χρησικτησία (παραγραφή) για το μέχρι της εισαγωγής του Αστικού Κώδικα χρονικό διάστημα όσο και την από 23.4.2007 κύρια παρέμβαση και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Στη συνέχεια ο εναγόμενος - εκκαλών *** άσκησε την από 7.7.2015 αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου, με την οποία ζητούσε την αναίρεση της αρ. 125/2015 αποφάσεως του δικαστηρίου αυτού. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η αρ. 1911/2017 απόφαση, με την οποία η ως άνω απόφαση αναιρέθηκε σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο διατακτικό και αιτιολογικό της, ενώ επέβαλλε τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντα σε βάρος της αναιρεσίβλητης Ιεράς Μονής ***- εφεσίβλητης και νυν καλούσα. Ήδη με την από 12.11.2018 (αρ. κατ. ./2019) Κλήση η τελευταία επισπεύδει τη μετ' αναίρεση συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου και ζητεί όσα αναφέρονται σε αυτήν, για την οποία ορίστηκε δικάσιμος προς συζήτηση η 20.2.2020, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 1.4.2021. Κατά τη δικάσιμο αυτή η συζήτηση ματαιώθηκε λόγω αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων συνεπεία της πανδημίας Covid - 19 και ακολούθως με την αρ. 39/2021 Πράξη του Προέδρου Εφετών Πατρών κατ' άρθρο 83 του Ν. 4790/2021 (ΦΕΚ Α' 48/31.3.2021) προσδιορίστηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υποθέσεως μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώθηκε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΉΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


I) Στο άρθρο 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021, που περιλαμβάνει διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων μετά την αναστολή λειτουργίας τους προς αντιμετώπιση του ιού Covid-19 κατά το διάστημα από 1.4.2021 έως 30.6.2021 (παρ. 17), ορίζεται ότι «σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο (***). Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση που έφεση κατά απόφασης πολιτικού δικαστηρίου είχε προσδιορισθεί για να συζητηθεί στο Εφετείο σε δικάσιμο εντός του χρονικού διαστήματος από 1.4.2021 έως 30.6.2021, οπότε η συζήτηση αυτή ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού Covid-19, με πράξη του προέδρου ή του δικαστή του αντίστοιχου πολιτικού τμήματος του Εφετείου ορίζεται νέα σύντομη δικάσιμος, χωρίς όμως να απαιτείται να επιδοθεί κλήση από τον έναν διάδικο στον άλλο για τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατ' ανάλογη εφαρμογή των όσων ισχύουν σε περίπτωση αναβολής της υπόθεσης με αίτημα των διαδίκων και εγγραφής της στο πινάκιο από το γραμματέα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 226 παρ. 4 εδ β' και γ' ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται επί συζητήσεως ενδίκων μέσων κατ' άρθρο 498 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ, προϋπόθεση της εγκυρότητας της κλητεύσεως αυτής λόγω της εγγραφής στο πινάκιο είναι ότι ο απολειπόμενος, κατά την νέα δικάσιμο, διάδικος να είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή να είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί για την αρχική δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση δεν συζητήθηκε. Αντιθέτως, αν κατά την αρχική δικάσιμο ο απολειπόμενος διάδικος δεν επέσπευσε τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νομίμως για να παραστεί σε αυτήν, η εγγραφή της υπόθεσης για τη νέα δικάσιμο δεν ισχύει ως κλήτευση του για τη νέα δικάσιμο και απαιτείται νόμιμη κλήτευσή του (βλ. αναφορικά με την αναβολή της υπόθεσης και την εγγραφή της στο πινάκιο κατά το 226 ΚΠολΔ (ΑΠ 184/2020 ΝοΒ 2020/68.971, ΕφΑΘ 3342/2021

Στην προκειμένη περίπτωση, από τις υπ' αριθμ. *** και ***/20.2.2019 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ***, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η καλούσα -εφεσίβλητη, επιμελεία της οποίας προσδιορίστηκε η συζήτηση της ένδικης Κλήσης, προκύπτει ότι, αντίγραφο αυτής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 20.2.2020 επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους α) *** χήρα ***, β) *** και γ) ***, κατ' άρθρο 81 παρ. 3 εδ. α ΚΠολΔ. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η υπόθεση, αναβλήθηκε για την 1.4.2021, κατά την οποία η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων συνεπεία της πανδημίας Covid-19. Ακολούθως, δυνάμει του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 (ΦΕΚ Α' 48/31.3.2021), εκδόθηκε η σχετική με αρ. 39/2021 Πράξη του Προέδρου Εφετών Πατρών και ορίστηκε οίκοθεν ως νέα ημέρα συζήτησης στο ακροατήριο αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και με πρωτοβουλία του γραμματέα η υπόθεση ενεγράφη στο οικείο πινάκιο. Όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, οι ανωτέρω κληθέντες δεν εμφανίστηκαν. Επομένως, ενόψει του ότι η δυνάμει του προαναφερόμενου αυτεπάγγελτου προσδιορισμού της συζήτησης εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των μερών και οι ανωτέρω είχαν κλητευθεί νομίμως για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 20.2.2020, η συζήτηση θα προχωρήσει σαν να ήταν αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4. εδ. α ΚΠολΔ).

II) Με την από 12.11.2018 (αρ. κατ. ***/4.1.2019) Κλήση της εφεσίβλητης -ενάγουσας, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση και ουσιαστική κρίση η από 6.6.2010 (αρ. εκθ. κατ. *** /2010) έφεση του εναγόμενου *** κατά της αριθμ. 22/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, που εκδόθηκε επί της από 13.12.2006 (αρ. εκθ. κατ. ***/2006) αγωγής και της από 23.4.2007 (αρ. εκθ. κατ. ***/2007) κύριας παρέμβασης, κατόπιν της αριθμ. 1911/2017 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η αριθμ. 125/2015 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου, που εκδόθηκε επί της παραπάνω εφέσεως και της από 2.6.2010 (αρ. εκθ. κατ. ***/2010) εφέσεως των κυρίως παρεμβαινόντων *** χήρας ***, *** και ***. Για δε το παραδεκτό της συζήτησης της ανωτέρω εφέσεως κλητεύθηκαν, κατ' άρθρο 81 παρ. 3 εδ. α ΚΠολΔ και οι ανωτέρω κυρίως παρεμβάντες (βλ. υπό στοιχείο I), οι οποίοι όμως δεν παραστάθηκαν.

III) Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αν ο Aρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο, ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις, προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της, μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος της αναίρεσης, που έγινε δεκτός, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει δε, από κάθε αντίθετη γενική διατύπωση αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από την ίδια την έκταση της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής. Επομένως, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε, μόνον ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του Δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν αναιρείται μία απόφαση και η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους. Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός, πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής σε συνδυασμό με το αίτιο λογικό της (ΑΠ 1282/2018 αδημ. ΑΠ 711/2018 αδημ. ΑΠ 1150/2017 αδημ). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, ως προς το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ακόμα ότι ο Aρειος Πάγος, κρίνοντας επί ορισμένου αναιρετικού σφάλματος και θεωρώντας βάσιμο το σχετικό λόγο αναίρεσης, εφόσον συντρέχουν οι όροι των άρθρων 579 παρ. 1 και 581 παρ. 2 του ΚΠολΔ, τα οποία προβλέπουν και περί μερικής αναίρεσης της απόφασης, όταν ο δεκτός γενόμενος αναιρετικός λόγος δεν πλήττει ευθέως ή κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, αναιρεί μερικώς την απόφαση. Η μερική αυτή αναίρεση αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της υπόθεσης, στο οποίο αφορά ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος. Το Δικαστήριο, συνεπώς, της παραπομπής ερευνά μόνον τους ισχυρισμούς, που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνο επανακρίνεται (ΟλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 1282/2018 ο.π). Τα όρια, δηλαδή, κατά τα οποία μεταβιβάζεται η υπόθεση στο δικαστήριο της παραπομπής, δεν προσδιορίζονται μόνο από το διατακτικό της αναιρετικής απόφασης αλλά, κύρια, από το αιτιολογικό της (ΑΠ 570/2005 αδημ, ΕφΑΘ 472/2019 αδημ).

Κατά τη νέα εκδίκαση της έφεσης, οι μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το τμήμα της παραπομπής, λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος με την αναιρετική απόφαση δεδικασμένου, από την αμετάκλητη ήδη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, χωρίς να εξετάζονται εκ νέου τα κεφάλαια της διαφοράς που αντιστοιχούν σ' αυτές (ΑΠ 248/2020 αδημ, ΑΠ 1282/2018 αδημ, ΑΠ 711/2018 ο.π.). Τέλος, οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Το Δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνο τους λόγους της έφεσης που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνο για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση (ΑΠ 886/2017 αδημ, ΕφΠειρ 355/2020 αδημ., ΕφΠειρ 67/2021 αδημ. ΕφΑΘ 3496/2021 αδημ). Επίσης, το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα επανεξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 724/2020 αδημ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα Ιερά Μονή ***, άσκησε κατά του εναγόμενου ***, την από 13.12.2006 (αρ. εκθ. κατ. ***/2006) αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου ***, η οποία με την αρ. 11/2008 απόφασή του παραπέμφθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας, στην οποία εξέθετε τα ακόλουθα: Ότι είναι αποκλειστική κυρία του του περιγραφόμενου σε αυτή κατά θέση, έκταση και όρια αγροτεμαχίου με τα εντός αυτού ελαιόδενδρα και λοιπά δένδρα, κείμενο τη θέση «***» της κτηματικής περιφέρειας ***, το οποίο απέκτησε κατά κυριότητα σε μερικότερα τμήματα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας νεμόμενη αυτό δια των εκπροσώπων της πριν από το 1876 μέχρι και την κατάθεση αγωγής (15.12.2006), παραθέτοντας λεπτομερώς σε αυτήν της ασκηθείσες και προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου διακατοχικές πράξεις. Ότι κατά τα έτη 1998 και 2005 ο εναγόμενος αμφισβήτησε το δικαίωμα κυριότητάς της με την τοποθέτηση περίφραξης με σύρμα και την κατασκευή πρόχειρης ξύλινης παράγκας σε τμήμα του όλου ακινήτου (υπό στοιχεία ΙΑ), εμβαδού 3.404.98 τμ, το οποίο περιγράφεται επαρκώς στην αγωγή κατά θέση και όρια, ενώ το έτος 2005 αμφισβήτησε επίσης το δικαίωμα κυριότητας με την τοποθέτηση συρμάτινης περίφραξης σε άλλο τμήμα του όλου ακινήτου (υπό στοιχεία 1Β) εμβαδού 2.085,57 τμ, το οποίο επίσης περιγράφεται επαρκώς στην αγωγή κατά θέση και όρια. Ότι παρά τις συνεχείς οχλήσεις και διαμαρτυρίες των εκπροσώπων της ο εναγόμενος αρνείται να απομακρύνει τις άνω συρμάτινες περιφράξεις και την πρόχειρη ξύλινη κατασκευή από τα επίδικα εδαφικά τμήματα επικαλούμενος αποκλειστικό δικαίωμα κυριότητας σε αυτά. Με βάση αυτό το ιστορικό επικαλούμενη πρόδηλο έννομο συμφέρον ζήτησε να αναγνωριστεί το δικαίωμα της κυριότητάς της επί των παραπάνω αναφερόμενων εδαφικών τμημάτων καθώς επίσης να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα εις βάρος του εναγομένου. Ακολούθως, οι .. χήρα .. και .. άσκησαν με το από 23.4.2007 (αρ. εκθ. κατ ***/2007) ιδιαίτερο δικόγραφο, στρεφόμενο εναντίον όλων των διαδίκων της παραπάνω αγωγής, κύρια παρέμβαση, η οποία συνεκδικάστηκε, λόγω συνάφειας, με την αγωγή. Με το δικόγραφο αυτό οι κυρίως παρεμβαίνοντες εξέθεταν ότι η πρώτη από αυτούς είναι επικαρπώτρια, οι δε λοιποί ψιλοί κύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου του περιγραφομένου στην αγωγή ακινήτου, εκτάσεως 2.050,58 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «..» της περιφέρειας του Δήμου ***, το οποίο προσδιορίζεται στην ένδικη αγωγή υπό στοιχεία «Τμήμα 1Β». Οτι το παραπάνω ακίνητο είχε περιέλθει αρχικά στην απώτατη δικαιοπάροχό τους .. χήρα .., ύστερα από άτυπη δωρεά που έγινε εκ μέρους του πατέρα της .. και της θετής μητέρας της *** το έτος 1930, η οποία έκτοτε το κατείχε και νεμόταν με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας μέχρι το θάνατό της, που συνέβη στις 22.8.1963. Ότι μετά το θάνατό της, το παραπάνω ακίνητο περιήλθε κατά ποσοστό 1/9 εξ αδιαιρέτου σε καθένα από τα εννέα τέκνα της (*** και ***) ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της. Ότι ο *** απεβίωσε στις 15.3.1979 καταλείποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς και μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του αυτούς (κυρίως παρεμβαίνοντες) αναφορικά με το άνω ακίνητο κατά ποσοστό 14/432 εξ αδιαιρέτου την πρώτη σύζυγό του και κατά ποσοστό 18/432 εξ αδιαιρέτου καθένα από τους λοιπούς (τέκνα του), οι οποίοι δυνάμει της ***/1998 πράξης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου ***, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου .., αποδέχθηκαν την κληρονομιά του αποβιώσαντος συζύγου και πατέρα τους και την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά της προαποβιώσασας μητέρας του *** χήρας *** . Ότι ομοίως κατά τους αναφερόμενους στην κύρια παρέμβαση χρόνους απεβίωσαν οι *** και *** χωρίς να αφήσουν διαθήκη και ότι οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτών, που αναφέρονται αναλυτικά στην κύρια παρέμβαση, αποδέχθηκαν τις κληρονομιές των ανωτέρω δικαιοπαρόχων τους, αναφορικά με το άνω ακίνητο, δυνάμει των ***/1995, ***/1995, ***/1995, ***/1998 και ***/1998 πράξεων αποδοχής κληρονομιάς του ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένων στα ίδια ως άνω βιβλία μεταγραφών κατά τα αναφερόμενα σε αυτές ιδανικά μερίδια. Ότι το έτος 1998 η *** δώρησε, δυνάμει του ***/1998 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του ίδιου συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου στα ίδια βιβλία μεταγραφών, το ιδανικό της μερίδιο (18/432 εξ αδιαιρέτου) επί του άνω ακινήτου σε καθένα από τα τρία αδέλφια της *** και *** κατά ποσοστό 6/432 αδιαφέτως σε καθέναν, στους δε ανεψιούς της *** και *** (κυρίως παρεμβαίνοντες), *** και *** κατά ποσοστό 3/432 εξ αδιαιρέτου σε καθέναν και στους ανεψιούς της ***, *** και *** κατά ποσοστό 2/432 εξ αδιαιρέτου σε καθέναν. Ότι ύστερα από εκούσια διανομή που συνήφθη μετά όλων των ανωτέρω συγκληρονομών, που ήταν αληθείς κύριοι των διανεμηθέντων ακινήτων, μεταξύ των οποίων και επί δικού, δυνάμει του αρ. ***/26.9.1998 συμβολαίου του ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου στα ίδια βιβλία μεταγραφών, το επίδικο αυτό ακίνητο περιήλθε κατά την επικαρπία στην πρώτη από αυτούς (κυρίως παρεμβαίνοντες) και κατά την ψιλή κυριότητα στους λοιπούς. Ότι έτσι, κατέστησαν επικαρπώτρια η πρώτη και ψιλοί κύριοι οι λοιποί του επίδικου ακινήτου κατά τρόπο παράγωγο, ήτοι δυνάμει του προαναφερθέντος συμβολαίου διανομής αλλά και κατά τρόπο πρωτότυπο (τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία), καθόσον το νεμήθηκαν με τα επικαλούμενα νόμιμα προσόντα από το έτος 1998, που περιήλθε σε αυτούς το εν λόγω ακίνητο με την επικαλούμενη εκούσια διανομή, με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, συνυπολογίζοντας στην δική τους νομή και την, με τα ίδια προσόντα, νομή των απώτερων δικαιοπαρόχων τους (κληρονόμων της *** χήρας ***) από το έτος 1963 και της τελευταίας απώτατης δικαιοπαρόχου τους, η οποία νέμονταν αυτό από το έτος 1930 μέχρι το θάνατό της κατά το έτος 1963, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ήτοι με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Με βάση το ιστορικό αυτό οι κυρίως παρεμβαίνοντες, επικαλούμενοι την ανυπαρξία δικαιώματοςκυριότητας της ενάγουσας Ιεράς Μονής *** και του εναγόμενου *** επί του ως άνω ακινήτου, ζήτησαν να αναγνωρισθεί το δικαίωμα της επικαρπίας της πρώτης και το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου εκάστου των λοιπών στο επίδικο αυτό ακίνητο, που αποτελεί το αντικείμενο της δίκης, που είχε ανοίξει με την ως άνω αγωγή της ιεράς Μονής *** εναντίον του *** και να απορριφθεί η από 13.12.2006 ως άνω αγωγή κατά το μέρος του τους αφορά. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την υπ' αριθμ. 22/2010 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την από 23.4.2007 κύρια παρέμβαση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και ακολούθως έκανε δεκτή την αγωγή κατ' ουσίαν και αναγνώρισε ότι η ενάγουσα Ιερά Μονή .. είναι αποκλειστική κυρία των επίδικων ακινήτων με τα στοιχεία ΙΑ και 1Β επιφάνειας 3.404,98 τμ και 2.086,57 τμ αντίστοιχα και επέβαλε σε βάρος του εναγόμενου μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και των κυρίως παρεμβαινόντων. Την απόφαση αυτή, προσέβαλε ο εναγόμενος - εκκαλών με την από 6.6.2010 (αρ. εκθ. κατ. ../ 7.6.2010) έφεσή του και οι κυρίως παρεμβαίνοντες με την από 2.6.2010 (αρ. εκθ. κατ. ../4.6.2010) έφεσή τους, οι οποίες συνεκδικάστηκαν από το παρόν δικαστήριο και εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 125/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο δικάζοντας επίσης κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκανε δεκτές τυπικά και ουσιαστικά τις εφέσεις, εκ των οποίων την μεν από 6.6.2010 εν μέρει κατ' ουσίαν και την από 2.6.2010 στο σύνολό της, στη συνέχεια εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση υπ' αριθμ. 22/2010 α) κατά τη διάταξή της, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η από 13.12.2006 (αρ. εκθ. κατ. ../2006) αγωγή κατά τη βάση της, που στηρίζεται στην κτήση της κυριότητας της ενάγουσας Ιεράς Μονής επί των επιδίκων ακινήτων με έκτακτη χρησικτησία (παραγραφή) για το μέχρι της εισαγωγής του Αστικού Κώδικα χρονικό διάστημα, β) κατά το μέρος που έκρινε επί της από 23.4.2007 (αρ. εκθ. κατ. ***/2007) κύριας παρεμβάσεως και γ) κατά τις διατάξεις της περί δικαστικής δαπάνης. Ακολούθως, αφού δίκασε την κύρια αγωγή και την κύρια παρέμβαση, απέρριψε την αγωγή μόνον κατά την βάση της, που στηρίζεται στην κτήση της κυριότητας των αναφερόμενων σε αυτήν ακινήτων με έκτακτη χρησικτησία (παραγραφή) για το μέχρι της εισαγωγής του ΑΚ χρονικό διάστημα ως αόριστη και την κύρια παρέμβαση επίσης ως αόριστη για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο σκεπτικό αυτής λόγους, ενώ συμψηφίσε τα δικαστικοί έξοδα μεταξύ των παραπάνω ***../8.7.2015) αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1911/2017 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Γ' Πολιτικό Τμήμα), που αναίρεσε την παραπάνω τελεσίδικη απόφαση (υπ' αριθμ. 125/2015) κατά το αναφερόμενο σε αυτήν κεφάλαιό της, που ήταν το μόνο πληττόμενο, ήτοι αυτό περί της παραδοχής της αγωγής και της αναγνώρισης του δικαιώματος κυριότητας της αναιρεσίβλητης Ιεράς Μονής *** στα επίδικα ακίνητα και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο Πατρών, συγκροτούμενο από διαφορετικούς δικαστές από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, η ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου δέχθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη απαγορευμένα από το νόμο αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν κήρυξε απαράδεκτα, υποπίπτοντας στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 και 14 ΚΠολΔ και δη ότι το Εφετείο 1) ενώ με τις ενώπιον του προτάσεις της η αναιρεσίβλητη - εφεσίβλητη Ιερά Μονή *** επικαλέσθηκε, ως αποδεικτικά μέσα, κατά σειρά «τις με αριθμό ***, *** και *** ένορκες βεβαιώσεις του συμβολαιογράφου *** εκ των οποίων στην πρώτη κατά σειρά επίκλησης περιλαμβάνονται βεβαιώσεις τεσσάρων προσώπων» εκείνο, αντί να λάβει υπόψη του μόνο τις τρεις πρώτες βεβαιώσεις από την πρώτη κατά σειρά έκθεση (υπ' αριθμ. ***), έλαβε υπόψη του τις υπ' αριθμ. ***/2007, ***/2007 και ***/2007 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του ως άνω συμβολαιογράφου χωρίς να κηρύξει τις λοιπές απαράδεκτες και 2) έλαβε υπόψη την ένορκη βεβαίωση «της *** συζ. *** που περιλαμβάνεται στη με αριθμ. ***/2007 έκθεση ***», ενώ στην έκθεση αυτή η ένορκη βεβαίωση έχει δοθεί από την . θυγατέρα *** και *** συζ. ***, δηλονότι πρόσωπο διαφορετικό εκείνου που αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης, όπως τα ανωτέρω προκύπτουν από την επιτρεπτή επισκόπηση της άνω απόφασης και των από 28.4.2014 προτάσεων της αναιρεσίβλητης - εφεσίβλητης ενώπιον του Εφετείου, κατά παραδοχή του πρώτου σκέλος του πρώτου αναιρετικού λόγου και του πρώτου σκέλους του δευτέρου αναιρετικού λόγου, παρελκόμενης της έρευνας υπολοίπων λόγων της αναιρέσεως. Μετά ταύτα, με την προαναφερθείσα υπ' αριθ. 125/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και ειδικότερα τα κεφάλαια αυτής, τα οποία δεν αναιρέθηκαν και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην πιο πάνω νομική σκέψη, παράγουν δε δικασμένο, κρίθηκε ότι (α) η από 13.12.2006 αγωγή κατά τη βάση της, που στηρίζεται στην κτήση της κυριότητας της ενάγουσας επί των αναφερόμενων ακινήτων με έκτακτη χρησικτησία (παραγραφή) και για το μέχρι της εισαγωγής του ΑΚ (23.2.1946) χρονικό διάστημα ήταν αόριστη, διότι δεν εκτίθενται σε αυτήν σαφώς ότι συντρέχουν τα αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου 2063 του Ιόνιου ΑΚ στοιχεία, αφού δεν μνημονεύονται αυτά και ειδικώς η ειρηνική, δηλαδή ήσυχη και απαλλαγμένη από βία, δημόσια, δηλαδή φανερά ασκούμενη έναντι εκείνων, οι οποίοι έχουν συμφέρον να γνωρίζουν (για να αντιλέξουν) και αναμφίβολη, δηλαδή ασκούμενη όχι με πράξεις που επιδέχονται διττή ερμηνεία ως προς το χαρακτήρα τους, συνεχή και αδιάκοπη διακατοχή της ενάγουσας με λόγο κυριότητας, δηλαδή με διάνοια κυρίου για μια τριακονταετία, ενώ κατά τα λοιπά κρίθηκε ότι είναι πλήρως ορισμένη, αφού αναφέρεται ότι η ενάγουσα απέκτησε την κυριότητα των επιδίκων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησία μετά την εισαγωγή του ΑΚ (23.2.1946) και αναφέρονται τα αναγκαία για την κτήση της κυριότητας της με τον τρόπο αυτό περιστατικά, καθορίζοντας και τις μερικότερες υλικές πράξεις νομής, από τις οποίες, αν υποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θελήσεως της ενάγουσας κατόχου να κατέχει τα επίδικα ως δικά της και (β) η από 23.4.2007 (αρ. εκθ. κατ. ../2007) κύρια παρέμβαση ήταν απαράδεκτη λόγω αοριστίας καθόσον δεν αναφέρονταν περιστατικά, που να θεμελιώνουν τεσσαροκονταετή καλόπιστη νομή των απώτατων δικαιοπαρόχων των κυρίως παρεμβαινόντων έως τις 11.9.1915, καθορίζοντας και τις συγκεκριμένες πράξεις νομής στο επίδικο κατά το άνω κρίσιμο χρονικό διάστημα (από 12.9.1875 έως 11.9.1915) αλλά από το έτος 1930, καθώς μετά την 11.9.1915 οι Ιερές Μονές θεωρούνται ότι έχουν αδιαλείπτως τη νομή επί των ακινήτων κτημάτων αυτών από της κτήσεως της κυριότητάς τους, ανεξαρτήτως κάθε αφαιρέσεως αυτής από οποιονδήποτε τρίτον και άρα είναι αυτά ανεπίδεκτα χρησικτησίας, δοθέντος μάλιστα ότι εκ των καθ' ων η κύρια παρέμβαση Ιερά Μονή *** αμφισβητεί τον τρόπο κτήσης της κυριότητας των κυρίως παρεμβαινόντων και των δικαιοπαρόχων τους επί του επίδικου με την παρέμβαση ακινήτου, επικαλούμενη με τις προτάσεις της κυριότητα σε αυτό, κτηθείσα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, που άρχισε πριν από το έτος 1876, ενώ περαιτέρω δεν αναφέρεται ούτε ο λόγος που δικαιολογεί την ύπαρξη στο πρόσωπό τους του εννόμου συμφέροντος για τη ζητούμενη αναγνώριση και ιδίως ότι ο δεύτερος των καθ' ων (εναγόμενος στην κύρια αγωγή) αμφισβητεί τα δικαιώματά τους επί του ως άνω ακινήτου. Τα παραπάνω, όπως προεκτέθηκε, κρίθηκαν με την υπ' αριθμ. 125/2015 τελεσίδικη απόφαση και ως προς τα κεφάλαιά της αυτά δεν αναιρέθηκε, με την προμνημονευόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου (αρ. 1911/2017), οπότε αυτά και όσα ακόμη περιέχονται στην εν λόγω απόφαση και αφορούν στο μη αναιρεθέν τμήμα της καθώς και οι λοιπές παραδοχές της, καλύπτονται από το δεδικασμένο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω η υπόθεση, μόνον ως προς την ουσιαστική παραδοχή της από 13.12,2006 (αρ. εκθ. κατ. ../2006) αγωγής της εφεσίβλητης - ενάγουσας Ιεράς Μονής .. έναντι του εκκαλούντος - εναγομένου *** αναφορικά με την αναγνώριση της κυριότητας της επί των επίδικων με αυτήν αγροτικών ακινήτων, αφού μόνον ως προς το κεφάλαιό της αυτό αναιρέθηκε η ως άνω απόφαση με την ανωτέρω αναιρετική απόφαση.

IV) Περαιτέρω, όπως εκτίθεται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, το εφετείο, ως το δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα του παραδεκτού της από 6.6.2010 εφέσεως του εκκαλούντα ***, που ενδιαφέρει εν' προκειμένω, πρέπει να επανεξετάσει τις διαδικαστικές προϋποθέσεις αυτής. Ειδικότερα, η από 6.6.2010 έφεση στρεφόμενη εναντίον της αρ. 22/2010 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα καθόσον (α) η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον εκκαλούντα την 7.5.2010 (βλ. την αρ. ***/7.5.2010 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας ***) και η έφεση κατατέθηκε γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 7.6.2010 (βλ. την αρ. ***/7.6.2010 έκθεση κατάθεσης δικογράφου εφέσεως), ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση, ενώ δεν ήταν αναγκαία η κατάθεση παραβόλου για την παραδεκτή άσκηση αυτής ως εκ του χρόνου ασκήσεως αυτής (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1,517,518 παρ. 1 του ΚΠολΔ όπως ίσχυαν πριν από τους Ν. 4055/2012 και Ν. 4335/2015). Πρέπει επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με αυτήν στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

V) Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977) «... Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, ... οι Μοναί κλπ είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου...». Κατά δε το άρθρο 39 παρ. 3 του αυτού Ν. 590/1977, έκδοση προεδρικού διατάγματος απαιτείται μόνον για την ίδρυση νέων και τη διάλυση ή συγχώνευση υφισταμένων Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος και ως εκ τούτου η νόμιμη υπόσταση προϋφιστάμενων Μονών δεν εξαρτάται από την έκδοση διατάγματος που να τις αναγνωρίζει. Πριν από την Εισαγωγή του ΑΚ είχαν εφαρμογή τα οριζόμενα από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο που τέθηκε σε ισχύ με το Β.Δ. της 23.2.1835 για τον Πολιτικό Νόμο των Ελλήνων. Το εν λόγω δίκαιο δεχόταν μόνο την ύπαρξη ενώσεως φυσικών προσώπων ή συνόλων περιουσίας (ιδρύματα) και την νομική αυτοτέλειά τους ως προς τα περιουσιακά δικαιώματα. Για δε την αναγνώρισή τους απαιτείτο πολιτειακή τυπική πράξη (άδεια της διοικήσεως). Στις Μονές ειδικά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο αναγνώριζε, ήδη με την Ιουστινιάνεια Νομοθεσία, μία ιδιαίτερη αυθύπαρκτη προσωπικότητα, η οποία δεν ήταν ούτε ένωση προσώπων, ούτε ακριβώς ίδρυμα. Για την ίδρυση και αναγνώριση, όμως, των Μονών δεν απαιτείτο η προηγούμενη (με τυπική πράξη) χορήγηση άδειας της πολιτείας. Τούτο διότι το όλο θέμα ρύθμιζαν οι ιεροί κανόνες, που με σχετικές Νεαρές του Ιουστινιανού, αλλά και μεταγενέστερους νόμους, αποτελούσαν κρατικό δίκαιο, οι οποίοι όριζαν ότι για την ίδρυση των Μονών απαιτούνταν άδεια του οικείου επισκόπου, αναπομπή από αυτόν ευχής πριν την έναρξη των οικοδομικών εργασιών, στη δε συνέχεια «πήξιμο» από τον ίδιο σταυρού στα θεμέλια της Μονής. Συγχρόνως συντασσόταν γραπτώς το καλούμενο «μοναστηριακό τυπικό» που περιείχε τους κανόνες διαβίωσης των μοναχών και διοίκησης της Μονής. Μετά και τη σύνταξη της κτητορικής πράξης (τυπικού) η Μονή και όταν δεν αποκτούσε από την αρχή περιουσίου αποκτούσε, εντούτοις, νομική προσωπικότητα, με τη σημερινή) έννοια του όρου, δεδομένου ότι είχαν τηρηθεί όλες οι προβλεπόμενες από το τότε ισχύον δίκαιο προϋποθέσεις ίδρυσής της. Κατόπιν ήταν δυνατόν η Μονή να καταστεί κυρία, σύμφωνα με τους όρους του ισχύοντος δικαίου για τη χρησικτησία, των ακινήτων στα οποία ενεργούσε με τους μοναχούς τις διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου. Επί των ακινήτων κτημάτων των Ιερών Μονών μετά την 11.9.1915 δεν ήταν δυνατόν να χωρήσει έκτακτη χρησικτησία από τρίτους. Τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό των ακόλουθων διατάξεων: α) του άρθρου 21 του ΝΔ 22/4.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων του Δημοσίου, της Αεροπορικής Αμόνης κλπ», κατά την οποία τα εμπράγματα δικαιώματα αυτών δεν υπόκεινται σε καμία στο μέλλον παραγραφή, η δε αρξαμένη ουδεμία κέκτηται συνέπεια αν μέχρι, της δημοσιεύσεως του διατάγματος δεν συνεπληρώθη η κατά τους ισχύοντας νόμους παραγραφή, β) του Ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων περί δικαιοστασίου που έληξε το έτος 1930, γ) των άρθρων 4 παρ. 3 του υπ' αριθ. 4/1959 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και 62 παρ. 2 του Ν. 590/1977 «περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», με τα οποία οι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του ΑΝ 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των κτημάτων των ανηκόντων στα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παρ. 4 του νόμου τούτου νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και οι Ιερές. Μονές, δ) του άρθρου 4 του Ν. 1539/1938, κατά το οποίο τα επί των ακινήτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε παραγραφή, ε) του άρθρου 17 παρ. 3 του ΝΑ 3432/1955 «περί τροποποιήσεων και συμπληρώσεως της περί ΟΔΕΠ νομοθεσίας κλπ», που εφαρμόζεται και επί των ακινήτων των Ιερών Μονών, και κατά την οποία έχει σε αυτά εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του κωδικοποιημένου με το από 24.10/2.11.1931 ΠΔ, Ν. 4944/1931 «περί Ταμείου του Εθνικού Στόλου», σύμφωνα με την οποία το Ταμείο Εθνικού Στόλου θεωρείται αδιαλείπτως ότι έχει την νομή ακινήτου κτήματος από της κτήσης της κυριότητας αυτού, ανεξάρτητα από κάθε αφαίρεση αυτής από τρίτο. Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις προκύπτει ειδικότερα ότι οι Ιερές Μονές, μετά την 11.9.1915, θεωρούνται ότι έχουν αδιαλείπτως την νομή επί των κτημάτων αυτών από της κτήσεως της κυριότητάς τους ανεξαρτήτως κάθε αφαιρέσεως αυτής από οποιονδήποτε τρίτον, και άρα είναι αυτά ανεπίδεκτα χρησικτησίας (AΠ 840/ 2010 ΝοΒ 2010/58.2482, ΑΠ 1267/1997 αδημ). Πριν δε από τις 11.9.1915 ήταν δυνατή η έκτακτη χρησικτησία επί μοναστηριακών κτημάτων εκ μέρους τρίτων κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος β.ρ. δικαίου, δηλ. ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 2. παρ. 1 Βασ. (50.14), νεαρ. III και νεαρ. 131 κεφ. 6, οι οποίες δεν εθίγησαν με το Ν. ΓΧΞ/1910, με τη συμπλήρωση καλόπιστης νομής επί 40ετία (ΑΠ 840/2010 οπ, ΑΠ 815/2009 ΕλλΔνη 2011.1064, ΑΠ 77/2001 αδημ).

VI) Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο και μάλιστα ευλόγως η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο από αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα η ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 2/2019 ΧρΙΔ 2019.504, ΟλΑΠ 6/2016 αδημ, ΑΠ 330/2020 αδημ. ΑΠ 383/2019 αδημ, ΤριμΕφΠατρ 115/2021 αδημ). Το αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται οπωσδήποτε και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματος του (ΑΠ 472/2020 αδημ. ΑΠ 645/2016 αδημ).

VII) Οι διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 424 του ΚΠολΔ, οι οποίες προστέθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α' 87/23.7.2015) και τροποποιήθηκαν στη συνέχεια με τα άρθρα 21, 22 και 23 του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α' 190/13.10.2021), τα οποία ισχύουν από 1.1.2022 (άρθρο 120 του Ν. 4842/2021), εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών υποθέσεων (άρθρο 116 παρ. 1β του Ν. 4842/2021), κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του ανωτέρω νόμου, εφόσον αφορούν σε ένορκες βεβαιώσεις, ληφθείσες, μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, κατά τη γενικότερη αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, που εκφράζεται από τις διατάξεις των άρθρων 12, 21 εδ. β7 και 24 παρ. 1 εδ. α' του ΕισΝΚΠολΔ, σύμφωνα με τις οποίες διαδικαστικές πράξεις απόδειξης του ΚΠολΔ (άρθρα 415 έως 420 και 421 έως 431) ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο διενέργειάς τους, έστω και αν οι σχετικές αγωγές ή τα ένδικα βοηθήματα ή τα ένδικα μέσα έχουν ασκηθεί προ της εν λόγω ημερομηνίας. Μετά την ισχύ των ως άνω διατάξεων (από 1.1.2022), το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και ένορκες βεβαιώσεις, υπό τις σ' αυτές οριζόμενες προϋποθέσεις, την τήρηση των οποίων έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να ερευνήσει όχι μόνο κατ' ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως διότι η έλλειψή τους έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 23/2022 αδημ. ΑΠ 1175/2019 αδημ. ΑΠ 927/2017 αδημ).

Στην προκειμένη περίπτωση από την επανεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου και ειδικότερα α) των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που δόθηκαν στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου *** και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την αρ. 11/ 2008 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού, β) της αρ. ../ 22.10.2007 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του συμβολαιογράφου *** των μαρτύρων *** και *** συζ. ***, που δόθηκαν νομότυπα με επιμέλεια της ενάγουσας σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε κατά το χρόνο λήψης τους κατ' άρθρο 12 του Ν. 2915/2001, σύμφωνα με τα παραπάνω νομικά δεδομένα υπό στοιχείο VII, μετά από νομότυπη κλήτευση του εναγόμενου (όπως προκύπτει από την αρ. ../29.4.2007 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας ***), η οποία λαμβάνεται υπόψη κατά τη σειρά της επίκλησης αυτής βάσει των προτάσεων της μόνον ως προς τους ανωτέρω τρεις μάρτυρες με τη σειρά προτεραιότητας κατά τη λήψη των καταθέσεων τους (ΑΠ 1911/ 2017 αδημ), γ) των αρ. .., ..και ../24.10.2007 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου των μαρτύρων *** και ***, που δόθηκαν νομότυπα με επιμέλεια του εναγόμενου σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε κατά το χρόνο λήψης τους κατ' άρθρο 12 του Ν. 2915/2001 σύμφωνα με να παραπάνω νομικά δεδομένα υπό στοιχείο .. μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας (όπως προκύπτει από την αρ. ../19.10.2007 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας ..), εκτός από: (1) τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων *** συζ. ***θυγ. ***... και ***... , που περιλαμβάνεται στην ως άνω με αρ. ../22.10.2007 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου ***, ***, *** συζ. ***, *** του *** που περιλαμβάνονται αντίστοιχα στις αρ. .../16.10.2007, ../5.9.2007 και .../24.10.2007 ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας και (2) τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων *** του *** και ***, που περιλαμβάνονται στις αρ. .. και ../6.5.2014 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου ***, που λήφθηκαν με επιμέλεια του εναγόμενου -εκκαλούντος *** το πρώτον ενόψει της της κατ' έφεση δίκης προς υποστήριξη της εφέσεώς του, διότι σε αμφότερες τις παραπάνω περιπτώσεις οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις εφόσον κατά το χρόνο λήψεώς τους υπερβαίνουν το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των τριών ενόρκων βεβαιώσεων, κατ' άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ και δ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το Ν. 2915/2001 και το Ν. 3994/2011, και εφαρμόζονται κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ και στην κατ' έφεση δίκη, είναι ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα και ως τέτοια δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1911/ 2017 ο.π.), των εγγράφων, που οι διάδικοι επαναπροσκομίζουν, μετά νομίμου επικλήσεως και των προσκομιζόμενών φωτογραφιών (άρθρο 444 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ), η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (ΑΠ 1304/2013 ΝοΒ 2014/62.98), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τα επίδικα ακίνητα υπό τα στοιχεία ΙΑ και 1Β, η ταυτότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, αποτελούν τμήματα ενός μεγαλύτερου ακινήτου, εκτάσεως 13.325,79 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «***» *** του Δήμου ***..., όπως αυτό απεικονίζεται στο από 31.5.2005 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού *** . Από τα παραπάνω ακίνητα α) το υπό στοιχεία ΙΑ έχει έκταση 3.404,98 τ.μ. και συνορεύει βόρεια, ανατολικά και δυτικά με συνεχόμενο ακίνητο της ενάγουσας Ιεράς Μονής και νότια με ιδιοκτησία *** και συγκεκριμένα βόρεια επί πλευράς Γ1-Γ2 μήκους 18,90 μ., Γ2-Γ3 μήκους 19,56 μ. Γ3-Γ4 μήκους 11,11 μ., με συνεχόμενο ακίνητο της ενάγουσας Ιεράς Μονής, ανατολικά επί πλευράς Γ4-Γ5 μήκους 5,74 μ., Γ5-Γ6 μήκους 4,42 μ., Γ6-Γ7 μήκους 1,50 μ., Γ7-Γ8 μήκους 6μ., Γ8-Γ9 μήκους 22,39 μ., Γ9-Γ10 μήκους 11,42 μ, Γ10-Γ11 μήκους 15,92 μ, Γ11-Α18 μήκους 7,39μ., με συνεχόμενο ακίνητο της Ιεράς Μονής, νότια επί πλευράς Α18-Α19 μήκους 9,55μ., Α19-Γ12 μήκους 9,05 μ, Γ12-Γ13 μήκους 14,17 μ., Γ13-Α20 μήκους 20,76 μ., Α20-Α21 μήκους 11,64 μ., Α21-Α22 μήκους 11,87 μ., Α22-Α23 μήκους 10,58 μ, Α23-Α24 μήκους 10,66 μ., με ιδιοκτησία *** και δυτικά επί πλευράς Α24-Β7 μήκους 9 μ.. Β7-Β6 μήκους 25,60 μ., Β6-Β5 μήκους 12,34 μ., Β5-Β4 μήκους 4,74 μ., Β4-Γ1 μήκους 4,50 + 2,73 μ. με συνεχόμενη ιδιοκτησία της Ιεράς Μονής και β) το υπό στοιχεία 1Β έχει έκταση 2.086,57 τ.μ. και συνορεύει δυτικά με αμμώδη ακτή και βόρεια, ανατολικά και νότια με συνεχόμενη ιδιοκτησία της Ιεράς Μονής και συγκεκριμένα βόρεια επί πλευράς Β43-Β1 μήκους 27,13 μ., Β1-Β2 μήκους 9,07 μ., Β2-Β3 μήκους 5,80 μ., Β3-Β4 μήκους 4,82 μ., ανατολικά επί πλευράς Β4-Β5 μήκους 4,74 μ., Β5-Β6 μήκους 12,34 μ., Β6-Β7 μήκους 25,60 μ., νότια επί πλευράς Β7-Β8 μήκους 17,11 μ., Β9-Β10 μήκους 3,69 μ., Β10-Β11 μήκους 5,31 μ., Β11-Β12 μήκους 4,96 μ., Β12-Α42 μήκους 25,61 μ. με ιδιοκτησία της ενάγουσας Ιεράς Μονής και δυτικά επί πλευράς Α42- Α43 μήκους 25,31 μ. με αμμώδη ακτή. Επί των ως άνω επίδικων ακινήτων ως τμήματα του μεγαλύτερου ακινήτου της η ενάγουσα Ιερά Μονή .. ασκούσε φυσική εξουσίαση με διάνοια κυρίας από τις 23.2.1946 συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι την κατάθεση της ένδικης αγωγής (15.12.2006), ασκώντας τις προσήκουσες πράξεις νομής, που ταιριάζουν στη φύση τους και στην κατά προορισμό χρήση τους ως αγροτικών ακινήτων δια των οργάνων της και των προστηθέντων από αυτήν μοναχών ή τρίτων. Ειδικότερα, δια των προστηθέντων από αυτήν μοναχών της όργωνε και καλλιεργούσε τα εδαφικά αυτά τμήματα με σιτάρι, κριθάρι, βρώμη και μέχρι το έτος 1958, οπότε απεβίωσε ο Ηγούμενος της ιεράς Μονής ***. Μετά το θάνατό του ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής *** επέβλεπε το αμετάβλητο τω φυλάσσοντας αυτά από παραβιάσεις καταπατητών ν ορίων της όλης εκτάσεως, ν παραχωρούσε τα επίδικα σε τρίτους προς βόσκηση των ζώων τους και ανέθετε σε τρίτους κατοίκους της περιοχής την συλλογή του ελαιόκαρπου των εντός αυτών φυτεμένων ελαιοδένδρων. Η κρίση του Δικαστηρίου ως προς τα περιστατικά αυτά συνάγεται από την συνεκτίμηση του όλων των αποδεικτικών μέσων και ιδίως από τη τις ένορκες καταθέσεις των *** συζ. ***, που δόθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον του συμβολαιογράφου ***, οι οποίοι μετά λόγου γνώσεως, ως γεννηθέντες κατά τα έτη 1935, 1954 και 1942 αντίστοιχα στα ***., στην περιφέρεια της οποίας βρίσκονται τα επίδικα, σαφώς και κατηγορηματικώς κατέθεσαν ότι θυμούνται τον Ηγούμενο *** και τους μοναχούς που ενδυμούσαν στην Ιερά Μονή να καλλιεργούν και οργώνουν τα επίδικα αυτά ακίνητα μέχρι τα έτη 1958-1960. Επιπλέον, ο μάρτυρας αποδείξεως .., κατέθεσε εξ ιδίας αντιλήψεως αλλά και από διηγήσεις τρίτων σχετικά με την ύπαρξη ενιαίας λιθοδομής γύρω από το όλο ακίνητο, περί της καλλιέργειας των επιδίκων με κριθάρι, βρώμη και σιτάρι τόσο από τον ανωτέρω Ηγούμενο της Ιεράς Μονής (***) όσο και από τρίτους κατοίκους της περιοχής μετά τον κατά το έτος 1958 θάνατό του και περί των διαδοχικών βοσκήσεων των επιδίκων κατόπιν αδείας του Ηγούμενου της Μονής από συγκεκριμένους βοσκούς, τους οποίους κατονομάζει, ήτοι τον *** (***), τον *** και τον *** μέχρι το έτος 1975, καθώς επίσης και ότι ο ίδιος συλλέγει μέχρι σήμερα τον ελαιόκαρπο των εντός των επιδίκων φυόμενων ελαιοδένδρων, αποδίδοντας το ελαιόλαδο στην ενάγουσα Ιερά Μονή. Επιπλέον, και η μάρτυρας *** γνωρίζει εξ ιδίας αντιλήψεως την μεγαλύτερη αγροτική έκταση της ενάγουσας, στην οποία περιλαμβάνονται και τα επίδικα, καθώς διέμενε μόνιμα στην περιοχή των *** και ο πατέρας της απασχολούνταν ως εργάτης στα κτήματα της ενάγουσας Ιεράς Μονής. Όσα οι ανωτέρω μάρτυρες κατέθεσαν στις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις του δεν αναιρούνται ούτε ανατρέπονται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ιδίως από τις καταθέσεις των μαρτύρων *** και *** οι οποίοι γνωρίζουν τον εναγόμενο *** από το έτος 1987, οπότε αυτός μετέβη στην *** και εγκαταστάθηκε στα επίδικα ακίνητα, τα οποία έχει περιφράξει και σε τμήμα της ενιαίας έκτασης των οποίων κατασκεύασε μια ξύλινη παράγκα με επένδυση από λαμαρίνες, την οποία χρησιμοποιεί για την κάλυψη των στεγαστικών του αναγκών, ενώ ως προς το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς αντλούν πληροφορίες από τον ίδιο τον εναγόμενο χωρίς να γνωρίζουν σχετικά με τα οποιαδήποτε δικαιώματα κυριότητας της ενάγουσας στο μεγαλύτερης εκτάσεως ακίνητό της, στο οποίο αυτά εντάσσονται, καταλήγοντας συμπερασματικά με βάση όσα έχουν περιέλθει σε γνώση τους ότι δεν ανήκουν σε εκείνην επειδή ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε στον εναγόμενο για την παρουσία του μέσα στα επίδικα. Πάντως, η κρίση του Δικαστηρίου περί της φυσικής εξουσιάσεως των επίδικων με διάνοια κυρίου από την ενάγουσα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα (από την 23.2.1946 και εντεύθεν μέχρι πρόσφατα κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής) ενισχύεται και από το γεγονός ότι κατά το έτος 2003 προκειμένου να πραγματοποιηθούν οικοδομικές εργασίες σε όμορο ακίνητο, ο ιδιοκτήτης του .. ζήτησε από τον τότε Ηγούμενο της ενάγουσας Ιεράς Μονής άδεια διόδου των οχημάτων, που μετέφεραν τα οικοδομικά υλικά προκειμένου να διέρχονται ελευθέρως, μέσω των επίδικων ακινήτων, για τον παραπάνω σκοπό. Ενόψει των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, η ενάγουσα Ιερά Μονή κατέστη κυρία των επίδικων ακινήτων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ως νεμηθείσα αυτά από την 23.2.1946 και εφεξής μέχρι την κατάθεση της ένδικης αγωγής πλέον της εικοσαετίας (15.12.2006). Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί από το επικαλούμενο από τον εναγόμενο γεγονός ότι στην από 30.10.1987 αίτηση του Ηγουμενοσυμβουλίου της ενάγουσας Ιεράς Μονής προς τον .. και στον επισυναπτόμενο σε αυτήν πίνακα Γ δεν περιλαμβάνονται τα επίδικα κατ' άρθρο 37 παρ. 5 του νδ/τος 2185/1952 «περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κτημάτων προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτροφών», καθόσον από το άνω άρθρο δεν προκύπτει εξαντλητική υποχρέωση της Ιεράς Μονής να δηλώσει όλα τα ακίνητά της, αφού, σύμφωνα με την παρ. 6 του ιδίου ως άνω άρθρου υπάρχει ρητή πρόβλεψη σχετικά με τους αγρούς, βοσκότοπους, λιβάδια και κτηνοτροφικές εκτάσεις εν γένει της Εκκλησίας, μη διαλαμβανομένων στους πίνακες των εκποιούμενων στο Δημόσιο και διατηρούμενων υπό της Εκκλησίας κτημάτων. Και αυτό διότι η ως άνω αίτηση του Ηγουμενοσυμβουλίου της Ιεράς Μονής προς τον *** που δεν υπαγορεύεται από οποιαδήποτε διάταξη του νδ 2185/1952 ούτε άλλου συναφούς νομοθετήματος, δεν υποβλήθηκε προς εκπλήρωση κάποιας εκ του νόμου υποχρεώσεως, η παράλειψη της οποίας επέφερε την αυτοδίκαιη απώλεια των δικαιωμάτων κυριότητας επί των ακινήτων της ενάγουσας Ιεράς Μονής γενικώς, συμπεριλαμβανομένων των επιδίκων, για τα οποία προβλέπεται κατ' άρθρο 36 παρ. 7 του άνω νδ ότι για την περιέλευση στην κυριότητα του Δημοσίου των ιδιοκτησιών, που υπάγονται στην αγροτική μοναστηριακή περιουσία, όπως επίσης αγροί, βοσκότοποι, λιβάδια και κτηνοτροφικές εκτάσεις εν γένει της Εκκλησίας, άρα και εν προκειμένω της Ιεράς Μονής ***, απαιτούνται μερικότερες συμβάσεις, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση ουδέποτε έλαβαν χώρα. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό μέσον ότι τα επίδικα ακίνητα ήταν αγροληπτούμενα από τον παππού του εναγομένου *** κατά το χρόνο που τέθηκε σε ισχύ το ΝΔ 3096 της 6/12.10.1954 «περί διαλύσεως υφισταμένων εισέτι αγροληψιών και εξαγοράς ψιλής κυριότητος εμφυτευτικών κτημάτων και άλλων τινών διατάξεων» (ΦΕΚ Α' 253), σύμφωνα με το άρθρο 2 του οποίου στις Ιόνιες Νήσους, πλην Ζακύνθου και Κέρκυρας, οι έχοντες δικαίωμα διηνεκούς αγροληψίας ενεργό κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού αντί οιασδήποτε άλλης αποζημιώσεως κατά την παρ. 1 διάλυση της αγροληψίας καθίστανται αυτοδικαίως συγκύριοι κατά το ήμισυ του αγροληπτούμενου κτήματος της συγκυριότητος μεταξύ αγροδότη και αγρολήπτη διεπόμενης από της περί κοινωνίας διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Από δε το παλαιό κτηματολόγιο της Ιεράς Μονής *** του 1932 προκύπτει ότι αυτή έχει στην κυριότητά της στη θέση *** του χωριού *** δώδεκα (12) αγροτεμάχια (αμπέλια και αγρούς καλλιεργήσιμους), σε δύο εκ των οποίων ορίζεται ως αγρολήπτης ο παππούς του εναγόμενου ***, ενώ από το μεταγενέστερο κτηματολόγιο του 1936 δεν προκύπτει ότι υφίσταται οποιαδήποτε αγροληψία επ' ονόματι του ανωτέρω αγρολήπτη αλλά αναφέρεται υπό τον αριθμό .. ότι τα αμπέλια και φυτείες στη θέση ..δουλεύονται από τους *** και ***. Εν πάση περιπτώσει δεν αποδεικνύεται ότι κατά το έτος 1954 υφίστατο ενεργός αγροληψία του άνω .. επί των επιδίκων ακινήτων και έτσι με το άρθρο 2 του ΝΔ 3096/1954 η Ιερά Μονή *** κατέστη μόνον συγκυρία κατά το ήμισυ ως αγροδότρια καθιστάμενου του ανωτέρω αγρολήπτη συγκυρίου αυτών κατά το υπόλοιπο ήμισυ λόγω ελευθερώσεως από το (αγροληπτικό) αυτό βάρος, το οποίο θα προσέδιδε σε εκείνον τέτοιο δικαίωμα μέσω του οποίου θα ασκούσε διανοία κυρίου φυσική εξουσίαση σε αυτά, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Εξάλλου, και αν ακόμα αυτό ήταν αληθές, πράγμα που δεν αποδείχθηκε, κατά το άρθρο 26 του ίδιου ως άνω νόμου οι διατάξεις των Κεφαλαίων Α' και Β αυτού, όπου εντάσσεται το άνω άρθρο 2, δεν εφαρμόζονται επί αγροληπτικών και εμφυτευτικών μοναστηριακών κτημάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά την από 18.9.1952 Σύμβαση μεταξύ αυτής και του Ελληνικού Δημοσίου, που κυρώθηκε με το β.δ/γμα της 26.9/8.10.1952 ΦΕΚ 289 ΑΓ της 8.10.1952), με την οποία παραχωρήθηκαν, έναντι ανταλλάγματος, προς το Ελληνικό Δημόσιο κατά πλήρη κυριότητα για την αποκατάσταση ακτή μόνων καλλιεργητών και κτηνοτροφών, καλλιεργούμενες ή καλλιεργήσιμες εκτάσεις (αγροί, βοσκότοποι κ.λ.π.), ανήκουσες στην εκκλησιαστική εν γένει περιουσία, οι οποίες προσδιορίζονταν κατ' έκταση, είδος, τοποθεσία ή περιφέρεια στους συνημμένους στη Σύμβαση αυτή Πίνακες. Σημειωτέον εν προκειμένω ότι κατά το άρθρο 51 παρ. 7 του Ν. 4301/2014, μεταξύ άλλων, ορίστηκε ότι οι Πίνακες της Σύμβασης της 18.9.1952, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια με την από 27.12.1968 Σύμβαση (Α' 161), συνιστούν νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας και αποτελούν πλήρη απόδειξη των εμπραγμάτων δικαιωμάτων των Ιερών Μονών και του Δημοσίου έναντι παντός τρίτου, χωρίς να απαιτείται η μεταγραφή τους στα οικεία βιβλία μεταγραφών ή καταχώριση στα κτηματολογικά βιβλία. Περαιτέρω, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι έχει γίνει κύριος του υπό στοιχεία ΙΑ επίδικου ακινήτου, εκτάσεως 3.404,98 τ.μ., κατά τρόπο παραγωγό και ειδικότερα λόγω γονικής παροχής από τη μητέρα του ..χήρα .. δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου υπ' αριθμ. ../2.3.2004 συμβολαίου του συμβολαιογράφου *** σε συνδυασμό με το υπ' αριθμ. ../22.2.2007 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου ***, που μεταγράφτηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ***, με το οποίο διορθώθηκε το πρώτο ως προς την έκταση του μεταβιβαζόμενου σ' αυτόν ακινήτου, η οποία (ως άνω δικαιοπάροχός του) είχε γίνει κυρία του εν λόγω ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ως νεμηθείσα αυτό από το έτος 1974, αλλά και κατά τρόπο πρωτότυπο και ειδικότερα με έκτακτη χρησικτησία, προσμετρώντας το χρόνο χρησικτησίας του απώτατου δικαιοπαρόχου του, ο οποίος βρισκόταν υπό την αδιάλειπτη νομή του επιδίκου με καλή πίστη από το έτος 1835. Δεν υπάρχει όμως κανένα αποδεικτικό μέσον που να συνηγορεί στην ουσιαστική παραδοχή αυτής της εκδοχής καθόσον ουδαμού αποδείχθηκε ότι οι απώτατοι δικαιοπάροχοι του εναγόμενου .... και ... νεμήθηκαν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, δηλαδή με την πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται το επ' αυτού δικαίωμα κυριότητας άλλου, το επίδικο ως άνω επιμέρους ακίνητο επί μια τεσσαρακονταετία συμπληρωθείσα μέχρι την 11.9.1915 αλλά ούτε και μέχρι την 23.2.1946, οπότε, άρχισε οπωσδήποτε να νέμεται το επίδικο η ενάγουσα Ιερά Μονή, αφού τα ακίνητα των Ιερών Μονών προστατεύονται όπως τα ακίνητα του Δημοσίου σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη υπό στοιχείο V. Εφόσον επομένως δεν αποδείχθηκε ότι οι απώτατοι δικαιοπάροχοι του εναγόμενου νέμονταν δηλαδή κατείχαν και εξούσιαζαν με διάνοια κυρίου το επίδικο ακίνητο και μάλιστα με καλή πίστη μέχρι τις 11.9.1915 αλλά και μεταγενέστερα μέχρι τις 23.2.1946, οπότε άρχισε να νέμεται αυτό η ενάγουσα Ιερά Μονή, δεν κατέστησαν κύριοι του εν λόγω ακινήτου οι άμεσοι δικαιοπάροχοι του εναγομένου *** χήρα *** με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας αλλά ούτε και ο εναγόμενος κατά τρόπο παραγωγό, ήτοι δυνάμει του υπ' αριθμ. ../2.3.2004 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου ***, αλλά ούτε και κατά τρόπο πρωτότυπο (έκτακτη χρησικτησία), αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι του το νεμήθηκαν με καλή πίστη για χρονικό διάστημα τουλάχιστον σαράντα (40) ετών μέχρι τις 11.9.1915, αλλά ούτε μέχρι την 23.2.1946 και επομένως ουδέποτε περιήλθε σε αυτούς κατά κυριότητα. Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να συναχθεί από το πράγματι υποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο εναγόμενος έχει δικαίωμα συλλογής του ελαιόκαρπου των τριών ελαιοδένδρων, που υπάρχουν στο επίδικο, επί των οποίων έχει δικαίωμα κυριότητας (δικαίωμα εμφυτεύσεως). Μετά από αυτά η ένσταση ιδίας κυριότητας, που νόμιμα προέβαλε ο εναγόμενος - εκκαλών είναι αβάσιμη κατ' ουσίαν και απορριπτέα, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών με την έφεσή του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η ενάγουσα Ιερά Μονή αμέσως με το που ο εναγόμενος .. εκδήλωσε την πρόθεσή του να προσβάλει το δικαίωμα κυριότητας της στο επίδικο ως άνω ακίνητο αντέδρασε μέσω των οργάνων της, τα οποία με συνεχείς συστάσεις και οχλήσεις ζήτησαν από αυτόν να απομακρύνει την συρμάτινη περίφραξη που τοποθέτησε στο νότιο και ανατολικό τμήμα αυτού καθώς επίσης την ξύλινη κατασκευή (παράγκα), που κατασκεύασε το έτος 2000 εντός αυτού. Επομένως, κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής από την ενάγουσα το Δεκέμβριο του έτους 2006 είχε μεσολαβήσει χρονικό διάστημα μόλις έξι ετών από την κατά τα ανωτέρω προσβολή της κυριότητάς της, το οποίο επ' ουδενί μπορεί να θεωρηθεί μεγάλο ώστε να ασκήσει τα δικαιώματά της επί του ως άνω επιδίκου και ακολούθως να δημιουργήσει εξ αυτού στον εναγόμενο την εύλογη πεποίθηση, ότι δεν θα ασκήσει τα δικαιώματα αυτά. Εξάλλου, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, οι ισχυρισμοί του εναγομένου ότι η άσκηση της ένδικης αγωγής εναντίον του έχει επαχθείς συνέπειες, συναισθηματικής και οικονομικής φύσεως. διότι τυχόν ευδοκίμηση αυτής αφενός θα του προκαλέσει έντονη συναισθηματική ταραχή λόγω της σχέσης του με το επίδικο από την παιδική του ηλικία και αφετέρου οικονομική διότι θα απωλέσει ένα περιουσιακό στοιχείο, με την εντός αυτού, μοναδική για αυτόν, κατοικία λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική του κατάσταση ως ψαρά με χαμηλά εισοδήματα, δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν την επικαλούμενη καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας. Και τούτο διότι (1ον) η αδράνεια της ενάγουσας να ασκήσει την ένδικη αγωγή επί μια εξαετία από την επικαλούμενη προσβολή, το οποίο δεν είναι μεγάλο χρονικό διάστημα, να ασκήσει το δικαίωμά της επί του επιδίκου και εντεύθεν η δημιουργία στον εναγόμενο εύλογης πεποίθησης ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα αυτό δεν είναι αρκετή αλλά απαιτείται η άσκηση αυτή και η ανατροπή της δημιουργηθείσας κατάστασης που συνεπάγεται, να επιφέρει επαχθείς συνέπειες για τον εναγόμενο, κρίνομενες οπωσδήποτε σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος της δικαιούχου ενάγουσας από την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματος της κυριότητας και (2ον) τέτοιες επαχθείς συνέπειες για τον εναγόμενο δεν προκύπτουν από μόνο το γεγονός ότι αυτός συνδέεται με το ακίνητο, το οποίο θα υποχρεωθεί να αποδώσει, με συναισθηματική σχέση από μικρό παιδί καθώς επίσης ότι θα απωλέσει ένα περιουσιακό στοιχείο, εντός του οποίου έχει προβεί στην κατασκευή πρόχειρης οικίας, την οποία χρησιμοποιεί για τις στεγαστικές του ανάγκες, πολλώ δε μάλλον αν ληφθεί υπόψη και η συνέπεια την οποία επιφέρει η παραδοχή της ένστασης ως προς την ενάγουσα, η οποία συνίσταται στην οριστική απώλεια της κυριότητας ενός περιουσιακού στοιχείου, το οποίο ανήκε πάντοτε σε αυτήν επί σειρά ετών και ήδη έχει περιέλθει σε εκείνον χωρίς δικαίωμα (σχ. ΑΠ 645/2016 αδημ). Ως εκ τούτου, η με την αναγνωριστική αγωγή της ενάγουσας άσκηση του από το άρθρο 1094 του ΑΚ δικαιώματος της, ενόψει των περιστατικών που προαναφέρθηκαν δεν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός αυτού του δικαιώματος, ανεξάρτητα από τα τυχόν επαχθή για τα συμφέροντα του εναγομένου αποτελέσματα λαμβάνοντας εν προκειμένω υπόψη ότι πάντοτε η δικαστική διεκδίκηση ενός πράγματος από τον αληθή κύριό του, αποβαίνει βλαπτική για όποιον το κατέχει παράνομα και το χρησιμοποιεί προς όφελος του, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην προπαρατεθείσα υπό στοιχείο VI νομική σκέψη. Ενόψει όσων εκτέθηκαν η ένδικη αγωγή δεν είναι καταχρηστική με την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απορρίπτοντας τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό, που ο εναγόμενος επαναφέρει με το συναφή λόγο της εφέσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει ως βάσιμη κατ' ουσίαν την ένδικη αγωγή, *** και αναγνώρισε το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας στα επίδικα ακίνητα αυτά, απορρίπτοντας τους προαναφερθέντες ισχυρισμούς, που παραδεκτός προέβαλε ο εναγόμενος πρωτοδίκως και επαναφέρει στο Δικαστήριο τούτο με την έφεσή του, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις προσαχθείσες αποδείξεις εκτίμησε, έστω με ελλιπέστερη αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν οι αντίθετοι σχετικοί λόγοι της από 6.6.2010 εφέσεως του εναγομένου, ως προς την ανωτέρω βάση της από 13.12.2006 (αρ. εκθ. κατ. ../2006) αγωγής της εναντίον του ως προς την οποία και μόνον αναιρέθηκε η αρ. 125/2015 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου. Συνακόλουθα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν στο σύνολό της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, καθόσον η ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν υπήρξε ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ τοπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ' ουσίαν την από 6.6.2010 (αρ. εκθ. κατ. ../7.6.2010) έφεση εναντίον της αρ. 22/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας (τακτική διαδικασία)

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ στην Πάτρα στις 5 Μαϊου 2022 και

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον ίδιο τόπο στις 31 Μαίου 2022, απάντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.