ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
Άρειος Πάγος 1527/2022
Αριθμός Απόφασης : 1527
'Ετος : 2022
Δικαστήριο : Άρειος Πάγος


Αριθμός 1527/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Μαρί Δεργαζαριάν - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 31 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και κατοικοεδρεύει στην Αθήνα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του ***, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ***  του ***, κατοίκου ... και 2) *** του ***, κατοίκου ***, ως μόνων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος *** του ***. Εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους  ***.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-3-2008 αγωγή του αρχικού διαδίκου *** και την από 30-4-2008 πρόσθετη παρέμβαση του Δήμου Βριλησσίων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 900/2009 μη οριστική, 7838/2009 μη οριστική, 5383/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6259/2019 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 22-6-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος" και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως "περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος" και του άρθρου 16 του ν. της 21-6/10-7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και σε εκείνα, τα οποία, κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους άλλοτε κυρίους τους Οθωμανούς, οι οποίοι απεχώρησαν και δεν εξουσιάζοντο πλέον από αυτούς, χωρίς παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου της 21-6/3-7/1837 "περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων", περιερχόμενα κατά το άρθρο 16 αυτού στην κυριότητα του Δημοσίου ως αδέσποτα. Με τις ρυθμίσεις αυτές το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος των Οθωμανών, αλλά διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο in globo με τη γενόμενη δήμευση "δικαίωμα πολέμου", ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία κατείχοντο μόνο από τους Οθωμανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και, ή κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου, ή ως εγκαταλελειμμένα από τους πρώην κυρίους τους, δεν κατείχοντο πλέον από αυτούς (βλ. ΟλΑΠ 1/2013). Όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πωλήσεώς τους εντός προθεσμίας (ΑΠ 15/1843, 24/1849, 230/1850, 80/1877). Περαιτέρω, όσον αφορά όσα ακίνητα ευρίσκοντο είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά τις 3-2-1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους (ΑΠ 472/1899, ΑΠ 269/1898). Ειδικότερα στην Αττική, η οποία παραχωρήθηκε στο ελληνικό κράτος στις 31-3-1833 βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατά την διάρκεια της τρίτης τουρκικής κατοχής (1827 - 1833) και ειδικότερα το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων κατά το οθωμανικό δίκαιο την κυριαρχία εφ` όλης της γης που ανήκε στο Οθωμανικό κράτος, αναγνώρισε στους υπηκόους του Έλληνες και Τούρκους που κατείχαν νόμιμα κατά το οθωμανικό δίκαιο ακίνητα, ιδιοκτησιακά δικαιώματα σε αυτά, τα οποία αργότερα με την περιέλευση της περιοχής στο Ελληνικό κράτος αναγνωρίσθηκαν και από αυτό δυνάμει της Συνθήκης της Κων/πόλεως και του πρωτοκόλλου της 3-2-1830 (ΑΠ 1563/1995). Εξάλλου, επί δημοσίων κτημάτων όπως είναι και τα δάση, τα οποία είναι εθνικά (εκτός των διαλαμβανόμενων στα άρθρα 1 και 2 του από 17-11/1- 12-1836 Β.Δ/τος, τα οποία θεωρούνται ως ιδιωτικά υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 του εν λόγω Β.Δ/τος), ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις έχουσες εφαρμογή κατ` άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, για τον προ της ενάρξεως της ισχύος του ΑΚ χρόνο, διατάξεις των ν. 8 παρ. 8 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50. 4), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ. 1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), δηλαδή κατόπιν ασκήσεως νομής επί του δημοσίου κτήματος με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέως, ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 Παν. (5-8), 27 Πανδ.(18-1), 10,18 και 48 πανδ (41.3), 3 Πανδ. (41-10) και 109 Πανδ. (50.16), τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσεως ως ενδιάθετης καταστάσεως συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς, από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στον χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον ΑΚ, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (βλ. και τις διατάξεις των ν. 18.24 παρ. 1 Πανδ. (41-3) παρ. 9 Εισ (2- 9), ν.2 κωδ (7-30) Βασ. (50-10). Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με τον μεταγενέστερο από 21 Ιουνίου 1837 νόμο "περί διακρίσεως κτημάτων" στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι "ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων πραγμάτων εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω περιεχόμεναι διατάξεις", επομένως και οι προαναφερόμενες διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21.6/3-7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων" συνάγεται, ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, εφόσον η τριακονταετής νομή αυτών, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 8 Κωδ. (7.39), Βασ. 9 παρ. 1 (50. 4) είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του νόμου ΔΞΗ /1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που "εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ/τος της 22.4/16-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ,π", που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν. ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων" που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 ΕισΝ αυτού, με τις οποίες διατάξεις ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία πάνω σ` αυτά (βλ. ΟλΑΠ 75/1987, ΑΠ 1524/2012). Επίσης, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου κτήματος με έκτακτη χρησικτησία η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή στην περίπτωση του δάσους η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 του από 17-11-1836 ΒΔ/τος "περί ιδιωτικών δασών". (ΑΠ 52/2014).
Περαιτέρω κατά το άρθρο 1 του β.δ. της 12-12-1833 "περί καθορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834" όλα τα λιβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο "ταπί" εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή όμως αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Τούτο προκύπτει από α) το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. ΚΘ` της 31-1/18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδιών άνευ βλάβης των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους, και β) το άρθρο 3 του ν. ΨΗΖ'/1880, κατά το οποίο οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λιβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών την νομική κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων εγένοντο μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις: περί κτήσεως κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία του β.ρ. δικαίου, των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/307-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/16-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", του άρθρου 60 του ν. ΣΟΖ`/1855 και του άρθρου 12 παρ.1 του ν. ΔΝΖ`/1912, προκύπτει ότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας επί βοσκοτόπων, εθνικών ή μη και υπό ιδιωτών, εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17 (29) Νοεμβρίου/1 Δεκεμβρίου 1836 β.δ. "περί ιδιωτικών δασών", που έχει ισχύ νόμου, προκύπτει ότι το Δημόσιο αναγνωρίστηκε με αυτό κύριο κάθε έκτασης, η οποία πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής ότι ανήκαν πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, καθώς και εκείνων που ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία, και στις δύο δε αυτές περιπτώσεις, εάν και εφόσον οι νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας υποβλήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους στην Γραμματεία επί των Οικονομικών μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 3 παρ. 1 ανατρεπτική προθεσμία, του ενός έτους από τη δημοσίευσή του νόμου, (ΦΕΚ 69/1.12.1836), προς εξέταση της νομιμοποίησής τους ως ιδιοκτητών ιδιωτικών δασών. Ούτε όμως από το πιο πάνω β. δ/μα, ούτε από άλλη διάταξη απαγορευόταν τότε η έκτακτη χρησικτησία επί των δημόσιων δασών και γενικότερα επί των δημόσιων κτημάτων, ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, αλλά αντίθετα αυτή ήταν επιτρεπτή τόσο κατά τους ν. 18, Πανδ. (41.3), ν. 2, Κωδ. (7. 30), παρ. 9 Εισηγ. (2.6), όσο και κατά το άρθρο 21 του μετέπειτα ισχύσαντος από 2.6/3.7.1837 νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων", και μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας και επί πραγμάτων της πιο πάνω κατηγορίας, εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11-9-1915, αφού έκτοτε, ενόψει του ν. ΔΞΗ/1912 και των εκδοθέντων σε εκτέλεση αυτού αλλεπάλληλων β. δ/των, όπως και του ν. δ/τος της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ", που προπαρατέθηκε, αποκλείστηκε η χρησιδεσποτεία των ανηκόντων στο Ελληνικό Δημόσιο ακίνητων πραγμάτων. Εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα που αποκτήθηκε με αυτή οι διατάξεις του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του α.ν. 1539/1938 και 16 του α.ν. 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 "περί δασικού κώδικος", με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ` αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 1524/2012). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα που αποκτήθηκε η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ.1 του ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας", με την οποία ορίζεται ότι "σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημόσιου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του" και πολύ περισσότερο η εκδιδομένη με βάση το άρθρο 191 του νδ 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέας (ΟλΑΠ 21/2005, ΑΠ 1646/2009). Εξάλλου ο ορισμός της έννοιας του δάσους κατά το ελληνικό δίκαιο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του v. ΑΧΝ`/1888 "περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών", (ήτοι εδαφική έκταση καλυπτόμενη εν όλω ή εν μέρει από άγρια ξυλώδη φυτά, οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, η οποία προορίζεται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων προϊόντων), και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνόμενος ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφών και τις επιτελούμενες από αυτά λειτουργίες, (ήτοι προσθήκη πέραν της οικονομικής και της οικολογικής λειτουργίας τους), ειδικότερα δε από τις διατάξεις των άρθρων 57 του ν.3077/1924, 45 του ν.4173/1929 (όπως τροπ. με τα άρθρα 9 του α.ν. 3/1935 και 1 του α.ν. 857/1937), 1 του ν.δ. 69/1969 και 3 του ν.998/1979, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 3208/2003 (βλ. ΑΠ 552/98). Τέλος, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και ειδικότερα, το άρθρο 2 παρ.1 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", το άρθρο 16 του από 21.06/03.07.1837 νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων", τα οποία διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ, όπως και κατά το άρθρο 972 του ΑΚ, τα αδέσποτα ακίνητα, δηλαδή εκείνα, τα οποία μπορεί να εξουσιάσει ο άνθρωπος, αλλά δεν υπάρχει κύριος αυτών, ανήκουν στο Δημόσιο, έστω και αν επ` αυτών ουδεμία πράξη νομής ενήργησε. Το Δημόσιο, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, αποκτά πρωτοτύπως κυριότητα και συγχρόνως με την κυριότητα αποκτά αυτοδικαίως και τη νομή του ακινήτου, ανεξαρτήτως αν έλαβε τη φυσική εξουσία αυτού ή αν ενήργησε πάνω σ` αυτό πράξεις διακατοχής (ΑΠ 132/2000, ΑΠ 532/1980, ΑΠ 1076/1973). Άσκηση νομής, η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητος με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία (άρθρα 1041, 1045 ΑΚ) αποτελούν όταν πρόκειται για ακίνητο οι υλικές και εμφανείς πάνω σ` αυτό πράξεις που προσιδιάζουν στην φύση και τον προορισμό του ακινήτου , με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του. Ως πράξεις νομής που οδηγούν στην κτήση κυριότητας με χρησικτησία θεωρούνται, όταν πρόκειται για ακίνητο, οι υλικές και εμφανείς σ` αυτό πράξεις, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η εκμίσθωση, η φύλαξη, η συλλογή καρπών, ο καθαρισμός, η οριοθέτηση, οι καταμετρήσεις και η σύνταξη διαγραμμάτων, η καταβολή του οικείου φόρου (ΑΠ 165/2014, ΑΠ 1707/2008). Περαιτέρω, τίτλους εκ του νόμου για τα κτήματα των Ιερών Μονών αποτελούν και τα Διαχωριστικά Διατάγματα της μοναστηριακής περιουσίας, που εκδόθηκαν κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 8 παρ.2 του ν.4684/1930, όπως τροποποιήθηκε με τους ν.5141/1931 και 5256/1931 και κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ της 14/22.04.1931 και χωρίς να απαιτείται μεταγραφή των εν λόγω Διαχωριστικών Διαταγμάτων, διότι αυτά αποκτούν με τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την απαιτούμενη από τις διατάξεις της μεταγραφής δημοσιότητα. Ειδικότερα, τα Διαχωριστικά αυτά Διατάγματα συνιστούν ex lege τίτλο κυριότητας υπέρ της αναφερόμενης σ` αυτά Μονής, μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, διότι η διαπίστωση της κυριότητας επί της Μονής έγινε αυθεντικά από τον ίδιο τον νομοθέτη. Γι` αυτό ισχύουν erga omnes και όχι μόνο έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, δεν αφορούν δε σύμβαση μεταξύ της Εκκλησίας και του Δημοσίου. Έτσι, κατ` εξουσιοδότηση του νομοθέτη κατ` αρχήν καταγράφηκε η ανήκουσα σε κάθε Ιερά Μονή ακίνητη περιουσία και στη συνέχεια έγινε ο διαχωρισμός σε διατηρητέα και εκποιητέα περιουσία, που αναγκαστικά προϋπέθετε τον προσδιορισμό της ανήκουσας σε κάθε Μονή περιουσίας, δεδομένου ότι η Πολιτεία με τη νομοθετική αυθεντία της διαπίστωσε την προϋπάρχουσα κυριότητα κάθε Μονής που είχε αποκτηθεί στο παρελθόν (βλ. ΑΠ 1338/2010). Τέλος, από τον συνδυασμό των ακολούθων διατάξεων: α) του άρθρου 21 του Ν.Δ. 22/04-16.05.1926 περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων του Δημοσίου, της Αεροπορικής Αμύνης κλπ, β) του Ν.ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων περί δικαιοστασίου που έληξε το έτος 1930, γ) του άρθρου 62 παρ.2 του Ν.590/1977 "περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος", με το οποίο οι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του Α.Ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων" έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των κτημάτων των ανηκόντων στα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παρ.4 του νόμου τούτου νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και οι Ι.Μονές, δ) του άρθρου 4 του εν λόγω ν. 1539/1938, κατά το οποίο τα επί των ακινήτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε παραγραφή ε) του άρθρου 17 παρ.3 του Ν.Δ. 3432/1955 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί ΟΔΕΠ νομοθεσίας κλπ", που εφαρμόζεται και επί των ακινήτων των Ι.Μονών, και κατά το οποίο έχει σε αυτά εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 του ν.4944/1930 "περί του Ταμείου του Εθνικού Στόλου", σύμφωνα με την οποία το Ταμείο θεωρείται αδιαλείπτως ότι έχει τη νομή ακινήτου κτήματος από της κτήσης της κυριότητας αυτού, ανεξάρτητα από κάθε αφαίρεση αυτής από τρίτο, προκύπτει ότι οι Ιερές Μονές μετά την 11.09.1915, θεωρείται ότι είχαν αδιαλείπτως τη νομή επί των κτημάτων τους από της κτήσεως της κυριότητάς τους, ανεξαρτήτως κάθε αφαιρέσεως αυτής από οιονδήποτε τρίτον, και άρα αυτά ήσαν και παραμένουν έκτοτε ανεπίδεκτα χρησικτησίας (ΑΠ 1267/1997, ΑΠ 695/1994, ΑΠ 1650/1981). Ενώ πριν από την προηγούμενη ημερομηνία (11.09.1915) ήταν δυνατή η εκ μέρους τρίτων κτήση κυριότητας επί μοναστηριακών κτημάτων με έκτακτη χρησικτησία, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του βρδ με την άσκηση καλόπιστης νομής επί 40ετία, η οποία θα έπρεπε να είχε οπωσδήποτε συμπληρωθεί ήδη κατά την 11-9-1915 (ΑΠ 8/2019, ΑΠ 638/2016, ΑΠ 52/2014). Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της (ΑΠ 24/2021). Περαιτέρω κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, έτσι, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (Ολ. ΑΠ 1/1999). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και τον νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/08, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 40/2020, ΑΠ 1075/2019).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του .../1968, νομίμως μεταγραφέντος (τόμος ΠΕ, πράξη ... βιβλίων μεταγραφών του Δήμου Χαλανδρίου), συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Γρηγορίου Βλαβιανού, ο ενάγων και ήδη εκκαλών (ήδη οι κληρονόμοι αυτού αναιρεσίβλητοι) απέκτησε, αιτία πωλήσεως, από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό προσωπικού εκκλησιαστικών ιδρυμάτων Αρχιεπισκοπής Αθηνών "Άγιος Θεόκλητος", του οποίου ήταν ο μέλος, τα 197 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου επιφάνειας 5.304,00 τετραγωνικών μέτρων εδάφους (τ.μ.) και, με το ίδιο συμβόλαιο, συνέστησαν επί αυτού διηρημένη ιδιοκτησία. Το προαναφερθέν ακίνητο συνιστά μέρος μείζονος κτήματος, ολικού εμβαδού 88.452,00 τ.μ., κειμένου στη θέση Μαγειρίνα - Προφήτου Ηλιού (γνωστή υπό το τοπωνύμιο Μαγειρίνα - Πάτημα) της κτηματικής περιφέρειας της, τότε, Κοινότητος Πεντέλης Αττικής. Η εν λόγω έκταση αποτυπώνεται στο, προσαρτημένο στο .../1965 συμβόλαιο του άνω συμβολαιογράφου, από 15.6.1965 σχεδιάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Γ. Κ., και συνορεύει νοτίως εν μέρει με το επονομαζόμενο "Πάτημα Βριλησσίων" κτήμα του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου και εν μέρει με ιδιοκτησία της Ιεράς Μονής Πεντέλης, βορείως με δρόμο και εν μέρει με πρώην ιδιοκτησία της Ιεράς Μονής Πεντέλης και ανατολικώς και δυτικώς με ιδιοκτησία της Ιεράς Μονής Πεντέλης. Σήμερα, πλέον, το, επιφανείας 5.304,00 τ.μ., ενδιαφέρον ακίνητο τοποθετείται εκτός σχεδίου πόλεως και εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Βριλησσίων, υπαγόμενο στο Υποθηκοφυλακείο Αμαρουσίου. Τούτο αποτελεί το 9° από τα 12 τετράγωνα, όπου έχει κατατμηθεί η έκταση των 88.452,00 τ.μ., όπως αυτά οριοθετούνται αναμορφωμένα στο από 20.12.1967 τοπογραφικό διάγραμμα του ίδιου τοπογράφου που προσαρτάται στο .../1968 συμβόλαιο του ανωτέρω συμβολαιογράφου. Συνορεύει ανατολικώς επί πλευράς μήκους 92,00 μ. με οδό και πέραν αυτής με το 8 τετράγωνο, δυτικώς επί πλευράς μήκους 158,00 μ. με αδιαμόρφωτη οδό και πέραν αυτής με το 10 τετράγωνο και ιδιοκτησία αγνώστων, βορείως με οδό προσώπου 5 μ., νοτίως επί πλευράς 19,00 μ. με ιδιοκτησία αγνώστων και νοτιοανατολικά επί πλευρά μήκους 92 μ. με ιδιοκτησία αγνώστων. Σύμφωνα με την ως άνω εγκύρως συσταθείσα κάθετη ιδιοκτησία (άρθρο 3 του Ν.Δ. 1024/1971), ο ενάγων και ήδη εκκαλών ασκεί τα δικαιώματα νομής και κατοχής του αποκτηθέντος ιδανικού μεριδίου του στο διακεκριμένο, βάσει του τελευταίου τοπογραφικού, ως 4 τεμάχιο του επιδίκου που έχει εμβαδόν 1.056,00 τ.μ. και συνορεύει βορείως με το τεμάχιο 5 του ίδιου τετραγώνου, νοτίως με το τεμάχιο 3 του ίδιου τετραγώνου και ανατολικώς και δυτικώς με αδιαμόρφωτες οδούς. Σε εφαρμογή του Ν. 2664/1998 "Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις", η περιοχή του Δήμου Βριλησσίων κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση, δυνάμει της 100116/787/27.12.1995 (Φ.Ε.Κ. τ. Β' 1099/29.12.1995) απόφασης του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.. Τη 16 Φεβρουάριου 2004 διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρισης των πρώτων εγγραφών στο κτηματολογικό βιβλίο του Δήμου Βριλησσίων Νομού Αττικής, κατά μεταφορά από τους αναμορφωμένους κτηματολογικούς πίνακες της Β' Ανάρτησης, για όσα ακίνητα υπάγονται (όπως το επίμαχο), μεταξύ άλλων και, στο Υποθηκοφυλακείο Αμαρουσίου. Με την 216/2/2004, λοιπόν, απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεως Ελλάδας (Φ.Ε.Κ. τ. Β' 356/19.2.2004) ορίσθηκε ως ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου (άρθρο 1 § 3 του Ν. 2664/1998) στην τοποθεσία, όπου κείται το άνω ακίνητο, η 19η Φεβρουάριου 2004. Κατά τη διάρκεια της κτηματογράφησης, το ενδιαφέρον γεωτεμάχιο απογράφηκε ως έχον εμβαδόν, κατ' ακριβέστερη μέτρηση, 5.305,00 τ.μ., και έλαβε Κ.Α.Ε.Κ. .... Από τον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα υποβλήθηκε η με πρωτόκολλο 14.941/1999 δήλωση (Ν. 2308/1995), προκειμένου να καταχωρηθεί η επί αυτού κυριότητά του κατά το ιδανικό αδιαίρετο μερίδιο των 197/1000, οπότε συντάχθηκε το Κ.Α.Ε.Κ. .../4/0. Κατόπιν, όμως, το εναγόμενο (αναιρεσείον) και ήδη εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο δήλωσε, δια της Διευθύνσεως Δασών Ανατολικής Αττικής (υπηρεσιακό πρωτόκολλο 5349/2002), ότι ολόκληρο το υπό Κ.Α.Ε.Κ. ... επίδικο ανήκει στην αποκλειστική, δική του κυριότητα, βάσει του μαχητού τεκμηρίου για τις δασικές εκτάσεις, καθότι εντάσσεται στο δάσος Αγίου Θεοκλήτου. Στο θεωρημένο δασικό χάρτη του Δήμου Βριλησσίων, τούτο έχει περιληφθεί στο δασικό πολύγωνο ΔΔ05035001706101 που αφορά περιοχή χαρακτηριζόμενη ως δάσος στις αεροφωτογραφίες του 1939. Επιπλέον, μέρος του επιδίκου καταλαμβάνεται από το ΑΝΔΔ05035001675801 επάλληλο δασικό πολύγωνο που διαστέλλει το τμήμα που κηρύχθηκε αναδασωτέο το 1982 έως σήμερα. Μετά δε την απόρριψη σχετικής ενστάσεως του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο ενεγρόφη στο Κ.Α.Ε.Κ. .../4/0 μόνος ιδιοκτήτης του, προσβάλλοντας, έτσι, το εμπράγματο δικαίωμα εκείνου. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι όλη η προπεριγραφείσα έκταση των 88.452,00 τ.μ. περιήλθε στην κυριότητα του οικοδομικού συνεταιρισμού δυνάμει του .../1965, νομίμως μεταγραφέντος (τόμος ΟΖ, πράξη 411 βιβλίων μεταγραφών Δήμου Χαλανδρίου), αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου παρά της αποκλειστικής κυρίας αυτής, Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης, κατόπιν διενεργηθείσας, τη 14.2.1960, πλειοδοτικής δημοπρασίας, η οποία εγκρίθηκε δια της 467/18.2.1960 αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Για τη μεταβίβαση αυτή προηγήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις, δηλονότι (I) με την Ε/11836/24.3.1960 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας ήρθη η, προβλεπόμενη για τα εκκλησιαστικά αγροτικά κτήματα (άρθρο 2 §§ 1, 2 του Ν. 3250/1924), απαγόρευση εκποιήσεως εκτάσεως πέραν των 250 στρεμμάτων κατά ιδιοκτήτη και επετράπη ρητώς στην Ιερά Μονή Πεντέλης να μεταβιβάσει την άνω δημοπρατηθείσα έκταση που υπολογιζόταν 85 στρέμματα. (II) Η αμέσως προαναφερόμενη Ε/11836/24.3.1960 υπουργική απόφαση δημοσιεύθηκε σε μια Αθηναϊκή εφημερίδα. (III) Καταβλήθηκε ο αναλογούν φόρος εποικισμού (τριπλότυπο 106361) και (IV) με τη 211583/2843/1965 άδεια του Υπουργού Γεωργίας παραχωρήθηκε στην Ιερά Μονή το δικαίωμα (άρθρο 216 Ν. 4173/1929 "περί Δασικού Κώδικος") να εκποιήσει και κατατμήσει, ευρύτερη έκταση συνολικής επιφάνειας 122 στρεμμάτων από το, ανήκον στην ιδιοκτησία της, δάσος Πεντέλης υπό τους εξής όρους α) η κατάτμηση να γίνει σε τεμάχια εμβαδού τουλάχιστον 4 στρεμμάτων, β) η πώληση να γίνει, αποκλειστικά και μόνο, στον οικοδομικό συνεταιρισμό Άγιος Θεόκλητος, γ) ο καθορισμός των οικοπέδων, οι όροι ανέγερσης των οικοδομών καθώς και το εύρος και η διάταξη των οδών να εγκριθούν από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, δ) να διατηρηθεί ο δασικός χαρακτήρας και ε) οι αναγκαίες υλοτομίες για την ανέγερση των κτημάτων ή τη διάνοιξη των οδών να ενεργείται βάσει αδείας της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας. Μετά τη δημοπράτηση η συγκεκριμένη έκταση (85 στρέμματα) καταμετρήθηκε εκ νέου και ευρέθη συνολικής εκτάσεως 88.542,00 τ.μ., ως τέτοια δε πωλήθηκε στο συνεταιρισμό με το .../1965 άνω συμβόλαιο. Στη συνέχεια, εντοπίσθηκε ότι στη νότια πλευρά αυτής, όπου είχαν σχηματισθεί τα 1α, 1 και 2 τετράγωνα, είχαν περιληφθεί τμήματα του συνορεύοντος δημοσίου κτήματος (Πάτημα Βριλησσίων). Δια τούτο το Υπουργείο Γεωργίας επαναοριοθέτησε το πωληθέν κτήμα αφαιρώντας όσα τεμάχια ανήκαν στην κυριότητα του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου. Τοιουτοτρόπως, αναμορφώθηκαν τα υπό του συνεταιρισμού σχηματισθέντα τετράγωνα, όπως εμφαίνονται στο από 20.12.1967 τοπογραφικό διάγραμμα, βάσει του οποίου εκτήθη ο τίτλος (συμβόλαιο .../1968) του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος. Όλη η ανωτέρω έκταση (όπου εντάσσεται το επίδικο) αποτελεί τμήμα ενός πολύ μεγάλου κτήματος της Ιεράς Μονής Πεντέλης ονομαζόμενου "Γεροτσακούλι" ή "Χεροτσακούλι", εκτάσεως χιλιάδων στρεμμάτων, το οποίο περιελάμβανε κυρίως δάση και δασότοπους, αλλά και βοσκήσιμες και καλλιεργήσιμες γαίες καθώς και αγρούς και συνόρευε ανατολικά από τη Ραφήνα μέχρι το χωριό Νέα Μάκρη στη θέση Πλαίσια ή Πλέστι με θάλασσα, βόρεια με την κορυφογραμμή του Πεντελικού όρους, νότια με τις θέσεις "Γαργητός", "Κάντζα", "Χαρβάτι", Ντράφι" και "Πικέρμι" και με την οδό Μεσογείων μέχρι Ραφήνα και δυτικά με τα όρια της ιδιοκτησίας της Μονής Πετράκη στις τοποθεσίες Κοκκιναράς και Παλαιός Άγιος Ιωάννης (Παληάγιαννης) και με το δρόμο από το Μαρούσι προς Μεσόγεια, συμπεριλαμβανομένων των θέσεων Πηγή Μελισσιών, Μελίσσια, Αγία Μαρίνα και Βριλήσσια (ΑΠ 2246/2014, 1524/2012). Μεγάλο τμήμα του κτήματος αυτού η Ιερά Μονή Πεντέλης απέκτησε κατά την ίδρυσή της, το έτος 1578, από δωρεές Χριστιανών και το υπόλοιπο τμήμα κατά το έτος 1600 περίπου από ένα Οθωμανό από την Κάρυστο, ονομαζόμενο Κ. με τίτλους αγοραπωλησίας, οι οποίοι, όμως, καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Καθ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα η Ιερά Μονή ασκούσε φυσική εξουσία επί του άνω κτήματος χωρίς να ενοχληθεί από κανένα. Αλλά και μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους η Ιερά Μονή εξακολουθούσε αδιάκοπα και αδιατάρακτα να ασκεί τη φυσική εξουσία επ' αυτού με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη, διενεργώντας όλες τις διακατοχικές πράξεις που αρμόζουν στη φύση του, δίχως οποιαδήποτε ενόχληση ή επιφύλαξη του Ελληνικού Δημοσίου. Είχε φύλακες για να το φυλάσσουν, δημοπρατούσε την υλοτομία των δένδρων που υπήρχαν σε αυτό, συνέλεγε ρητίνη από τα πεύκα ή εκμίσθωνε το δικαίωμα ρητινοσυλλογής σε διάφορους μισθωτές, εκμίσθωνε τα βοσκήσιμα τμήματα του κτήματος σε κτηνοτρόφους, για βοσκή, και τα καλλιεργήσιμα, κυρίως με αμπέλια, τμήματα σε καλλιεργητές, για καλλιέργεια. Τις προαναφερόμενες πράξεις η Ιερά Μονή Πεντέλης ασκούσε με διάνοια κυρίας, αφού ενεργώντας με τα όργανα της, είχε τη θέληση να εξουσιάζει το ως άνω κτήμα για δικό της λογαριασμό, ως κυρία αυτού. Μήτε προσέβαλε το δικαίωμα κυριότητας άλλου επί τούτου, ακόμη και του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο ουδέποτε κατέλαβε τη νομή του ούτε άσκησε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη σε αυτό (ολόκληρο ή μέρος του). Λόγω καταστροφής των τίτλων αγοράς του μείζονος ως άνω ακινήτου από την Ιερά Μονή Πεντέλης, με διαταγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως συντάχθηκαν, τα έτη 1836 και 1837, ως "μαρτυρικά" έγγραφα, οι δύο Κώδικες που σώζονται μέχρι σήμερα. Ούτοι δεν αποτελούν, βέβαια, τίτλους ιδιοκτησίας, έχουν, όμως, ιδιαίτερη αξία ως αποδεικτικά στοιχεία, όσον αφορά τις εκτάσεις που νεμόταν η Ιερά Μονή (στις οποίες περιλαμβάνεται η άνω δημοπρατηθείσα έκταση), διότι συντάχτηκαν από Δημόσια Υπηρεσία (επιτροπή Β.Δ. της 1.12.1834) και με βάση τις μαρτυρίες των κατοίκων των πλησίον του κτήματος αυτού χωρίων. Ο ένας, μάλιστα, από τους Κώδικες αυτούς θεωρήθηκε το Φεβρουάριο του έτους 1836 από τον Επαρχιακό Διευθυντή Αττικής ενώ στο δεύτερο περιλαμβάνεται λεπτομερής περιγραφή των ορίων του όλου κτήματος. Η ανωτέρω πεποίθηση των αρμοδίων οργάνων της Ιεράς Μονής ενισχύθηκε και από την συμπεριφορά του Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικότερα, στην κατάσταση πινάκων υλοτομίας του δάσους "Χεροτσακούλι" του Δασονομείου Αττικής αυτό αναφέρεται κατά τα έτη 1842 - 1844 ως διαφιλονικούμενο, το 1853 ως μοναστηριακό, τα έτη 1857, 1858, 1881 και 1882 ως εκκλησιαστικό, τα έτη 1875, 1882 - 1883 ως εθνικό, το έτος 1866 με επιφύλαξη, τα έτη 1864 - 1865, 1867 - 1869, 1874 - 1877 - 1879, 1883 - 1884 έως και 1901 ως ιδιόκτητο. Μέχρι τότε το Ελληνικό Δημόσιο δεν είχε ενοχλήσει τη Μονή στην άσκηση των πράξεων νομής, στις οποίες αυτή προέβαινε. Το 1884 η Μονή δώρησε στο Ελληνικό Δημόσιο μέρος του επίμαχου κτήματος εκτάσεως 1.377,325 στρεμμάτων και η δωρεά εγκρίθηκε με Βασιλικό διάταγμα (Φ.Ε.Κ. 45/3.2.1884). Το 1895 η Ιερά Μονή διεκδίκησε την επιστροφή του δωρηθέντος και δικαιώθηκε με την 4033/1897 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, διότι κρίθηκε ότι η δωρεά ήταν άκυρη ελλείψει συμβολαιογραφικού εγγράφου. Η Ιερά Μονή εγκαταστάθηκε εκ νέου στο εν λόγω τμήμα του κτήματος το έτος 1898. Το Δημόσιο ήγειρε αμφισβητήσεις για τα δικαιώματα της Ιερός Μονής από το 1901 και εντεύθεν, όμως αργότερα, πριν την 11.9.1915 αποδέχθηκε την κυριότητα επί του ακύρως δωρηθέντος τμήματος του όλου ακινήτου με το .../1912 συμβόλαιο συμβιβασμού του συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Γρηγορόπουλου. Το γεγονός ότι για τα δασικά τμήματα του μείζονος κτήματος δεν τηρήθηκε η διαδικασία του από 17-11/1.12.1836 Β.Δ "περί ιδιωτικών δασών", δηλαδή δεν υποβλήθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας από την Ιερά Μονή Πεντέλης στην επί των Οικονομικών Γραμματεία εντός έτους από της δημοσιεύσεως του άνω Β.Δ., είχε ως συνέπεια να θεωρηθούν τα προαναφερόμενα τμήματα (δασικά) του μείζονος κτήματος ως εθνικά (δημόσια). Η Ιερά Μονή, όμως, μετά την παράλειψή της αυτή, εξακολούθησε να τα νέμεται με διάνοια κυρίας και καλή πίστη, συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι την 11.9.1915, οπότε απέκτησε την επί τούτων κυριότητα, όπως στην υπόλοιπη μείζονα έκταση του συγκεκριμένου κτήματος, καθόσον η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία ήταν επιτρεπτή υπό τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη της παρούσας προϋποθέσεις, που αποδείχθηκαν. Κατά συνέπεια δεν έχουν πλέον εφαρμογή για το επίδικο ακίνητο οι διατάξεις των κατά καιρούς ισχυσάντων και πάντως μετά την 11.9.1915 δασικών κωδίκων, σύμφωνα με τις οποίες το Δημόσιο θεωρείται νομέας στα δημόσια γενικά δάση, έστω και αν δεν έχει ενεργήσει πράξεις νομής και ότι δεν μπορεί να ασκηθεί νομή με εκχέρσωση, υλοτομία, σπορά ή άλλη πράξη. Πέραν τούτων, το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο έχει αναγνωρίσει την επί του ενδιαφέροντος ακινήτου κυριότητα της Ιεράς Μονής, με την, καταρτισθείσα μεταξύ εκείνου και της Εκκλησίας, από 18.9.1952 σύμβαση, δια της οποίας εξαιρείται της απαλλοτριώσεως η περιοχή που βρίσκεται αυτό (πρβλ. ΑΠ 7/2019). Με την από 10.5.2011 πραγματογνωμοσύνη (έκθεση κατάθεσης 162/11) βεβαιώνεται ότι όλο το υπό Κ.Α.Ε.Κ. ... (τετράγωνο 9) γεωτεμάχιο το έτος 1883 καταγράφεται ως βοσκότοπος ή χορτολιβαδική έκταση και δεν βρίσκεται σε προέκταση δασικής έκτασης. Τα έτη 1934 και 1938 τούτο έχει διαμορφώσει χαρακτήρα δασικής έκτασης, με φυόμενα νεαρά σε ηλικία βελονοειδή δένδρα. Τα έτη 1945, 1960, 1967, 1979 και 1988 δεν εμπίπτει στην έννοια των δασικών εκτάσεων, διότι δεν περικλείεται από δασικές εκτάσεις και ο βαθμός συγκόμωσης είναι μικρότερος του 15%. Ειδικότερα, το 1945 εμφανίζεται με διαμορφωμένο έδαφος κατάλληλο για καλλιέργεια, με ελάχιστους θάμνους. Το 1960 παρατηρείται σποραδική βλάστηση θάμνων και δένδρων. Η θέση και ο αριθμός των δένδρων παραμένουν αμετάβλητα τα επόμενα έτη 1967, 1979 και 1988, με όμοια μορφή και κλίση εδάφους. Ώστε η βλάστηση του ανοφόρου δεν έχει επηρεασθεί από πυρκαϊά ή εκχέρσωση, όπως αβασίμως υποστηρίζει η τεχνική σύμβουλος, δασολόγος Γ. Ν., του εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου. Τα έτη 1998, 2007 - 2008 το επίδικο γεωτεμάχιο (Κ.Α.Ε.Κ. ...) παρουσιάζει δασική αναγέννηση. Καλύπτεται από δένδρα χαλεπίου πεύκης και θάμνους, με βαθμό συγκόμωσης 28% και 29%, αντίστοιχα. Εξαιτίας δε της πυρκαϊάς του 2008, όλη η περιοχή κηρύχθηκε αναδασωτέα (απόφαση 4399/10.10.2008 Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής) και τα δένδρα του επιδίκου περιορίσθηκαν στα τέσσερα. Το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο, με τις πρωτόδικες προτάσεις του, διατείνεται ότι ο χαρακτήρας των εκτάσεων που πωλήθηκαν από την Ιερά Μονή ως δασικών καθώς και η επί αυτών έλλειψη κυριότητός της έχει κριθεί με τις επικαλούμενες αποφάσεις που επικυρώνουν σχετικά πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής. Ο ισχυρισμός αυτός είναι μη νόμιμος. Τούτο διότι αντικείμενο των συγκεκριμένων ανακοπών είναι, αποκλειστικώς, το κύρος του εκάστοτε βαλλόμενου πρωτοκόλλου και όχι η αναγνώριση της κυριότητας ή έστω η προσωρινή ρύθμιση της νομής ή άλλα ουσιαστικά δικαιώματα του Δημοσίου ή οποιουδήποτε άλλου. Όλα αυτά τα ζητήματα εξετάζονται παρεμπιπτόντως, αλλά, μόνον, ως προδικαστικά τοιούτα και όχι ως αντικείμενο της σχετικής δίκης, χωρίς να καλύπτονται από το δεδικασμένο. Οι επί αυτών, λοιπόν, εκδοθείσες αποφάσεις δημιουργούν δεδικασμένο, μόνον, ως προς το κύρος του ανακοπτόμενου πρωτοκόλλου και όχι για τα εκατέρωθεν ουσιαστικό δικαιώματα των διαδίκων και προδικαστικά ζητήματα του κύρους του πρωτοκόλλου.
Συνεπώς, το παραγόμενο προσωρινό δεδικασμένο έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπεται να καταστεί και πάλι επίδικο, κατά την ίδια διαδικασία, το δικαίωμα που με τον άνω τρόπο κρίθηκε και να αμφισβητηθεί η για αυτό αξίωση, έως την ανατροπή του δεδικασμένου αυτού, σε περίπτωση αμφισβήτησης του δικαιώματος του Δημοσίου στο Δικαστήριο της κυρίας δίκης (βλ. ΑΠ 1823/2012). Εξάλλου, το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο, με την αλληλοδιάδοχη χορήγηση των προμνημονευόμενων απαραίτητων αδειών (Ε/11836/1960, 211583/2843/1965) για εκποίηση της συγκεκριμένης δημοπρατηθείσας έκτασης αντιμετώπισε και αναγνώριζε, έστω σιωπηρώς, την Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου ως ιδιοκτήτρια. Με την 900/2009 απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διετάχθη η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το επίδικο υπό Κ.Α.Ε.Κ. ... γεωτεμάχιο περιλαμβάνεται στο κτήμα "Γεροτσακούλι", όπως αυτό περιγράφεται στην απόφαση του Εφετείου Αθηνών 3631/1988, δηλαδή οριοθετούμενο ανατολικώς με θάλασσα, βορείως με κτήμα Μονής Ασωμάτων Ξυλοκέριζα, μεσημβρινώς με Αραφίνα, Πικέρμι και κτήμα Σκουζέ, δυτικώς με Ναό Σκουζέ, Ναό Πεντέλης και Κτήμα Πεντέλης. Στην από 9.6.2011 αντίστοιχη έκθεση πραγματογνωμοσύνης αναφέρεται ότι το επίμαχο γεωτεμάχιο διαλαμβάνεται στην περιγραφή (συνοπτική και αναλυτική) της περιφέρειας της Ιεράς Μονής Πεντέλης από τους Κώδικες της Μονής. Δεν εξετάσθηκε, όμως εάν τούτο διαλαμβάνεται στη μεγαλύτερη έκταση του κτήματος "Γεροτσακούλι", όπως περιγράφεται στην 471/1903 του Εφετείου Αθηνών και στο οικείο σχεδιάγραμμα που περιγράφει το ΦΕΚ 39 Εν Αθήναις τη 14η Φεβρουάριου 1933. Εκφέρεται δε το τελικό συμπέρασμα πως το επίδικο δεν διαλαμβάνεται στην εδαφική έκταση που δέχεται η 3631/1988 απόφαση του Εφετείου Αθηνών ότι εκτείνεται το εν λόγω κτήμα. Η άποψη αυτή δεν ασκεί επιρροή στο αποδεικτικό πόρισμα, καθόσον ερείδεται σε ελλειπή στοιχεία. Το κτήμα "Γεροτσακούλι", έχει επανειλημμένως κριθεί, με τις προμνημονευόμενες πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου 2246/2014 και 1524/2012 καθώς του Εφετείου Αθηνών 5279/2008, ότι εκτείνεται και καταλαμβάνει την περιοχή των Βριλησσίων. Επιπλέον, ειδικά στην προκειμένη περίπτωση, όπως προεκτίθεται, το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, δια της αρμοδίας υπηρεσίας του (Υπουργείο Γεωργίας), έθεσε, μετά τη δημοπράτηση των 85 στρεμμάτων, τα ακριβή όρια της πωληθείσας στον άμεσο δικαιοπάροχο του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος περιοχής (σελίδα 3 του .../1968 συμβολαίου). Βέβαια, η γεωμορφολογική διάπλαση του επιδίκου δεν είναι η σταθερή, εφόσον κατά το χρόνο αγοράς του ιδανικού μεριδίου του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος (1968) τούτο ενέπιπτε στις μη δασικές εκτάσεις ενώ κατά το χρόνο δήλωσής του στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο Αμαρουσίου (1999) είχε αποκτήσει χαρακτηριστικά δασικής έκτασης. Δεδομένου, όμως, ότι νόμιμα, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα (υπουργική απόφαση 211583/28.9.1965), εγκρίθηκε η χρησιμοποίησή του για οικιστικούς σκοπούς, ορθώς δηλώθηκε ως αγροτεμάχιο .... Επομένως, οι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου ότι αυτό κατέλαβε και δήμευσε το επίδικο αγροτεμάχιο κατά τη διάρκεια του αγώνα της Ανεξαρτησίας, ως ανήκον στο Τουρκικό Δημόσιο ή σε Οθωμανούς ή εγκαταλείφθηκε από αυτούς, δυνάμει της από 09.07.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των από 03.02, 04/16.06, 19.06/01.07.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, άλλως ότι περιήλθε στην κυριότητά του ως δασικό τμήμα κατά τις διατάξεις του Β.Δ. της 17/29.11.1836, άλλως ως λιβάδι ή βοσκότοπος κατά το άρθρο 1 του Β.Δ. της 03/15.12.1833, άλλως, με τακτική, άλλως, έκτακτη χρησικτησία, ως νεμόμενο αυτό από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους συνεχώς και αδιαλειπτως μέχρι σήμερα, άλλως, ως αδέσποτο κατά τις διατάξεις του από 10.07.1837 Β.Δ. έχοντος ισχύ νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων", καταδεικνύονται αβάσιμοι. Κατ' επέκταση έπρεπε να απορριφθεί η ένσταση ιδίας κυριότητος που θεμελιωνόταν στους άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς και να γίνει δεκτή η ασκηθείσα αγωγή του ήδη εκκαλούντος ως προς όλες, τις αντικειμενικώς σωρρευόμενες, βάσεις της, ήτοι της παραγώγου και της πρωτοτύπου, δι' εκτάκτου και τακτικής χρησικτησίας, κτήσεως της κυριότητος καθώς και η αγωγή στο σύνολό της. Εντεύθεν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε, με την εκκαλούμενη απόφαση, ότι οι αγωγικοί ισχυρισμοί είναι αναληθείς και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναπτύσσονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, λοιπόν, να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός λόγος τής έφεσης. Συνακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί και δικασθεί η υπόθεση από το παρόν (δευτεροβάθμιο) Δικαστήριο (άρθρα 522, 535 § 1 του Κ.Πολ.Δ.), στη συνέχεια, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η αγωγή, να αναγνωρισθεί ο ενάγων και ήδη εκκαλών συγκύριος κατά 197 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου του γεωτεμαχίου που έχει καταχωρηθεί στο Κτηματολογικό Γραφείο Αμαρουσίου Αττικής υπό Κ.Α.Ε.Κ. ... με δικαίωμα ασκήσεως νομής και κατοχής του ιδανικού του μεριδίου στο διακεκριμένο τμήμα 4 αυτού και να διαταχθεί η διόρθωση της πρώτης εγγραφής του Κ.Α.Ε.Κ. .../4/0, ώστε να καταχωρηθεί ούτος αποκλειστικός κύριος του συγκεκριμένου γεωτεμαχίου". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού δέχθηκε την έφεση του αναιρεσιβλήτου - ενάγοντος κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε απορρίψει ως κατ' ουσία αβάσιμη την αγωγή του, εξαφάνισε την εκκαλούμενη αυτή απόφαση και, ακολούθως, δέχθηκε την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων, εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικώς ενάγοντος ***, κρίνοντας ότι αυτός είχε αποκτήσει κυριότητα με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο, και αναγνώρισε ότι ο αρχικός ενάγων κατά τον χρόνο έναρξης κατάρτισης του κτηματολογίου στον Δήμο Βριλησίων (19-2-2004), ήταν συγκύριος κατά ποσοστό 197%ο εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου των 5.305,00 τετρ. μέτρων, που απέκτησε με παράγωγο τρόπο (κατόπιν αγοραπωλησίας κατά το άνω ποσοστό (1.056,00 τετρ. μέτρα), με το υπ' αριθ. .../1968 συμβόλαιο που μεταγράφηκε νόμιμα, από αληθινό κύριο, ήτοι την Ιερά Κοινοβιακή Μονή Κοιμίσεως Θεοτόκου που είχε καταστεί κυρία με έκτακτη χρησικτησία υπό τους όρους του προϊσχύσαντος ΒΡΔ, που είχε συμπληρωθεί έως την 11-9-1915) και διέταξε τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Αμαρουσίου Αττικής στον Δήμο Βριλησίων ως προς το ακίνητο αυτό ώστε να καταχωριστεί ο αρχικώς ενάγων κύριος κατά το παραπάνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου του προπεριγραφέντος ακινήτου αντί του φερομένου ως κυρίου Ελληνικού Δημοσίου, απορρίπτοντας τις προαναφερόμενες ενστάσεις του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου- εναγομένου. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο ως προς το κρίσιμο ζήτημα της κτήσης κυριότητας του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΑΚ, του προισχύσαντος Β.Ρ.Δ. και των λοιπών ειδικών νόμων, σε σχέση με την κτήση κυριότητας με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, υπάγοντας ορθά τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στις παραπάνω εφαρμοσθείσες διατάξεις. Περαιτέρω, με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ` αυτήν πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της κτήσης κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου από την προαναφερόμενη απώτερη δικαιοπάροχο του ενάγοντος Ιερά Μονή Κοιμίσεως Θεοτόκου με έκτακτη χρησικτησία, η οποία μάλιστα είχε συμπληρωθεί στις 11-9-1915 και, ειδικότερα, ως προς τη διενέργεια πράξεων νομής επί τριακονταετία κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ, και την καλή πίστη στο πρόσωπο αυτής κατά τη διενέργεια των πράξεων. Τούτο, αφού δέχθηκε, 1) ως προς τις πράξεις νομής, ότι από το 1578 που ιδρύθηκε και αγόρασε το μεγαλύτερο κτήμα ονομαζόμενο "Γεροτσακούλι" ή "Χεροτσακούλι", έκτασης πολλών στρεμμάτων, που περιελάμβανε δάση και δασότοπους, αλλά και βοσκήσιμες και καλλιεργούμενες εκτάσεις, στο οποίο περιλαμβανόταν και το επίδικο, από έναν Οθωμανό από την Κάρυστο, ονομαζόμενο Κ. με τίτλους που καταστράφηκαν κατά την Ελληνική Επανάσταση, το εξουσίαζε έκτοτε μέχρι την 11-9-1915, αλλά και πέραν της ημερομηνίας αυτής ως κυρία, και διενεργούσε πράξεις νομής προσιδιάζουσες στον χαρακτήρα και τη μορφολογία κάθε τμήματος, 2) επέβλεπε με τα αρμόδια όργανά της και προστάτευε αυτό από επεμβάσεις και διεκδικήσεις τρίτων, φρόντιζε για τη φύλαξή του με την πρόσληψη φυλάκων, δημοπρατούσε την υλοτομία των δένδρων του, συνέλεγε τη ρητίνη από τα πεύκα ή εκμίσθωνε το δικαίωμα ρητινοσυλλογής σε τρίτους, ενώ εκμεταλλευόταν τις βοσκήσιμες και καλλιεργήσιμες εκτάσεις του, όπως το επίδικο, εκμισθώνοντας αυτές σε βοσκούς ή καλλιεργητές, αντίστοιχα, και μεταβίβαζε κατά κυριότητα τμήματα αυτού σε τρίτους, μετά τη χορήγηση αδειών εκποίησης κλπ από το Ελληνικό Δημόσιο. 3) Ως προς δε το επίδικο, επίσης δέχθηκε, ειδικότερα, ότι ενεργούσε τις προαναφερόμενες πράξεις νομής με την περιφρούρηση αυτού με φύλακες, με την καλλιέργεια της καλλιεργήσιμης έκτασης και την υλοτομία και ρητινοσυλλογή των ευρισκομένων σε αυτό πεύκων, καθώς και διά της εκμισθώσεως ή παραχωρήσεως της χρήσεως σε τρίτους προς εκμετάλλευση (καλλιέργεια κλπ). 4) Αναφορικά δε με την ύπαρξη της καλής πίστης στο πρόσωπο της παραπάνω Ιεράς Μονής κατά την άσκηση των πράξεων νομής, αφού δέχθηκε ότι αυτή νεμόταν το μείζον ακίνητο και το εντός αυτού επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, δηλαδή, έχοντας την εύλογη και ειλικρινή πεποίθηση (μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ 23-2-1946) ότι δεν βλάπτει δικαιώματα τρίτων και ιδίως του Ελληνικού Δημοσίου, μετά δε την εισαγωγή του ΑΚ, με την πεποίθηση χωρίς βαρειά αμέλεια ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα στο μείζον ακίνητο, στο οποίο περιλαμβανόταν και το επίδικο, η δε καλή πίστη δικαιολογείται όχι μόνο από το ότι νεμόταν το μείζον ακίνητο ως περιλαμβανόμενο στην έκταση που αγόρασε χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο καμία πράξη δεν άσκησε στο όλο κτήμα ή μέρος αυτού, αλλά και από το ότι το τελευταίο με πολλές πράξεις του, που προεκτέθηκαν, και ανάγονται σε χρονικό διάστημα τουλάχιστον 30ετίας πριν την 11-9-1915 αναγνώριζε ότι το μείζον κτήμα ανήκε στην κυριότητά της Ιεράς Μονής. 5) Το 1884 η Μονή δώρησε στο Ελληνικό Δημόσιο μέρος του επίμαχου κτήματος εκτάσεως 1.377,325 στρεμμάτων και η δωρεά εγκρίθηκε με Βασιλικό διάταγμα, το 1895 η Ιερά Μονή διεκδίκησε την επιστροφή του δωρηθέντος και δικαιώθηκε με την 4033/1897 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, διότι κρίθηκε ότι η δωρεά ήταν άκυρη ελλείψει συμβολαιογραφικού εγγράφου, εγκαταστάθηκε δε αυτή (η Ιερά Μονή) εκ νέου στο εν λόγω τμήμα του κτήματος το έτος 1898. Επομένως οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους το αναιρεσείον αιτιάται την προσβαλλομένη για έλλειψη νόμιμης βάσης και για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση των διατάξεων α) των άρθρων 6 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2664/1998, όπως ισχύει, β) της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως της 9-7-1832 "περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος", των από 3 Φεβρουαρίου, 4/16 Ιουνίου και 19.6/1,7,1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1-3 του Οθωμανικού Νόμου "περί γαιών" και το μουσουλμανικό δίκαιο που ίσχυε πριν από αυτόν, γ) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου ν. 8 παρ. 1 Κωδ (7.39), ν. 9 παρ. 7 (Βας. 50.14), ν. 2 παρ. 2 Πανδ. (41.4), ν. 6 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) και δ) 974 επ. 1041, 1045 επ. ΑΚ, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις που προβάλει το αναιρεσείον ανάγονται αποκλειστικά στην εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας και στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού του πορίσματος και δεν υπόκεινται στο έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ. 1 ΚπολΔ), καθόσον το πόρισμα που έχει εξαχθεί από τις αποδείξεις και προεκτέθηκε, διατυπώνεται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Κατ` ακολουθίαν τούτων, πρέπει ν` απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το σχετικό αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένη κατά τα άρθρα 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987 και 2 της ΥΑ 134423/1992 (Οικονομικών και Δικαιοσύνης).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22-6-2020 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθ. 6259/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ για τον καθένα.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Ιουλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 14 Σεπτεμβρίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.